Wednesday, August 31, 2016

Αυτός πού μπαίνει σε αρωματοπωλείο, κι αν ακόμα δεν αγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως επάνω του κάποια ευωδία. ( Μικρός Ευεργετινός )



Είπε κάποιος γέροντας:
- Αυτός πού μπαίνει σε αρωματοπωλείο, κι αν ακόμα δεν αγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως επάνω του κάποια ευωδία. Έτσι συμβαίνει και μ΄ αυτόν πού επισκέπτεται τους πατέρες. Αν θελήσει να εργαστεί πνευματικά, του δείχνουν το δρόμο της ταπεινώσεως, πού τον προστατεύει σαν τείχος από τις επιδρομές των δαιμόνων.
Πήγε κάποτε στον Αββά Φήλικα ένας αδελφός, έχοντας μαζί του και μερικούς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπόν τον Αββά να τους πει ωφέλιμο λόγο. Ο γέροντας όμως σώπαινε. Ο αδελφός συνέχισε να τον παρακαλεί ώρα πολλή, οπότε εκείνος τους είπε:
- Θέλετε ν΄ ακούσετε ψυχωφελή λόγο;
- Ναι, Αββά, αποκρίθηκαν.
- Δεν υπάρχει πια λόγος, είπε ο γέροντας. Γιατί όταν οι αδελφοί ρωτούσαν τους γέροντες και έκαναν όσα εκείνοι τους συμβούλευαν, ο Θεός έδινε λόγο, για να ωφεληθούν εκείνοι που ρωτούσαν. Τώρα όμως, επειδή ρωτάνε αλλά δεν εφαρμόζουν όσα ακούνε, πήρε ο Θεός τη χάρη του λόγου από τους γέροντες. Δεν βρίσκουν πια τι να πουν, γιατί δεν υπάρχει εργάτης της αρετής.
Όταν τον άκουσαν οι επισκέπτες, αναστέναξαν και είπαν:
- Προσευχήσου για μας, Αββά.

Μικρός Ευεργετινός

Saturday, August 27, 2016

Ἡ κοίμησις τῆς Θεοτόκου ( Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής )



Tώρα μὲ τὴν Χάριν της θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς ἐξόδου καὶ τῆς Μεταστάσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ὄντως φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος γιὰ τὴν ἀκοὴν τῶν φιλοθέων ἡ τοιαύτη διήγησις.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, εὐδόκησε νὰ μεταθέση τὴν παναγίαν καὶ πανάμωμον μητέρα του ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν του, προκειμένου νὰ λάβη τὸν ἄφθαρτον στέφανον τῶν ὑπερφυῶν ἀγώνων καὶ ἀρετῶν της, νὰ τὴν τοποθετήση θεομητροπρεπῶς «ἐκ δεξιῶν του, περιβεβλημένην μὲ πορφύραν καὶ πεποικιλμένην ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ» (Ψαλμ. μδ΄, 12) καὶ νὰ τὴν ἀνακηρύξη Βασίλισσαν πάντων τῶν κτισμάτων, ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος καὶ ἐγκαθιστῶν εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, τῆς ἐγνωστοποίησε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἔνδοξον αὐτῆς μετάστασιν.

Ἀπέστειλε πάλιν εἰς αὐτὴν τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλη τὴν ἔνδοξον ἐκδημίαν της, καθὼς ἄλλοτε τὴν θαυμαστὴν αὐτῆς σύλληψιν.

Τὴν ἐπεσκέφθη λοιπὸν ὁ ἀρχάγγελος καὶ τῆς ἐπέδωσε ἕνα κλάδον φοίνικος, σύμβολον τῆς νίκης, τὸ ὁποῖον εἶχε ἄλλοτε χρησιμοποιήσει ὁ λαὸς ὑποδεχόμενος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν Υἱόν της, τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ ἐξολοθρευτὴν τοῦ Ἅδου.

