Saturday, October 31, 2015

Όταν ο άγιος Αχίλλειος συνάντησε τον άγιο Δημήτριο


Όταν ο άγιος Αχίλλειος συνάντησε τον άγιο Δημήτριο, πριν την άλωση των πόλεών τους…


Τον και­ρό κα­τά τον ό­ποι­ο έ­μελ­λε να κυ­ρι­ευ­θεί η Θεσ­σα­λο­νί­κη α­πό τους Ά­γα­ρη­νούς, πο­ρευ­ό­με­νοι κά­ποι­οι ευ­λα­βείς χρι­στια­νοί προς τη Θεσ­σα­λο­νίκη , για την ε­ορ­τή του Α­γί­ου, έ­φθα­σαν στη 

βα­σι­λι­κή ο­δό, η ο­ποί­α εί­ναι στο Βαρ­δά­ρι.

­Εκεί, εί­δαν ό­φθαλ­μο­φα­νως κά­ποι­ο στρα­τι­ώ­τη, ο ο­ποι­ος ερ­χό­ταν α­πό τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, και άλ­λον Αρ­χι­ε­ρέ­α, ο ό­ποι­ος ερ­χό­ταν α­πό το δρό­μο της Λά­ρι­σας. Ό­ταν συ­ναν­τή­θη­καν, ο στρα­τι­ώ­της ά­πε­τά­θη προς τον Αρ­χι­ε­ρέ­α και εί­πε:

— Χαί­ρε, Άρ­χι­ε­ρεύ του Θε­ού Α­χίλ­λει­ε.
Εί­πε και ο Άρ­χι­ε­ρεύς:
 

— Χαί­ρε και συ, στρα­τι­ώ­τα του Χρι­στού Δη­μή­τρι­ε.
Μό­λις ά­κου­σαν οι χρι­στια­νοί αυ­τά τα ο­νό­μα­τα, στα­μά­τη­σαν φο­βι­σμέ­νοι ε­κεί κον­τά για να δουν το τέ­λος. Λέ­γει, πά­λι ο στρα­τι­ώ­της:
— Ά­πό που έρ­χε­σαι, Άρ­χι­ε­ρεύ του Θε­ού Α­χίλ­λει­ε, και που πη­γαί­νεις;.
Τότε δά­κρυ­σε ο Α­γιος Α­χίλ­λει­ος και εί­πε προς αυ­τόν:
— Για τις α­μαρ­τί­ες και τις α­νο­μί­ες του κό­σμου πρό­στα­ξε ο Θε­ός να ε­ξέλ­θω ά­πό τη Λά­ρι­σα την ο­ποί­α φυ­λάτ­τω, δι­ό­τι θα πα­ρα­δο­θεί στα χέ­ρια των Α­γα­ρη­νων. Και ιδού εξ­ήλ­θα και πηγαίνω οπού με προστάξει. Και εσύ λοι­πόν ά­πό που έρ­χε­σαι; Πες μου σε πα­ρα­κα­λώ!.
Τό­τε δά­κρυ­σε ο Α­γιος Δη­μή­τριος και του λέ­ει:
— Και ε­γώ το ί­διο έ­πα­θα, Άρ­χι­ε­ρεύ Α­χίλ­λει­ε. Πολ­λές φο­ρές βο­ή­θη­σα τους Θεσ­σα­λο­νι­κείς και τους λύ­τρω­σα ά­πό αιχ­μα­λω­σί­ες και ά­πό θα­να­τι­κό καί ά­πό α­σθέ­νεια. Πλην τώ­ρα, ά­πό τις πολ­λές τους α­μαρ­τί­ες και α­νο­μί­ες α­πο­μα­κρύν­θη­κε ο Θε­ός απ αυ­τούς και με πρό­στα­ξε να τους α­φή­σω να πα­ρα­δο­θούν στα χέ­ρια των Ά­γα­ρη­νων. Γι’ αυ­τό υ­πά­κου­σα στην προ­στα­γή Του και ε­ξήλ­θα και πη­γαί­νω ο­που με προ­στά­ζει.
Αυ­τά εί­παν και οι δύ­ο έ­σκυ­ψαν τα κε­φά­λια τους κά­τω στη γη και έ­κλα­ψαν. Ε­πει­τα ά­πό πολ­λή ώ­ρα φι­λή­θη­καν και α­πο­χαι­ρε­τί­σθη­καν και α­μέ­σως έ­γι­ναν ά­φαν­τοι. Αυ­τό το θαύ­μα εί­δαν οι Χρι­στια­νοί και δεν τόλ­μη­σαν να πά­νε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, άλ­λα γύ­ρι­σαν πί­σω, δι­η­γού­με­νοι το ό­ρα­μα. Δεν πέ­ρα­σε μή­νας και η Θεσ­σα­λο­νί­κη κυ­ρι­εύ­θη­κεκαι λε­η­λα­τή­θη­κε ά­πό τους Τούρ­κους, ό­πως και η 

Λά­ρισα.

Για τον επίσκοπο ο οποίος άφησε τη θέση του και δούλευε εργάτης....



Για τον επίσκοπο ο οποίος άφησε τη θέση του και δούλευε εργάτης Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για έναν επίσκοπο ο οποίος άφησε την επισκοπή του και πήγε στη Θεούπολη και δούλευε βοηθώντας τους κτίστες.


 Εκείνο τον καιρό ήταν κόμης της Ανατολής ο Εφραίμιος, άνδρας ελεήμων και πονόψυχος. Γι’ αυτό και ανοικοδομούνταν τα δημόσια κτίρια, επειδή είχε πέσει όλη η πόλη από το σεισμό. Μια νύχτα λοιπόν βλέπει ο Εφραίμιος στον ύπνο του τον επίσκοπο να κοιμάται κι ένα στύλο πύρινο να κατεβαίνει πάνω του από τον ουρανό. Το είδε αυτό όχι μια και δυό, αλλά πολλές φορές κι έμεινε έκθαμβος. Γιατί το θαύμα ήταν φοβερό και σε γέμιζε έκπληξη. Και συλλογιζόταν τί να είναι άραγε τούτο; Γιατί δεν ήξερε ο Εφραίμιος ότι ο εργάτης ήταν επίσκοπος. Και πώς ήταν δυνατό να το ξέρει ότι ήταν επίσκοπος, όταν έβλεπε μαλλιά άγρια και βρώμικα ρούχα και άνθρωπο ασήμαντο, φτωχό και ταλαιπωρημένο από την πολλή υπομονή, την άσκηση και εργασία κι από την εξάντληση που φέρνει ο κόπος ο πολύς; 

Μια μέρα λοιπόν καλεί ο Εφραίμιος τον εργάτη, τον πρώην επίσκοπο, θέλοντας να μάθει από τον ίδιο το ποιός είναι, κι άρχισε να τον ρωτά ιδιαιτέρως από πού είναι και το όνομά του. Αυτός του λέει: «Εγώ είμαι κάποιος από τους φτωχούς αυτής της πόλεως και, μη έχοντας από πού να τραφώ, δουλεύω εργάτης και με τρέφει ο Θεός από τους κόπους μου». Παρακινημένος όμως από το Θεό ο Εφραίμιος αποκρίνεται και του λέει: «Σε βεβαιώνω ότι δεν θα σ’ αφήσω, μέχρι να μου πεις την αλήθεια για όλη τη ζωή σου». Επειδή δεν μπορούσε πια να κρυφτεί, του λέει: «Δώσε μου το λόγο σου ότι, όσο βρίσκομαι σ’ αυτήν τη ζωή, δεν θα αποκαλύψεις σε κανένα την ιστορία μου κι εγώ θα σου ανακοινώσω τα δικά μου, έκτος από το όνομά μου και την πόλη». Τότε του ορκίστηκε ο θείος Εφραίμιος ότι «δεν θα πω τίποτε από τα δικά σου, μέχρι που θα θελήσει ο Θεός να σε πάρει απ’ αυτήν τη ζωή». Αυτός τότε του λέει: «Εγώ είμαι επίσκοπος και άφησα την επισκοπή μου για το Θεό κι ήρθα εδώ, στον άγνωστο τόπο, ταλαιπωρούμενος και δουλεύοντας εργάτης. Κι από τον κόπο μου εξοικονομώ το λίγο ψωμί μου. Εσύ όμως, όσο μπορείς, αύξανε την ελεημοσύνη. 

Γιατί, αυτές τις μέρες, ο Θεός σε ανεβάζει στον αποστολικό θρόνο αυτής της Εκκλησίας των Θεουπολιτών, για να ποιμάνεις το λαό Του, για τον οποίο φρόντισε με το ίδιο Του το αίμα ο Χριστός, ο αληθινός Θεός μας. Όπως λοιπόν σας είπα, υπέρ της ελεημοσύνης και της Ορθοδοξίας αγωνιστείτε. «Τοιαύταις γαρ θυσίαις ευαρεστείται ο Θεός». Και σε λίγες μέρες έτσι έγινε. Όταν άκουσε αυτά ο Εφραίμιος, δόξασε το Θεό και είπε: «Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός, οι οποίοι μόνο σ’ Αυτόν είναι γνώριμοι!». 

(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)

Εὐχὴ ἐξομολογητικὴ εἰς τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον ( Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμᾶς )


Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε ἐσὺ ποὺ γέννησες κατὰ σάρκα τὸ Θεὸ Λόγο, γνωρίζω ὅτι δὲν εἶναι εὐπρεπές, οὔτε ἄξιο, γιὰ μένα τὸν πανάσωτο, ἔχοντας ἀκόμη μολυσμένα μάτια και ἀκάθαρτα χείλη, νὰ ἴδω τὴν εἰκόνα, σοῦ τῆς Ἁγνῆς, τῆς Ἀειπαρθένου, τῆς ἐχούσης τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, νὰ τὴν προσκυνῶ καὶ νὰ τὴν παρακαλῶ. Πιὸ σωστὸ εἶναι γιὰ μένα τὸν ἄσωτο νὰ μισηθῶ καὶ νὰ ἐπιτιμηθῶ ἀπὸ τὴ δική σου καθαρότητα· ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς τὸν Ὁποῖον γέννησες, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς καλέσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, παίρνω καὶ ἐγὼ τὸ θάῤῥος καὶ προσέρχομαι κοντά σου καὶ σὲ παρακαλῶ μὲ δάκρυα.

Κάμε δεκτὴ τὴν ἐξαγόρευση τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ φέρε τὴ μετάνοιά μου στὸ μονογενή σου Υἱὸ καὶ Θεό, παρακαλώντάς τον νὰ λυπηθῇ τὴν ἄθλια καὶ ταλαίπωρη ψυχή μου. Γιατὶ ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐμποδίζομαι νὰ ἀτενίσω πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ ζητήσω συγχώρηση. Γι᾿ αὐτὸ σὲ προβάλλω ὡς πρέσβη καὶ μεσίτρια, γιατί ἐνῶ ἀπόλαυσα πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν παρὰ τοῦ δημιουργήσαντός με Θεοῦ, τὶς ξέχασα ὅλες, ὁ ἄθλιος καὶ ἀχάριστος, ὁμοιωθεὶς ἔτσι μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη· πτωχεύοντας στὶς ἀρετές, καὶ πλουτώντας στὰ πάθη, γεμάτος ντροπὴ καὶ στερημένος ἀπὸ τὴ θεία παῤῥησία, ἔχω κατακριθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ γι᾿ αὐτὸ θρηνοῦν γιὰ μένα οἱ Ἄγγέλοι, καὶ χαίρονται οἱ δαίμονες. Μισοῦμαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως, γεμᾶτος ντροπὴ γιὰ τὰ πονηρά μου ἔργα, νεκρὸς πρὶν τὸ θάνατό μου, καὶ πρὶν τὴν κρίση αὐτοκατάκριτος, καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀτελεύτητη κόλαση αὐτοτιμωρούμενος ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. Γι᾿ αὐτὸ καταφεύγω μόνο στὴ δική σου καὶ μόνη βοήθεια, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων, ἐγὼ ποὺ σπατάλησα τὴν πατρικὴ περιουσία μὲ πόρνες, ποὺ φέρθηκα χειρότερα καὶ ἀπὸ τὴν πόρνη, ποὺ παρανόμησα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Μανασσῆ, ποὺ ἔγινα ἄσπλαγχνος περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο, ὁ λαίμαργος δοῦλος, τὸ δοχεῖο τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ φύλακας τῶν αἰσχρῶν καὶ ῥυπαρῶν λόγων, ὁ γεμάτος μὲ κάθε ἀκαθαρσία, ὁ ξένος κάθε ἀγαθοῦ ἔργου.

Ἐλεήσέ μου τὴν ταπείνωση καὶ λυπήσου τὴν ἀσθένειά μου. Σὺ μόνο ἔχεις τόσο μεγάλη παῤῥησία πρὸς τὸν ἐκ σοῦ τεχθέντα καὶ κανεὶς ἄλλος. Τὰ πάντα μπορεῖς ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλα ἔχεις τὴν ἰσχὺ ὡς ὑπερέχουσα ὅλων τῶν κτισμάτων. Τίποτα δὲν σοῦ εἶναι ἀδύνατο, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις. Μὴν παραβλέψῃς τὰ δάκρυά μου, μὴν ἀηδιάσῃς τὸ στεναγμό μου, μὴν ἀποστραφῇς τὸν πόνον τῆς καρδιᾶς μου, μὴν ντροπιάσῃς τὴν προσδοκίαν μου σὲ σένα, ἀλλὰ μὲ τὶς μητρικές σου παρακλήσεις ἀπόσπασε γιὰ μένα τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ καὶ ἀξίωσέ με τὸν ταλαίπωρο καὶ ἀνάξιο δοῦλό σου νὰ ξαναβρῶ τὸ ἀρχαῖο προπτωτικὸ κάλλος τῆς ψυχῆς, νὰ ἀποβάλω τὴν ἀσχήμια τῶν παθῶν, νὰ ἀπελευθερωθῶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ γίνω ὑπηρέτης τῆς δικαιοσύνης, νὰ ἐκδυθῶ τὸ μόλυσμα τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καὶ νὰ ἐνδυθῶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχικῆς καθαρότητας, νὰ νεκρωθῶ γιὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ ζήσω μέσα στὴν ἀρετή. Συνοδοιπόρησε καὶ σύμπλευσε μαζί μου, στὶς ἀγρυπνίες ἐνίσχυσέ με, παρηγόρησέ με στὶς θλίψεις, γιὰ τὶς ὀλιγοψυχίες μου παρακάλεσε, δώρισέ μου τὴν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν, λύτρωσέ με ἀπὸ τὶς ἀδικίες, ἀπὸ τὶς συκοφαντίες ἀθώωσέ με, στὸ θανάσιμο κίνδυνο σπεῦσε σὲ βοήθειά μου. Ἀνάδειξέ με καθημερινὰ ἰσχυρὸ στοὺς ἀόρατους ἐχθρούς μου, γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι οι δαίμονες ποὺ ἄδικα μὲ τυραννοῦν ποιανοῦ εἶμαι δοῦλος.

Ναί, ὑπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, ἐπάκουσε τὴν οἰκτρὴ δεήσή μου, καὶ μὴ ντροπιάσῃς τὴν προσδοκία μου, σὺ ποὺ (μετά το Θεὸ) εἶσαι ἡ ἐλπίδα πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς. Τὸ βρασμὸ τῆς σάρκας μου κατάσβεσε, τὴν ἀγριώτατη ταραχὴ τῇς ψυχῇς μου κατεύνασε, τὸν πικρὸ θυμό μου καταπράϋνε, τὸν τῦφο καὶ τὴν ἀλαζονία τῆς μάταιας οἰήσεως ἀφάνισε ἀπὸ τὸ νοῦ μου. Μείωσε τὶς νυκτερινὲς φαντασιώσεις τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καθὼς καὶ τὶς καθημερινὲς τῶν ἀκάθαρτων ἐννοιῶν προσβολὲς ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Διαπαιδαγώγησε τὴ γλῶσσα μου γιὰ νὰ λέει τὰ συμφέροντα. Δίδαξε τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν σωστὰ τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς. Ἐνίσχυσε τὰ πόδια μου γιὰ νὰ βαδίζουν τὴν μακαρία ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Τὰ χέρια μου ἁγίασε γιὰ νὰ τὰ σηκώνω ἐπάξια στὸν Ὕψιστο. Καθάρισε τὸ στόμα μου, γιὰ νὰ ἐπικαλοῦμαι μὲ παῤῥησία ὡς Πατέρα τὸν πανάγιο καὶ φοβερὸ Θεό. Ἄνοιξε τὰ αὐτιά μου, γιὰ νὰ ἀκούω, καταλαβαίνω καὶ ἐφαρμόζω τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ποὺ εἶναι πιὸ γλυκὰ ἀπὸ τὸ κερὶ καὶ τὸ μέλι, ἐνισχυόμενος ἀπὸ ἐσέ.

