Saturday, November 28, 2015

Κάνε τον πόνο σου μια αγκαλιά αγάπης ( Πορφυρίας Μοναχής )


Η Μοναχή Πορφυρία γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Άσκησε κατά καιρούς διάφορα επαγγέλματα. Επί δέκα χρόνια εργάστηκε ως οδηγός Ταξί στην Αθήνα και στον Πειραιά. Γνώρισε τον σύγχρονο ενάρετο και ένθεο Γέροντα Πορφύριο από βιβλία σχετικά με την ζωή και την διδασκαλία του. Αυτή η γνωριμία την έφερε πιο κοντά στον Χριστό και τη συνειδητή χριστιανική ζωή. Με δυνατή πίστη και βαθιά αγάπη στον Θεό έβαλε στόχο τη δόξα Του και τη σωτηρία των συνανθρώπων της. Έτσι το Ταξί της έγινε ένας σύγχρονος άμβωνας, που οδήγησε πολλούς σε αλλαγή ζωής, στην ευλογημένη αλλοίωση. Τα τελευταία δύο χρόνια περιεβλήθη το ταπεινό μοναχικό τριβώνιο, με διπλό σκοπό : να αγωνιστεί απερίσπαστη για τη σωτηρία της και να διακονήσει τον σύγχρονο δοκιμαζόμενο άνθρωπο.
Κάνε τον πόνο σου μια αγκαλιά αγάπης
Οκτώ η ώρα βράδυ, βρίσκομαι στην περιοχή των Αθηνών. Ένας κύριος γύρω στα τριανταπέντε με σταματάει και μπαίνει στο ταξί. Πειραιά, παρακαλώ, μου λέει, χωρίς να με χαιρετίσει.
-Καλησπέρα σας, κύριε.
-Καλησπέρα.
Κάθισε δίπλα μου. Με την άκρη του ματιού μου, τον έβλεπα να κάνει νευρικές κινήσεις με τα χέρια του. Τι να του συμβαίνει άραγε; Τον ρώτησα:
-Εργάζεστε;
-Εργάζομαι.
-Αν δεν είμαι αδιάκριτη, ποια είναι η εργασία σας;
-Είμαι γιατρός.
-Μμ! ενδιαφέρον επάγγελμα, και σε ποιο νοσοκο¬μείο είστε;
-Στο τρελοκομείο, μου απαντάει.
Με έπιασαν τα γέλια: -Στο τρελοκομείο;
-Ναι, στο τρελοκομείο, αλήθεια σου λέω.
-Για πες μου, λοιπόν, τι γίνεται εκεί μέσα; Γιατί, όσες φορές έχω μπει μεταφέροντας με το ταξί επιβάτες, ως επί το πλείστον γιατρούς, φεύγοντας, όλοι μου λένε να βά¬ζω ασφάλειες. Δηλαδή, υπάρχει περίπτωση να μπουν στο ταξί ασθενείς, που να απαιτήσουν να τους βγάλω έξω;
-Πού ξέρεις, καμιά φορά μπορεί! μου λέει γελώντας.
Και αρχίζουμε τη σοβαρή συζήτηση.
-Έλα, για πες μου τώρα, τι περίεργα γίνονται εκεί μέσα;
-Πολλά και διάφορα. Μιλάμε, όμως, και δεν ξέρω το όνομα σου.
-Ράνια με λένε.
-Εμένα Κωνσταντίνο.
-Χαίρω πολύ!
-Λοιπόν! Άκου Ράνια… Αυτό που με στενοχωρεί εί¬ναι που μας φέρνουν ανθρώπους υγιείς, να τους τρελάνου¬με για περιουσιακά θέματα, για να τους τα πάρουν, που λέ¬με. Το άλλο πάλι, τα τελευταία χρόνια μας φέρνουν νέους, παιδιά, που πάσχουν από κατάθλιψη ή μελαγχολία.
-Κωνσταντίνε, ποιος φταίει γι’ αυτά τα παιδιά, το έχεις ψάξει;
-Κατά 70% φταίνε οι γονείς.
-Μπράβο, και εγώ στο ίδιο συμπέρασμα έχω κατα¬λήξει, αυτοί φταίνε. Εγώ βέβαια δεν τους χαρίζομαι, τους τα λέω έξω από τα δόντια.
-Καλά κάνεις, όμως το καταλαβαίνουν;
-Μμ! εδώ είναι το ερώτημα! Με μια φορά που τους βλέπω στο ταξί και τους τα λέω, πολύ φοβάμαι πως την επομένη ώρα τα έχουν ξεχάσει. Τους κρατάτε πολύ μέσα στο ίδρυμα;
-Όχι, περίπου ένα μήνα.
-Και μετά;
-Ε, όσο μπορούμε τους βοηθάμε. Τους δίνουμε βέ¬βαια αγωγή και για το σπίτι.
-Πόσα από τα παιδιά που έρχονται εκεί μέσα, γίνο¬νται τελείως καλά;
-Κανένα!
-Κανένα; Γιατί;
-Γιατί δεν έχουν βοήθεια από την οικογένεια. Οι γο¬νείς είναι αδιάφοροι. Κοιτάνε μόνο τον εαυτό τους. Υπάρ¬χουν παιδιά στο ίδρυμα, των οποίων οι γονείς δεν έχουν εμφανιστεί καθόλου! Αυτά τα παιδιά είναι συνέχεια στο παράθυρο, περιμένοντας μήπως δουν να έρχεται κάποιος δικός τους. Μάταια όμως περιμένουν. Όταν τα βλέπω συ¬νέχεια στο παράθυρο, ραγίζει η καρδιά μου. Τα λυπάμαι και συνέχεια προσπαθώ να πείσω τους γονείς να έρθουν να τα επισκεφθούν. Αλλά όλοι τα ίδια λόγια λένε, την Κυ¬ριακή θα έρθουμε. Και όταν έρχονται, εκεί παίζεται το μεγάλο δράμα. Έτυχε να είμαι μπροστά σε μια τέτοια επί¬σκεψη. Άκου τι ειπώθηκε: «-Τι πράματα είναι αυτά, να μας κουβαλάς εδώ μέσα; Δεν ντρέπεσαι λίγο; τι σου λείπει; όλα τα έχεις!»
«-Εσείς μου λείπετε και η αγάπη σας!» απάντησε το παιδί, με τρόμο στη φωνή του. «-Αν σου αστράψω κάνα χαστούκι, θα δεις αν σου λείπουμε εμείς!» Το παιδί άρχισε να κλαίει κι εγώ τους έβγαλα έξω.
Πώς, λοιπόν, να γίνουν καλά αυτά τα παιδιά, όταν έχουν οικογένεια και νιώθουν ορφανά; Αυτός είναι ο χειρότερος θάνατος!
Εσύ, Ράνια, πώς βλέπεις τους γονείς μέσα από το ταξί;
-Όπως κι εσύ, αδιάφορους. Μιλάς για ορφάνια. Την έχεις νιώσει; -Όχι.
-Σου εύχομαι να μην τη νιώσεις ποτέ. Πονάει, πονάει πάρα πολύ, είναι σαν να σου τρυπάει την καρδιά δίστομος μάχαιρα και, το χειρότερο, δεν υπάρχει παυσίπονο να μαλακώσει ο πόνος. Γιατί αυτό το παυσίπονο το έχει μόνο ο Θεός.
-Μου μιλάς με τόσο πάθος, λες και τον έχεις νιώσει.
-Αν τον έχω νιώσει; μεσα στο πετσί μου, γιατρέ. Εδώ μέσα έχουν κλάψει πάρα πολλά παιδιά κι έχω κλάψει κι εγώ μαζί τους, ακούγοντας τον πόνο τους, νιώθοντας τη μοναξιά της ψυχής τους.
Γύρισα και τον κοίταξα- τα μάτια του ήταν λυπημέ¬να. Η διαίσθησή μου μου έλεγε πως κάποιο σοβαρό πρό¬βλημα τον βασανίζει. Θέλησα να τον βοηθήσω. Για να μην του πω, πως τα λόγια μου απευθύνονται σ’εκείνον, του τα είπα σαν συμβουλή για άλλους. Του λέω:
- Κωνσταντίνε, θέλεις να σου πω κάποιο τρόπο, να βοηθήσεις τους ανθρώπους γύρω σου;
-Ναι, θέλω!
-Λοιπόν! Τους λες: «Φίλε, μη φοβάσαι, είσαι νέος, δυνατός, έχεις όλα τα όπλα στα χέρια σου, μη λιποτακτή¬σεις από τον πόλεμο, γιατί είσαι πιο δυνατός από τους άλλους και στο τέλος ο νικητής θα είσαι εσύ. Και αν κουραστείς από τον πόλεμο και θελήσεις σύμμαχο δίπλα σου, με τελειότερα όπλα, γύρισε τα μάτια σου ψηλά στον ουρανό. Εκεί είναι ο Θεός, που αγαπάει και προστατεύει όλους τους πονεμένους, όλους τους αδικημένους, όλους τους προδομένους. Γιατί πρώτος Εκείνος πόνεσε, Εκείνος προδόθηκε, Εκείνος αδικήθηκε, Εκείνος σταυρώθηκε από εμάς, για να μας σώσει».
Γιατρέ, ο Γέρων Παίσιος έλεγε: «Πέταξέ τα, για να πίξεις». Δηλαδή, βγάλε από μέσα σου τον πόνο, την πί¬κρα, τα πάθη σου, τις αμαρτίες σου. Πέταξε τα και θα πε¬τάξεις. Όπως ένας ναυαγός δεν μπορεί να κολυμπήσει έχο¬ντας στην πλάτη του το σακίδιο του, έτσι κι εμείς δεν μπορούμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι με τα πάθη και τις αμαρτίες μας. Για να μπορέσεις όμως να τα πεις αυτά και πολλά άλλα και να περάσουν στην ψυχούλα των ανθρώπων γύρω σου, θα πρέπει να έχεις νιώσει πρώτα εσύ την αγάπη, θα πρέπει πρώτα εσύ να ελευθερώσεις την ψυχή σου από τα πάθη και τις αμαρτίες σου. Κατάλαβες, γιατρέ;
-Κατάλαβα• όμως πώς μπορεί να βρει κάποιος την αγάπη, αφού κανείς δεν αγαπάει αληθινά;
-Υπάρχει κάποιος, που μπορεί να σου δώσει τόση αγάπη, που να ξεχειλίσει από την ψυχή σου και να την μοιράζεις απλόχερα.
-Και πού είναι αυτός ο κάποιος;
-Γιατρέ, απορώ με την ερώτηση σου. Δεν γνωρίζεις πως αυτός ο κάποιος είναι ο Θεός;
-Συγγνώμη, Τον είχα ξεχάσει.
-Γι’ αυτό είσαι δυστυχισμένος, γιατρέ, γιατί πίστεψες πως δεν υπάρχει Θεός και έχασες την ελπίδα σου. Κάνω λάθος;
Δεν απάντησε.
-Γνωρίζεις τι είναι αγάπη;
-Πιστεύω πως ναι.
-Έχεις αγάπη στην ψυχή σου;
-Πιστεύω πως ναι.
-Είσαι έτοιμος να τη δώσεις;
-Δεν ξέρω!
-Γιατρέ, θα σου δώσω μια συμβουλή• δώσε την αγά¬πη σου, μην την τσιγγουνευτείς. Δωσ’ την απλόχερα και μην περιμένεις ανταπόκριση. Όπως κι αν έρθουν τα γεγο¬νότα, ο ευτυχισμένος θα είσαι εσύ. Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ. Γιατρέ, όταν δίνεις αγάπη, θα έρθει η ώρα που θα ει¬σπράξεις αγάπη. Όμως, για να είναι ολοκληρωμένη και δυνατή αυτή η αγάπη, θα πρέπει να είναι θεϊκή. Δηλαδή, θα πρέπει να γνωρίσεις τον Θεό, το μεγαλείο του Θεού, θα πρέπει να Τον πιστέψεις και να Τον αγαπήσεις, ώστε η αγά¬πη σου να εμπνέεται από Εκείνον, για να έχει γερά θεμέλια. Και τότε θα γνωρίσεις την πραγματική ευτυχία. Είσαι πα¬ντρεμένος;
-Όχι!
-Φρόντισε, όταν παντρευτείς, να αγαπήσεις τη σύ¬ντροφο σου, για να αγαπήσεις και τα παιδιά σου- γιατί, αν δεν αγαπήσεις εκείνη, δεν θα αγαπήσεις και τα παιδιά σου. Οπότε θα έχουν την ίδια τύχη με αυτά τα παιδιά του ιδρύ¬ματος, κατάλαβες;
-Μα δεν είναι μόνο στο δικό μου χέρι, είναι και στο χέρι της γυναίκας που θα παντρευτώ να τα προστατέψει, μπορώ να σου πω περισσότερο σ’ εκείνης.
-Έχεις δίκιο, πιο πολύ είναι στο χέρι της μάννας να τα προστατέψει. Κωνσταντίνε, θα σου πω μια μεγάλη αλή¬θεια. Για ό,τι καλό ή κακό συμβαίνει στη ζωή μας, τη μεγα¬λύτερη ευθύνη την έχουμε εμείς οι γυναίκες.
Γύρισε απότομα προς εμένα.
-Ξέρεις τι λες;
-Και βέβαια ξέρω.
-Μην ξεχνάς πως είσαι γυναίκα!
-Δεν το ξεχνώ, είμαι γυναίκα, μα η αλήθεια είναι αυτή.
-Ράνια, το ίδιο πιστεύω και εγώ, αρχίζοντας από την ίδια μου τη μάννα που μας κατέστρεψε. Όμως φτάσαμε, εδώ κατεβαίνω. Θα ήθελες να τα ξαναπούμε;
-Όχι, γιατρέ, δεν γίνεται να τα ξαναπούμε. Όμως, βουνό με βουνό δεν σμίγει, μπορεί να σε ξαναπάρω κούρ¬σα.
Και κάτι άλλο θα σε παρακαλέσω πάρα πολύ. Κάνε τον πόνο σου μια αγκαλιά αγάπης για όλους τους πονεμέ¬νους ανθρώπους. Και τότε θα νιώσεις την ευτυχία να πλημυρίζει την ψυχή σου. Όμως μην ξεχνάς να ζητάς πάντα τη βοήθεια του Θεού.
-Καληνύχτα Ράνια, σ’ ευχαριστώ.
 