Ὁμοίως καὶ τώρα ὁ Γαβριὴλ δίδει αὐτὸν τὸν κλάδον εἰς τὴν Παρθένον, ὡς σύμβολον τῆς νίκης κατὰ πάντων τῶν δεινῶν καὶ τῆς καταλύσεως τοῦ θανάτου, λέγοντας· «Ὁ Κύριος καὶ Υἱός σου σὲ προσκαλεῖ: Ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ἔλθης πλησίον μου, ὦ καλὴ μῆτερ μου ( Ἆσμ. ἀσμ. β΄, 10 καὶ 13).

Γιὰ τοῦτο μὲ ἀπέστειλε πάλι νὰ σοῦ ἀνακοινώσω, ὦ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», ὅτι σήμερα θὰ εὐφράνης, ὦ Κεχαριτωμένη, τὶς οὐράνιες στρατιὲς μὲ τὴν ἄνοδόν σου καὶ θὰ λαμπρύνης περισσότερον τὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων, καθὼς ἔπλησες εὐφροσύνης τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν γῆν. Ἀγάλλου καὶ σὺ μαζί τους καθὼς ἄλλοτε τὸ εἶχες φανερώσει, διότι ἀπὸ τώρα θὰ σὲ μακαρίζουν εἰς τοὺς αἰῶνας ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα, «πᾶσαι αἱ γενεαί». «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ».


Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἱκεσίες σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανόν, πρὸς τὸν Υἱόν σου, ὅθεν κατὰ τὸ αἴτημά σου σὲ προστάζει νὰ ἀφήσης τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ ἀνέλθης εἰς τὰ οὐράνια σκηνώματα γιὰ νὰ εἶσαι αἰωνίως μαζί του, εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν».


Καθὼς ἤκουσε ἡ ἁγία Θεοτόκος τοὺς λόγους τούτους ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ ἔδωσε εἰς τὸν ἄγγελον τὴν ἰδίαν, ὅπως καὶ παλαιά, ἀπόκρισιν: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι —καὶ τώρα— κατὰ τὸ ρῆμα σου⋅ καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος» (Λουκ. α΄, 38).


Τότε ἡ ὑπερευλογημένη καὶ ἔνδοξος Θεοτόκος Μαρία ἠγέρθη καὶ ἀγαλλομένη ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ ἀπευθύνη πρὸς τὸν Κύριον ἐν ἡσυχίᾳ τὶς εὐχαριστίες καὶ τὰ αἰτήματά της γι’ αὐτὴν τὴν ἰδίαν καὶ γιὰ τὸν κόσμον ὅλον.


Ὅταν ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ προσέφερε τὴν λογικὴν λατρείαν εἰς τὸν Υἱόν της, τὶς δεήσεις καὶ τὶς εὐχαριστίες της. Συνέβη τότε ἕνα μέγα θαῦμα, τὸ ὁποῖον γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἠξιώθησαν τῆς τοιαύτης ἐμπειρίας καὶ δι’ αὐτῶν ἔφθασε ἕως ἐμᾶς.


Ἐνῷ, δηλαδή, προσηύχετο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριον μέσα εἰς μίαν πραγματικὴν μυσταγωγίαν, ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα δένδρα ἔκλιναν πρὸς τὴν γῆν καὶ τὴν προσεκύνησαν. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἱκεσίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν της, πλημμυρισμένη ὅλη ἀπὸ Θεὸν ἐπέστρεψε εἰς τὴν Σιών.


Εὐθὺς ἀμέσως ὁ Κύριος ἀπέστειλε ἐπὶ νεφέλης τὸν εὐαγγελιστὴν καὶ Θεολόγον Ἰωάννην, καθ’ ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ τὸν ἰδῆ, δεδομένου ὅτι ὁ Κύριος τοὺς εἶχε συνδέσει δι’ υἱοθεσίας. Ἡ ἐξ ὅλων τῶν γυναικῶν ὑπερευλογημένη καθὼς τὸν εἶδε ἐχάρη ἀκόμη περισσότερον καὶ ἐζήτησε νὰ προσευχηθοῦν.


