Wednesday, September 5, 2018

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΕΙΚΩΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Η επιλεγόμενη «ΚΟΥΚΚΟΥΖΕΛΙΣΣΑ»

της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου.

Διήγησις περί της θαυματουργού εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου της επιλεγομένης η «ΚΟΥΚΚΟΥΖΕΛΙΣΣΑ»

Εν τη διηγήσει περί της εικόνος της Κουκουζελίσσης επάναγκές έστιν, όπως γνωρίζει τις και τα περί του ιδίου Κουκουζέλη.

Ο Ιωάννης ο Κουκουζέλης εγεννήθη κατά τον δωδέκατον αιώνα εν Δυρραχίω παιδίον έτι έμεινεν ορφανός από τον πατέρα αυτού και εισήχθη εις την εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκρατορικήν Σχολήν, όπου διά το λιγηρόν της φωνής, την φυσικήν ωραιότητα και τα άλλα αυτού χαρίσματα, είλκυσε την εύνοιαν και αυτού του αυτοκράτορος (Κομνηνού) και παντός του Παλατίου αυτού μετ’ ολίγον καιρόν υπερέβη εις την σπουδήν άπαντας τους εαυτού συμμαθητάς και επί τέλους εγένετο ο μοναδικός του παλατίου άπαντες ηγάπων αυτόν και εκολάκευον και επεριποιούντο μεγάλως, ένεκα της λιγηράς φωνής και διά το σεμνόν του ύφους αυτού αλλά και μ’ όλα ταύτα τα του κόσμου αγαθά, η καρδία αυτού κατετήκετο υπό μιάς ενδομύχου και ανεκδιηγήτου αδημονίας και αποστροφής από πάντων των ηδέων του ματαίου βίου όθεν ο Ιωάννης έπασχε και ελυπείτο εν μέσω των ζωηρών και ηδειών ελπίδων διά το μέλλον και τόσω μάλλον ελυπείτο, καθ’ όσον δεν ηδύνατο να εύρη άνθρωπον, ίνα φανερώση προς αυτόν την αδημονίαν και λύπην αυτού και όστις να συμμερισθή και συναισθανθή την λύπην του και επομένως να παρηγορήση αυτόν η τοιαύτη δε αυτού λύπη υπερηύξησεν, ότε έμαθεν ότι ο Αυτοκράτωρ επιθυμεί να τον βιάση, ίνα νυμφευθή όθεν ο λογισμός ότι διά τας προσκαίρους ηδονάς του βίου δύναται να χάση την χαράν της βασιλείας των ουρανών, τοσούτον ηνώχλησε τον νέον, ώστε απεφάσισεν αφεύκτως να φύγη εκ της Βασιλευούσης και να κρυβή εν τινι μεμμακρυσμένη ερημία.

Ο δε Παντεπόπτης Θεός, βλέπων το άδολον της γνώμης και του σκοπού αυτού, ηυδόκησε και συνήργησεν εις την εκπλήρωσιν αυτών.


Ότε λοιπόν ο της παρθενίας εραστής ούτος Ιωάννης απηύδησε διατρίβων εν τοις Βασιλείοις και εσκέπτετο περί της εκείθεν αναχωρήσεως, ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν εκ του Αγίου Όρους του Άθω ο Ηγούμενος της Μεγίστης Λαύρας διά τινας υποθέσεις της Μονής ο δε Ιωάννης κατ’ ευδοκίαν Θεού είδε τον Γέροντα τούτον, όθεν εσκίρτησεν η καρδία αυτού εκ της χαράς, και ηδέως και προσηνώς ηγάπησεν αυτόν και σχετισθείς μετ’ αυτού, απεκάλυψεν αυτώ τους τε λογισμούς και τους σκοπούς αυτού, ζητήσας αμα και την συμβουλήν αυτού ο δε Γέρων ουχί μόνον επήνεσεν, αλλά και ηυλόγησεν αυτούς όθεν ο Ιωάννης, σχεδόν αμέσως κατόπιν του Γέροντος, ανεχώρησεν εκ της Βασιλευούσης και εν σχήματι ξένου ήλθεν εις το Άγιον Όρος και εις τας πύλας της Μεγίστης Λαύρας.