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010

Παρακλητικός κανόνας εις τον εν Αγίοις Πατέρα ημών Αθανάσιον Επίσκοπον Χριστιανουπόλεως



(Ποιηθείς υπό μοναχού Γερασίμου Μικρογιαννανίτου).

O Ἱερεύς: Eυλογητός ο Θεός ημών, πάντοτε, νυν, και αεί, και εις τούς αιώνας των αιώνων.

Αμήν.

Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς

Τρισάγιον

Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς. [3]

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς. Κύριε, ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών. Δέσποτα, συγχώρησον τας ανομίας ημίν. Άγιε, επίσκεψαι και ίασαι τας ασθενείας ημών, ένεκεν του ονόματος σου.

Κύριε, ελέησον. Κύριε, ελέησον, Κύριε, ελέησον.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομα σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημα σου, ως εν ουρανώ, και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.

Ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα, του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων.

Ψαλμός ρμβ΄ (142)

Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσόν μου εν τη δικαιοσύνη σου.

Και μη εισέλθεις εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων.
Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου. εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου.

Εκάθισέ με εν σκοτεινοίς, ως νεκρούς αιώνος. Και ηκηδίασεν επ’ εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου.

Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τα χείρας μου. η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι.

Ταχύ εισάκουσόν μου, Κύριε, εξέλιπε το πνεύμα μου.

Μη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου απ’ εμού, και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον.

Ακουστόν ποίησον μοι το πρωί το έλεός σου, ότι επί σοι ήλπισα.

Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν, εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου

Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε. προς σε κατέφυγον, δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου.

Το Πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία. ένεκεν του ονόματός σου, Κύριε, ζήσεις με.

Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου, και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου. και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλός σού ειμί.



Ήχος δ΄

Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.

Στιχ. α΄. Εξομολογείσθε τω Κυρίω, και επικαλείσθε το όνομα το άγιον αυτού.


Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.

Στιχ. β΄. Πάντα τα έθνη εκύκλωσάν με και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς.


Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.

Στιχ. γ΄. Παρά Κυρίου εγένετο αύτη, και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών.


Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.



Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.

Της αθανάτου μετασχώς ευκληρίας, ως Ιεράρχης Αθανάσιε θείος, και του Χριστού θεράπων δοκιμώτατος, πρέσβευε δεόμεθα τω Δεσπότη των όλων, πάσης ημάς ρύεσθαι συμφοράς, και ανάγκης, και πολυτρόπων Πάτερ πειρασμών, και των πταισμάτων, συγχώρησιν λάβωμεν.



Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι.

Της αθανάτου μετασχώς ευκληρίας, ως Ιεράρχης Αθανάσιε θείος, και του Χριστού θεράπων δοκιμώτατος, πρέσβευε δεόμεθα τω Δεσπότη των όλων, πάσης ημάς ρύεσθαι συμφοράς, και ανάγκης, και πολυτρόπων Πάτερ πειρασμών, και των πταισμάτων, συγχώρησιν λάβωμεν.

Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Θεοτόκιον.

Ου σιωπήσομεν, ποτέ, Θεοτόκε, τας δυναστείας Σου λαλείν οι ανάξιοι, εί μη γαρ Συ προίστασο πρεσβέβουσα, τις ημάς ερρύσατο, εκ τοσούτων κινδύνων: Τις δε διεφύλαξεν εως νύν ελευθέρους: Ούκ αποστώμεν, Δέσποινα , εκ Σου, σους γαρ δούλους σώζεις αεί, εκ παντοίων δεινών.



Ο Ν΄ (50) ΨΑΛΜΟΣ

Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου, εξάλειψον το ανόμημά μου.

Επί πλείον πλύνον με από της ανομίας μου, και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με.

Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μού εστί δια παντός.

Σοι μόνω ήμαρτον, και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα. όπως αν δικαιωθείς εν τοις λόγοις σου, και νικήσεις εν τω κρίνεσθαί σε.

Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου.

Ιδού γαρ αλήθεια ηγάπησας. τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι.

Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι. πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι.

Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην. αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα.

Απόστρεψον το πρόσωπόν σουαπό των αμαρτιών μου, και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον.

Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου.

Μη απορρίψεις με από του προσώπου σου, και το Πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλεις απ’ εμού.

Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου, και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με.

Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι.

Ρύσαι με εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου. αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου.

Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου.

Ότι, ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν. ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις.

Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον. καρδία συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, ο Θεός, ουκ εξουδενώσει.

Αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ.

Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα. τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους.



O κανών ου η ακροστιχίς. «Αθανάσιε χάριν μοι δίδου». Γερασίμου.



Ωδή α'. Ήχος πλ. δ'. Υγραν διοδεύσας.



Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Αθάνατον εύκλειαν και ζωήν, εύρων Ιεράρχα, καθικέτευε εκτενώς, θανάτου ρυσθήναι αμαρτίας, τους σε τιμώντας σοφέ Αθανάσιε.

Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Θεράπων Κυρίου θεοειδής, πέλων Ιεράρχα, τη οσία σου βιοτή, αυτόν Αθανάσιε δυσώπει, ρύεσθαι πάσης ημάς περιστάσεως.

Δόξα Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι

Αγγέλων συνόμιλος γενονώς, αμέμπτως βιώσας, Αθανάσιε ιερέ, δαιμόνων απάσης επηρείας, ρύου ημάς τη θερμή προστασία σου.

Και νυν και αει, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Θεοτοκίον.

Ναός φωτοστόλιστος και λαμπρός, του πάντων Δεσπότου, εχρημάτισας αληθώς, Κεχαριτωμένη Θεοτόκε, αυτόν τεκούσα ατρέπτως εν σώματι.



Ωδή γ'. Ουρανίας αψίδος.



Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Από πάσης ανάγκης, και πειρασμών Άγιε, και επηρειών πολυτρόπων, του πολεμήτορος ατρώτους φύλαττε, ταις ιεραίς σου πρεσβείαις, Πάτερ Αθανάσιε, τους σε γεραίροντας.

Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Συσχεθείς αμαρτίαις, και ρυπαροίς πάθεσι, πλήθει συμφορών και κινδύνων, ήδη ετάζομαι· διό προστρέχω σοι, και εκβοώ εκ καρδίας, Πάτερ Αθανάσιε τούτων με λύτρωσαι.

Δόξα Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι

Ιλασμόν ημίν αίτει, και των παθών ίασιν, και πλημμελημάτων παντοίων, την απολύτρωσιν, τοις καταφεύγουσι, τη ση θερμή αντιλήψει, Πάτερ Αθανάσιε, Αγγέλων σύσκηνε.

Και νυν και αει, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Θεοτοκίον.

Εξ αγνών σου αιμάτων, ο του παντός αίτιος, σάρκα προσλαβών ασυγχύτως, δι' αγαθότητα, Παρθένε Άχραντε, διπλούς εκ σου κόσμω ώφθη, και ημάς ερρύσατο, της κατακρίσεως.

Διάσωσον ημάς εκ πάσης ανάγκης και επηρείας Ιεράρχα θαυματουργέ Αθανάσιε, τους προσιόντας τη θεία σου προστασία.

Eπίβλεψον εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.


Αίτησις και το Κάθισμα.

Ήχος β'. Πρεσβεία θερμή.

Πρεσβεία τη ση, εν πίστει καταφεύγοντες, παθών χαλεπών, λαμβάνομεν την ίασιν, παμμάκαρ Αθανάσιε, των Αγίων Αγγέλων συνόμιλε· συ γαρ παρέχεις απαύστως ημίν, ταις σαις ικεσίαις χάριν άφθονον.

Ωδή δ'. Εισακήκοα Κύριε.



Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Χριστόν Πάτερ ικέτευε, πάσης δυσχέρειας ημάς λυτρώσασθαι, Αθανάσιε μακάριε, τους ειλικρινώς σε μακαρίζοντας.

Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Ασθενών ιατήριον, και παραμυθία ημών εν θλίψεσιν, Αθανάσιε μακάριε, γένοιτο η θεία σου αντίληψις.

Δόξα Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι

Ρώσιν βλύζει εκάστοτε, η των σων λειψάνων σορός μυρίπνοος, Αθανάσιε τοις σπεύδουσι, προς την ταχυτάτην σου βοήθειαν.

Και νυν και αει, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Θεοτοκίον.

Ίασαί μου τον καύσωνα, της ψυχής τη δρόσω της σης χρηστότητος, Θεοτόκε Αειπάρθενε, των απηλπισμένων παραμύθιον.

Ωδή ε΄. Φώτισον ημάς.



Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Νέκρωσον εχθρού, καθ' ημών πικρά βουλεύματα, Αθανάσιε τη ση επισκοπή, και ειρήνην ημίν αίτησαι δεόμεθα.

Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Μέγας αρωγός, εν εσχάτοις χρόνοις πέφηνας, Ορθοδόξων Αθανάσιε σοφέ· δια τούτο τη ση χάριτι προστρέχομεν.

Δόξα Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι

Όμβρησον ημίν, Αθανάσιε Πατήρ ημών ευσπλαγχνίας θεϊκής επιρροάς, ταις θερμαίς σου ικεσίαις προς τον Κύριον.

Και νυν και αει, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Θεοτοκίον.

Ίθυνον ημάς, Θεοτόκε Αειπάρθενε, προς οδόν των ενταλμάτων του Χριστού, ίνα λάβωμεν πταισμάτων την συγχώρησιν.

Ωδή στ΄. Την δέησιν.



Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Δοχείον, του Παρακλήτου εδείχθης, Αθανάσιε λαμπρότητι βίου· όθεν θαυμάτων εδέξω την χάριν, ως των Αγίων των πάλαι ισότιμος· μεθ' ων δυσώπει εκτενώς, ημίν δούναι πταισμάτων συγχώρησιν.

Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Ιάσεις, και θαυμαστήν ευωδίαν, η αγία σου σορός αναβλύζει, τη θεϊκή χορηγία θεόφρον, και απελαύνει ακάθαρτα πνεύματα, και δυσωδίαν των παθών, και ευφραίνει ημών την διάνοιαν.

Δόξα Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι

Δυνάμει, του Παρακλήτου τη θεία, των θαυμάτων αναβλύζων την χάριν, θαυματουργέ Αθανάσιε Πάτερ, πιστών πληροίς συμπαθώς άπαν αίτημα· διό κηρύττομεν αεί, την θερμήν προς ημάς σου βοήθειαν.

Και νυν και αει, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Θεοτοκίον.

Πάντων, δημιουργός και Δεσπότης, σαρκωθείς εκ των αγνών σου αιμάτων, σε ανωτέραν ανέδειξε πάντων, και των Αγγέλων βασίλισσαν Πάναγνε· διό ανύψωσον κάμε, εκ φθοράς προς ζωήν την ενάρετον.

Διάσωσον, ημάς εκ πάσης ανάγκης και επηρείας, Ιεράρχα θαυματουργέ Αθανάσιε, τους προσιόντας τη θεία σου προστασία.

Άχραντε, η δια λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως, επ’ εσχάτων των ημερών τεκούσα, δυσώπησον, ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν.



Αίτησις και το Κοντάκιον. Ήχος β'. Τοις των αιμάτων σου.

Ως Ιεράρχης Χριστού ενθεώτατος, και προς αυτόν ημών πρέσβυς θερμότατος, σοφέ Αθανάσιε Όσιε, πάσης φθοράς και ανάγκης απάλλατε, τους σπεύδοντας Πάτερ τη σκέπη σου.


Προκείμενον. Οι Ιερείς σου Κύριε ενδύσονται...
Στίχ.: Μακάριος ανήρ ο φοβούμενος...

Ευαγγέλιον. Εκ του κατά Ιωάννην (ι' 1-9).

Είπεν ο Κύριος προς τους εληλυθότας προς αυτόν Ιουδαίους. Αμήν αμήν λέγω υμίν. Ο μη εισερχόμενος δια της θύρας εις την αυλήν των προβάτων, αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν, εκείνος κλέπτης εστί και ληστής ο δε εισερχόμενος δια της θύρας, ποιμήν έστι των προβάτων. Τούτω ο θυρωρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ' όνομα, και εξάγει αυτά. Και όταν τα ίδια πρόβατα εκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασι την φωνήν αυτού. Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ' αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν. Ταύτην την παροιμίαν είπεν αυτοίς ο Ιησούς εκείνοι δε ουκ έγνωσαν τίνα ην ά ελάλει αυτοίς. Είπεν ουν πάλιν αυτοίς ο Ιησούς. Αμήν αμήν λέγω υμίν, ότι εγώ ειμί η θύρα των προβάτων. Πάντες, όσοι ήλθον προ εμού, κλέπται εισί και λησταί αλλ' ουκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα. Εγώ ειμί ή θύρα δι' εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται, και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει.

Δόξα Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι

Ταις του Ιεράρχου πρεσβείες Ελεήμον, εξάληψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.

Και νυν και αει, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ταις της Θεοτόκου πρεσβείες Ελεήμον, εξάληψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων





Στίχ. Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα Έλεός Σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών Σου, εξάλειψον το ανόμημά μου



Προσόμοιον. Ήχος πλ. β'. Όλην αποθεμένοι».

Άστρον ως νεόφωτον, τη του Χριστού Εκκλησία Πάτερ Αθανάσιε, εν εσχάτοις έτεσιν ανατέταλκας, και πληροίς άπαντας, φωτισμού αΰλου· δια τούτο σου δεόμεθα· Παθών ζοφώσεως, και επηρειών του αλάστορος, και πειρασμών και θλίψεων, και πολυειδών περιστάσεων, φύλαττε ατρώτους, ημάς τους προσιόντας σοι πιστώς, και των πταισμάτων συγχώρησιν, αίτει ημίν Άγιε.

Ο Ιερεύς: Σώσον ο Θεός.....

Ωδη ζ'. Οι εκ της Ιουδαίας.



Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Υπέρ πάντων δυσώπει, των πιστώς προσιόντων τη θεία λάρνακι, των θείων σου λειψάνων, και ευλαβώς αιτούντων, ιερέ Αθανάσιε, την σην θερμήν αρωγήν, και θείαν προστασίαν.

Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Γεωργείν ημίν δίδου, τον σωτήριον φόβον δύναμιν άνωθεν, ως αν εν ευσεβεία, βιούντες εναρέτως, Αθανάσιε ψάλωμεν· των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός εί.

Δόξα Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι

Εκ πικρών συμπτωμάτων, και ποικίλων κινδύνων, πόνων και θλίψεων, και πάσης δυσπραγίας, απήμονας συντήρει, Αθανάσιε Όσιε, τους προσιόντας θερμώς, ταις σαις πρεσβείαις Πάτερ.

Και νυν και αει, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Θεοτοκίον.

.Ρυπωθείς τη κακία, εδουλώθην Παρθένε τοις παραπτώμασιν αλλά τη ση πρεσβεία, προστρέχω και βοώ σοι· της παρούσης με θλίψεως, απάλλαξόν με Αγνή, τον ταπεινόν σου δούλον.



Ωδή η'. Τον Βασιλέα.



Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Ασθενημάτων, και πάσης άλλης ανάγκης, Αθανάσιε ατρώτους διατήρει, τους υπερυψούντας, Χριστόν εις τους αιώνας.

Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Σε Γορτυνία, έφορον θείον πλουτούσα, Αθανάσιε προστρέχει τη σορώ σου, και λαμβάνει Πάτερ, των αιτημάτων λύσιν.

Δόξα Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι

Ίασαι Πάτερ, κατά ψυχήν τε και σώμα, τους προσπίπτοντας τοις θείοις σου λειψάνοις, και εξαιτουμένους, την σην επιστασίαν.

Και νυν και αει, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Θεοτοκίον.

Μήτηρ Κυρίου, και Αειπάρθενε Κόρη, την ρυπώσαν μου απόπλυνον καρδίαν, ρείθροις Θεοτόκε, του θείου σου ελέους.



Ωδή θ'. Κυρίως θεοτόκον.



Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Ο νέος εωσφόρος, Χριστού της Εκκλησίας, αθανασίας τω φέγγει καταύγαστον, ω Αθανάσιε Πάτερ τους σε γεραίροντας.

Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών

Υπέρτερον τον νουν μου, δείξον Ιεράρχα, της χαμαιζήλου ροπής τε και σχέσεως, και τούτον ύψωσον Πάτερ προς τον θείον έρωτα.

Δόξα Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι

Υμνούντες σου τον βίον, Πάτερ σοι βοώμεν· βιωτικών ημάς ρύου στενώσεων, και καθοδηγεί προς τρίβον ημάς σωτήριον.

Και νυν και αει, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Θεοτοκίον.

Υψίστου θείε θρόνε, Κεχαριτωμένη, Υπεραγία Παρθένε Πανύμνητε, της συνεχούσης ανάγκης με απολύτρωσαι.

Άξιον εστιν ως αληθώς μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών.

Την τιμιωτέραν των Χερουβίμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σερουφείμ, την αδιαφθόρως, Θεόν Λόγον τεκούσαν. την όντως Θεοτόκον, Σε μεγαλύνομεν.



Και τα Μεγαλυνάρια.

Χαίροις Αθανάσιε ιερέ, των πάλαι Αγίων, ο ισότιμος εν παντί· χαίροις ο πηγάζων, θαυμάτων θεία ρείθρα, τοις πίστει προσιούσι, τη προστασία σου.

Χριστιανουπόλεως ιερός, ποιμενάρχης ώφθης, Αθανάσιε αληθώς, και καλώς ποιμάνας, την λογικήν σου ποίμνην, της αθανάτου δόξης, χαίρων ηξίωσαι.

Χαίρει η Προδρόμου θεία Μονή, και της Γορτυνίας η περίοικος εν Χριστώ, σχούσα Ιεράρχα, τα θεία λείψανά σου, αγιασμού εστίαν, και πάσης χάριτος.

Βρύει των λειψάνων σου η σορός, οσμήν ουρανίαν, και ιάσεις παντοδαπάς, και παρέχει πάσι, χαράν και ευφροσύνην, τοις σε υμνολογούσιν, ω Αθανάσιε.

Των μελλόντων πάσι τρανώς δηλοί, την έκβασιν όντως, Αθανάσιε τω τριγμώ, η σεπτή σορός σου, και εξιστά τους πάντας, τοις θαύμασί σου Πάτερ, εν οις δεδόξασαι.

Έχων παρρησίαν προς τον Χριστόν, οία Ιεράρχης, θεοφόρε θεοειδής, πρέσβευε απαύστως, υπέρ των σε τιμώντων, και πόθω εξ αιτούντων, την σην αντίληψιν.

Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η Δωδεκάς, οι Άγιοι Πάντες, μετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εις τω σωθήναι ημάς.



Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός, άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς (γ΄).

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς. Κύριε, ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών. Δέσποτα, συγχώρησον τας ανομίας ημίν. Άγιε, επίσκεψαι και ίασαι τας ασθενείας ημών ένεκεν του ονόματός σου. Κύριε, ελέησον. Κύριε ελήσον. Κύριε ελέησον.

Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι. Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς αγιασθήτω το όνομά σου . Ελθέτω η βασιλεία σου. Γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επίτης γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον. Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών. Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.

Ο Ιερεύς: Ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος , νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.



Ήχος β'. Ότε εκ του ξύλου.

Πάντας τους προσπίπτοντας πιστώς, τοις σοις μυριπνόοις λειψάνοις, και τη Εικόνι σου, Πάτερ Αθανάσιε Αρχιερεύ του Χριστού, πάσης ρύσαι κακώσεως, και παθών παντοίων, και ποικίλων θλίψεων, και περιστάσεων, πάσιν ευπραγίαν δε δίδου, τη ση προς Χριστόν μεσιτεία, και πταισμάτων άφεσιν δεόμεθα.

Δίστιχον.

Αθανάσιε την Γερασίμου ταύτην Δέησιν δέξαι και τούτω αίτει χάριν.



Απολυτίκιον του Αγίου Αθανασίου Χριστιανουπόλεως.



Ήχος α'. Της ερήμου πολίτης.

Θεαρέστως βιώσας ποιμενάρχης θεόληπτος, Χριστιανουπόλεως ώφθης ιερέ Αθανάσιε· διό των σων λειψάνων η σορός, πηγάζει αληθή αγιασμόν, και παρέχει πάσαν χάριν τοις ευλαβώς, προσπίπτουσι και κράζουσι· δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.

Χαιρετισμοί - Αγιος Ρωμανός ο Μελωδός


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τὸ προσταχθέν.

Τῶν Μελῳδῶν τὸ σεπτὸν καὶ θεῖον κλέος, τῶν Διακόνων τὴν τιμίαν κορωνίδα, Παρακλήτου σκεῦος, χάριτος ταμεῖον· Ὁσίων τὸ ἐγκαλλώπισμα τὸ κλεινόν, τὸν οἶκον τῆς θείας δόξης τὸν φωταυγῆ, Θεοῦ Λόγου τὴν σάλπιγγα· τὸν ἱερὸν Ῥωμανὸν τιμῶντες ἀναμέλψωμεν· Χαίροις λύρα θεόφθογγε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῶν ὑμνολόγων τὸ λαμπρὸν καὶ μέγα καύχημα, τῆς Ἐκκλησίας χελιδόνα τὴν ἡδύλαλον, ἐνδιαίτημα σοφίας τῆς ὑπερσόφου· τῆς Ἁγνῆς καὶ Θεοτόκου μύστην ἄριστον, Ῥωμανὸν τὸν μελοῤῥήμονα ὑμνήσωμεν, Τούτῳ λέγοντες: Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Ἄληκτον ἐν ὑψίστοις καὶ καινότατον ᾆσμα προσάδεις Ῥωμανὲ ὑψηγόρε· (γ´) καὶ σὺν Ἀγγέλων στρατηγίαις ἵστασαι τῷ θρόνῳ τῆς Τριάδος ἐν παῤῥησίᾳ τὴν ἄμετρον Αὐτῆς δοξάζων μεγαλωσύνην καὶ ὕμνον ἀναμέλπων ἀκατάληπτον. Ὅθεν σοι πόθῳ πλέκοντας τὸν ὕμνον ἀναβοῶμεν·

Χαίροις τῆς Ἐκκλησίας τὸ περίβλεπτον κλέος·

χαίροις τῆς εὐσεβείας τὰ ἐξαίρετον κάλλος.

Χαίροις τῶν ὑμνολόγων τιμιώτατον καύχημα·

χαίροις τῶν ὑψηγόρων ἱερὸν ἐγκαλλώπισμα.

Χαίροις τῶν μελῳδούντων θαυμάσια ἀκρότης·

χαίροις τῆς Θεολογίας ἡ ἀκραίμων ὡραιότης.

Χαίροις ἄνωθεν σοφίας ὁ ἀνέσπερος ἀστήρ·

χαίροις τῆς θεογνωσίας ἱλαρότατος φωστήρ.

Χαίροις λύρα μελῳδοῦσα τὴν οὐράνιον ᾠδήν·

χαίροις νάβλα κρουομένη Πνεύματος τῇ διδαχή.

Χαίροις τῆς Συρίας γόνος καὶ πανίερος βλαστός·

χαίροις Οἰκουμένης πάσης ὁ θεόφωτος πυρσός·

Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Βάθος τῆς φωτοχυσίας τῆς ἀῤῥήτου θεωρῶν καὶ τοῦ φωτοδότου κάλλος τὸ ἀμήχανον ὁρῶν, γέγονας τοῦ Παρακλήτου οἰκητήριον σεπτὸν καὶ τῆς Θεαρχίας λύχνος καὶ ὑπέρφωτος λαμπάς. Φώτισαν ψυχῆς μου κόρας καὶ καρδίας ὀφθαλμούς, ἵνα σὲ ἀκαταπαύστως ἀνυμνήσω Ῥωμανὲ καὶ βοήσω ἀκορέστως τὴν φωτώνυμον ᾠδήν·

Ἀλληλούϊα.