Δῶσε μου καιρὸ μετανοίας, καὶ λογισμὸ ἐπιστροφῆς. Φύλαξέ με ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατο. Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν κατάκριση τῆς συνειδήσεως. Τέλος παραστάσου κοντά μου κατὰ τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς μου ἀπὸ τὸ ἄθλιο μου σῶμα, γιὰ νὰ ἐλαφρύνῃς ἔτσι τὴν ἀφόρητη αὐτὴ βία, νὰ ἀνακουφίσῃς τὸν ἀνέκφραστον πόνον, καὶ νὰ παρηγορήσεις τὴν ἀπαραμύθητη στενοχώρια μου. Λύτρωσέ με ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ μορφὴ τῶν δαιμόνων, παραμερίζουσα τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους καὶ σχίζουσα τὰ χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν. Φέρε με σὲ οἰκειότητα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀξίώσέ με νὰ βρεθῶ στὰ δεξιά Του, κατὰ τὴν ὥρα τῆς φοβερῆς κρίσεως, καὶ νὰ μὲ κάμῃς κληρονόμο τῶν αἰωνίων καὶ ἄφθορων ἀγαθῶν.

Αὐτὴ τὴν ἐξομολόγησή μου ἀπευθύνω σὲ σένα Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν, ἡ παραμυθία τῆς ψυχῆς μου, ἡ μετὰ τὸν Θεὸν ἐλπὶς καὶ προστασία μου, τὴν ὁποία ἐξομολόγησή μου δέξου εὐμενῶς καὶ καθάρισὲ με ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος. Ἀξίωσέ με ἐν ὅσῳ ζῶ νὰ κοινωνῶ χωρὶς κατάκριση, τὸ πανάγιο καὶ πανάχραντο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ, καὶ στὸ μέλλον νὰ συμμετάσχω στὴ γλυκυτάτη οὐράνια τροφὴ τοῦ Παραδείσου, ὅπου βρίσκεται ὅλων τῶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία. Αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν ἐλπίζοντας νὰ τύχω κι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, δοξάζω στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων τὸ πάντιμο καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, ποὺ δέχεται ὅλους ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινά, χάρις σὲ σένα ποὺ εἶσαι μεσίτρια καὶ ἐγγυήτρια ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, γιατὶ χάρις σὲ σένα πανύμνητε καὶ ὑπεράγαθε Δέσποινα, σώζεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπίνη φύση, ποὺ αἰνεῖ καὶ εὐλογεῖ τὸν Πατέρα τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν Παναγία καὶ ὁμοούσια Τριάδα, τώρα καὶ πάντοτε στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Friday, October 30, 2015

Aν άραγε ο Θεός δέχεται τη μετάνοια του αμαρτωλού.... ( Γεροντικό )


Ένας στρατιώτης ρώτησε τον αββά Μιώς, αν άραγε ο Θεός δέχεται τη μετάνοια του αμαρτωλού.
Και ο αββάς, αφού τον δίδαξε με πολλούς λόγους, είπε:
- Πες μου, αγαπητέ. Αν σχιστεί το χιτώνιό σου, το πετάς;
- Όχι, απάντησε εκείνος. Το ράβω και το χρησιμοποιώ πάλι.
- Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το ρούχο σου, του είπε τότε ο γέροντας, δεν θα λυπηθεί ο Θεός το δικό του πλάσμα;

Από το Γεροντικό
 

Tις επιδρομές των δαιμόνων. ( Γεροντικό )


Είπε κάποιος γέροντας:
- Αυτός πού μπαίνει σε αρωματοπωλείο, κι αν ακόμα δεν αγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως επάνω του κάποια ευωδία. Έτσι συμβαίνει και μ΄ αυτόν πού επισκέπτεται τους πατέρες. Αν θελήσει να εργαστεί πνευματικά, του δείχνουν το δρόμο της ταπεινώσεως, πού τον προστατεύει σαν τείχος από τις επιδρομές των δαιμόνων.


Από το Γεροντικό
 

Sunday, October 25, 2015

Προσκυνητής στο άφθαρτο λείψανο του Αγ.Δημητρίου του Νέου(Μπασαραμπώβ)στο Βουκουρέστι(+27 Οκτωβρίου)

Ο όσιος Δημήτριος ο Nέος καταγόταν από το χωριό Μπασαραμπώβ, στη σημερινή Βουλγαρία λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη σημερινή Ρουμανία. Έζησε το 13ο αιώνα την εποχή της Ηγεμονίας των Πέτρου και Ιωάννου Ασάν.


Το άφθαρτο λείψανο του Αγ.Δημητρίου του Νέου(Μπασαραμπώβ)
Ήταν πολύ φτωχός και για πολύ καιρό έβοσκε αγελάδια των χωρικών στο Μπασαραμποβ. Τις Κυριακές και στις μεγάλες γιορτές εκκλησιαζόνταν μαζί με τους άλλους χωρικούς στην εκκλησία του χωριού. Μετά αποφάσισε ν’ αφιερώσει τη ζωή του στο Χριστό, εγκατέλειψε τον κόσμο και ασκήτεψε σε μια σπηλιά την οποία έσκαψε σ’έναν βράχο κοντά στον ποταμό Λομ όπου βρισκόταν κοντά σε μια ανδρική σκήτη. Έγινε μοναχός και ασκήτευε με συνεχή νηστεία, προσευχή και μνήμη Θεού. Όταν προαισθάνθηκε το τέλος του κρύφτηκε ανάμεσα σε δύο μεγάλες πέτρινες πλάκες,σαν σε φέρετρο, στις όχθες του ποταμού Λομ όπου και εκοιμήθη. Αργότερα μετά από πλημμύρες αυτό το κομμάτι ξηράς αποκόπηκε και το Άγιο σώμα του έπεσε στον Ποταμό Λομ όπου έμεινε για εκατοντάδες χρόνια άφθαρτο. Κάποια φορά ο όσιος Δημήτριος εφανερώθη στο όνειρο μιας κοπελίτσας η οποία υπέφερε από επιληψία και της είπε: «Αν με βγάλουν οι γονείς σου από το νερό θα σε κάνω καλά». Η κοπελίτσα διηγήθηκε σ’ όλους τ’ όνειρό της και μαζί με τους iερείς και όλον το λαό πήγαν στις όχθες του ποταμού Λομ όπου βρήκαν έναν ανεκτίμητο θησαυρό δηλαδή το άφθαρτο σώμα του Αγίου Δημητρίου του Νέου. Εκείνη τη στιγμή η κοπελίτσα θεραπεύτηκε και μαζί της και πολλοί άλλοι άρρωστοι. Έπειτα πήγαν τ’Άγια λείψανα του στο χωριό Μπασαραμποβ όπου έμειναν για πολλά χρόνια κάνοντας πολλά θαύματα. Τα πολλά του θαύματα μαθεύτηκαν και στην Ρουμανία.Πολλοί πιστοί πέρναγαν τον Δούναβη για να πάνε να προσκυνήσουν τα θαυματουργά λείψανα του Αγίου.Η παράδοση λέει ότι ένας Ρουμάνος ηγεμόνας έχτισε έναν μεγαλοπρεπή ναό και εκεί τοποθετήθηκαν τα λείψανα του Αγ.Δημητρίου.

  

Μετά το ΡωσοΤουρκικό πόλεμο (1769-1774) ο ρωσικός στρατός πέρασε το Δούναβη και έφτασε στο χωριό Μπασαραμπωβ. Τότε ένας ρώσος στρατηγός, ό Πέτρος Σαλτίκωβ πήρε τα Άγια λείψανα με σκοπό να τα πάει στη Ρωσία,ίσως για να τα προστατεύσει από τους Τούρκους. Αλλά ένας ευλαβής Ρουμάνος ο Χατζη Δημήτριος ο οποίος εγνώριζε τον στρατηγό τον έπεισε να τ’ αφήσει στο Βουκουρέστι ως παρηγοριά για τα δεινά και τις καταστροφές όπου είχαν υποστεί από τους Τούρκους.
Ο στρατηγός δέχτηκε ενώ το χέρι του Αγίου μεταφέρθηκε στη Λaύρα Πετσέρσκαγια. Έτσι έφτασε το λείψανο του Αγίου Δημητρίου του Νέου στο Βουκουρέστι το 1774 όπου βρίσκονται μέχρι και σήμερα στον Πατριαρχικό Ναό του Βουκουρεστίου. Η μνήμη του εορτάζεται στις 27 Οκτωμβρίου


 

Θαύματα του Αγίου
-Κατά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο όταν τα γερμανικά στρατεύματα είχαν καταλάβει το Βουκουρέστι, οι Βούλγαροι προσπάθησαν να κλέψουν τα λείψανα του Αγίου και τα φορτωσαν σ’ ένα αμάξι για να τα πάρουν στη Σόφια.. Κατά θαυμαστό τρόπο όλο το βράδυ δε μπορούσαν να βρουν το δρόμο προς την πόλη Giurgiu ο οποίος οδηγεί στα Ρουμανο-Βουλγαρικά σύνορα. Το πρωί τους συνέλαβαν τα στρατεύματα κατοχής και τους υποχρέωσαν να τα επιστρέψουν στην θέση τους στον Πατριαρχικό Ναό.

-Για δύο σχεδόν χρόνια η νεαρή Αλεξαδρινα Π.πήγαινε κάθε Τρίτη στην εκκλησία της ενορίας της,όπου ιερέας είναι ο π.Ντανιέλ Γκόγκα για να της διαβάσει τους εξορκισμούς του Μ.Βασιλείου,αφού εξαιτίας των κατάρων των γονέων της είχε δαιμονιστεί.Μετα από δυο χρόνια και αφού δεν είχε γίνει ακόμη καλά ο π.Δημήτριος της ανακοίνωσε ότι θα πάνε μαζί να προσευχηθούν στα λείψανα του Αγίου Δημητρίου.Το ίδιο βράδυ η κοπέλα είδε στον ύπνο της μια απαίσια μορφή η οποία την κατατρόμαξε λέγοντάς της με μίσος:«Πρέπει να φύγω από εσένα γιατί φοβάμαι τον Άγιο,αλλά με την πρώτη ευκαιρία που θα μου δώσεις θα γυρίσω»!Την επόμενη ημέρα-27 Οκτωβρίου όπου εορτάζεται η μνήμη του Αγ.Δημητρίου του Νέου-περίμεναν στη σειρά για να προσκυνήσουν το άγιο λείψανο.Σαυτά τα 10 λεπτά που περίμενε αισθανόνταν πολύ άσχημα και λίγα μέτρα πριν φτάσει στο λείψανο νόμιζε ότι θα λiποθυμησει.Μόλις ασπάστηκε το λείψανο αισθάνθηκε σαν να πήρε το στόμα της φωτιά.Στο δρόμο της επιστροφής στο σπίτι έκλαιγε συνεχώς.Μετά από έναν μακρύ και δύσκολο ύπνο η Αλεξανδρίνα ξύπνησε εξαντλημένη αλλά αισθανόνταν ελαφριά σαν πούπουλο.Ο Άγιος Δημήτριος είχε κάνει το θαύμα του

-26 Οκτωβρίου 1988(Μοναχή Αικατερίνη):«Θαύμα που το είδα με τα ίδια μου τα μάτια στις 12 τη νύχτα,όταν τελείωσε το προσκύνημα στον άγιο.Είχαμε μείνει 5-6 άτομα,εγώ και 2 ιερείς και ακολούθούσε να βάλουν το λείψανο τη θέση του.(Ήταν έξω προς προσκύνηση)Η λάρνακα όμως δεν μετακινούνταν.Προσπαθήσαν όλοι αλλά κανείς δεν τα κατάφερε.Ο ιερέας έτρεξε και ξύπνησε τον επίσκοπο.Εκείνος ντυμένος με τα άμφιά του,με δύο διακόνους,δύο ιερείς,θυμιατά,ψαλμωδίες και λάβαρα έφερε τον άγιο μέσα στην εκκλησία.Μόνο με τον πρέποντα σεβασμό θέλησε να μπει!Αυτό προς απάντηση αυτών που βλαστημάνε(και ξέρω πολλούς)και οι οποίοι λένε ότι πρόκειται για κόκκαλα και τσάμπα τα προσκυνάμε»


(Από το βιβλίο της Μ.Φέρμο-Talita Kumi)

Προσκυνητής στο άφθαρτο λείψανο του Αγίου Δημητρίου του Ροστώφ(+28 Οκτωβρίου)


 

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ Πατὴρ ἡμῶν Δημήτριος, βλαστὸς οἰκογενείας Κοζάκων,γεννήθηκε τὸ 1651 στὸ Μακάροβο, σαράντα χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Κίεβο.
Στὸ ἅγιο Βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Δανιήλ. ῾Ο πατέρας του,Σάββας Τουπτάλα, ἦταν στρατιωτικὸς καὶ ἀπουσίαζε συχνά· ἔτσι,τὴν μόρφωσι τοῦ παιδιοῦ ἀνέλαβε κυρίως ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία τοῦ ἐνεφύτευσε τὰ σπέρματα τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν.

 

Σὲ ἡλικία ἕνδεκα ἐτῶν, ὁ Δανιὴλ εἰσῆλθε στὴν νεοπαγῆ ῾Ιερατικὴ Σχολὴ τοῦ Κιέβου, τῆς ὁποίας ὁ Σχολάρχης ᾿Ιωαννίκιος Γολιατόφσκυ ἦταν λαμπρὸς ἱεροκήρυξ καὶ ἔνθερμος ὑπέρμαχος τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
Χάρις στὸν ᾿Ιωαννίκιο, ὁ μελλοντικὸς ῾Ιεράρχης ἀξιώθηκε νὰ ἀναπτύξη τὸ ἀξιοθαύμαστο χάρισμά του νὰ ἐξηγῆ τὶς ῞Αγιες Γραφές· ἐπίσης,εὐαισθητοποιήθηκε στὴν ἀνάγκη διδαχῆς τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας Μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἦταν δεκαεπτὰ ἐτῶν, τὸ 1668,εἰσῆλθε στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Κυρίλλου, ὅπου τὴν 9ην ᾿Ιουλίου ἔλαβε στὴν μοναχική του κουρὰ τὸ ὄνομα Δημήτριος, πρὸς τιμὴν τοῦ Θεσσαλονικέως Μεγαλομάρτυρος.
᾿Εκτὸς ἀπὸ τὰ διακονήματα τῆς Μονῆς, τὰ ὁποῖα ἐκτελοῦσε με ὑποδειγματικὴ ὑπακοή, ὁ νέος διεκρίθη γιὰ τὴν ἀσκητική του ζωή,τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσι, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἐθαυμάζετο ὑπὸ τῶν Γερόντων, ἐπὶ πλέον δὲ κατώρθωσε νὰ ὁλοκληρώση τὶς σπουδές του καὶ νὰ ἀρχίση τὸ συγγραφικό του ἔργο.
᾿Εχειροτονήθη Πρεσβύτερος τὴν 23η Μαΐου 1675 ὑπὸ τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Λαζάρου Μπαράνοβιτς τοῦ Τσερνιγκὼφ καὶ τὸ 1677 διωρίσθηκε ὑπ᾿ αὐτοῦ ῾Ιεροκήρυξ στὴν ἕδρα του.
᾿Εν συνεχείᾳ, ἀνέλαβε καθήκοντα διοικήσεως διαφόρων ῾Ιερῶν Μονῶν, παρὰ τὴν θέλησί του, ἐφ᾿ ὅσον μοναδική του ἐπιθυμία ἦταν νὰ ζῆ στὴν ἄσκησι καὶ τὴν ἡσυχία.
Δύο φορὲς ἐπιχείρησε νὰ παραιτηθῆ, ἀλλὰ τὸ ἐγχείρημα ἀπέτυχε καὶ οἱ φίλοι του, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ μετέπειτα ῞Αγιος Θεοδόσιος τοῦ Τσερνιγκώφ, κατώρθωσαν τελικὰ νὰ τὸν ἀποτρέψουν.