Ερωτηθείς δε παρά του θυρωρού, τις ήτο και πόθεν ήλθε και τι ήθελεν, ο Ιωάννης απεκρίθη ότι είναι άνθρωπος χωρικός, ποιμήν προβάτων και ότι βούλεται γενέσθαι Μοναχός είσαι νέος, τω υπενθύμισεν ο θυρωρός. «Αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν εν τη νεότητι αυτού», τω απεκρίθη ταπεινώς ο Ιωάννης, και τον παρεκάλει θερμώς, ίνα αναγγείλη περί αυτού τω καθηγουμένω ανήγγειλε λοιπόν ο θυρωρός τω τε καθηγουμένω και τοις αδελφοίς περί του ξένου, οίτινες εχάρησαν, διότι είχον ανάγκην ενός τοιούτου ανθρώπου, ίνα ποιμάνη τους τράγους εδέχθη λοιπόν τον Ιωάννην και συνηρίθμησεν αυτόν τη αδελφότητι ο καθηγούμενος, και κουρεύσας αυτόν, διέταξεν ίνα ποιμάνη εις τα όρη τους τράγους της Μονής.

Τούτο το έργον επροξένησεν αυτώ μεγάλην χαράν, και ούτως εδόθη όλως μετά του ποιμνίου εις τας ερήμους του Άθω, όπου ην αυτώ αγαπητή εργασία η θέια θεωρία και η προσευχή.


Εν τούτοις, μαθών ο Αυτοκράτωρ την του ηγαπημένου αυτού μουσικού αναχώρησιν, ελυπήθη μεγάλως και απέστειλεν εις πόλεις και ερημικά μέρη ανθρώπους εις ανεύρεσιν αυτού αλλ’ ο υπό Θεού σκεπόμενος Ιωάννης έμεινε παντελώς άγνωστος, μ’ όλον ότι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι ήλθον και εις το Άγιον Όρος, μάλιστα δε και εις την Λαύραν αυτήν του οσίου Αθανασίου ούτω λοιπόν εν τη ησυχία παρήρχετο ο καιρός του Ιωάννου, όστις και αρρήτως εχαίρετο και ετέρπετο, διά την τοιαύτην αυτού κατάστασιν.

