Όταν ο άγιος Αχίλλειος συνάντησε τον άγιο Δημήτριο, πριν την άλωση των πόλεών τους…
Τον καιρό κατά τον όποιο έμελλε να κυριευθεί η Θεσσαλονίκη από τους Άγαρηνούς, πορευόμενοι κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί προς τη Θεσσαλονίκη , για την εορτή του Αγίου, έφθασαν στη βασιλική οδό, η οποία είναι στο Βαρδάρι.
Εκεί, είδαν όφθαλμοφανως κάποιο στρατιώτη, ο οποιος ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη, και άλλον Αρχιερέα, ο όποιος ερχόταν από το δρόμο της Λάρισας. Όταν συναντήθηκαν, ο στρατιώτης άπετάθη προς τον Αρχιερέα και είπε:
— Χαίρε, Άρχιερεύ του Θεού Αχίλλειε. Είπε και ο Άρχιερεύς: — Χαίρε και συ, στρατιώτα του Χριστού Δημήτριε. Μόλις άκουσαν οι χριστιανοί αυτά τα ονόματα, σταμάτησαν φοβισμένοι εκεί κοντά για να δουν το τέλος. Λέγει, πάλι ο στρατιώτης: — Άπό που έρχεσαι, Άρχιερεύ του Θεού Αχίλλειε, και που πηγαίνεις;. Τότε δάκρυσε ο Αγιος Αχίλλειος και είπε προς αυτόν: — Για τις αμαρτίες και τις ανομίες του κόσμου πρόσταξε ο Θεός να εξέλθω άπό τη Λάρισα την οποία φυλάττω, διότι θα παραδοθεί στα χέρια των Αγαρηνων. Και ιδού εξήλθα και πηγαίνω οπού με προστάξει. Και εσύ λοιπόν άπό που έρχεσαι; Πες μου σε παρακαλώ!. Τότε δάκρυσε ο Αγιος Δημήτριος και του λέει: — Και εγώ το ίδιο έπαθα, Άρχιερεύ Αχίλλειε. Πολλές φορές βοήθησα τους Θεσσαλονικείς και τους λύτρωσα άπό αιχμαλωσίες και άπό θανατικό καί άπό ασθένεια. Πλην τώρα, άπό τις πολλές τους αμαρτίες και ανομίες απομακρύνθηκε ο Θεός απ αυτούς και με πρόσταξε να τους αφήσω να παραδοθούν στα χέρια των Άγαρηνων. Γι’ αυτό υπάκουσα στην προσταγή Του και εξήλθα και πηγαίνω οπου με προστάζει. Αυτά είπαν και οι δύο έσκυψαν τα κεφάλια τους κάτω στη γη και έκλαψαν. Επειτα άπό πολλή ώρα φιλήθηκαν και αποχαιρετίσθηκαν και αμέσως έγιναν άφαντοι. Αυτό το θαύμα είδαν οι Χριστιανοί και δεν τόλμησαν να πάνε στη Θεσσαλονίκη, άλλα γύρισαν πίσω, διηγούμενοι το όραμα. Δεν πέρασε μήνας και η Θεσσαλονίκη κυριεύθηκεκαι λεηλατήθηκε άπό τους Τούρκους, όπως και η Λάρισα.
Για τον επίσκοπο ο οποίος άφησε τη θέση του και δούλευε εργάτης Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για έναν επίσκοπο ο οποίος άφησε την επισκοπή του και πήγε στη Θεούπολη και δούλευε βοηθώντας τους κτίστες.
Εκείνο τον καιρό ήταν κόμης της Ανατολής ο Εφραίμιος, άνδρας ελεήμων και πονόψυχος. Γι’ αυτό και ανοικοδομούνταν τα δημόσια κτίρια, επειδή είχε πέσει όλη η πόλη από το σεισμό. Μια νύχτα λοιπόν βλέπει ο Εφραίμιος στον ύπνο του τον επίσκοπο να κοιμάται κι ένα στύλο πύρινο να κατεβαίνει πάνω του από τον ουρανό. Το είδε αυτό όχι μια και δυό, αλλά πολλές φορές κι έμεινε έκθαμβος. Γιατί το θαύμα ήταν φοβερό και σε γέμιζε έκπληξη. Και συλλογιζόταν τί να είναι άραγε τούτο; Γιατί δεν ήξερε ο Εφραίμιος ότι ο εργάτης ήταν επίσκοπος. Και πώς ήταν δυνατό να το ξέρει ότι ήταν επίσκοπος, όταν έβλεπε μαλλιά άγρια και βρώμικα ρούχα και άνθρωπο ασήμαντο, φτωχό και ταλαιπωρημένο από την πολλή υπομονή, την άσκηση και εργασία κι από την εξάντληση που φέρνει ο κόπος ο πολύς;
Μια μέρα λοιπόν καλεί ο Εφραίμιος τον εργάτη, τον πρώην επίσκοπο, θέλοντας να μάθει από τον ίδιο το ποιός είναι, κι άρχισε να τον ρωτά ιδιαιτέρως από πού είναι και το όνομά του. Αυτός του λέει: «Εγώ είμαι κάποιος από τους φτωχούς αυτής της πόλεως και, μη έχοντας από πού να τραφώ, δουλεύω εργάτης και με τρέφει ο Θεός από τους κόπους μου». Παρακινημένος όμως από το Θεό ο Εφραίμιος αποκρίνεται και του λέει: «Σε βεβαιώνω ότι δεν θα σ’ αφήσω, μέχρι να μου πεις την αλήθεια για όλη τη ζωή σου». Επειδή δεν μπορούσε πια να κρυφτεί, του λέει: «Δώσε μου το λόγο σου ότι, όσο βρίσκομαι σ’ αυτήν τη ζωή, δεν θα αποκαλύψεις σε κανένα την ιστορία μου κι εγώ θα σου ανακοινώσω τα δικά μου, έκτος από το όνομά μου και την πόλη». Τότε του ορκίστηκε ο θείος Εφραίμιος ότι «δεν θα πω τίποτε από τα δικά σου, μέχρι που θα θελήσει ο Θεός να σε πάρει απ’ αυτήν τη ζωή». Αυτός τότε του λέει: «Εγώ είμαι επίσκοπος και άφησα την επισκοπή μου για το Θεό κι ήρθα εδώ, στον άγνωστο τόπο, ταλαιπωρούμενος και δουλεύοντας εργάτης. Κι από τον κόπο μου εξοικονομώ το λίγο ψωμί μου. Εσύ όμως, όσο μπορείς, αύξανε την ελεημοσύνη.
Γιατί, αυτές τις μέρες, ο Θεός σε ανεβάζει στον αποστολικό θρόνο αυτής της Εκκλησίας των Θεουπολιτών, για να ποιμάνεις το λαό Του, για τον οποίο φρόντισε με το ίδιο Του το αίμα ο Χριστός, ο αληθινός Θεός μας. Όπως λοιπόν σας είπα, υπέρ της ελεημοσύνης και της Ορθοδοξίας αγωνιστείτε. «Τοιαύταις γαρ θυσίαις ευαρεστείται ο Θεός». Και σε λίγες μέρες έτσι έγινε. Όταν άκουσε αυτά ο Εφραίμιος, δόξασε το Θεό και είπε: «Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός, οι οποίοι μόνο σ’ Αυτόν είναι γνώριμοι!».