Γνώσεως ταμεῖον πέλεις τῆς ἀῤῥήτου καὶ ὀρθῆς, Πνεύματος διόπτρα πάτερ καὶ χαρίτων θησαυρός. Πλούτισον κἀμοῦ καρδίαν ταῖς καλλίσταις δωρεαῖς καὶ ἐπένδυσον τὸν νοῦν μου τῷ χιτῶνι σῶν εὐχῶν, ἵνα λόγους σοι προσφέρω ἐν αἰνέσεως φωνῇ·

Χαίροις σκεῦος Παρακλήτου καὶ ἡδύλαλος φωνή·
χαίροις δόξης καὶ σοφίας τῆς ἐνθέου ἡ χορδή.
Χαίροις εὐπρεπείας στῦλος καὶ θεότευκτος εἰκών·
χαίροις λύχνος ἀπαθείας, πίστεως ἡ λαμπηδών.
Χαίροις Τρισηλίου φάους θειοτάτη θεωρία·
χαίροις τῆς ὑμνολογίας φαεινὴ προσηγορία.
Χαίροις χελιδὼν ἡ θεία ἔαρ μέλπουσα Χριστόν·
χαίροις ἀηδῶν τιμία ᾄδουσα τῷ Παντουργῷ.

Χαίροις τῆς Παρθένου μύστα, παρθενίας ὁ κανών·

χαίροις τῆς ἁγνείας κάλλος, τῶν ὁσίων στολισμός.

Χαίροις Ἐκκλησίας βάθρον καὶ ἀσάλευτος κρηπίς·
χαίροις πλούτου ὑπερτίμου ἡ πολύτιμος σφραγίς.

Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Διακόνων ὡς φαιδρύνας τὸν ὑπέρτιμον χορόν, Βηρυτῷ ἐν πόλει πάτερ, διετέλεις εὐσεβῶς καὶ θυσίαν ἐπετέλεις ἐν Ναῷ τῷ νομικῷ. Τοῦ προσφέρειν με λατρείαν δίδου πάτερ ἐκτενῶς, ἐν τῷ Βήματι καρδίας καὶ δοξάζειν τὸν Θεόν, τὸν ἀκούοντα ἀπαύστως τῶν Ἀγγέλων τὴν ᾠδήν·

Ἀλληλούϊα.



Ἐν τῷ οἴκῳ τῆς Πανάγνου του Θεοῦ ἡμῶν Μητρός, παρεστὼς ἐν εὐλαβείᾳ θεοφόρε Ῥωμανέ, ἐξεζήτεις θείαν χάριν τοῦ λαβεῖν τὴν ἱεράν, ἵνα μεγαλύνῃς ταύτην ἐκ ψυχῆς μελωδικῶς καὶ ὑμνεῖς τὴν θείαν δόξαν χείλεσιν ἁρμονικοῖς. Ὅθεν συναχθέντες πάντες ἐν σκηνώμασι Θεοῦ, λέγομεν ἐν εὐθυμίᾳ ὁμοφώνως ἐκ ψυχῆς·

Χαίροις ῥήτωρ ἀληθείας καὶ ἡδύμολπος πνοή·

χαίροις θαυμασίων ξένων ἄριστος ὑφηγητής.

Χαίροις μέλισσα ὡς ἄλλη ὁ πονήσας τὸ καλόν·

χαίροις ἀρετῶν τὸ μέλι ὁ προσάξας τῷ Θεῷ.

Χαίροις πέτραν ἀγαπήσας τὸν Χριστὸν ἀπὸ ψυχῆς·

χαίροις τῆς Σιὼν ὁ λίθος πάντιμος καὶ χρυσαυγής.

Χαίροις κρήνη πληρέστατη ὕδατος τοῦ γλυκεροῦ·

χαίροις φρέαρ μελῳδίας τὸ ἀρδεῦον τοὺς πιστούς.

Χαίροις Ἐκκλησίας κόσμος ὡραΐζων εὐκλεῶς·

χαίροις κλέος τῶν ὁσίων, Διακόνων στολισμός.

Χαίροις σέλας τοῦ ἡλίου ὁ ὁρῶν ἐν εὐφροσύνῃ·

χαίροις Ἥλιον ἀπαύστως μελῳδῶν Δικαιοσύνης·

Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Ζέοντι τῷ πόθῳ πάτερ καὶ καρδίᾳ ἱλαρᾷ, τῷ Δεσπόζοντι τῶν ὅλων ἠκολούθεις ἐν χαρᾷ, καὶ Αὐτοῦ τὸν θεῖον νόμον ἔστερξας παναληθῶς. Νόμον δίδου μοι φιλῆσαι τοῦ Θεοῦ ταῖς σαῖς εὐχαῖς, καὶ ἀξίωσόν με ψάλλειν ἐκ καρδίας τὴν ᾠδήν·

Ἀλληλούϊα.



Ἤστραψας ἐν βίῳ πάνυ ὡς θεόφωτος ἀστὴρ καὶ τὴν κτίσιν ἀγλαΐζεις σαῖς ἀκτῖσι Ῥωμανέ, Ἐκκλησίαν δὲ γεραίρεις τῶν ᾀσμάτων ταῖς πλοκαῖς. Μὴ ἐλλείπῃς τοῦ πρεσβεύειν τῷ Πατρὶ τῶν οἰκτιρμῶν, ἵνα λύσῃ τὸ ζοφῶδες τῶν ἀμέτρων μου παθῶν, καὶ δωρήσηται μοι φέγγος τῆς Αὐτοῦ μαρμαρυγῆς ὅπως λέγω ἀκορέστως ἐν αἰνέσεως φωνῇ·

Χαίροις Πνεύματος Ἁγίου δαδουχία ἡ σεπτή·

χαίροις πίστεως ἀμώμου φωταυγεία εὐπρεπής.

Χαίροις ἀρετῶν λαμπάδα ὁ κρατήσας ἀνημμένην·

χαίροις εἰσελθὼν ἀξίως τῶν φρονίμων τῷ νυμφῶνι.

Χαίροις τῆς ἐλπίδος δρέψας τὴν ἀρίστην θημωνίαν·

χαίροις ὁ κληρονομήσας τὴν ζωὴν τὴν αἰωνίαν.

Χαίροις τοῦ Πατρὸς τῶν Φώτων παραστάτης ὁ φαιδρός·

χαίροις τῆς αὐτοῦ τραπέζης εὔσχημος συνδαιτυμών,

Χαίροις οὐρανοῦ μηνύων δόξαν τὴν τρισοκλεῆ·

χαίροις καταγράψας κάλλη τῆς ἀφράστου διδαχῆς.

Χαίροις κάλαμος χαράξας τὰ μυστήρια Θεοῦ·

χαίροις θάλαμος φυλάξας δωρεὰς τὰς ὑπὲρ νοῦν

Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Θέλημα τῶν φοβουμένων Κύριος ἀεὶ ποιῶν, ἤκουσε δεήσεώς σου τῆς ἀπαύστου Ῥωμανέ, ἣν ἐκ πόθου ἐξεζήτεις τῷ Ναῷ προσκαρτερῶν, ὅθεν τάλαντον τὸ θεῖον μελῳδίας ἱερᾶς, σοὶ πρεπόντως ἐχορήγει ὡς οἰκέτῃ ταπεινῷ καὶ ἠξίωσε ὑμνῆσαι τούτου Ὄνομα σεπτόν. Δέχου ὕμνους ταπεινούς μου μελοῤῥῆμον Ῥωμανὲ καὶ ἐπάκουσον ᾠδήν μου ἣν προσάγω ἐκτενῶς

Ἀλληλούϊα.



Ἰδεῖν τὴν Παρθένον Κόρην ἠξιώθης θαυμαστῶς, χάρτον ἐν χερσὶ κρατοῦσαν καὶ σοὶ ἔδωκε φαγεῖν. Ταύτης ἐντολῇ ὑπείκων θεοφάντορ Ῥωμανέ, γέγονας τοῦ Λόγου λύρα μελῳδοῦσα ἱερῶς σάρκωσιν Αὐτοῦ τὴν θείαν ἀπειράνδρου ἐκ Μητρός. Σὺν Παρθένῳ ἱκετεύειν μὴ ἐλλείπῃς τῷ Θεῷ, ἵνα ψάλλων εὐφροσύνως λέγω σοι ἀπὸ ψυχῆς·

Χαίροις μελογράφων στέφος καὶ ἡ πάντιμος ἀκρότης·

χαίροις τῶν ᾀσματογράφων σεβασμία κοσμιότης.

Χαίροις τῆς Παρθένου μέλψας τὴν ἀπόῤῥητον λοχείαν·

χαίροις ἀποῤῥήτων μύστα πλήρης θείας φωταυγείας.

Χαίροις ἄνθος Παραδείσου εὔοσμον καὶ λογικόν·

χαίροις εὐωδίαν πνέων ἀνεκφράστων δωρεῶν.

Χαίροις ἀναβὰς ἐν ὄρει θεωρίας ὡς Μωσῆς·

χαίροις ἐπιβὰς τεθρίππῳ τῆς ὑψίστης ἀρετῆς.