Εν μια δε των ημερών εκάθητο φυλάττων το ποίμνιον αυτού, κατεχόμενος εν βάθει ενθουσιασμού και διαλογισμών, διερχομένου του λογισμού αυτού όλην την έκτασιν του παρελθόντος βίου αυτού η δε καρδία αυτού εσκίρτα υπό του αισθήματος της ευχαριστίας προς τε τον Θεόν και την αυτού Πανάχραντον Μητέρα, διά την υπέρ αυτού αγαθήν πρόνοιαν και νομίζων ότι ουδείς ευρίσκεται εν εκε’ινη τη ερήμω, και ότι ουδείς ακούει αυτού ήρξατο, ως έθος αυτώ, ψάλλειν τους γνωστούς αυτώ θείους ύμνους και η αγγελική φωνή αυτού διά μακρού ήχου διηχείτο και κατέληγεν επί των ερημικών κορυφών του Άθωνος, διά μελωδικών απηχημάτων. Επί πολύ εξηκολούθησε ψάλλων εν κατανύξει και ηδονή πνευματική ο Ιωάννης, ούτε βλέπων, ούτε γνωρίζων, ότι ερημίτης τις ουχί μακράν αυτού κεκρυμμένος εν σπηλαίω τραχυτάτω, εις τόπον απότομον σχεδόν και άβατον, ήκουεν αυτού, αλλά το μέλος της του φαινομένου ποιμένος ψαλμωδίας διήγειρε την καρδίαν του μεγάλου εκείνου ησυχαστού, τοσούτον ώστε εδάκρυσε και επροξένησεν εις την κατανυγείσαν ψυχήν αυτού πνευματικήν τινα χάριν και ευφροσύνην, και έως ότου έψαλλεν ο Ιωάννης, δεν έπαυσε και ο ησυχαστής βλέπων αυτόν και διαπορών, πόθεν εν τη ερήμω τοιαύτη αγγελική φωνή και τοιούτος άριστος μουσικός; Και η απορία του ησυχαστού έφθασεν εις τον ύψιστον βαθμόν, ότε παρετήρησε καλώς ότι και αυτοί οι τράγοι έπαυσαν εσθίοντες εκ του εναρμονίου μέλους της του ποιμαίνοντος αυτούς ψαλμωδίας, ότι και αυτά τα άλογα ζώα περικυκλώσαντα τον εαυτών ποιμένα και περιορίσαντα και την ιδίαν πνοήν, ίσταντο ακίνητα προσηλώσαντα και τους αλόγους οφθαλμούς αυτών, ως κατακυριευθέντα και καταγοητευθέντα υπό της αγγελικής αυτού φωνής όθεν ευθέως απελθών εις την Λαύραν ο ησυχαστής, ανήγγειλε τω καθηγουμένω περί του θαυμασίου ποιμένος και της λιγηράς μελωδίας αυτού προσκαλείται λοιπόν ο Ιωάννης εκ της ερήμου και επετίμησεν ο ηγούμενος, ίνα φανερώση αυτώ τα κατ’ αυτόν, και εφανέρωσε και τοι μη βουλόμενος, ότι αυτός εστίν ο Αυτοκρατορικός ηδύλαλος μουσικός Ιωάννης τότε ο Καθηγούμενος μόλις ηδυνήθη να διακρίνη από τους ήδη εκλείποντας σχεδόν λόγω της εγκρατείας οφθαλμούς και την άλλην προσωπικήν φυσιογνωμίαν αυτού, ότι ούτος αληθώς εστιν εκείνος ο του βασιλέως αγαπητός, μετά του οποίου εσχετίσθη εις Κωνσταντινούπολιν και όστις τότε διήγε ζωήν ευρυχωτάτην και είχεν οφθαλμούς ελκυστικούς και εις τας ροδίνους παρειάς σκιρτώσαν την υγείαν. Παρακαλέσαντος δε πάλιν μετά θερμών δακρών του ταπεινού Ιαάννου, άφησεν αυτόν ο Καθηγούμενος εις την αυτήν ποιμαντικήν εργασίαν της υπακοής αλλ’ ο Καθηγούμενος, φοβούμενος μη μάθη τούτο ο Βασιλεύς, μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν και παρασταθείς προς τον Βασιλέα : ελέησον, λέγει, τον δούλον σου, Βασιλεύ! Προσπίπτων άμα εις τους πόδας του Βασιλέως αυτού, διά το όνομα του Θεού του θέλοντος πάντας και έκαστον σωθήναι δέομαι και παρακαλώ την Βασιλείαν σου, ίνα ακούση πατρικώς την αίτησίν μου και εκπληρώση αυτήν, και ο Θεός να πληρώση εν αγαθοίς τους πόθους και τα αιτήματά σου! Έκθαμπος δε γενόμενος ο Αυτοκράτωρ εκ της βαθείας ταπεινώσεως και υπακοής του Γέροντος, ήγειρεν αυτόν και προσηνώς ηρώτησεν αυτόν λέγων : «Τι θέλεις Πάτερ, απ’ εμού;». Συγχώρησόν μοι, ώ Βασιλεύ! Εάν εγώ έσωμαι τολμηρός ενώπιον της σης Μεγαλειότητος η αίτησίς μου είναι ουτιδανή ως προς την εκτέλεσιν αυτής, διά σε είναι πολλά ελαφρά, καθότι ουδέν άλλο απαιτεί ή ένα σου λόγον και όμως η εκπλήρωσις αυτής θέλει προξενήσει χαράν και παραμυθίαν εις αυτούς τους Αγγέλους και αγαθόν εις την εμήν