* * *
ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ τῶν εἰσβολῶν Τατάρων, Λιθουανῶν καὶ Πολωνῶν, πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ συγγράμματα, ὅπως οἱ Βίοι τῶν ῾Αγίων, εἶχαν καταστραφῆ.
῾Ο ᾿Αρχιμανδρίτης Βαρλαὰμ τῆς ῾Ιερᾶς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀναζητοῦσε ἕνα πρόσωπο ἱκανὸ νὰ ἀναλάβη τὸ τεράστιο ἔργο τῆς συλλογῆς, ἐπιμελείας καὶ ἐκδόσεως τοῦ ἁγιολογικοῦ ὑλικοῦ. Τότε, ἐστράφη στὸν Δημήτριο, ξακουστὸν ἤδη ὡς συγγραφέα ψυχωφελῶν ἔργων.
Δέος κατέλαβε τὸν ταπεινόφρονα ᾿Ασκητὴ ἐνώπιον τοῦ βάρους τοῦ ἐγχειρήματος καὶ προσεπάθησε νὰ ἀποποιηθῆ τὴν μεγάλη αὐτὴ εὐθύνη. Φοβούμενος ὅμως μήπως ὑποπέσει στὸ σφάλμα τῆς παρακοῆς καὶ γνωρίζοντας τὶς ἀδήριτες ἀνάγκες τῆς ᾿Εκκλησίας, ὑπετάγη τελικὰ στὸ πιεστικὸ αἴτημα τῶν ἀνωτέρων του καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν ῾Ιερὰ Λαύρα τοῦ Κιέβου.
᾿Επὶ μίαν εἰκοσαετία, 1684-1705, ὁ ῞Αγιος Δημήτριος ἀφιέρωσε ὅλες τὶς δυνάμεις του στὸ ἱερὸ αὐτὸ ἔργο. ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς προσευχῆς στὸν Ναὸ καὶ κατὰ μόνας, ἀφιέρωνε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο στὴν σύνταξι τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων.
Ζοῦσε μὲ τοὺς ῾Αγίους, ἐβίωνε τὸν Βίο τους, ὑπέφερε μαζί τους τὰ βασανιστήριά τους καὶ μελετοῦσε ὣς τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια ὅλα τὰ σχετικὰ τεκμήρια.Εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ἀγάπης του αὐτῆς πρὸς τοὺς ῾Αγίους, ὁ Θεὸς τοῦ ἐχάριζε συχνὰ ὁράματα. ῎
Ετσι, τὴν 10η Αὐγούστου 1685, εἶδε σὲ ἐνύπνιο τὴν ῾Αγία Μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα, τὴν ὁποία ἰδιαιτέρως εὐλαβεῖτο. Τῆς ἐζήτησε νὰ μεσιτεύση ὑπὲρ αὐτοῦ στὸν Κύριο, ἀλλὰ ἡ ῾Αγία ἦταν διστακτικὴ καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν ξέρω... Θὰ προσευχηθῶ ἢ ὄχι... Σὺ προσεύχεσαι μὲ τρόπο ρωμαιοκαθολικό...». Βλέπουσα ὅμως τὴν ταραχή του, ἡ ῾Αγία Βαρβάρα ἐμειδίασε, τὸν καθησύχασε καὶ τὸν ἐπαρηγόρησε. ῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος ἑρμήνευσε τὴν ἐπίπληξι αὐτὴ τῆς ῾Αγίας, διότι εἶχε συνήθεια, ὅπως καὶ οἱ Παπικοί, νὰ μὴ προσεύχεται ἀδιαλείπτως καὶ ἐκτενῶς.
Τὴν 10η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσιάσθηκε στὸν Δημήτριο ὁ ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Ορέστης, τοῦ ὁποίου τὸν Βίο εἶχε συντάξει ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα, καὶ τοῦ εἶπε: «῾Υπέφερα περισσότερες βασάνους γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ ὅσες μνημονεύεις». Τότε, τοῦ ἔδειξε μία βαθειὰ πληγὴ στὴν ἀριστερά του πλευρά, λέγων: «᾿Ιδού, διὰ σιδή-
ρου ἐγένετο τοῦτο». Κατόπιν, ἅπλωσε τὸν δεξιό του βραχίονα κατοῦ ἔδειξε τὶς φλέβες, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατακοπῆ στὸ ὕψος τοῦ ἀγκῶνος, συμπληρώνων: «Νά, αὐτὲς κατεκόπησαν». ῞Υστερα, τοῦ ἔδειξε ἀνάλογες πληγὲς στὸν ἀριστερὸ βραχίονα, ἐπαναλαμβάνων τὰ ἴδια λόγια, μετὰ δὲ τοῦ ἔδειξε τὶς πληγὲς στὰ γόνατα, λέγων:
«Ταῦτα ἀπεκόπησαν». ᾿Εν συνεχείᾳ, ἐστάθη ὄρθιος καὶ καταλήγων,τοῦ εἶπε: «Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὑπέστην περισσότερα μαρτύρια ὅσων μνημονεύεις!». ῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐσκέφθη,ὅτι ἦταν ὁ ῞Αγιος ᾿Ορέστης τῶν ῾Αγίων Πέντε Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται τὴν 13η Δεκεμβρίου, ὁ δὲ Μάρτυς ἀπάντησε στὸν λογισμό του: «Δὲν εἶμαι ὁ ᾿Ορέστης τῶν ῾Αγίων Πέντε Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τιμᾶται σήμερα καὶ τοῦ ὁποίου τὸν Βίο μόλις συνέταξες».
* * *


ΚΑΤΑ τὸ ἔτος 1701, σὲ ἡλικία 50 ἐτῶν, ὁ ῞Αγιος Δημήτριος ἐξελέγη᾿Επίσκοπος τῆς Μητροπόλεως Σιβηρίας καὶ Τομπόλσκ καὶ ἐχειροτονήθη στὴν Μόσχα. Λόγῳ τῆς εὐθραύστου ὑγείας του καὶ τῆς θεοφιλοῦς ἐπιθυμίας του νὰ
συνεχίση καὶ ὁλοκληρώση τὴν συγγραφὴ τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων, ἐστενοχωρήθη καὶ ἠσθένησε βαρέως. Τότε, τὸν ἐπεσκέφθη ὁ Τσάρος Πέτρος Αʹ καὶ τοῦ ὑπεσχέθη, ὅτι θὰ διορισθῆ σὲ πλησιέστερη ᾿Επισκοπή. Πράγματι, τοῦ ἀνετέθη ἡ Μητρόπολις Ροστοβίας καὶ ᾿Ιαροσλαβίας τὸ 1702, ὅπου σὲ ὅραμα ἐπληροφορήθη ὅτι ἐκεῖ θὰ ἐκμετρήση τὸ ζῆν. ᾿Επέλεξε ἕνα τόπο γιὰ τὸ μνῆμα του στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου ᾿Ιακώβου καὶ ἀνεφώνησε: «᾿Ιδού, ἡ ἀνάπαυσίς μου, ὧδε κατοικήσω εἰς αἰῶνα αἰώνων».
Τὸ 1705 ὡλοκλήρωσε τὴν σύνταξι τοῦ μνημειώδους ἔργου του Βίοι ῾Αγίων (Τσέτι-μηνέϊ), τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τοῦ ὀγκώδους γραπτοῦ ἔργου του.
«Διὰ νὰ συντάξῃ τὰ ῾῾Τσέτι-μηνέϊ᾿᾿ ἐχρησιμοποίησε τὸ ἔργον τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Μακαρίου († 1564), [τὰ βυζαντινὰ Μηνολόγια,δίως τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ, ὡς καὶ τὰς Χρονογραφίας], ἀλλὰ καὶ δυτικὰς συλλογάς... ῍Αν τὸ ἐπιστημονικὸν ἐπίπεδον τῆς συνθέσεως τοῦ Δημητρίου δὲν εἶναι πολὺ ὑψηλόν, ἡ γλῶσσα του εἶναι εὐκόλως ἀφομοιώσιμος. Οὕτω τὰ ῾῾Τσέτι-μηνέϊ᾿᾿ ἐγνώρισαν μεγάλην κυκλοφορίαν εἰς Ρωσίαν, ὡς μαρτυροῦν αἱ πολλαὶ ἐπανεκδόσεις, καὶ διεδραμάτισαν σπουδαῖον μέρος εἰς τὴν ρωσικὴν εὐλάβειαν».
* * *

ΕΦ᾿ ΕΞΗΣ, ἀφιερώθηκε στὴν μέριμνα γιὰ τὸ πνευματικό του ποίμνιο. ᾿Αγωνίσθηκε σκληρὰ γιὰ νὰ ἐπανορθώση τὸν θρησκευτικὸ βίο καὶ τὰ ἤθη τῶν συγχρόνων του, τὰ ὁποῖα εὗρε σὲ πολὺ δυσάρεστη κατάστασι.
Συνέταξε πολλὰ ψυχωφελῆ ἔργα καὶ ἵδρυσε τὸ 1702, στὸ Ροστώβ,μία ῾Ιερατικὴ Σχολὴ γιὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ῾Ιερέων, στὴν προσπάθειά του νὰ ἐξυψώση τὸ διανοητικό, πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ ἐπίπεδο τοῦΚλήρου· ἀνέλαβε ὁ ἴδιος μεγάλο μέρος τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ δυστυχῶς, λόγῳ τῶν ἐλλιπῶν οἰκονομικῶν μέσων, ἡ Σχολὴ ἔκλεισε τὸ 1706.
῾Οι μεγάλες ὑλικὲς δυσκολίες τῆς Μητροπόλεως ὠφείλοντο οὐσιαστικῶς στὴν κυβερνητικὴ πολιτική, ἡ ὁποία ἐπεδίωκε νὰ περιορίση τὶς οἰκονομικὲς δυνατότητες τῆς ᾿Εκκλησίας.
Συνέγραψε ἐπίσης πολλὰ ἔργα γιὰ νὰ ἐπαναφέρη τοὺς σχισματικοὺς Παλαιοπίστους στοὺς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας,ἀποδεικνύων εἰς αὐτούς, ὅτι τὸ πνεῦμα καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς Παραδόσεως εἶναι σημαντικώτερα ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς τυπικὲς λεπτομέρειες· ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πολυάριθμα σχετικὰ κηρύγματά του, συνέγραψε ἕνα ἰδικὸ ἔργο, ἀφιερωμένο στὴν κριτικὴ τῆς διδασκαλίας τῶν Σχισματικῶν:
«῎Ερευναι περὶ τῆς Πίστεως τοῦ Μπρὺνσκ (περιοχῆς, ὅπου ἔζων πολυάριθμοι Παλαιόπιστοι)» (1709).
Παρὰ τὶς συχνὲς ἀσθένειες, ἀκολουθοῦσε αὐστηρὸ κανόνα στὴν ζωή του καὶ ποτὲ δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Μέσῳ τῆς ὑποδειγματικῆς του βιοτῆς, ἐδίδασκε στὸ ποίμνιό του τὴν ἀγάπη τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς, καθὼς καὶ τὴν συμπόνια καὶ φιλευσπλαγχνία πρὸς ὅλους, δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς.
῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος προεῖδε τὴν ἐκδημία του τρεῖς ἡμέρες ἐνωρίτερα. ᾿Αφοῦ μὲ ἐδαφιαία μετάνοια ἐζήτησε ἀπὸ τοὺς Κληρικοὺς καὶ τοὺς ψάλτες νὰ τὸν συγχωρήσουν, περιωρίσθηκε στὸ κελλί του μὲ διάπυρη τὴν προσευχὴ στὰ χείλη.

 

Τὴν ἑπομένη, τὸ πρωῒ τῆς 28ης ᾿Οκτωβρίου 1709, εὑρέθη σὲ στάσι γονυκλισίας νὰ ἔχη παραδώσει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.Τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ ῾Αγίου εὑρέθησαν ἄφθορα κατὰ τὸ ἔτος 1752 καὶ ἐπετέλεσαν πλεῖστες ἰάσεις.
῾Η Ρωσικὴ ᾿Εκκλησία προέβη στὴν ἐπίσημη ἀναγνώρισί του πολὺ σύντομα, τὸ 1757

Saturday, October 24, 2015

Τα τρία σημεία στα οποία πάσχει ο σύγχρονος μοναχισμός. ( Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου )


Πρώτον κατάφερε (ο διάβολος) να αλλοιώση το πνεύμα της ασκητικότητος και να το κάνη μία ακτιβιστική ενέργεια, έαν «πρέπει», ενώ ο σκοπός του μοναχού είναι η θέωσίς του. Και έτσι, το περιεχόμενο του μοναχισμού, από θεολογικό και οντολογικό, από κοινωνία θείας χάριτος και ενεργείας, έγινε μία πράξις, μία ενέργεια, ένας κανόνας. Αυτός ο κανόνας όμως αλλοιώνει την πνευματικότητα του ανθρώπου, και το χειρότερο, του δημιουργεί την συνείδησι ότι εκπληρώνει το έργο του. Κάνω τον κανόνα μου ως μοναχός; Εντάξει, λέγει, είμαι μοναχός. Ή, εκτελώ αυτό που μου επιβάλει η Εκκλησία, το μικρό ή μεγάλο μου Σχήμα ή η ρασοφορία μου; Τότε, όχι μόνον δεν μου λείπει τίποτε, αλλά και μου χρωστάει ο μεν Θεός αμοιβή για την δικαιοσύνη μου, η δε Παναγία –κατά την αγιορείτικη παράδοση- την σωτηία μου, διότι μου υποσχέθηκε πως θα με σώση, όπότε αν υποθέσωμε ότι κάνω και καμία αμαρτία, δεν χάλασε ο κόσμος, θα σωθώ. Αυτή η αντίληψις, το συγχρονο αυτό πνεύμα είναι μία εξαχρείωσις της μοναχικής ζωής, ένα κατόρθωμα του σατανά.

Ένα δεύτερο επίτευγμα του σατανά είναι η εξαφάνισις της θείας μεταλήψεως, της δια του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας προσλήψεως του Θεού. Αυτό που είναι, θα λέγαμε, το «ψωμοτύρι» του ανθρώπου, το καθημερινό εφόδιό του, το φάρμακο για την αμαρτία, για την αρρώστια, για την ραθυμία, για το πάθος, για το έγκλημα, το κάναμε στις ημέρες μας πολυτελέστατο είδος, μπορούμε δηλαδή να το παίρνωμε κάθε δεκαπέντε ή κάθε είκοσι ημέρες ή κάθε μήνα, αφού ετοιμασθούμε πάρα πολύ, αφού κάνωμε τριήμερες και σαρανατήμερες νηστείες, και αφού…οπότε τελικώς το μυστήριο αυτό αδρανεί, γίνεται μία τελεσιουργική πράξις, στην οποία πηγαίνομε απλώς για να συμμετάσχωμε. Αυτή η θεία κοινωνία δεν φέρνει κανέναν απολύτως καρπό, μόνον θυμίζει κάτι που έκαναν οι παλαιοί. Παράλληλα, διασώζει και κάτι από το ασκητικό πνεύμα της Εκκλησίας, με το να επιβάλλη άσκησι πριν την θεία κοινωνία. Αλλά αυτή η άσκησις είναι κατάργησις μίας άλλης αλήθειας, της ανάγκης της συνεχούς θείας μεταλήψεως.

Και το τρίτο επίτευγμα του σατανά είναι να καταργήση την πρόσληψι του Χριστού ως Λόγου δια της μυστική εργασίας. Πέτυχε ο διάβολος να καταργήση την αδιάλειπτη λήψι του Αγίου Πνεύματος, που γίνεται προφανώς δια της διδασκαλίας και της μελέτης. Δυστυχώς, σήμερα στο Άγιον Όρος, άλλα και ευρύτερα στα μοναστήρια μας, δεν υπάρχει διδασκαλία, ούτε μελέτη. Ποιος διαβάζει Αγία Γραφή; Ποιος διαβάζει Πατέρες; Η μεν ανάγνωσις της Αγίας Γραφής περιορίζεται μόνον στις Προφητείες, στον Πραξαπόστολο ή στα Ευαγγέλια που διαβάζονται κατα τις ακολουθίες στον ναό, η δε ανάγνωσις των Πατερικών κειμένων περιορίζεται στις αντίστοιχες αναγνώσεις της τραπέζης ή της εκκλησίας. Στην πραγματικότητα όμως, ακόμη και η ανάγνωσις στην τράπεζα είναι μία παραφθορά του μοναχικού πνεύματος, διότι γινόταν για λόγους ασκητικούς ή σιωπής, όταν έτρωγαν οι μοναχοί και όχι για πρόσληψι εννοιών.