Χαίροις Φῶς ὁ ἀναβλέψας τὸ Θαβώριον τρανῶς·

χαίροις μυστικῶς ὁ βλέπων τοῦ Φωτὸς τὸν χορηγόν.

Χαίροις κάλλος ἐποπτεύων ἄληπτον Δεσποτικόν·

χαίροις θείως ὁ καλλύνας ἔνδυμα τὸ ψυχικόν.

Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Κρίνον τίμιον ὑπάρχων ἐν λειμῶνι νοητῷ, Ἐκκλησίας ὡραΐζεις πρόσωπον τὸ ἱερὸν καὶ καρδίας κατατέρπεις τῶν πιστῶν σαῖς καλλοναῖς. Μετανοίας δίδου ἄνθος τοῦ προσάγειν μὲ Θεῷ καὶ ᾀσμάτων τὸ εὐῶδες θεοῤῥῆμον Ῥωμανέ, ἵνα πράξεσιν ἀμέμπτοις καὶ καρδίᾳ ἀγαθῇ, μεγαλύνω τὸν Δεσπότην, ᾄδων ᾆσμα τὸ καινόν·

Ἀλληλούϊα.



Λόγον ἀγαθὸν ἠρεύξω ἐκ καρδίας σου χρηστῆς, καὶ Χριστὸν τὸν Βασιλέα κατετίμας Ῥωμανέ, μελῳδήσας ὑπερκάλως τὰ ἐξαίσια Αὐτοῦ. Κάλλυνόν μου τὴν καρδίαν καὶ τὰ χείλη δυσωπῶ, ἵνα λόγον ἀναβλύσῃ καὶ τιμῶσά σε σπουδή, λέγει σοι ἀκαταπαύστως ἐκ καρδίας τῇ φωνῇ·

Χαίροις ἄνερ ὁ φιλήσας Πνεύματος τὰ ἀγαθά

χαίροις πάτερ ὁ φαιδρύνας Παραδείσου τὰς αὐλάς.

Χαίροις τάλαντον πλουτίσας ἐκ Παρθένου καὶ Ἁγνῆς·

χαίροις ὁ αὐξήσας θείως τῶν ταλάντων τὴν πληθύν.

Χαίροις μελῳδήσας ξένως τῆς Θεότητος ἀρχήν·

χαίροις τοῦ Θεοῦ τὸ στόμα καὶ ἀσίγητος χορδή.

Χαίροις θησαυρὲ χαρίτων καὶ ἐνδόξων δωρεῶν·

χαίροις τῶν θησαυρισμάτων ἡ ὑπέρλαμπρος εἰκών.

Χαίροις ἀκορέστως ᾄδων τὸν Δεσπότην τοῦ παντός·

χαίροις Δέσποιναν τοῦ Κόσμου ὁ ὑμνήσας ἀκραιφνῶς.

Χαίροις τοῦ Εὐαγγελίου τρόφιμος καὶ τηρητής·

χαίροις Νομοδότου σάλπιγξ, ἐντολῶν ὁ πληρωτής.

Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Μύρον εὐσεβείας πέλεις ὑμνηπόλε Ῥωμανὲ καὶ πιστοὺς εὐωδιάζεις τῶν ᾀσμάτων σου πλοκαῖς, ἀρεταῖς σου δὲ στολίζεις ὑμνολόγων τὸν χορόν. Δώρησαι ἡμῖν λιταῖς σου τοῦ προσάγειν τῷ Θεῷ εὐωδίαν τὴν τελείαν ἀρετῶν ὑψοποιῶν, ἵνα λέγωμεν ἐκ πόθου τὴν πανίερον ᾠδὴν

Ἀλληλούϊα.



Νάμασί σου θεοῤῥύτοις καταρδεύεις δαψιλῶς τοὺς τῇ δίψει ἀγνωσίας τηκομένους Ῥωμανέ, ὁ γνώσεως ἐνθέου δίδων ἐπομβρίαν τὴν καλήν. Νεῦσον τῇ ἡμῶν δεήσει καὶ παράσχου ταῖς ψυχαῖς ὄμβρον χάριτος πλουσίαν καὶ καρπὸν ἀληθινόν, ὅπως ψάλλομεν τὸν ὕμνον εὐγνωμόνως σοι ἀεί·

Χαίροις ἡ πλούσια νάρδος τῆς ἀμώμου Ἐκκλησίας·

χαίροις θαυμάσια κέδρος τῆς ἀῤῥήτου μελουργίας.

Χαίροις τῆς ἀμπέλου κλῆμα γεωργὸν Χριστὸν δοξάζων·

χαίροις νᾶμα ὑμνῳδίας τοὺς πιστοὺς τὸ ἁγιάζον.

Χαίροις τῆς θεογνωσίας ἡ ἀκριβεστάτη στάθμη·

χαίροις τῆς Θεολογίας ὁ γινώσκων ἀναβάσεις.

Χαίροις τοῦ Θεοῦ τῆς δόξης ἡ ἀέναος λατρεία·

χαίροις δόξα τῶν Ἀγγέλων καὶ κλεινὴ χοροστασία.

Χαίροις οὐρανίου κόσμου ὁ ὑπέρτατος ἐπόπτης·

χαίροις τῶν γηΐνων πάντων ὁ ἐχέφρων ὑπερόπτης.

Χαίροις Κωνσταντίνου πόλιν ὁ κοσμήσας ὑπερκάλλως·

χαίροις τὴν Σιὼν τὴν θείαν ὡραΐζων ἐν τῷ κάλλει·

Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Ξενοτρόπως βιοτεύσας ἐπὶ γῆς πάτερ σοφέ, ὠκειώθης ἑκουσίως τῷ δι᾿ οἶκτον τῶν βροτῶν ξένως ἐν τῇ γῇ ὀφθέντα ἐν τοῦ δούλου τῇ μορφῇ. Καὶ ἡμᾶς ταῖς σαῖς πρεσβείαις ξένωσον ἐκ τῶν παθῶν καὶ Χριστῷ οἰκείους δίδου τοῦ γενέσθαι Ῥωμανέ, ἵνα οὐρανοῦ πολίται γεγονότες ἀψευδῶς, λέγωμεν τὸν θεῖον ὕμνον καὶ οὐράνιον ᾠδήν·

Ἀλληλούϊα.



Ὁλοτρόπως ἠκολούθεις τῷ παμβασιλεῖ Χριστῷ, καὶ ὁσίοις σου καμάτοις ἐμεγάλυνας Αὐτόν, νόμῳ Τούτου καθυπείκων ἀδιστάκτως Ῥωμανέ. Ὑπακούειν τούτου νόμῳ καὶ προστάγμασι σεπτοῖς, σαῖς πρεσβείαις μοι παράσχου, τοῦ δοξάζειν μὲ ἀεὶ τὴν Αὐτοῦ μεγαλωσύνην καὶ βοῶ ἀπὸ καρδίας ἀδιστάκτως σοι ᾠδήν·

Χαίροις ὁ καταγεραίρων τὰ ἐξαίρετα Θεοῦ·
χαίροις ἑξαιρέτως ᾄδων μεγαλεῖα τ’ οὐρανοῦ.

Χαίροις ὁ ἐπιτευγμάτων τῶν ἁγίων ἀριστεύς·

χαίροις θαυμασίων ξένων ὁ θεόπνους γραμματεύς.

Χαίροις ἔσοπτρον ἐμφαίνων ἀγλαΐας θεϊκάς·
χαίροις κάτοπτρον ἐκλάμπον οὐρανίας καλλονάς.

Χαίροις ὕμνοις σου ζηλώσας τοὺς χοροὺς τῶν Χερουβίμ·

χαίροις ἐν ᾠδαῖς σου φθάσας τάγματα τῶν Σεραφίμ.



Χαίροις ἡ τρύγων ἡ θεία κελαδοῦσα ὑπὲρ νοῦν

χαίροις ἀηδῶν γλυκεῖα καταθέλγουσα πιστούς.

Χαίροις ὁ δοξάσας μέγα τῶν ὁσίων στρατιάς·

χαίροις ὁ εὐφράνας θείως εὐσεβῶν τὰς πατριάς.

Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Πτέρυξι τῆς ἀπαθείας ἀναβὰς ὥσπερ Μωσῆς, ἐν τῷ ὄρει θεοπτίας κατεπαύθης Ῥωμανέ, καθορῶν τὴν θείαν δόξαν καὶ τὸ φῶς τὸ τριλαμπές. Σὺν Μωσῆ Θεὸν δυσώπει, ἐκ τοῦ λάκκου τῶν παθῶν, πάντας συνεγεῖραι πάτερ ἐν τῷ ὕψει ἀρετῶν, ἵνα ψάλλομεν προθύμως σὺν χοροῖς Ἀγγελικοῖς ὕμνον τὸν χαρμόσυνον σοι καὶ ᾠδὴν ὑψοποιόν·

Ἀλληλούϊα.