Λαύραν «λέγε λοιπόν, προσέθηκεν ευμενώς ο Βασιλεύς, τι θέλεις; Εγώ τα πάντα σοι θέλω εκτελέσει». Ο του Βασιλέως λόγος είναι ιερός, απεκρίθη ταπεινώς ο Ηγούμενος, και ουδέποτε αθετήται! «ναι, Πάτερ, ναι», επεκύρωσεν ο Βασιλεύς, συγκινηθείς εκ της απλότητος του Γέροντος «λέγε λοιπόν, τι θέλεις»; Χάρισον ημίν, λέγει αυτώ ο Καθηγούμενος, ένα των υπηκόων σου ο οποίος ζητεί την αιώνιον σωτηρίαν αυτού και να εύχεται υπέρ του Κράτους σου τούτο μόνον θέλω και ουδέν έτερον ταύτα είπεν ο Καθηγούμενος και εσιώπησε «γενηθήτω το αίτημά σου, απεκρίθη περιχαρώς ο Βασιλεύς, τις δε και πού έστιν ούτος;» παρ’ ημίν, απεκρίθη αγωνιών ο Γέρων, και μάλιστα εν τω αγγελικώ σχήματι, Ιωάννης Κουκκουζέλης : ορμητικώς απεκρίθη ο Βασιλεύς, και με τον λόγον έρευσαν δάκρυα ακουσίως εκ των οφθαλμών αυτού και κατέβησαν επί του βασιλικού αυτού στήθους. Τότε ο Καθηγούμενος διηγήθη λεπτομερώς τα περί του Ιωάννου, ο δε Αυτοκράτωρ μετά προσοχής ηκροάσθη αυτού και επί τέλους ανεβόησε μετά συγκινήσεως : «Λυπούμαι τον μοναδικόν μου ψάλτην! Λυπούμαι τον εμόν Ιωάννην! Αλλ’ αφού εκορεύθη ήδη, υπομονητέον! Η της ψυχής σωτηρία είναι τιμιωτέρα πάντων ας προσεύχεται ήδη και υπέρ της εμής σωτηρίας και υπέρ της εμής Βασιλείας». Ταύτα ακούσας ο Γέρων εδόξασε τον Θεόν, ηυλόγησε τον εαυτού ελεήμονα Βασιλέα και περιχαρής επέστρεψεν εις την Λαύραν. Έκτοτε ο Ιωάννης έμεινεν ήσυχος, ανήγειρε διά τον εαυτόν του μίαν κέλλαν μετά παρεκκλησιδίου επ’ ονόματι των Αρχαγγέλων, και ησυχάζων εν αυτή τας εξ ημέρας της εβδομάδος, κατά τας Κυριακάς και λοιπάς εορτάς ήρχετο εν τω Καθολικώ Ναώ και ιστάμενος εν τω δεξιώ χορώ έψαλλε μετά κατανύξεως συν τοις άλλοις ψάλταις. Εν μια δε των ημερών, ήτις ην το Σάββατον του Ακαθίστου Ύμνου, αφού έψαλε τους ύμνους της εορτής, εκάθισε μετά την αγρυπνίαν εν τω στασιδίω, απέναντι της εικόνος της Θεοτόκου, ενώπιον της οποίας ανεγνώσθησαν και οι οίκοι, ίνα αναπαυθή ολίγον, και ναρκωθείς ελαφρώς ακούει αμέσως σιγανήν τινα φωνήν λέγουσαν : «Χαίροις Ιωάννη! (και με την φωνήν βλέπει έμπροσθέν του την Θεοτόκον ακτινοβολούσαν με Ουράνιον φως). Ψάλλε μοι και εγώ ου σε εγκαταλέιψω». Και με τον λόγον ενεχείρισεν αυτώ εν χρυσούν νόμισμα, και ούτως εγένετο άφαντος αφυπνισθείς δε ο Ιωάννης, όλως σκιρτών εκ της αμέτρου χαράς, βλέπει εν τη δεξιά αυτού νόμισμα, και εκ των οφθαλμών αυτού έρρευσαν δάκρυα χαράς και αγαλλιάσεως, και επομένως ηυχαρίστησε και εδόξασε μεγάλως την Ουράνιαν Άνασσαν, διά την προς αυτόν άρρητον αυτής χάριν ταύτην και ευδοκίαν και έλεος. (Είτα εκρέμασαν το νόμισμα εις την ρηθείσαν Αγίαν εικόνα της Θεοτόκου, υπό της οποίας εγένετο εξαίσια θαύματα, και ουχί μόνον υπό της αγίας εικόνος, αλλά και υπό του νομίσματος). Έκτοτε λοιπόν ο Ιωάννης προθυμότερον εξετάζει το έργον αυτού ψάλλων ευλαβώς και μετά κατανύξεως, τόσον ώστε εκ της πολλής στάσεως, των τε ιδιαιτέρων και των κοινών και φανερών αγρυπνιών, εσάπισαν οι πόδες αυτού, και κατέσθιον αυτούς οι σκώληκες αλλά μετ’ ολίγον εφάνη αυτώ κατ’ όναρ η Θεοτόκος και είπεν: «από του νυν έσω υγιής!» και ευθέως εγένετο υγιής, αφανισθεισών των πληγών και αλγηδόνων αυτού.


Όθεν ο Ιωάννης, ως ευγνώμων, το επίλοιπον της ζωής αυτού διήνυσεν εις μεγάλους και υπέρ φύσιν αγώνας, και τοσούτον εφωτίσθη νοερώς, ώστε ηξιώθη να προίδη την ώραν της τελευτής αυτού αποχαιρετίσας λοιπόν πάντας τους συναχθέντας εν τη κέλλη αυτού και λαβών συγχώρησιν, και διατάξας ίνα το σώμα αυτού ενταφιασθή εν τω παρ’ αυτού ανεγερθέντι Ναώ των Αρχαγγέλων, προσευχόμενος απήλθε προς Κύριον.