Εμείς τα περωρίσαμε όλα στην εκκλησία και στην τράπεζα, και εξαφανίσθηκε η μελέτη. Έτσι, ο μοναχός δεν χρειάζεται ούτε λάμπα στο κελί του, γιατί την ημέρα δουλεύει και το βράδυ, μετά την κούρασι όλης της ημέρας, πάει και κοιμάται. Το πολύ πολύ μπορεί να κάνη μόνον τις μετάνοιές του, που δεν χρειάζονται φως, μέτά το Απόδειπνο μέχρι να κοιμηθή ή το πρωί πριν ή μετά την ακολουθία.

Αυτές οι τρεις μεγάλες νίκες του πονηρού καθιστούν ανίκανο και αδύναμο τον μοναχισμό σήμερα, αποτελούν δε αμυδρές εικόνες της παλαιάς δόξας του.

Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου

Μη στηρίζεσαι στις δυνάμεις σου, απόθεσε κάθε ελπίδα σου στον Θεό.....


«Η εξάτμιση του πνευματικού ζήλου συνεπάγεται διακοπή της πνευματικής αναπνοής και ανακοπή της πνευματικής καρδιάς..»

ΦΟΒΑΣΑΙ. Αμφιβάλεις αν θα καταφέρεις να ολοκληρώσεις την προσπάθειά σου, μολονότι έκανες μια φιλότιμη αρχή. Ναι, πρέπει να το φοβάσαι αυτό, γιατί ,καθώς είμαστε συχνά άστατοι, προκαλούμε βλάβη στον εαυτό μας.

Μη στηρίζεσαι στις δυνάμεις σου. Απόθεσε κάθε ελπίδα σου στον Θεό. Από την ανησυχία και το φόβο της αποτυχίας όχι μόνο δεν θα ζημιωθείς, αλλ’ απεναντίας και θα ωφεληθείς, αν ,πρώτον, δεν απελπιστείς και, δεύτερον, ακουμπήσεις και στηριχθείς στον παντοδύναμο Κύριο. Διατήρησε αυτή την καλή ανησυχία. Να φοβάσαι μήπως λυπήσεις τον αγαπημένο σου Κύριο. Και να σκέφτεσαι πως αύριο έρχεται ο θάνατος. Αργότερα, την ανησυχία θα την αντικαταστήσει η στέρεη ελπίδα της σωτηρίας.

Προς το παρόν όμως, μην την αποδιώξεις. Σου χρειάζεται. Θα πυροδοτεί τον ενθουσιασμό σου, θα σε απομακρύνει από επιβλαβείς αδυναμίες και θα σε παρακινεί σε ακατάπαυστη καρδιακή ικεσία: «Κύριε, βοηθησέ με! Κύριε σώσε με! Και σώσε με, την ανάξια, με τον τρόπο που Εσύ ξέρεις!». Αυτή είναι η έμπονη συντριβή της καρδιάς ενώπιον του Κυρίου. Οι εχθροί, τόσο οι εσωτερικοί όσο και εξωτερικοί, είναι ισχυροί. Δεν ξέρεις τι θύελλες θα ξεσπάσουν απ’ έξω και μέσα σου. Κάθε στιγμή μπορεί να παραπατήσεις και να πέσεις. Γι’ αυτό μη σταματάς, να κραυγάζεις, «Κύριε, σώσε με!», με καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη, όπως λέει ο προφήτης Δαβίδ ( Ψαλμ.50:19 )˙ γιατί μια τέτοια καρδιά ο Θεός ποτέ δεν την περιφρονεί. Μην το ξεχάσεις: Όποιος έχει αμετάπτωτο το βίωμα της έμπονης συντριβής ενώπιον του Κυρίου, βίωμα που προέρχεται από την επίγνωση των κινδύνων και των δυσκολιών της πνευματικής ζωής, αυτός βρίσκεται στον σωστό δρόμο.

“Να δώσει ο Θεός”, γράφεις, “ ώστε ο τωρινός πνευματικός μου ζήλος να μην καταπέσει αργότερα”. Να δώσει ο Θεός, ναι, ώστε ο πνευματικός σου ζήλος να μην καταπέσει όχι αργότερα, αλλά ποτέ! Όταν υπάρχει αυτός ο ζήλος , υπάρχει πνευματική ζωή˙ όταν δεν υπάρχει ο ζήλος, ούτε πνευματική ζωή υπάρχει. Η εξάτμιση του πνευματικού ζήλου συνεπάγεται διακοπή της πνευματικής αναπνοής και ανακοπή της πνευματικής καρδιάς. Το πνεύμα είτε πεθαίνει είτε αδρανεί. Γι’ αυτό, το πρώτο μέλημα του ανθρώπου που μπαίνει στο δρόμο του Θεού, πρέπει να είναι η διατήρηση με κάθε δυνατό τρόπο του ζήλου, της προθυμίας , της φιλοτιμίας και της φιλοπονίας. Ο πνευματικός ζήλος και η έμπονη συντριβή ενώπιον του Κυρίου, για την οποία έγραψα πιο πάνω, είναι τα θεμέλια της πνευματικής ζωής, η ασπίδα της και ο προμαχώνας της. Αντίθετα, ο μεγαλύτερος εχθρός της είναι η ψύχρανση του ζήλου. Φοβερό πράγμα! Πρέπει να ξέρεις, ωστόσο, πως η ψύχρανση αυτή δεν είναι σε κάθε περίπτωση οριστική ούτε αυτόχρημα καταστροφική. Πολλές φορές ακολουθεί είτε μιάν αλόγιστη υπερένταση των δυνάμεων της ψυχής είτε μιάν ασθένεια του σώματος.

Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν πρόκειται για κατάσταση μόνιμη και επιβλαβή, όπως, απεναντίας, συμβαίνει, όταν η ψύχρανση ακολουθεί την εκούσια απόρριψη της ευσέβειας και την ενσυνείδητη επιλογή της ασέβειας, παρά την αντίθεση και την διαμαρτυρία της συνειδήσεως. Τότε είναι που το πνεύμα νεκρώνεται και η πνευματική ζωή τερματίζεται. Αυτό το ενδεχόμενο να φοβάσαι πάνω απ’ όλα, να το φοβάσαι σαν τη φωτιά και σαν το θάνατο.

Και να θυμάσαι πως είναι το πρώτο ολέθριο επακόλουθο της απώλειας, πρώτον, της προσοχής και, δεύτερον ,του θείου φόβου. Αν λοιπόν, πάντοτε προσέχεις τον εαυτό σου και φοβάσαι τον Θεό, θα διατηρήσεις ζωντανό και θερμό τον πνευματικό σου ζήλο. Όσο για τις ακούσιες και φευγαλέες ψυχράνσεις του ζήλου, που οφείλονται σε ψυχική κόπωση η σωματική ασθένεια, υπάρχει ένας κανόνας: Να υπομένεις και να εκτελείς με συνέπεια τα έργα του Θεού έστω και τυπικά μόνο, δίχως ψυχική συμμετοχή. Χάρη στην καρτερία και την εμμονή σου, σύντομα η ψυχρότητα θα ξαναδώσει τη θέση της στην θέρμη…

Παρακλητικός Κανών εις τον Μεγαλομάρτυρα Άγιον Δημήτριον τον Μυροβλύτην


Ευλογήσαντος του ιερέως λέγομεν τον Ψαλμόν ΡΜΒ΄ (142)
Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσόν μου εν τη δικαιοσύνη σου.
Και μη εισέλθεις εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων.
Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου. εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου.
Εκάθισέ με εν σκοτεινοίς, ως νεκρούς αιώνος. Και ηκηδίασεν επ’ εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου.
Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τα χείρας μου. η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι.
Ταχύ εισάκουσόν μου, Κύριε, εξέλιπε το πνεύμα μου.
Μη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου απ’ εμού, και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον.
Ακουστόν ποίησον μοι το πρωί το έλεός σου, ότι επί σοι ήλπισα.
Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν, εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου.

Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε. προς σε κατέφυγον, δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου.

Το Πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία. ένεκεν του ονόματός σου, Κύριε, ζήσεις με.
Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου, και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου. και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλός σού ειμί.

Ήχος δ΄

Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
Στιχ. α΄. Εξομολογείσθε τω Κυρίω, και επικαλείσθε το όνομα το άγιον αυτού.

Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
Στιχ. β΄. Πάντα τα έθνη εκύκλωσάν με και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς.

Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
Στιχ. γ΄. Παρά Κυρίου εγένετο αύτη, και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών.

Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.

Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ

Ως του Σωτήρος ευκλεής Αθλοφόρος, και ευσεβούντων βοηθός και προστάτης, Μεγαλομάρτυς Άγιε Δημήτριε, λύτρωσαι την πόλιν σου, συμφορών και κινδύνων, δίδου δε τοις σπεύδουσι, τη πανσέπτω σορώ σου, αμαρτημάτων λύσιν και παθών, ταις προς Θεόν, ευπροσδέκτοις πρεσβείαις σου.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι.

Ως του Σωτήρος ευκλεής Αθλοφόρος, και ευσεβούντων βοηθός και προστάτης, Μεγαλομάρτυς Άγιε Δημήτριε, λύτρωσαι την πόλιν σου, συμφορών και κινδύνων, δίδου δε τοις σπεύδουσι, τη πανσέπτω σορώ σου, αμαρτημάτων λύσιν και παθών, ταις προς Θεόν, ευπροσδέκτοις πρεσβείαις σου.

Και νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν.

Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν, αμαρτωλοί και ταπεινοί και προσπέσωμεν εν μετανοία κράζωμεν εκ βάθους ψυχής. Δέσποινα βοήθησον, εφ’ ημίν σπλαγχνισθείσα, σπεύσον απολλύμεθα υπό πλήθους πταισμάτων. μη αποστρέψης σους δούλους κενούς, σε γαρ και μόνην, ελπίδα κεκτήμεθα.

Ο Ν΄ (50) ΨΑΛΜΟΣ


Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου, εξάλειψον το ανόμημά μου.
Επί πλείον πλύνον με από της ανομίας μου, και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με.
Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μού εστί δια παντός.
Σοι μόνω ήμαρτον, και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα. όπως αν δικαιωθείς εν τοις λόγοις σου, και νικήσεις εν τω κρίνεσθαί σε.
Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου.
Ιδού γαρ αλήθεια ηγάπησας. τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι.
Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι. πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι.
Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην. αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα.
Απόστρεψον το πρόσωπόν σουαπό των αμαρτιών μου, και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον.
Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου.
Μη απορρίψεις με από του προσώπου σου, και το Πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλεις απ’ εμού.
Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου, και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με.
Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι.
Ρύσαι με εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου. αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου.
Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου.
Ότι, ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν. ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις.
Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον. καρδία συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, ο Θεός, ουκ εξουδενώσει.
Αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ.
Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα. τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Ωδή α’. Ήχος πλ. δ’. Υγράν διοδεύσας…

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Ισχύϊ αθλήσας τη θεϊκή, Δημήτριε Μάρτυς, ισχύν δίδου κατά παθών, τη σή αντιλήψει Αθλοφόρε, τοίς τη θερμή προσίουσι πρεσβεία σου.

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Θαυμάτων παράδοξα ενεργών, λυτρούσαι κινδύνων, και παντοίων επιφορών, Δημήτριε Μάρτυς του Κυρίου, τους προσίοντας πιστώς τη πρεσβεία σου.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι

Ιλέωσαι Μάρτυς ως συμπαθής, Χριστόν τον Σωτήρα, ως αν εύρωμεν ιλασμόν, και λύσιν παθών τε και πταισμάτων, οι σε προστάτην πλουτούντες Δημήτριε.

Και νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Μαρία Παρθένε η εν σαρκί, Θεόν τετοκυία, της σαρκός μου τας χαλεπάς, ίασαι οδύνας και ψυχής μου, την σκοτομήνην φωτί σου διάλυσον.

Ωδή γ’. Ουρανίας αψίδος…

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Υπέρ πάντων δυσώπει, τον ευμενή Κύριον, πάσης εκλυτρούσθαι ανάγκης, και περιστάσεως, Μάρτυς Δημήτριε, τους ακλινεί διανοία τω ναώ σου σπεύδοντας, και σε γεραίροντας.

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Ρώσιν δίδου σωμάτων, και των ψυχών ίασιν, και πολυειδών συμπτώματων, την απολύτρωσιν, Μάρτυς Δημήτριε, ταις προς Χριστόν ικεσίαις, τοις θερμώς προστρέχουσι τη προστασία σου.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι

Οι τω θείω ναώ σου, μετά σπουδής σπεύδοντες, πάσης λυτρωθείημεν βλάβης, του πολεμήτορος, Μάρτυς Δημήτριε, και θεϊκής ευσπλαχνίας, τύχοιμεν πρεσβείαις σου, αξιοθαύμαστε.

Και νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Χορηγόν του ελέους, και οικτιρμών πέλαγος, τον Δημιουργόν των απάντων, Παρθένε τέξασα, δι’ αγαθότητα, ημάς οικτείρησον πάντας, τους τον ανερμήνευτον, υμνούντας τόκον σου.

Διάσωσον Μεγαλομάρτυς Δημήτριε σαις πρεσβείαις, πάσης βλάβης και θλιβερών περιστάσεων, τους σε μεσίτην προν Κύριον κεκτημένους.

Επίβλεψον εν ευμενεία πανύμνητε Θεοτόκε επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.

Αίτησις και το Κάθισμα.

Ήχος β’. Πρεσβεία θερμή…

Προστάτης θερμός, Θεσσαλονίκης πέφηνας, εκ πάσης οργής, και θλίψεως ρυόμενος, Δημήτριε πανεύφημε, τους θερμώς εκβόωντας εκ πίστεως. Επερχομένων ημάς συμφορών, ατρώτους διάσωζε δεόμεθα.

Ωδή δ’. Εισακήκοα Κύριε…

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Επιφάνηθι Άγιε, αοράτως ταύτη τη κληρουχία σου, και την λύπην διασκέδασον, την νυν κατασχούσαν τας ψυχάς ημών.

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Υπερήφανον δράκοντα, καθ’ημών τα χείρονα τεκταινόμενον, κατασύντριψον Δημήτριε, τη κραταιοτάτη προστασία σου.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι

Μη ελλείπης λυτρούμενος πάσης δυσχερείας ταύτην την πόλιν σου, ως ερρύσω ταύτην Άγιε, απειλής σεισμού και ολεθρεύσεως.

Και νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ως τεκούσα εν σώματι, τον Δημιουργόν Παρθένε της κτίσεως, καθικέτευε δεόμεθα, πάσης ημάς ρύεσθαι κακώσεως.

Ωδή ε’. Φώτισον ημάς…

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Νόσων και παθών, απολύτρωσαι Δημήτριε, τους προσπίπτοντας τη θεία σου σορώ, εξ ής ρέει Παρακλήτου χάρις άφθονος.

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Ήθλησας στερρώς, και ηγίασας την πόλιν σου, ταις του αίματος και μύρου προχοαίς, ήν και νύν εκ πάσης ρύου Μάρτυς θλίψεως.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι.

Μέγαν αρωγόν, και προστάτην συμπαθέστατον, κεκτημένοι σε οι Θεσσαλονικείς, κατά χρέος σε γεραίρουσι Δημήτριε.

Και νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Άλυπον ημών, την ζωήν Παρθένε τήρησον, και εκ πάσης αθυμίας του εχθρού, τας ψυχάς ημών απάλλαξον δεόμεθα.

Ωδή στ’. Την δέησιν…

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Σορός σου, Μεγαλομάρτυς η θεία, ώσπερ άλλο ιλαστήριον θείον, Θεσσαλονίκη τη πόλει σου ώφθη, αγιασμόν και παθών απολύτρωσιν, και ιλασμόν αμαρτιών, τοις πιστοίς χορηγούσα Δημήτριε.

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Σκανδάλων, και νοσημάτων και πόνων, και σεισμού της ολεθρίου μανίας, ταις προς Χριστόν ικεσίαις σου Μάρτυς, την κληρουχίαν σου άτρωτον φύλαττε, ότι τη ση διά παντός, προστασία προστρέχει Δημήτριε.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι

Κινδύνου, ως ελυτρώσω παμμάκαρ, εκ σεισμού του βαρυτάτου λιταίς σου, Θεσσαλονίκην την πόλιν σου Μάρτυς, ούτως αυτήν αεί άτρωτον φύλαττε, επερχομένων συμφορών, παρρησίαν πλουτών προς τον Κύριον.

Και νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ετέχθη, εκ των αγνών σου αιμάτων, ο το είναι δεδωκώς πάσι Κόρη, εκ της φθοράς εξαιρούμενος πάντας, τους προσκυνούντας το μέγα μυστήριον, του τοκετού σου του φρικτού, Θεοτόκε Παρθένε Πανύμνητε.