Ῥύπον τῆς κακίας πάντα ἀπωσάμενος καλῶς, ἀῤῥυπώτοις ἤθεσί σου εὐηρέστησας Θεῷ καὶ Αὐτοῦ ἀκατακρίτως ὤφθης θεῖος Λειτουργός. Σαῖς εὐχαῖς ἀξίωσόν με εὑρεθῆναι καθαρός, Ὅταν ἔλθῃ μετὰ δόξης κρῖναι γένος τῶν βροτῶν, καὶ φωτὸς ἐπαπολαῦσαι μετὰ πάντων ἐκλεκτῶν, ἵνα χείλεσι καρδίας λέγω σοι χαρμονικῶς·

Χαίροις τοῦ Ἀγαθοδότου ὁ ὑμνῶν τὰς δωρεάς·
χαίροις ἀγαθῶν τιμίων ἀπολαύων ἐν χαρᾷ.
Χαίροις ὁ οἰκήσας θείως τὰ σκηνώματα Θεοῦ·
χαίροις ἑαυτὸν τελέσας εὐωδίαν οὐρανοῦ.
Χαίροις δάκρυσι καθάρας τὸν χιτῶνα τῆς ψυχῆς·
χαίροις ὁ ὑπὲρ χιόνα λάμπων πάτερ αἰσθητήν.
Χαίροις τοῦ Θεοῦ ὁ φίλος ὁ γινώσκων τὰ κρυπτά·
χαίροις μέγα ὁ ὑμνήσας οὐρανοῦ τὰ μυστικά.
Χαίροις ὁ πυρσὸς ὁ φαίνων φρυκτωρίαν ἱεράν·
χαίροις ὡς λαμπτὴρ αὐγάζων πιστευόντων τὰς ψυχάς.
Χαίροις μελογράφων δῆμον ὁ λαμπρύνας θαυμαστῶς·
χαίροις μελῳδίας θείας ἱερώτατος κανών.

Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Σύστημα τῶν μοναζόντων καὶ αἱ γενεαὶ πιστῶν ἐγκαυχῶνται ὑπερθέως τῇ σῇ μνήμῃ Ῥωμανέ, ὕμνους σου καταπλουτοῦντες ὡς θησαύρισμα σεπτὸν μέμνησο ἁπάντων πάτερ, τῶν τιμώντων ἐν χαρᾷ τὴν πανίερόν σου μνήμην καὶ βοώντων ἐκτενῶς, ἐκ βαθέων τῆς καρδίας τὴν ᾠδὴν τὴν θαυμαστὴν

Ἀλληλούϊα.



Τίμιος ἐν τῷ Κυρίῳ ὁ σὸς θάνατος ἐστί, ὁ σοφὸς καθὼς προψάλλει καὶ θειότατος Δαυΐδ· ἐν χερσὶ γὰρ τούτου πάτερ ἔδωκας τὴν σὴν ψυχήν, καὶ εἰρήνης ἀπολαύεις καὶ χαρᾶς διηνεκοῦς. Ταύτης δίδου τοῦ τυχεῖν με, ἱκεσίαις σου σεπταῖς, ὅπως δόξης ἀκηράτου λάβω στέφος σὺν Δαυῒδ κοινωνός τε τῆς ἐκείνου εὐφροσύνης εὑρεθῶ, λέγων σοι ἀπὸ καρδίας ταῦτα πόθῳ Ῥωμανέ·

Χαίροις δένδρον τὸ προσάγον τὴν καλὴν καρποφορίαν·
χαίροις στάχυς τῆς ἀφθάρτου καὶ καλλίστης θημωνίας.
Χαίροις τῆς θεηγορίας τὸ ὑπέρτιμον δοχεῖον·
χαίροις τῆς ὑμνολογίας χαριέστατον ταμεῖον.
Χαίροις ἡ τοῦ Παρακλήτου διαυγὴς καὶ θεία κρήνη·
χαίροις τῶν διαυγέστατων δωρεῶν ἡ εὐφροσύνη.




Χαίροις ὁ Θεῷ ἐγγίσας πτέρυξι τῆς μελῳδίας·
χαίροις τὴν Θεοῦ Μητέρα ὁ τιμῶν ἐν εὐλαβείᾳ.
Χαίροις ὁ καθωραΐσας στερεώματα τὰ ἄνω·
χαίροις ὁ ἐνατενίζων ἐναργῶς τὸ θεῖον κάλλος.
Χαίροις Διακόνων τάξεις ἐν χρηστότητι λαμπρύνας·
χαίροις τὸν στρατὸν Ἁγίων ἐν αἰνέσει σου σεμνύνας.

Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Ὕψωσας Θεὸν ἐν βίῳ ὑμνῳδίαις σου παμμάκαρ, καὶ ἐχθροῦ ἐπαναστάσεις κατηδάφισας εἰς τέλος, τοῦ Κυρίου μεγαλύνων τὸν βραχίονα τὸν θεῖον, καὶ κηρύττων μεγαλεῖα ὑπερένδοξα ἀξίως. Σαῖς ὑψοποιαῖς πρεσβείαις ἐκ παθῶν ἀνάγαγέ με, ὅπως ᾄδω καὶ δοξάσω τὸν Θεὸν ἐν εὐμενείᾳ, σοὶ δὲ μέλπω εὐχαρίστως τὴν ᾠδὴν τὴν θαυμασίαν·

Ἀλληλούϊα.



Φῶς τοῦ νόμου τοῦ Ἁγίου, τοῖς ποσί σου Ῥωμανέ, ἔθηκας καὶ ἀπροσκόπτως ἐπορεύθης τὴν ὁδόν, τὴν ἀπάγουσαν εὐθέως εἰς ἀτέρμονα ζωήν, ἔνθα καθορᾷς Δεσπότου τὴν ἀθέατον μορφήν. Φώτισόν με σαῖς πρεσβείαις, ὅπως εὕρω τὴν ὁδὸν καὶ αὐτὴν ἀκολουθήσω ἐν εὐθύτητι ψυχῆς, ἕνα εἰς φωτὸς σκηνώσεις ἐπιφθάσω καὶ βοῶ·

Χαίροις τοῦ Θεοῦ ὑψώσεις ἐν τῷ λάρυγγί σου φέρων·

χαίροις τοῦ ἐχθροῦ ἐπάρσεις ταπεινώσει σου καθαίρων.

Χαίροις, λόγια Χριστοῦ ὁ στέρξας ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον·

χαίροις ὁ καταλιπὼν σοὺς ὕμνους, ὡς ζωῆς γλυκὺ βιβλίον.

Χαίροις λιγυρά, τερπνή τε, θεοβράβευτός τε λύρα·

χαίροις τοῦ Δαυῒδ ὁ φθάσας τὴν θεάρεστον κινύραν.

Χαίροις Πνεύματος Ἁγίου τὸ καινότατον πυξίον·

χαίροις Λόγου Θεανθρώπου τὸ πανεύσημον ἠχεῖον.

Χαίροις θείων ἐξαισίων πάντερπος, τιμία νάβλα·

χαίροις χάριτος ἐνθέου ἡ λεπτὴ καὶ θεία αὔρα.

Χαίροις τῶν ἀῤῥήτων πάντων ἡ εὐφρόσυνος κιθάρα·

χαίροις εὐφροσύνως ῥέων ἀγαθῶν πολλῶν χειμάῤῥουν·.

Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Χορὸν τῶν Ἁγίων Πάντων μελογράφε Ῥωμανέ, ἔστεψας ἐν ἀμετρήτοις Κοντακίων σου σειραῖς καὶ ἐδόξασας ἀμέτρως τὸν Δεσπότην τοῦ παντός, μεγαλύνων ἑξαιρέτως τὴν Παρθένον Μαριάμ. Στέφος δόξης οὐρανίου δίδου θείαις σοῦ λιταῖς, τοῖς δοξάζουσιν ἐνθέως μεγαλεῖά σου καινὰ καὶ τιμώντων ἐν αἰνέσει ἑξαισίων σου πληθύν, ἵνα μέλπωμεν ἀπαύστως τῇ θερμῇ σου ἀρωγῇ ὕμνους θεοειδεστάτους καὶ νικοποιὸν ᾠδήν·

Ἀλληλούϊα.



Ψάλλων χείλεσιν ἀχράντοις σὺν πυρίνοις Λειτουργοῖς, τὸν καθήμενον ἐν δόξῃ ἐπὶ θρόνου τ’ οὐρανοῦ καὶ χειρὶ παντοδυνάμῳ διηθύνοντα τὴν γῆν, μὴ παρίδῃς τάδε μέλη μελογράφε Ῥωμανέ, ἃ ἐξύφανα τῷ πόθῳ συνεχόμενος τῷ σῷ καὶ προσάγω ἐκ καρδίας ὥσπερ δίλεπτον μικρόν. Προσδεξάμενος δὲ ταῦτα ἀντιμέτρησον τὴν σὴν χάριν καὶ ἰσχὺν τοῦ ψάλλειν εὐαρέστως σοι·

Χαίροις ὁ παιὰν Κυρίου ᾄδων χάριν τριφεγγῆ·
χαίροις μυστολέκτα θεῖε, λιγυρόφθογγε φωνή.
Χαίροις ἐκκλησίας αὔρα καὶ ζεφύρειος πνοή·
χαίροις γλῶσσα μελῳδοῦσα τῶν χαρίτων τὴν πηγήν.
Χαίροις ὕμνοις σου ὁ μάννα διανέμων νοητόν·
χαίροις ὁ ψυχὰς σιτίζων ἄρτῳ θείων σου ᾠδῶν.
Χαίροις ὄρνις ἡ οἰκοῦσα καλιὰς τοῦ οὐρανοῦ·
χαίροις τέττιξ χρυσοπτέρυξ ὁ εὐφραίνων τοὺς πιστούς.
Χαίροις μεγαλουργημάτων τῶν ὑψίστων ὁ αὐλός·
χαίροις θείων θαυμασίων ἀτελεύτητος εἱρμός.
Χαίροις τρόφιμε σοφίας, ἀπαθείας λαμπηδών·
χαίροις κλέος ὑμνῳδίας καύχημα Ἐκκλησιῶν.

Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Ὤ θεόσοφε Πάτερ, τῶν ὁσίων ἀκρότης, Θεὸν ὁ μελῳδήσας ἀῤῥήτως· (ἐκ γ´) ταῖς πρὸς Αὐτὸν σεπταῖς σου προσηγορίαις, ἀξίωσόν με Τοῦτον εὐαρεστῆσαι, ἐν ὕμνοις δὲ καὶ μελῳδήμασι τὸ ὄνομα Αὐτοῦ τὸ Ἅγιον δοξάσω. Καὶ Πνεύματος μὲ τοῦ Ἁγίου οἶκον ποίησον, ἵνα Αὐτοῦ τῇ ἀπλανεῖ καθοδηγίᾳ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν κατίδω καὶ ἀνέσπερον, Πατέρα σε τῶν Φώτων ὑμνολογήσω, βοῶν ἀκαταπαύστως ᾠδὴν τὴν ἱερὰν καὶ φωτοπάροχον σὺν τοῖς Ἀγγέλοις·

Ἀλληλούϊα.



Καὶ αὖθις τὸ Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῶν ὑμνολόγων τὸ λαμπρὸν καὶ μέγα καύχημα, τῆς Ἐκκλησίας χελιδόνα τὴν ἡδύλαλον, ἐνδιαίτημα σοφίας τῆς ὑπερσόφου· τῆς Ἁγνῆς καὶ Θεοτόκου μύστην ἄριστον, Ῥωμανὸν τὸν μελοῤῥήμονα ὑμνήσωμεν, Τούτῳ λέγοντες: Χαίροις λύρα θεόφθογγε.



Πρὸ δὲ τοῦ Δι᾿ εὐχῶν τὸ Ἀκόλουθον. Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.

Μέλη σου πάντερπνα, καὶ ἱερώτατα, ἡμῖν κατέλοιπες, ὡς πλοῦτον ἄσυλον, καὶ εὐωχίαν μυστικήν, καὶ κρήνην θείων ναμάτων. Χαίροις ὅθεν μέλπομεν, Ῥωμανὲ μελῳδέστατε· χαίροις γλῶσσα εὔλαλε, Παρακλήτου ὁ κάλαμος ταμεῖον οὐρανίου σοφίας· χαίροις ἡδύμολπος κινύρα.

Πες μου, πάτερ, σε παρακαλώ κάτι: Για ποιό λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τους δικαίους; ( Όσιος Νήφων επίσκοπος Κωνσταντιανής )


Πες μου, πάτερ, σε παρακαλώ κάτι: Για ποιό λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τους δικαίους; Γιατί τους περιφρονούν; Γιατί σκανδαλίζονται μαζί τους; Αντίθετα, λίγοι ειναι εκείνοι που τους τιμούν…

- Πολύ συμφέρει τους δικαίους, παιδί μου, η περιφρόνηση των ανθρώπων. Τους ταιριάζει, θα ‘λεγα, όπως ταιριάζουν στον ουρανό τ’ αστέρια. Είδα μάλιστα ενάρετο, που κέρδισε πενήντα στεφάνια σε μία μέρα από τις κακολογίες των άλλων.- Και με ποιόν τρόπο τα κέρδισε; ρώτησα απορήμενος.

- Άκουσε: Ο άνθρωπος αυτός έμενε στα Βούκολα. Ήταν επιφανής και αξιοσέβαστος. Έκανε πολλά καλά έργα στους συνανθρώπους του και όλους τους αγαπούσε σαν αγγέλους του Θεού. Εκείνοι, ωστόσο, πλανέθηκαν από τον πονηρό και άρχισαν να αντιπαθούν τον ευεργέτη τους σα να ήταν κακούργος. Άλλοι έλεγαν πως είναι δολερός, άλλοι ακόλαστος, άλλοι κλέφτης και άλλοι αιρετικός! Έχει, βλέπεις, τη συνήθεια ο διάβολος να διασύρει τους αγίους με το στόμα των αμαρτώλων ανθρώπων. Ο άνθρωπος όμως για τον οποίο σου μιλάω, ακούγοντας τις συκοφαντίες αυτές, χαιρόταν ειλικρινά και ευχαριστούσε το Θεό.

“Κύριε”, έλεγε, “δείξε το έλεος Σου σ’ όσους με μισούν, με συκοφαντούν, με διασύρουν. Κανένας απ’ τους αδελφούς να μην πάθει κακό για μένα τον αμαρτωλό, ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην άλλη. Σύντριψε όμως και αφάνησε τους πονηρούς δαίμονες, που τους ξεσηκώνουν εναντίον μου. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, όπως δεν αποστράφηκες εμένα τον βέβηλο, όσες φορές αμάρτησα και πρόστρεξα στην ευσπλαχνία Σου ζητώντας συγχώρηση, έτσι να μην αποστραφείς τώρα κι αυτούς, που κατηγορούν τον αχρείο δούλο Σου. Αντίθετα, αγιάσέ τους με το έλεός Σου και σκέπασέ τους με την αγαθότητα Σου”.

Έτσι προσευχόταν, αγαπητέ, ο δίκαιος εκείνος, γι’ αυτούς που τον μισούσαν και τον κακολογούσαν! Και κοίταξε τι θαυμαστό γινόταν: Όσες φορές τη μέρα βίαζε τον εαυτό του και προσευχόταν για τους εχθρούς του, τόσες φορές κατέβαινε άγγελος Κυρίου και τοποθετούσε στο κεφάλι του ουράνιο διαμαντοστόλιστο στεφάνι. Αυτό, βέβαια, δεν το καταλάβαινε ο ίδιος, γιατί ο Θεός τον στεφάνωνε αόρατα… Γι’ αυτό λοιπόν, παιδί μου, επιτρέπει πολλές φορές ο αγαθός Θεός να κακολογούνται και να εξουθενώνονται οι ενάρετοι, για ν’ αυξήσουν έτσι τα στέφανια τους και τα βραβεία τους και τους ουράνιους μισθούς τους.

- Ωστόσο, όπως είπα και πριν, πάτερ, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι δίκαιοι σ’ άλλους ανθρώπους αρέσουν και σ’ άλλους όχι.

- Πρόσεξε, παιδί μου, και θα σου το εξηγήσω με μερικά παραδείγματα: Δεν βλέπεις που ο Θεός στέλνει βροχή, και δεν αρέσει σε όλους; Όπως συνήθως, άλλοι λένε το ένα και άλλοι το άλλο. Ο ένας λέει: “Δόξα σοι ο Θεός! Θα ποτιστεί η γη!”. Ο άλλος, αντίθετα: “Κακό που μας βρήκε! Πάει η σοδειά!”. Άν πάλι ο Θεός στείλει βαρύ χειμώνα, οι φτωχοί, τρέμοντας από την παγωνιά, λένε με παράπονο: “Αχ, γιατί να κάνει ο Θεός τόσο κρύο;”. Οι πλούσιοι, απεναντίας, τότε ακριβώς απολαμβάνουν περισσότερο τη θαλπωρή, γιατί έχουν όλα όσα χρειάζονται – και θέρμανση και χοντρά ρούχα και κρασί και ζεστό ψωμί και κρέατα και καθετί που αναπαύει το σώμα. Τέλος πάντων, φεύγει ο χειμώνας, έρχεται η άνοιξη και ακολουθεί το καλοκαίρι με την πολλή του ζέστη. Τότε λένε μερικοί: “Ο χειμώνας είναι πολύ καλύτερος. Ούτε μύγες έχει ούτε ψύλλους ούτε κοριούς”. Και, κοντολογής, άλλοι προτιμούν το χειμώνα σαν υγιεινότερο, άλλοι την άνοιξη σαν γλυκύτερη, άλλοι το καλοκαίρι σαν θερμότερο… Αλλά γιατί στα λέω όλα αυτά; Φτάνει μόνο να σκεφτείς, ότι ο Χριστός, ο Κύριος και Θεός μας, έγινε άνθρωπος, συναναστράφηκε με τους αχάριστους Εβραίους και τους ευργέτησε με μύρια καλά – δαιμόνια έδιωξε, λεπρούς καθάρισε, τυφλούς φώτισε, κουτσούς στήριξε, παράλυτους σήκωσε, νεκρούς ανέστησε, τελώνες διόρθωσε, πόρνες συνέτισε, με λίγα ψωμιά πλήθη χόρτασε και τόσα άλλα έκανε, για τα οποία φθαρτός άνθρωπος δεν μπορεί να μιλήσει. Και για όλα τούτα ποια ήταν η ανταμοιβή του Κυρίου μας; Ο φθόνος, η συκοφαντία, οι εξευτελισμοί, τα ραπίσματα, η μαστίγωση, τα φτυσίματα και στο τέλος η σταύρωση! Αν λοιπόν ο Πλάστης μας δεν άρεσε σε όλους τους ανθρώπους, πως θα αρέσει ο δίκαιος στους συνάνθρώπος του; Ξέρεις, παιδί μου, ο ενάρετος Άβελ έζησε τότε που ελάχιστοι άνθρωποι υπήρχαν πάνω στη γη. Και παρόλο που δεν έκανε το παραμικρό κακό στον αδελφό του Κάϊν, αυτός, σκοτισμένος από τον πονηρό, τον φθόνησε και τον σκότωσε. Σκέψου λοιπόν, αν τότε, που υπήρχαν μόνο δύο αδέλφια στη γη, ο δίκαιος Άβελ δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τον ανθρώπινο φθόνο, θα μπόρεσει κανείς σήμερα, ζώντας ανάμεσα σε τόσο κόσμο; Αδύνατον! Είναι γραμμένο άλλωστε: “Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασεν την ψυχήν σου εις πειρασμόν”..


Όσιος Νήφων επίσκοπος Κωνσταντιανής