Διάσωσον Μεγαλομάρτυς Δημήτριε σαις πρεσβείαις, πάσης βλάβης και θλιβερών περιστάσεων, τους σε μεσίτην προν Κύριον κεκτημένους.

Άχραντε, η διά λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως, επ’ εσχάτων των ημερών τεκούσα, δυσώπησον ως έχουσαν Μητρικήν παρρησίαν.

Αίτησις και το Κοντάκιον

Ήχος β’. Τοις των αιμάτων σου…

Πάλαι μεν μύρον ευώδες ανέβλυζεν, η ση σορός η αγία Δημήτριε· νυν δε παρέχει την χάριν του Πνεύματος, του εν αυτή ενοικούντος μακάριε, τοις πίστει και πόθω προστρέχουσι.

Προκείμενον.

Δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει, και ωσεί κέδρος…

Στίχ. Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού…

Ευαγγέλιον

Εκ του κατά Λουκάν…

Είπεν ο Κύριος τοις εαυτού Μαθηταίς. Προσέχετε από των ανθρώπων· επιβαλούσι γαρ εφ’ υμάς τας χείρας αυτών, και διώξουσι, παραδίδοντες εις συναγωγάς και φυλακάς, αγομένους επί βασιλείς και ηγεμόνας, ένεκεν του ονόματός μου. Αποβήσεται δε υμίν εις μαρτύριον. Θέσθε ουν εις τας καρδίας υμών, μη προμελετάν απολογηθήναι· εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν, η ού δυνήσονται αντειπείν, ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν. Παραδοθήσεσθε δε και υπό γονέων, και αδελφών, και συγγενών, και φίλων, και θανατώσουσιν εξ υμών. Και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομά μου• και θρίξ εκ της κεφαλής υμών ου μη απόληται. Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι

Ταις του Αθλοφόρου πρεσβαίαις Ελεήμων, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.

Και νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν.

Ταις της Θεοτόκου, πρεσβαίαις Ελεήμων, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.

Στιχ. Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου.

Προσόμοιον. Ήχος πλ. β’. Όλην αποθέμενοι…

Όλη μετά πίστεως, τη ση θερμή προστασία, Άγιε Δημήτριε, σπεύδουσα η πόλις σου ανακράζει σοι. Ως ποτέ έσωσας, και πολλάκις Μάρτυς, χαλεπών με περιστάσεων, ούτω διάσωσε, και επερχομένων κακώσεων, λαόν σου τον θεόφρονα, τον ειλικρινώς πεποιθότα σοι, πταισμάτων την λύσιν, αιτούμενος ημίν παρά Χριστού, και νοσημάτων την ίασιν, και παθών εκλύτρωσιν.

Ο Ιερεύς.

Σώσον ο Θεός τον λαόν σου…

Ωδή ζ’. Οι εκ της Ιουδαίας…

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Πειρασμών αδοκήτων, και σεισμών βαρυτάτων ημάς απάλλαξον, τη ση επιστασία, Δημήτριε τρισμάκαρ, τους εν πίστει κραυγάζοντας· ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός εί.

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Ως λειμών πανευώδης, η σορός των λειψάνων σου πνέει πάντοτε, οσμήν αθανασίας, ημών τας διανοίας, μυστικώς κατευφραίνουσιν, και το δυσώδες παθών, Δημήτριε σοβούσαν.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι

Νεκρωθείς τη κακία, τη θερμή σου πρεσβεία σπεύδω Δημήτριε, και πίστει εκβοώ σοι. Νέκρωσον των παθών μου, τα σκιρτήματα άπαντα, και ζώωσον μου τον νούν, τη χάριτι σου Μάρτυς.

Και νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Γνώσει λάμπρυνον θεία, τον αγνώμονα νούν μου Παρθένε Άχραντε, ως αν της μετανοίας, πορεύσωμαι τας τρίβους, και ζωής τύχω κρείττονος, ο καταφεύγων Αγνή, τη κραταιά σου σκέπη.

Ωδή η΄. Τον Βασιλέα…

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Έχει σε πόλις, Θεσσαλονίκη προστάτην, δια τούτο σου Δημήτριε κηρύττει, τας ευεργεσίας, και χάριτος τον πλούτον.

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Ρύου απαύστως, επιφορών και κινδύνων, τους προστρέχοντας τοις θείοις σου Λειψάνοις, και την σην πρεσβείαν, Δημήτριε ζητούντας.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι

Αΰλου μύρου, τη μυστική ευωδία, των παθών ημών την δυσωδίαν λύσον, ίνα σε τιμώμεν, Δημήτριε παμμάκαρ.

Και νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Συ εί Παρθένε, ως του Θεού ημών Μήτηρ, καταφύγιον και λύτρον εν ανάγκαις, των υπερυψούντων, τον άφραστον σου τόκον.

Ωδή θ’. Κυρίως Θεοτόκον…

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Ιάσεις αναβλύζει, η σεπτή σορός σου, τη επομβρία του Πνεύματος Άγιε, τοις αδιστάκτω καρδία σε μεγαλύνουσι.

Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Μαστίγων ολεθρίων, και σεισμού μανίας, Θεσσαλονίκην την πόλιν σου φύλαττε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε ευφημούσαν σε.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι

Οι πίστει προσιόντες, τη σεπτή σορώ σου, επηρειών χαλεπών απαλλάττονται, και κατά χρέος Δημήτριε ανυμνούσι σε.

Και νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Υψίστου η καθέδρα, Κεχαρίτωμενη, την πεπτωκυίαν ψυχήν μου τοις πάθεσι, προς πολιτείας αγίας ύψωσον έλλαμψιν.


Άξιον εστιν ως αληθώς μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών.

Την τιμιωτέραν των Χερουβίμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σερουφείμ, την αδιαφθόρως, Θεόν Λόγον τεκούσαν. την όντως Θεοτόκον, Σε μεγαλύνομεν.

Και τα Μεγαλυνάρια

Χαίροις των Μαρτύρων η καλλονή, και Θεσσαλονίκης, πολιούχος ο ευκλεής· χαίροις Μυροβλύτα, Δημήτριε παμμάκαρ ημών προς τον Σωτήρα, πρέσβυς θερμότατος.

Δέδεκται εν κόλποις την ιεράν, σορόν σου παμμάκαρ, ως ουράνιον θησαυρόν, η Θεσσαλονίκη, ης πάλαι εστερήθη, και πόθω ευφημεί σε Μάρτυς Δημήτριε.

Λύτρωσαι κινδύνων παντοδαπών, Δημήτριε Μάρτυς, και παντοίων δυσχερειών, τους την σην πρεσβείαν, από ψυχής αιτούντας, και τη σεπτή σορώ σου, πίστει προσπίπτοντας.

Ως ερρύσω Μάρτυς φθοράς σεισμού, την Θεσσαλονίκην, τη θερμή σου επισκοπή, ούτω ταύτην ρύου, και πάσαν την Ελλάδα, επερχομένων πόνων, και περιστάσεων.

Μύρου ευωδία του νοητού, Μυροβλύτα Μάρτυς, αποδίωξον αφ’ ημών, παθών ακαθάρτων, την δυσωδίαν θάττον, και των πταισμάτων αίτει, ημίν την άφεσιν.

Ίδε τους εστώτας πανευλαβώς, τη σεπτή σορώ σου, Μυροβλύτα Μάρτυς σοφέ και άπασι δίδου, τας σωτηρίους δόσεις, την καθ’ ημών μανίαν, λύων του δράκοντος.

Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι Άγιοι Πάντες ποιήσατε πρεσβείαν εις το σωθήναι ημάς.


Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός, άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς (γ΄).

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς. Κύριε, ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών. Δέσποτα, συγχώρησον τας ανομίας ημίν. Άγιε, επίσκεψαι και ίασαι τας ασθενείας ημών ένεκεν του ονόματός σου. Κύριε, ελέησον. Κύριε ελήσον. Κύριε ελέησον.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι. Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς αγιασθήτω το όνομά σου . Ελθέτω η βασιλεία σου. Γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επίτης γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον. Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών. Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.

Ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος , νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Απολυτίκιον. Ήχος γ’.

Μέγαν εύρατο εν τοις κινδύνοις, σε υπέρμαχον η οικουμένη, αθλοφόρε τα έθνη τροπούμενον. Ως ούν Λυαίου καθείλες την έπαρσιν, εν τω σταδίω θαρρύνας τον Νέστορα, ούτως άγιε Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Η Αίτησις ιερέως…

Ήχος β’. Ότε εκ του ξύλου…

Πάντας τους προσπίπτοντας πιστώς, τοις σοις μυριπνόοις λειψάνοις, και δυσωπούντες σε, Άγιε Δημήτριε, Μεγαλομάρτυς Χριστού, ρύσαι πάσης κακώσεως, σεισμού τε ανάγκης, και παντοίων θλίψεων, ψυχής και σώματος, έχων προς Χριστόν παρρησίαν, και πληρών αεί τας αιτήσεις, των ειλικρινώς μακαριζόντων σε.

Δέσποινα πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως.

Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.

Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν!

Η ἀρχὴ τῆς ἀποστασίας βρίσκεται στὴν ἔλλειψη τῆς διδαχῆς ...( Μικρός Ευεργετινός )


Ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος εἶπε:
- Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγωνίζεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει σωστὰ ὅσα δὲν ξέρει ἢ νὰ διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσα ἔμαθε. Ἂν δὲν θέλει νὰ κάνει τίποτε ἀπὸ τὰ δυό, τότε δὲν εἶναι καλά. Γιατὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποστασίας βρίσκεται στὴν ἔλλειψη τῆς διδαχῆς καὶ στὴν ἀνορεξία τοῦ θείου λόγου, ποὺ τὸν πεινάει πάντα ἡ φιλόθεη ψυχή.

Μικρός Ευεργετινός
 

Θυμήσου ότι από μόνη την υπερηφάνεια ένας άγγελος έπεσε από τον ουρανό. Και από άγγελος έγινε διάβολος. ( Άγιος Δημήτριος του Ροστώφ )


Θυμήσου ότι από μόνη την υπερηφάνεια ένας άγγελος έπεσε από τον ουρανό. Και από άγγελος έγινε διάβολος.

Μην είσαι κι εσύ υπερήφανος και υψηλόφρων, για να μη γίνης όμοιος με τους δαίμονες. Να είσαι ταπεινός και πράος, και θα γίνης όμοιος με τους αγγέλους. Τότε θα ευλογηθής από τον Κύριο: «Επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους;» (Ησ. 66. 2).

Άγιος Δημήτριος του Ροστώφ

Friday, October 23, 2015

Άγιος Προκόπιος ο μεγαλομάρτυρας (Παρακλητικός Κανόνας)


Ἱερεὺς
Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΨΑΛΜΟΣ 142 (ΡΜΒ’)

Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου· καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος· καὶ ἠκηδίασεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου. ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι.

Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου· ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κατέφυγον. δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου· τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ. ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου· καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σού εἰμι.

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος α'. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ ὀνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ.

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος β'. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἡμυνάμην αὐτοῦς.

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος γ'. Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν ἀγαπήσαντα θερμῶς τὸν Δεσπότην, καὶ μαρτυρίου ἐνδύθεντα τὴν χλαῖναν, δεῦτε πιστοὶ βοήσωμεν ἐκ βάθους ψυχῆς· φύλαττε Προκόπιε στρατηλάτα Κυρίου, πάντας τοὺς προστέρχοντας ἐκ καρκίνου καὶ πλάνης, καὶ ἐκ κινδύνων ῥῦσαι θαυμαστὲ, καὶ ἐξ ὀδόντων τοῦ δράκοντος πάντιμε.

Δόξα Πατρὶ και Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι. Καὶ νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσωμεν ποτὲ, Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι, εἰμὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστώμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ, σοὺς γὰρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

ΨΑΛΜΟΣ 50 (Ν’)
Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου· ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεὸς, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ· τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα· τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.

ᾨδὴ α´. Ἦχος πλ. δ´. Ὑγρὰν διοδεύσας,
Προστάτευσον πάντας θαυματουργέ, ἐκ νόσων ποικίλων καὶ κινδύνων παντοειδῶν, ὑγείαν παράσχου θεηγόρε, καὶ προκοπὴν βίου μάρτυς Προκόπιε.

Εἰρήνευσον μάρτυς θαυματουργέ, ψυχὴν τὴν ἀθλίαν ἣν ἐμόλυνα περισσῶς. Διὸ καταφεύγω σοι τρισμάκαρ καὶ ἐξαιτοῦμαι βοήθειαν ἅγιε.

Νοσήσας ἐκ πάντων ὀδυνηρῶς, πρὸς σὲ καταφεύγω τὸν ἀλάνθαστον ἰατρὸν καὶ τὴν σὴν βοήθειαν αἰτοῦμαι· μάρτυς Κυρίου καὶ θεῖε Προκόπιε.

Θεοτοκίον.
Νοσοῦντα τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, ἐπισκοπῆς θείας καὶ προνοίας τῆς παρὰ σοῦ, ἀξίωσον, μόνη Θεομῆτορ, ὡς ἀγαθὴ ἀγαθοῦ τε λοχεύτρια.

ᾨδὴ γ´. Ούρανίας άψῖδος.
Ἱκετεύω σε μάρτυς καὶ θεῖε Προκόπιε, παράσχου ἡμῖν Θεοφόρε πᾶσαν βοήθειαν, τοῖς εὐφημοῦσι φωστὴρ καὶ καταφεύγουσι πόθῳ πειρασμῶν ἀπάλλαξον τῇ μεσιτείᾳ σου.

Ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ τῶν δεινῶν λύτρωσαι, τοὺς πρός σε προσπίπτοντας πίστει, μάκαρ Προκόπιε. Παράσχου πᾶσι σοφὲ, ἁμαρτημάτων τὴν γνῶσιν καὶ ἐκ πλάνης δαιμόνων, τάχος ἐξάρπασον.

Προστασίαν καὶ σκέπην ψυχῆς τε καὶ σώματος αἰτοῦμαι παμμάκαρ καὶ θεῖε, ὄντως Προκόπιε. Ἐκκάθαρόν με σοφὲ καὶ τῶν παθῶν ταῖς λιταῖς σου, καὶ παντοίων θλίψεων σῶσον ἱκέτην σου,

Θεοτοκίον-
Χαλεπαῖς ἀῤῥωστίαις καὶ νοσεροῖς πάθεσιν, ἐξεταζομένῳ Παρθένε, σύ μοι βοήθησον· τῶν ἰαμάτων γὰρ ἀνελλιπῆ σε γινώσκω, θησαυρόν Πανάμωμε, τὸν ἀδαπάνητον.

Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων ἱκέτας σου Θεοφόρε, ὅτι πάντες σεμνοπρεπῶς πρὸς σὲ καταφεύγομεν, ὡς ἄγρυπνον φύλακά τε καὶ ῥύστην.

Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ...

Αἴτησις καὶ τὸ κάθισμα. Ἦχος β´. Πρεσβεία θερμή.
Πλεόντων σωτήρ, ὁδοιπορούντων σύμμαχος, πενθούντων χαρά, νοσούντων ἰατήριον, ἐδείχθης Προκόπιε. Διό σοι προσπίπτομεν Ἅγιε, αἰτοῦντες χάριν τὴν σὴν δαψιλὴν ἐν πάσαις τοῦ βίου περιστάσεσιν.

ᾨδὴ δ´. Είσακήκοα Κύριε.
Μολυσμῶν ἀποκάθαρον, τὴν ψυχήν μου μάρτυς σεμνέ Προκόπιε, καὶ παντοίας νόσου καὶ βλάβης ῥῦσαι θαυμαστὲ, ἡμᾶς τοὺς δούλους σου.

Τῆς κολάσεως ἄξιος, ἀληθῶς ὁ τάλας Θεόφρον γέγονα, διὸ τρέμω ὁ ἀνάξιος, καὶ προστρέχω θαυμαστὲ τῇ σκέπῃ σου.

Ἰατρὸς ὁ ἀλάνθαστος, ἀνεδείχθης μάρτυς Χριστοῦ Προκόπιε, σὺ τοὺς πόνους καταπράϋνον, καὶ ὑγείαν δώρησαί μοι Ἅγιε.

Θεοτοκίον.
Οἱ ἐλπίδα καὶ στήριγμα καὶ τῆς σωτηρίας τεῖχος ἀκράδαντον, κεκτημένοι σε Πανύμνητε, δυσχερείας πάσης ἐλκυτρούμεθα.

ᾨδὴ ε´. Φώτισον ἡμᾶς.
Φρούρησον ἡμᾶς, ταῖς πρεσβείαις σου μακάριε, καὶ τοὺς σοὺς δούλους σκέπε μάρτυς σεμνέ, καὶ ἐξ ὀδόντων ἐχθροῦ, σὺ σοφὲ ἐξάρπασον.

Νόσων ἰατρός, ἀνεδείχθης μέγας Ἅγιε, καὶ πάντων τῶν χριστιανῶν, σὺ φρουρός, ἀσπὶς καὶ τεῖχος ἀπόρθητον, σεμνὲ Προκόπιε.

Ῥῦσαί με δεινῶν, καὶ στενώσεως Προκόπιε, ἐκ νόσων καὶ θλίψεων καὶ συμφορῶν, τῇ μεσιτείᾳ σου μάκαρ, κλεινὲ ἀπάλλαξον.

Θεοτοκίον.
Ἴασαι Ἁγνή, τῶν παθῶν μου τὴν ἀσθένειαν, ἐπισκοπῆς σου ἀξιώσασα, καὶ τὴν ὑγείαν τῇ πρεσβείᾳ σου παράσχου μοι.

ᾨδὴ στ´. Τὴν δέησιν ἐκχεῶ.
Καρκίνου, καὶ αἰφνιδίου θανάτου, διαφύλαξόν με σὺ στρατηλάτα, καὶ ἐκ παθῶν, καὶ δεινῶν ἀλγηδόνων, ῥῦσαι τὸν δοῦλόν σου μάκαρ Προκόπιε, καὶ σῶσον τοὺς χριστιανοὺς, ἐκ παγίδων τοῦ ὄφεως Ἅγιε.

Σωμάτων, θεραπευτὴν καλοῦμέν σε, ὀρθοδόξων ἡ πληθὺς Θεοφόρε, καὶ τῶν ψυχῶν ἰατρὸν καὶ προστάτην, καὶ τῶν ἐν θλίψει καὶ ζάλαις προπύργιον, Προκόπιε θαυματουργέ, τῶν πιστῶν σὺ στεῤῥὸν καταφύγιον.

Ἐν κλίνῃ, νῦν ἀσθενῶν κατάκειμαι, ὁ πανάθλιος ἱκέτης σου μάρτυς, καὶ τὴν σὴν βοήθειαν μάκαρ αἰτοῦμαι, ἣν δώρισαί μοι ταχέως Προκόπιε, καὶ πᾶσαν λύπην τῆς ψυχῆς, ἀπ᾿ ἐμοῦ ἀποδίωξον Ἅγιε.
Θεοτοκίον.

Ἐν κλίνῃ νῦν ἀσθενῶν κατάκειμαι, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις τῇ σαρκί μου, ἀλλ᾿ ἡ Θεὸν καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου, καὶ τὸν λυτῆρα τῶν νόσων κυήσασα, σοῦ δέομαι τῆς ἀγαθῆς· ἐκ φθορᾶς νοσημάτων ἀνάστησον.

Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων ἱκέτας σου Θεοφόρε, ὅτι πάντες σεμνοπρεπῶς πρὸς σὲ καταφεύγομεν, ὡς ἄγρυπνον φύλακά τε καὶ ῥύστην.

Ἄχραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἧμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον, ὡς ἐχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.

Αἴτησις καὶ τὸ Κοντάκιον. Ἦχος β´, Προστασία τῶν Χριστιανῶν.

Προστάτης πτωχῶν ἀνεδείχθης μακάριε, καὶ νοσούντων ἰατρὸς ἀλάνθαστος Ἅγιε, μὴ παρίδῃς ἁμαρτωλῶν δεήσεων φωνάς, ἀλλὰ φύλαξον θαυματουργὲ ἐκ τῶν παγίδων τοῦ ἐχθροῦ, ἡμᾶς τοὺς σοὶ προστρέχοντας. Τάχυνον εἰς πρεσβείαν καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν ὁ ἑτοιμότατος φρουρός, παναοίδιμε Προκόπιε.

Προκείμενον: Δίκαιος ὡς φοίνιξ ἀνθήσει...
Στ.: Πεφυτευμένος ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἐν τᾶὶς αὐλᾶὶς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν.
Εὐαγγέλιον, Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον (ι΄ 5-8). (Ζήτει αὐτὸ τῆ 1ῃ Νοεμβρίου, τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ).
Δόξα: Τᾶὶς τοῦ Ἀθλοφόρου...
Καὶ νῦν: Τᾶὶς τῆς Θεοτόκου...
Στίχ.: Ἐλεῆμον, ἐλέησὸν με ὁ Θεός.. καὶ τὸ Προσόμοιον, Ἦχος πλ. β´. Ὄλην άποθέμενοι.

Ὀῥθοδόξων καύχημα καὶ ὀρφανῶν ὁ προστάτης, τῶν πλεόντων στήριγμα, καὶ τῶν ἐν στρατεύματι ὁ παρήγορος. Σὲ ἱκετεύομεν, καὶ χεῖρας αἴρομεν οἱ ἀνάξιοι, Προκόπιε. Ῥῦσαι ἐκ θλίψεων, κινδύνων τε καὶ λοίμης καὶ νόσων πάραυτα ἀπάλλαξον πάντας τοὺς προσφεύγοντας τῇ σῇ σκέπῃ, καὶ ὀργὴν δικαίαν, Κυρίου Παντοκράτορος σεμνέ, τάχος κατεύνασον Ἅγιε, τῶν πιστῶν τὸ σέμνωμα.

Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν Σου...

ᾨδὴ ζ´. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Νικητὴς ἀνεδεὶχθης, καὶ κατέλυσας μάρτυς πάντα τὰ εἴδωλα, διὸ σὲ ἱκετεύω καὶ δέομαι Ἅγιε, τὴν νεότητα φύλαξον, καὶ ἐκ τῶν παρεκτροπῶν διάσωσον εὐχαῖς σου,

Ἰσχυρὸς ἀνεδείχθης τοῦ Σταυροῦ τῇ δυνάμει σεμνὲ Προκόπιε, καὶ πᾶσι τοῖς νοσοῦσι ὑγείαν σὺ παρέχεις, διὸ ἅπαντες ᾄδομεν, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν Θεός, εὐλογητὸς εἶ.

Τοῦ Σταυροῦ τῇ δυνάμει, τῶν εἰδώλων τὰ ξόανα ἐθρυμμάτισας, καὶ νίκην ἐδωρίσω ἡμῖν τοῖς Ὀρθοδόξοις, διὸ ἄδοντας λέγομεν, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Θεοτοκίον.
Σωμάτων μαλακίας καὶ ψυχῶν ἀῤῥωστίας, Θεογεννήτρια, τῶν πόθῳ προσιόντων τῇ σκέπῃ σου τῆ θείᾳ θεραπεύειν ἀξίωσον, ἡ τὸν Σωτήρα Χριστὸν ἡμῖν ἀποτεκοῦσα.

ᾨδὴ η´. Τὸν Βασιλέα.
Τοὺς ἐν τῇ κλὶνῃ, τοῦ πόνου πάντας κειμένους, σὺ παράσχου οὺς ὑγείαν Τρισμάκαρ, ἵνα σὲ ὑμνοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Τοὺς προσελθόντας, ἐν τῷ σεπτῷ σου τεμένει, μὴ παρίδῃς Θεόφρον ὑμνοῦντας καὶ ὑπερυψοῦντας, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Τῶν ἰαμάτων, κρουνὸς σοφὲ ἀνεδείχθης, καὶ πτωχοὺς μὴ παρίδῃς θεόφρον, ἵνα σε ὑμνοῦμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Θεοτοκίον.
Τῶν πειρασμῶν, σὺ τὰς προσβολὰς ἐκδιώκεις, καὶ παθῶν τὰς ἐφόδους Παρθένε, ὅθεν σὲ ὑμνοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

ᾨδὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.

Χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, ἔμπλησον Παμμάκαρ, τοὺς ἐξαιτοῦντας ἐν πίστει τὴν σὴν ἀῤῥωγήν, καὶ τοὺς ἐν θλίψεσιν ὄντας τάχος ἐπίσκεψαι.

Προκόπιε Θεόφρον, φύλαττε τρισμάκαρ, ἐκ πάσης νόσου, ἀνάγκης καὶ θλίψεως, τοὺς εὐσεβῶς στρατηλάτα σὲ μεγαλύνοντας.

Ὦ μέγα στρατηλάτα, φάλαγγος Κυρίου, τοὺς στρατευομένους καλῶς διαφύλαξον, καὶ ἁμαρτάδων μου λύσιν, εὐχαῖς σου δώρησαι.

Θεοτοκίον.
Κακώσεως ἐν τόπῳ, τῶ τῆς ἀσθενείας, ταπεινωθέντα Παρθένε θεράπευσον, εξ αῤῥωστιας εις ῥῶσιν μετασκευάζουσα.

Ἄξιὸν ἐστιν ῶς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, σὲ μεγαλύνομεν.

Χαίροις Ὀρθοδόξων ἡ καλλονή, χαίροις διωχθέντων, καταφύγιον ἰσχυρόν, χαίροις τῶν ἐν θλίψει, καὶ τῶν ἐν ἐξορίᾳ, Προκόπιε Θεόφρον, τὸ παραμύθιον.

Μάρτυς τοῦ Κυρίου θαυματουργέ, φύλαττε σοὺς δούλους, ἀπὸ βλάβης τε καὶ φθορᾶς, ἐκ νόσων παντοίων καὶ θλίψεων ποικίλων καὶ τοῖς ἐν μετανοίᾳ δάκρυα δώρησαι.

Σκέπαζε Προκόπιε θαυμαστέ, πάντας τοὺς συζύγους, καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν σοφέ. Φύλαττε ἐκ νόσων, σατανικῶν παγίδων, καὶ ὀλιγοπιστίας πάντας τοὺς δούλους σου.

Ἔχοντες προστάτην θαυματουργὲ, σὲ τὸν στρατηλάτην, ἐκκλησίας τὴν κορυφήν, χαίρομεν ἀσμένως, κηρύττομεν δεόντως, Χριστοῦ τὰ μεγαλεῖα, μάρτυς Προκόπιε.

Πάσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι
Πάντες, μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Τρισάγιον

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἱσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς(τρις).

Δόξα Πατρί καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν, Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνομίας ἡμῖν, Ἁγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματὸς σου.

Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον, Κύριε, ἐλέησον.

Δόξα Πατρί καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἀγιασθήτω τὸ ὄνομὰ σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τὸ θέλημὰ σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γής. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον, καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν, καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηρού.
Ἱερεὺς Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἦχος πλ. β'
Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πᾶσης γὰρ ἀπολογίας ἀπορούντες, ταὔτην σοι τὴν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότη, οἱ ἁμαρτωλοὶ προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα Πατρί καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.

Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπὶ σοὶ γὰρ πεποίθαμεν, μὴ ὀργισθὴς ἡμῖν σφόδρα, μηδὲ μνησθὴς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν, ἀλλ' ἐπίβλεψον καὶ νῦν, ῶς εὔσπλαγχνος, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς λαὸς σου, πάντες ἔργα χειρῶν σου, καὶ τὸ ὄνομά σου ἐπἱκεκλήμεθα.

Καὶ νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Τῆς εὐσπλαγχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς σέ, μὴ ἀστοχήσωμεν, ῥυσθείημεν διὰ σοῦ τῶν περιστάσεων, σὺ γὰρ εἶ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν χριστιανῶν.

Εκτενὴς μεθ᾿ ἣν τὸ ἑξῆς:Ἦχος β´, Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Πάντας τοὺς προστρέχοντας θερμῶς, τῇ σῆ κραταιᾷ προστασίᾳ καὶ ἀντιλήψει σοφέ, φύλαττε πρεσβείαις σου καὶ σῶσον Ἅγιε, τὰς αἰτήσεις ἐκπλήρωσον καὶ ἐκ ὁλεθρίων, πειρασμῶν τοῦ ὁφεως ῥῦσαι θεόφρον ἀεί. Λύχνε τοῦ Χριστοῦ φωτοφόρε, εὔχου ὦ Προκόπιε ἔτι, καὶ ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἀνυμνούντων σε.

Ἦχος πλ. δ'
Δέσποινα, πρόσδεξαι τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπό πᾶσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Ἦχος β'
Τὴν πᾶσαν ελπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μήτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξὸν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.

Ἱερεὺς: Δι' εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Kύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.

Εκείνος που θέλει να περάσει τη νοητή θάλασσα των παθών ( Άγιος Μάρκος ο Ασκητής )


Εκείνος που θέλει να περάσει τη νοητή θάλασσα των παθών, μακροθυμεί, ταπεινοφρονεί, αγρυπνεί, εγκρατεύεται. Αν προσπαθήσει να περάσει χωρίς αυτά τα τέσσερα, ταράζει μόνο την καρδιά, να περάσει όμως δεν μπορεί.

Άγιος Μάρκος ο Ασκητής
 

Φυλάξου από την πολυφαγία και το πιοτό. ( Άγιος Δημήτριος του Ροστώφ )


Φυλάξου από την πολυφαγία και το πιοτό. Σ’ αυτά τα δύο βρίσκεται η αρχή κάθε αμαρτίας και προ παντός της πορνείας. Η ακράτεια γεννά όλα τα κακά. Από την πολυφαγία και τη μέθη βαρύνεται η ψυχή, θολώνει ο νους, επαναστατεί η σάρκα, αποθρασύνεται ο σατανάς και αποξενώνεται ο άνθρωπος από τη θεία αγάπη.


Άγιος Δημήτριος του Ροστώφ
 

Thursday, October 22, 2015

Χαιρετισμοί εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν (Ποίημα Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)




Τῷ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ τοῦ Ἅδου Νικητῆ,
Ὡς λυτρωθεῖς ἐξ αἰωνίου θανάτου,
Ἀναγράφω Σοὶ ὁ δοῦλος σου τὰ νικητήρια.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων εὐσπλαχνίαν ἀνερμήνευτον,
Ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω Σοί,
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.


Ἀγγέλων ποιητὰ καὶ Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἄνοιξον τὸν ἄπορόν μου νοῦν καὶ τὴν γλώτταν πρὸς ὕμνον τοῦ Παναχράντου Σου ὀνόματος, καθάπερ ἤνοιξας πάλαι τὴν ἀκοὴν καὶ γλώτταν τοῦ κωφοῦ καὶ μογιλάλου, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Σὲ τοιαυτα.

Ἰησοῦ πανθαύμαστε, τῶν Ἀγγέλων ἡ Ἔκπληξις.
Ἰησοῦ παντοδύναμε, Προπατόρων ἡ Λύτρωσις.
Ἰησοῦ γλυκύτατε, Πατριαρχῶν τὸ Καύχημα.
Ἰησοῦ ὑπερένδοξε, Βασιλέων Κραταίωμα.
Ἰησοῦ παμπόθητε, Προφητῶν ἡ Ἐκπλήρωσις.
Ἰησοῦ ὑπερύμνητε, Στερέωμα τῶν Μαρτύρων.
Ἰησοῦ ἰλαρώτατε, μοναζόντων Τερπνότης.
Ἰησοῦ παντελεῆμον, Πρεσβυτέρων Γλυκύτης.
Ἰησοῦ ὑπερεύσπλαχνε, νηστευόντων Ἐγκράτεια.
Ἰησοῦ πανοικτίρμον, Χαρὰ τῶν δικαίων.
Ἰησοῦ ὑπέραγνε, Σωφροσύνη τῶν Παρθένων.
Ἰησοῦ προαιώνιε, Σωτηρία πταιόντων.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Βλέπων Κύριε τὴν χήραν θρηνούσαν σφόδρα, εὐσπλαχνίσθης, καὶ ἀνέστησας τὸν υἱὸν αὐτῆς ἐπὶ τὸν τάφον φερόμενον. Σπλαχνίσθητι καμοὺ Φιλάνθρωπε, καὶ τὴν ἀμαρτίαις θανοῦσαν ψυχή μου ἀνάστησον, τοῦ βοῶντος σοὶ .
Ἀλληλούϊα.

Γνώσιν ἄγνωστον γνῶναι ζητῶν ὁ Φίλιππος ἔλεγε . δεῖξον ἠμὶν Κύριε τὸν Πατέρα. Σῦ δὲ εἶπας πρὸς αὐτόν. Τοσούτον χρόνον μετ ἐμοῦ ὧν, οὐκ ἔγνωκας, ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἔστι; Διὸ ἀνεξιχνίαστε, φόβω κραυγάζω Σοὶ.

Ἰησοῦ Θεὲ προαιώνιε.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ παντοδύναμε.
Ἰησοῦ Δέσποτα μακρόθυμε.
Ἰησοῦ Σωτὴρ πολυέλεε.
Ἰησοῦ Φύλαξ μου ὑπεράγαθε.
Ἰησοῦ τὰς ἁμαρτίας μου πάριδε.
Ἰησοῦ τὰς ἀνομίας μου ἄνελε.
Ἰησοῦ τὴν ἐμην φαυλότητα ἐξάλειψον.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ Ἐλπὶς μὴ ἐάσης μέ.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ Βοήθεια, μὴ ἀπορρίψης μέ.
Ἰησοῦ Ποιητά μου, μὴ ἀπώση μέ.
Ἰησοῦ ὁ Ποιμὴν ὁ Καλός, μὴ ἀπολέσεις μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Δύναμιν ἐξ ὕψους τοὶς Ἀποστόλοις Σου ἐν Ἱερουσαλὴμ καθημένοις περιβαλλόμενος. Ἰησοῦ, καμὲ τὸν πάσης ἀγαθοποιϊας γεγυμνωμένον περιβαλοῦ τὴ ζέσει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ δὸς μοὶ μετὰ πόθου ψάλλειν Σοὶ .
Ἀλληλούϊα.

Ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους Σου, τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀπίστους ἐκάλεσας, εὔσπλαχνε Ἰησοῦ. Μὴ παρίδης καμὲ νῦν τὸν ὁμοιωθέντα αὐτοίς, ἀλλ ὡς πολύτιμον μύρον πρόσδεξαι τὸν ὕμνον τοῦτον.

Ἰησοῦ Κράτος ἀνίκητον.
Ἰησοῦ Ἔλεος ἀτελεύτητον.
Ἰησοῦ Ὡραιότης ὑπέρλαμπρος.
Ἰησοῦ Ἔρως ἄφραστος.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ ζῶντος.
Ἰησοῦ ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλόν.
Ἰησοῦ ἐπάκουσόν μου τοῦ συλληφθέντος ἐν ἀνομίαις.
Ἰησοῦ καθάρισον μὲ τὸν τεχθέντα ἐν ἀμαρτίαις.
Ἰησοῦ δίδαξον μὲ τὸν μωρανθέντα.
Ἰησοῦ φώτισον μὲ τὸν σκοτισθέντα.
Ἰησοῦ καθάρισον μὲ τὸν ρυπωθέντα.
Ἰησοῦ ἐπανάγαγε μὲ τὸν ἄσωτον.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων ὁ Πέτρος ἐβυθίζετο. Ἱδὼν δὲ Σὲ Ἰησοῦ ἐν σαρκὶ πεφυκότα, ἐπὶ τοὶς ὕδασι βαδίζοντα, ἐπέγνω Σὲ Θεὸν ἀληθῆ, καὶ χείρα βοηθείας δεξάμενος ἔφη.
Ἀλληλούϊα.

Ἤκουσεν ὁ τυφλὸς ἐπὶ ὁδοῦ Σὲ πορευόμενον Κύριε, καὶ ἐβόησεν, Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβὶδ ἐλέησον μέ. Καὶ προσκαλεσάμενος αὐτὸν ἠνέωξας αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Διὸ φώτισον καμοὺ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῷ ἐλέει Σου, ὅπως Σοὶ κελαηδῶ τοιαυτα.

Ἰησοῦ ὁ Ποιητής των ἄνω.
Ἰησοῦ ὁ Ἐξαγοραστής των κάτω.
Ἰησοῦ Καθαιρέτα τῶν ὑποχθονίων.
Ἰησοῦ Καλλωπιστὰ πάντων τῶν κτισμάτων.
Ἰησοῦ τῆς ἐμῆς ψυχῆς παραμυθία.
Ἰησοῦ φωτισμὸς τοῦ νοός μου.
Ἰησοῦ τὸ ἀγαλλίαμα τῆς καρδιάς μου.
Ἰησοῦ ἡ ρώσις τοῦ σώματός μου.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, σῶσον μέ.
Ἰησοῦ τὸ Φῶς μου, φώτισον μέ.
Ἰησοῦ τυραννίδος παντοίας ἀπάλλαξον μέ.
Ἰησοῦ ρύσαι μὲ τὸν ἀνάξιον.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Θεορρήτω αἴματί Σου, καθάπερ πάλαι Ἰησοῦ, ἠξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας Τοῦ νόμου, οὕτως ἐξελοῦ ἐκ τῆς παγίδος τοῦ ὄφεως, Δὶ’ ἧς πάθει σαρκός, καὶ κέντρω ἀσωτίας, Ἐκτέρνισεν ἡμᾶς, πεδήσας τὴ φαύλη ραθυμία, Ἵνα κράζωμεν Σοί.
Ἀλληλούια.

Ἴδον παῖδες Ἑβραίων ἐν μορφῇ ἀνθρωπίνη, τὸν πλάσαντα χειρὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ Δεσπότην νοοῦντες Σέ, ἔσπευσαν τοὶς κλάδοις θεραπεῦσαι, τὸ Ὡσαννὰ βοῶντες. Ἡμεῖς δὲ τὸν ὕμνον προσφέρομεν Σοὶ λέγοντες.

Ἰησοῦ Θεὲ ἀληθινέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβίδ.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ ὑπερένδοξε.
Ἰησοῦ Ἀμνὲ πανακήρατε.
Ἰησοῦ Φύλαξ τῆς νηπιότητός μου.
Ἰησοῦ Ὁδηγὲ τῆς νεότητός μου.
Ἰησοῦ ἡ βακτηρία τοῦ γήρατός μου.
Ἰησοῦ ἡ ἐλπίς μου ἐν ὥρᾳ τοῦ θανάτου.
Ἰησοῦ ἡ μετὰ θάνατον ζωή μου.
Ἰησοῦ ἡ ἐν τῇ Κρίσει σου παραμυθία μου.
Ἰησοῦ τὴ ὥρα ἐκείνη μὴ καταισχύνης μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Κηρύκων θεοφθόγγων τὰς ρήσεις ἐκπληρῶν Ἰησοῦ, ἐπὶ γῆς ὤφθης καὶ τοὶς ἀνθρῶποις συνασεστράφης, ἀπρόσιτος ὧν, καὶ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἐβάστασας. Ὅθεν, τῷ μώλωπί Σου πάντες ἰαθέντες, ἔγνωμεν ψάλλειν .
Ἀλληλούια.

Λάμψας τὴ οἰκουμένη φωτισμὸν ἀληθείας τὴν πλάνην ἀπήλασας τῶν δαιμόνων τα γὰρ εἴδωλα Σωτὴρ μὴ ἐνέγκατά Σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκε, ἡμεῖς δὲ σωτηρίας τυχόντες βοῶμεν Σοί.

Ἰησοῦ Αὐτοαλήθεια, τὴν ἀπάτην καθελὼν
Ἰησοῦ Φῶς ὑπερέχον πᾶν φῶς.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ ὑπερβαίνων πάντας ἐν ἰσχύει
Ἰησοῦ ὁ Θεός, ὁ πιστὸς ἐν ἐλέει.
Ἰησοῦ ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς, ἔμπλησον μὲ τὸν πεινῶντα.
Ἰησοῦ ἡ Πηγὴ τῆς γνώσεως, πότισον μὲ τὸν διψῶντα.
Ἰησοῦ ὁ Χιτὼν εὐφροσύνης, ἔνδυσον μὲ τὸν γυμνωθέντα.
Ἰησοῦ τῆς χαρᾶς ὁ Λιμήν, καθόρμισον μὲ τὸν πλανηθέντα.
Ἰησοῦ ὁ Δοτὴρ τῶν αἰτούντων, παράσχου μοὶ συντριβὴν ἁμαρτιῶν.
Ἰησοῦ ὁ Εὐρετὴς τῶν ζητούντων, εὐρέκαμοι τὴν ψυχήν.
Ἰησοῦ ὁ τοὶς κρούουσι ἀνοίγων, ἄνοιξον τὴν πεπωρωμένην καρδίαν μου.
Ἰησοῦ Ἰατὴρ ἁμαρτωλῶν, ἀπόπλυνον τὰς ἁμαρτίας μου.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Μέλλων ἀποκαλύψαι τὸ ἀπ αἰῶνος κεκρυμμένον μυστήριον, ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγῆς ἤχθης, Ἰησοῦ, καὶ ὡς ἀμνὸς ἄφωνος ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν. Ἠγέρθης δὲ Θεὸς ὧν ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ μετὰ δόξης ἀνελθῶν εἰς οὐρανούς, συνανύψωσας ἡμᾶς βοώντας Σοί.
Ἀλληλούια.

Νέαν ἔδειξεν Κτίσιν, ἐμφανίσας ἠμὶν ὁ Κτίστης. Ἀσπόρως δ’ ἐκ Παρθένου σαρκωθεῖς καὶ ἐκ τάφου ἀναστάς, σώα τὲ φυλλάξας ἀμφοτέρων τὰ σήμαντρα, πρὸς τοὺς Ἀποστόλους τῶν θυρῶν κεκλεισμένων μετὰ σαρκὸς εἰσῆλθεν. Ὅθεν θαυμάζοντες πίστει βοῶμεν.

Ἰησοῦ Λόγε ἀχώρητε.
Ἰησοῦ Νοῦς ἀνεξιχνίαστος.
Ἰησοῦ Δύναμις ἀκατάληπτος.
Ἰησοῦ Σοφία ἀμέτρητος.
Ἰησοῦ Θεότης ἀπερίγραπτος.
Ἰησοῦ Κυριότης ἀπεριόριστος.
Ἰησοῦ Βασιλεία ἀκαταμάχητος.
Ἰησοῦ Δεσποτεία ἀτελεύτητος.
Ἰησοῦ Ἰσχὺς ὑπερκόσμιος.
Ἰησοῦ Ἐξουσία αἰώνιος.
Ἰησοῦ Ποιητά μου, ἀνακαίνισον μέ.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, σῶσον μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ξένην ἐνανθρώπησιν Θεοῦ ὁρῶντες, ξενωθῶμεν τοῦ ματαίου κόσμου τούτου, τὸ νοῦν εἰς τὰ θεῖα μεταθέντες. Διᾶ τοῦτο γὰρ Θεὸς ἐπὶ γῆς κατῆλθεν, ἵνα ἡμᾶς εἰς οὐρανοὺς ὑψώση τοὺς αὐτῶ κραυγάζοντας.
Ἀλληλούια.

Ὅλος ἢν ἐν τοὶς κάτω, καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν ὁ ἀκατάληπτος Λόγος. Ἔπαθεν ἐπὶ γῆς ἐκούσια βουλὴ θανάτω τὸν θάνατον ἡμῶν ἐνέκρωσε, καὶ τὴ Ἀναστάσει Αὐτοῦ ζωὴν ἐδωρήσατο ἠμὶν τοὶς ἄδουσιν Αὐτῶ τοιαυτα.

Ἰησοῦ Γλυκύτης τῆς καρδίας μου.
Ἰησοῦ Δύναμις τοῦ σώματός μου.
Ἰησοῦ Φῶς τῆς ψυχῆς μου.
Ἰησοῦ ἡ ὀξύτης τοῦ νοός μου.
Ἰησοῦ Χαρμονὴ τῆς συνειδήσεώς μου.
Ἰησοῦ Ἐλπὶς ἀνυπέρβλητος.
Ἰησοῦ Μνήμη αἰώνιος.
Ἰησοῦ Αἴνεσις ὑπερουράνιος.
Ἰησοῦ δόξα ὑπερκόσμιος.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ ἐπιθυμία, μὴ ἀπορρίψης μέ.
Ἰησοῦ Ποιμήν μου, ἀναζήτησον μέ.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, διάσωσον μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Πάσα φύσις Ἀγγέλων ἀκαταπαύστως ἐν οὐρανοὶς δοξάζει τὸ πανάγιον Ὄνομά Σου, Ἰησοῦ, τὸν τρισάγιον ὕμνον ἀναβοώσα. Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος. Ἡμεῖς δὲ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐπὶ γῆς, χοϊκοὶς χείλεσι ψάλλομεν.
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ Σοί, Ἰησοῦ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀπορούσι γὰρ λέγειν το πὼς εἰ ἀναλλοίωτος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἡμεῖς δὲ τὸ φρικτὸν μυστήριον θαυμάζοντες, πιστῶς βοῶμεν.

Ἰησοῦ Θεὸς θεῶν.
Ἰησοῦ Βασιλεὺς βασιλευόντων.
Ἰησοῦ Κύριος κυριευόντων.
Ἰησοῦ Κριτὰ νεκρῶν καὶ ζώντων.
Ἰησοῦ Ἐλπὶς ἀπηλπισμένων.
Ἰησοῦ Παράκλησις πενθούντων.
Ἰησοῦ πεντήντων Προμήθεια.
Ἰησοῦ μὴ καταδικάσης μὲ κατὰ τὰ ἔργα μου.
Ἰησοῦ κάθαρον μὲ κατὰ τὸ ἔλεός Σου.
Ἰησοῦ διασκέδασον τὴν ἀκηδίαν μου.
Ἰησοῦ φώτισον τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδίας μου.
Ἰησοῦ μνήμην θανάτου μοὶ δώρησαι.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον, Ἀνατολὴ ἀνατολῶν, εἰς δύσιν ζοφώδη τῆς ἐσκοτισμένης ἡμῶν φύσεως ἐλθών, μέχρι θανάτου ἐταπείνωσας σαυτόν. Διὸ τὸ ὄνομά Σου, ὑπὲρ πᾶν ὄνομα ὑπερυψοῦται καὶ παρὰ πάσης φύσεως οὐρανίου καὶ ἐπιγείου ἀκούεις.
Ἀλληλούια.

Τείχισον ἡμᾶς ἀγίοις Σου ἀγγέλοις Χριστὲ Σωτὴρ ἡμῶν, ὁ πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος, ὥσπερ πάλαι ἐκαθάρισας τοὺς δέκα λεπρούς, καὶ ἴασαι ἡμᾶς καθάπερ ἰάσω τὴν τοῦ τελώνου Ζακχαίου φιλάργυρον ψυχήν, ὅπως κατανύξει βοῶμεν Σοί.

Ἰησοῦ Θησαυρὲ ἀσφαλέστατε.
Ἰησοῦ Πλοῦτε ἀδαπάνητε.
Ἰησοῦ Πόσις ἀνεξάντλητος.
Ἰησοῦ τῶν γυμνῶν Περιβολή.
Ἰησοῦ τῶν χηρῶν ἡ Ἀντίληψις.
Ἰησοῦ ὀρφανῶν ὁ Προστάτης.
Ἰησοῦ καταπονουμένων Ὑπέρμαχος.
Ἰησοῦ ὁδοιπόρων Συνοδίτης.
Ἰησοῦ τῶν πλεόντων Κυβερνήτης.
Ἰησοῦ Λιμὴν χειμαζομένων εὔδιος.
Ἰησοῦ ἀνάστησον μὲ παραπεσόντα.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ὕμνον ἐν κατανύξει προσφέρω Σοὶ ὁ ἀνάξιος ἐγώ, καὶ βοῶ Σοὶ ὥσπερ ἡ Χαναναία. Ἰησοῦ ἐλέησον μέ. Οὐ θυγάτριον, ἀλλὰ σάρκα κέκτημα δαιμονώσαν δεινῶς καὶ τῷ θυμῷ φλεγομένην. Διὸ παράσχου μοὶ τὴν ἴαση βοώντι Σοί.
Ἀλληλούια.

Φωτοπάροχον φῶς, τὸ λάμψας τοὶς ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας, ὁ πρὶν διώκων Σὲ Παῦλος ἐλλαμφθεῖς τῷ φωτί Σου καὶ κατανοῶν τὴν δύναμιν τῆς θεοσόφου Σου φωνῆς, καταπράϋνε τὴν ὁρμὴν τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς. Οὕτω καμοὺ φώτισον τὰ ὄμματα τῆς ἐσκοτισμένης μου ψυχῆς, τοῦ βοῶντος τοιαύτα.

Ἰησοῦ Βασιλεῦ πανσθενέστατε.
Ἰησοῦ Θεὲ παντοδύναμε.
Ἰησοῦ Παντοκράτορ ἀθάνατε.
Ἰησοῦ Δημιουργέ μου ὑπερδόξαστε,
Ἰησοῦ Ὁδηγέ μου ἀγαθώτατε.
Ἰησοῦ Ποιμὴν εὐσπλαγχνικώτατε.
Ἰησοῦ Δέσποτα πολυέλεε.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου φιλανθρωπότατε.
Ἰησοῦ φώτισόν μου τὰς αἰσθήσεις σκοτισθείσας τοὶς πάθεσιν.
Ἰησοῦ ἴασαι τὸ σῶμα μου λελωβημένον ταὶς ἀμαρτίαις.
Ἰησοῦ καθάρισόν μου τὸν νοῦν ἀπὸ ματαίων λογισμῶν.
Ἰησοῦ φύλαξον τὴν καρδίαν μου ἀπὸ ὀρέξεων πονηρῶν.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Χάριν χάρισαι μοὶ πάντων ὀφλημάτων χρεωλύτα Ἰησοῦ μου, καὶ δέξαι μὲ μετανοούντα ὡς ἐδέξω Πέτρον ἀρνησαμένον Σὲ ὡς ποτὲ Παῦλον προσεκαλέσω διώκοντα Σὲ καὶ ἐπάκουσόν μου ἀναβοῶντος Σοί.
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές Σου τὴν ἐνανθρώπησιν, ἀνυμνοῦμεν Σὲ πάντες, καὶ πιστεύομεν σῦ τῷ Θωμᾷ ὅτι Σῦ εἰ ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν ὁ ἐν δεξιᾷ καθήμενος τοῦ Πατρός, καὶ μέλλων κρίναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Ἀξίωσον οὖν τότε μὲ στῆναι ἐκ δεξιῶν Σου, τὸν νῦν ἀναβοώντα Σοί.

Ἰησοῦ ὁ τῆς εἰρήνης Βασιλεύς, εἰρήνευσον μέ.
Ἰησοῦ τὸ εὔοσμον Ἄνθος, εὐωδίασον μέ.
Ἰησοῦ ἡ ποθητὴ Θέρμη, θέρμανον μέ.
Ἰησοῦ Ναὲ προαιώνιε περίθαλψον μέ.
Ἰησοῦ ἠλιοστάλακτε Χιτών, κόσμησον μέ.
Ἰησοῦ ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης, πλούτισον μέ.
Ἰησοῦ Λίθε τίμιε, λάμπρυνον μέ.
Ἰησοῦ Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης, ἔλλαμψον μέ.
Ἰησοῦ Ἅγιον φῶς, φώτισον μέ.
Ἰησοῦ νόσου ψυχῆς καὶ σώματος ἀπάλλαξον μέ.
Ἰησοῦ ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀλάστορος ἐξάρπασον μέ.
Ἰησοῦ ἐκ τῶν αἰωνίων βασάνων λύτρωσαι μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ὢ Γλυκύτατε καὶ Πανοικτίρμον Ἰησοῦ πρόσδεξαι ταύτην τὴν μικρὰν ἡμῶν δέησιν, ὡς ἐδέξω τα τῆς χήρας δυὸ λεπτά, καὶ τήρησον τὴν κληρονομίαν σου ἀπὸ ἐχθρῶν ὁρατῶν τὲ καὶ ἀοράτων, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, νόσου, λιμοῦ, πάσης θλίψεως, καὶ θανατηφόρου πληγῆς. Καὶ λύτρωσαι μελλούσης κολάσεως, τοὺς βοώντας Σοὶ
Ἀλληλούια.

Ἀγγέλων ποιητὰ καὶ Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἄνοιξον τὸν ἄπορόν μου νοῦν καὶ τὴν γλώτταν πρὸς ὕμνον τοῦ Παναχράντου Σου ὀνόματος, καθάπερ ἤνοιξας πάλαι τὴν ἀκοὴν καὶ γλώτταν τοῦ κωφοῦ καὶ μογιλάλου, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Σὲ τοιαυτα.

Ἰησοῦ πανθαύμαστε, τῶν Ἀγγέλων ἡ Ἔκπληξις.
Ἰησοῦ γλυκύτατε, Πατριαρχῶν τὸ Καύχημα.
Ἰησοῦ ὑπερένδοξε, Βασιλέων Κραταίωμα.
Ἰησοῦ παμπόθητε, προφητῶν ἡ Ἐκπλήρωσις.
Ἰησοῦ ὑπερύμνητε, Στερέωμα τῶν Μαρτύρων.
Ἰησοῦ ἰλαρώτατε, μοναζόντων Τερπνότης.
Ἰησοῦ ὑπερεύσπλαχνε, νηστευόντων Ἐγκράτεια.
Ἰησοῦ πανοικτίρμον, Χαρὰ τῶν δικαίων.
Ἰησοῦ ὑπέραγνε, Σωφροσύνη τῶν Παρθένων.
Ἰησοῦ προαιώνιε, Σωτηρία πταιόντων.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Τῷ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ τοῦ Ἅδου Νικητῆ,
Ὡς λυτρωθεῖς ἐξ αἰωνίου θανάτου,
Ἀναγράφω Σοὶ ὁ δοῦλος σου τὰ νικητήρια.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων εὐσπλαχνίαν ἀνερμήνευτον,
Ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω Σοί,
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Η προσευχή είναι εσωτερική πράξη του πνεύματός μας. ( Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ )


Η προσευχή είναι εσωτερική πράξη του πνεύματός μας. Το πνεύμα μας μπορεί να εκφραστεί με τις πιο ποικίλες μορφές. Όχι σπάνια, και ενδεχομένως μάλιστα ιδιαίτερα συχνά, με τη σιωπή μας ενώπιον του Θεού. Σιωπούμε, γιατί ο Θεός γνωρίζει όλο το βάθος της σκέψεώς μας, όλες τις προσδοκίες της καρδιάς μας, αλλά δεν είμαστε πάντοτε ικανοί να τις εκφράσουμε με λόγια. Ο Θεός όμως κατανοεί τις μυστικές κινήσεις της καρδιάς μας και απαντά σε αυτές.

Φοβούμαι λίγο ότι εσύ δεν υπολογίζεις αυτό ακριβώς που είπαμε πιο επάνω· ότι τείνεις να εκλάβεις την προσευχή ως στάση μπροστά στις εικόνες με την προφορά τυπικών εκφράσεων που θεσπίστηκαν από αιώνες (προσευχές Όρθρου και Εσπερινού ή Ψαλμών και τα παρόμοια). Βέβαια και στο είδος αυτό της προσευχής μπορεί κάποιος να συνηθίσει από τη νεότητά του και να το επιτελεί κάθε ημέρα. Αυτό όμως είναι τελείως ανεπαρκές, και η προσευχή αυτή δεν εξαντλεί καθόλου το θέμα της προσευχής.

Παρατηρώ ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι γίνονται ολοένα και λιγότερο ικανοί γι’ αυτό ακριβώς το είδος της προσευχής. Το φαινόμενο αυτό το αποδίδω στην εντεινόμενη διανοητική δραστηριότητα των ανθρώπων. Ο νους μας βρίσκεται σε συνεχή σχεδόν διέγερση από το πλήθος των κάθε είδους εντυπώσεων που μας προσεγγίζουν κατά τη διάρκεια της ημέρας· των εντυπώσεων της οράσεως και της ακοής. Από το πρωΐ αρχίζει ο εγκλωβισμός των ανθρώπων των πόλεων, αλλά τώρα και των χωριών, στην κοσμική ζωή, που παρασύρει τον νου και τη φαντασία μας στην εξέλιξη των γεγονότων και τα αισθήματά μας στη συμμετοχή σε αυτά.

Πώς λοιπόν με τους όρους αυτούς να αναχθούμε σ’ εκείνη την ησυχία του νου και την ηρεμία της καρδιάς, που είναι πράγματα τόσο απαραίτητα για την προσευχή; Να το ερώτημα. Σε αυτό θα επανέλθουμε πάλι κάποτε, αν ο Θεός ευδοκήσει, ενώ τώρα θα μεταφερθώ λίγο σε άλλο θέμα, στην προσωπική σου περίπτωση.

Γράφεις ότι, όταν βλέπεις την ανικανότητά σου να βρεις την προσευχή, όταν σταθείς σε προσευχή, συναισθάνεσαι τη μηδαμινότητά σου. Και αυτό σε αποκαρδιώνει. Μην αποθαρρύνεσαι. Μην
ανησυχείς πολύ με αυτή την περίπτωση. Να παρασταθεί κάποιος ενώπιον του Θεού δεν σημαίνει καθόλου να «σταθεί μπροστά στις εικόνες», αλλά να Τον αισθανθεί στο βάθος της συνειδήσεώς του ως Εκείνον που γεμίζει με την παρουσία Του τα πάντα. Να Τον ζήσει ως την αληθινή Πρωταρχική Πραγματικότητα από την οποία προέρχεται ο κόσμος στην τάξη της κατώτερης, δεύτερης δημιουργημένης κτιστής πραγματικότητος. Γι’ αυτό μπορεί να είναι κατάλληλη η κάθε στάση στην οποία βρίσκεται το σώμα: είτε κατακλίνεται, είτε βαδίζει, είτε κάθεται, είτε στέκεται και τα παρόμοια.

Αν ο νους και η καρδιά σου δοκιμάζουν προσευχητική διάθεση κατά την ανάγνωση της Αγίας Γραφής, τότε μένε σε αυτήν όσο δεν διακόπτεται η προσευχητική αυτή διάθεση. Ο κανόνας είναι ο εξής: Κάθε λόγος, κάθε θέση του σώματος, στα οποία ο νους και η καρδιά ενώνονται σε μια ζωή της μνήμης του Θεού, δεν πρέπει να αλλάζει, ωσότου εξαντληθεί ο νους ή η καρδιά ή το σώμα.

Οι παρατηρήσεις μου επάνω στους σύγχρονους ανθρώπους με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι βολικότερο γι’ αυτούς να προσεύχονται στους ναούς, ιδιαίτερα κατά τη Λειτουργία. Η λειτουργική προσευχή με τη συχνή θεία μετάληψη αποτελεί το πλήρωμα. Αλήθεια, για να πραγματοποιηθεί αυτό, είναι απαραίτητο να την ζει κάποιος και να την κατανοεί. Τότε αποκαλύπτεται ότι η Λειτουργία αγκαλιάζει με τη χάρη της όλη τη ζωή μας· σ’ αυτήν περικλείονται όλα τα επίπεδα του είναι μας κατά την αναφορά του προς τον Θεό. Η Λειτουργία, αν βεβαίως βιώνεται με όλο το είναι μας, επιτρέπει να τη ζήσουμε ως αληθινά Θεία Πράξη, που περιλαμβάνει όχι μόνο αυτό τον ορατό κόσμο, αλλά και όλον εκείνον που άπειρα ξεπερνά τα όριά του. Μη εμβαθύνοντας στον χώρο αυτό ο άνθρωπος μπορεί εύκολα να περιπέσει στη συνήθεια που τον ερημώνει και τον νεκρώνει. Είναι απαραίτητο να αυξάνει αδιάκοπα στη γνώση του Θεού και να μην επιτρέψει να μετατραπεί η Λειτουργία σε λεπτομέρεια της ευσεβούς βιοτής μας. Επειδή ακριβώς η ζωή μας έγινε φτωχότερος χώρος για τη Λειτουργία, ζήσαμε όλοι τη βαθειά κρίση. Οι άνθρωποι άρχισαν να στρέφονται με μεγάλη ικανοποίηση σε κάθε είδους ανάγνωσμα ή διασκέδαση, προτιμώντας αυτά αντί της Λειτουργίας. Με αυτό τον τρόπο αναπαύονταν καλύτερα και μάλιστα ικανοποιούσαν την απαίτηση να αυξάνουν τις γνώσεις τους. Αυτό είναι πλήρως κατανοητό και δικαιολογημένο. Ο άνθρωπος κατά τη φύση του είναι όν που τείνει προς την τελειότητα, προς τη γνώση, και ακόμη προς την απόλυτη γνώση και το πλήρωμα του Είναι. Να λοιπόν το παράδοξο: Εξαιτίας της τάσεως αυτής προς την απόλυτη τελειότητα, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση, οι άνθρωποι απομακρύνονται από εκείνο τον «χώρο», ο οποίος δόθηκε από τον Θεό ακριβώς για την απόκτηση της γνώσεως και της ζωής αυτής.

Θα σου πω λίγα λόγια και για ένα επιπλέον πρόβλημα της εποχής μας. Δυστυχώς οι μορφές της εκκλησιαστικής ζωής και των ακολουθιών που θεσπίστηκαν δια μέσου των αιώνων δεν ανταποκρίνονται εντελώς στις αναζητήσεις και τις ανάγκες των συγχρόνων ανθρώπων. Και αυτό είναι κατανοητό. Οι μορφές αυτές δεν σχηματίστηκαν σε δικές μας εποχές, αλλά για ανθρώπους άλλης διανοητικής και ψυχολογικής αναπτύξεως και άλλης εμπειρίας της ζωής. Το πρόβλημα όμως αυτό στην Εκκλησία είναι εξαιρετικά περίπλοκο, και ως εκ τούτου η επίλυσή του προς το παρόν για ιδιαίτερες περιπτώσεις επιτυγχάνεται με αυτό τον τρόπο: Μερικοί άνθρωποι μη αποκομίζοντας από τις μορφές των εκκλησιαστικών ακολουθιών απαντήσεις για όλες τις ανάγκες τους, αισθάνονται επιπλέον την ανάγκη να αναπληρώσουν αυτή την έλλειψη στο σπίτι τους με μεγάλο τίμημα απώλειας δυνάμεως και χρόνου.

Ο επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ πριν από εκατό περίπου χρόνια έργραφε ότι ήδη στον καιρό του ακόμη και οι μοναχοί στα μοναστήρια, μη αποκομίζοντας από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες και την προσωπική χειραγώγηση όλα όσα τους χρειάζονται, είχαν την ανάγκη να διαβάζουν εντατικά τη Γραφή και τα έργα των Πατέρων. Χωρίς αυτά δεν μπορούσαν να προοδεύσουν [1]. Ακόμη περισσότερο ισχύουν όλα αυτά για τους συγχρόνους μας που ζουν στον κόσμο, και μάλιστα στον κόσμο που δεν προσεύχεται και έχει λησμονήσει τον Θεό.

Έτσι λοιπόν, μην ανησυχείς για την ανικανότητά σου να συγκεντρωθείς, όταν στέκεσαι στην προσευχή.Κράτησε πριν απ’ όλα τη μνήμη του Θεού και την ειρήνη της καρδιάς. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για σένα, εφόσον δεν το κατέχεις ισχυρά. Πρόσεχε, μη δαπανάς χωρίς όφελος τις λίγες σωματικές σου δυνάμεις.

Για να βρεις τον σωστό δρόμο, είναι καλύτερο απ’ όλα να το ζητήσεις από τον ίδιο τον Θεό στην προσευχή:

«Κύριε, Συ ο ίδιος δίδαξέ με τα πάντα … Δώσε μου τη χαρά της γνώσεως του θελήματός Σου και των οδών Σου … Δίδαξέ με να σε αγαπώ αληθινά με όλο μου το είναι, όπως μας παρήγγειλες … Οικοδόμησε τη ζωή μου έτσι, όπως Εσύ ο ίδιος την συνέλαβες στην προαιώνια βουλή Σου … Ναι, ακόμη και για μένα, γιατί Εσύ κανέναν δεν ξέχασες και κανέναν δεν έπλασες για απώλεια … Εγώ με αφροσύνη εκδαπάνησα τις δυνάμεις που μου έδωσες, αλλά τώρα, στο τέλος της ζωής μου, διόρθωσέ τα όλα Εσύ ο ίδιος, και ο ίδιος δίδαξέ με τα πάντα … Αλλά έτσι, ώστε πραγματικά το θέλημά σου να πραγματοποιηθεί στη ζωή μου, είτε εγώ το καταλαβαίνω είτε δεν το καταλαβαίνω μέχρι καιρού … Μην επιτρέπεις να πορευθώ σε ξένους δρόμους, που οδηγούν στο σκοτάδι … αλλά πριν παραδοθώ στον ύπνο του θανάτου, δώσε σε μένα την ανάξια να δω το Φως Σου, ώ Φως του κόσμου».

Κι έτσι, με δικά σου λόγια, να προσεύχεσαι για όλα με τον ίδιο τρόπο. Θα περάσει κάποιος χρόνος και η δύναμη των λόγων αυτών θα εισχωρήσει στο εσωτερικό της υπάρξεώς σου, και τότε θα ρεύσει αυτομάτως ζωή, όπως ακριβώς θέλει ο Κύριος. Κρίνοντας όμως εξωτερικά δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τίποτε.