Μετὰ τὴν εὐχὴν ἡ ἁγία καὶ ἀειπάρθενος Βασίλισσα ἀνεκοίνωσε εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ εἰς τὶς ἐκεῖ παρευρισκόμενες παρθένους τὸ νέον μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου ποὺ ἀφοροῦσε τὴν μετάθεσίν της καὶ τοὺς ἔδειξε τὸν κλάδον τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον παρέλαβε ἀπὸ αὐτόν.


Παρήγγειλε νὰ ἑτοιμάσουν τὸν οἶκον της, νὰ ἀνάψουν λαμπάδες καὶ νὰ θυμιάσουν, διότι τὸν εἶχε ἤδη διακοσμήσει ὡς ἄλλον νυμφικὸν θάλαμον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ὑπεδέχετο τὸν ἀθάνατον Νυμφίον, τὸν παντευλόγητον Υἱόν της, τὸν ὁποῖον προσδοκοῦσε μὲ μίαν ἀκατάσχετον ἐλπίδα. Ὅταν ὅλα ἐτακτοποιήθησαν, ἐγνωστοποίησε εἰς τοὺς συνοδοὺς καὶ τοὺς γνωστούς της τὸ ἐπικείμενον μυστήριον τῆς Μεταστάσεώς της καὶ ἐκεῖνοι ἀμέσως τὴν περιεκύκλωσαν κλαίοντας καὶ θρηνώντας γιὰ τὸν ἀποχωρισμόν τους, καθ’ ὅτι μετὰ Θεὸν αὐτὴν εἶχαν ἐλπίδα καὶ βοήθειαν.


Ἡ ἀδελφή τους ὅμως, ἡ Θεομήτωρ καὶ Βασίλισσα, τοὺς παρηγοροῦσε ἕναν ἕναν χωριστὰ καὶ ὅλους μαζὶ καὶ τοὺς ἀπηύθηνε ἕνα συγκινητικὸν χαιρετισμὸν λέγουσα: «Χαίρετε, τέκνα μου εὐλογημένα καὶ μὴ κάμετε τὴν μετάστασίν μου ἀφορμὴν θρήνου, ἀλλὰ πλησθῆτε ἀγαλλιάσεως, διότι ἔρχεται ἡ αἰώνιος εὐφροσύνη, ὁ Κύριός μου καὶ Υἱός μου καὶ ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεός του θὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας».


Ἐκοίταξε ἔπειτα τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπε νὰ δώση τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸ μαφόριόν της εἰς τὶς δύο χῆρες οἱ ὁποῖες τὴν ὑπηρετοῦσαν. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἐφανέρωσε τὰ μυστήρια τῆς ἐκδημίας της καὶ τῆς ἐπ’ εὐκαιρίᾳ αὐτῆς θείας ἐπισκέψεως, καθὼς καὶ τὴν σημασίαν τοῦ κάθε γεγονότος. Ἔπειτα ἐκανόνισε τὰ τῆς κηδείας καὶ τοὺς παρήγγειλε πὼς νὰ τὴν μυρώσουν καθὼς καὶ ποῦ νὰ θάψουν τὸ πανάσπιλον σῶμα της.


Μετὰ ταῦτα ἡ ἔνδοξος Θεομήτωρ ἀνεκλίθη εἰς ἕνα κράββατον, τὴν κλίνην ἐκείνην τὴν ὁποίαν καθ’ ἑκάστην νύκτα ἔλουζε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν της ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Υἱόν της Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἐλάμπρυνε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις αὐτῆς. Κατόπιν ἐζήτησε καὶ πάλιν νὰ ἀνάψουν τὶς λαμπάδες. Οἱ δὲ ἐκεῖ συγκεντρωμένοι πιστοί, αἰσθανόμενοι ὅτι ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς ἐκδημίας τῆς μητρὸς αὐτῶν Παναγίας Παρθένου, ἐξέσπασαν εἰς λυγμούς.


Ἔπεσαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ τὴν ἱκέτευαν νὰ μὴ τοὺς ἀφήση ὀρφανούς. Ἐὰν ὅμως ἦταν ἀναπόφευκτος ἡ ἀναχώρησίς της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, νὰ τοὺς συνοδεύη εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὴν Χάριν καὶ τὶς πρεσβεῖες της. Ἡ ἁγία Θεοτόκος ἤνοιξε τότε τὸ ἀμόλυντον καὶ καθαρώτατον στόμα της καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εὐδοκία τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου ἐπ’ ἐμέ⋅ «οὗτός μου Θεὸς καὶ δοξάσω αὐτόν⋅ Θεὸς τοῦ Πατρός μου καὶ ὑψώσω αὐτόν» ( Ἐξοδ. ιε΄, 2). Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου, ὁ ὁποῖος κατὰ σάρκα ἐγεννήθη ἀπὸ ἐμέ, ὅμως πατὴρ αὐτοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ δημιουργός. Γιὰ τοῦτο ποθῶ νὰ πορευθῶ πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ εἰς πάντας τὸ εἶναι καὶ τὴν ζωήν.


Παρ’ ὅλον δὲ ποὺ θὰ ὑπάγω ἐκεῖ πλησίον του, δὲν θὰ παύσω νὰ παρακαλῶ καὶ νὰ πρεσβεύω ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν χριστιανῶν καὶ τοῦ κόσμου παντός, οὕτως ὥστε ὁ φιλάνθρωπος Κτίστης, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός του, νὰ εὐσπλαγχνίζεται ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ τοὺς ἐνισχύη καὶ νὰ τοὺς καθοδηγῆ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς· νὰ μεταστρέφη τοὺς ἀπίστους καὶ νὰ τοὺς συμπεριλάβη ὅλους εἰς μίαν ποίμνην ( Ἰωάν., ι΄16), καθ’ ὅτι ὡς καλὸς Ποιμὴν ἔδωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων του, γνωρίζει δὲ τὰ ἰδικά του καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ αὐτά».


Καὶ καθὼς ἡ ὑπερευλογημένη μήτηρ τοῦ Χριστοῦ τοιουτοτρόπως ὡμιλοῦσε καὶ συγχρόνως τοὺς εὐλογοῦσε, ἠκούσθη αἴφνης δυνατὴ βροντὴ καὶ ἐνεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη ἀπὸ γαλήνιαν αὔρα. Ἀπὸ τὴν μεγαλειώδη αὐτὴν νεφέλην, ἤρχισαν νὰ πίπτουν εἰς τὴν γῆν ὡς σταγόνες μυριπνόου δρόσου οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μαθηταὶ καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συνερχόμενοι «ἐπὶ τὸ αὐτό» ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας. Ἀμέσως ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος Ἰωάννης, ἀφοῦ τοὺς ὑπεδέχθη καὶ ἤρεμα τοὺς ἐχαιρέτισε, τοὺς ὡδήγησε ἐνώπιον τῆς ὑπεραγίας καὶ μακαρίας Παρθένου.


Δὲν ἦλθαν μόνον οἱ δώδεκα, ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους μαθητάς των οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιλεγῆ καὶ ἀξιωθῆ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ὅπως μᾶς τὸ δηλώνει ὁ μέγας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολήν του.


Λέγει, δηλαδή, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεον, τὸν Ἱερόθεον καὶ ἄλλους ὁμοψύχους των ἔφθασαν ἐκεῖ μὲ τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς Βασιλίσσης. Εἰσῆλθαν, λοιπόν, καὶ παρέστησαν ἐνώπιόν της καὶ τὴν προσεκύνησαν μετὰ δέους καὶ ἄκρας εὐλαβείας. Ἡ δὲ μακαρία καὶ Παναγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀνήγγειλε τὴν ἀναχώρησίν της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.


Τοὺς διηγήθη ἐπίσης περὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς κοιμήσεώς της ἐκ μέρους τοῦ ἀρχαγγέλου, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειξε τὸ ἐπινίκιον σύμβολον τῆς Μεταστάσεώς της, τὸν κλάδον δηλαδὴ τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον τῆς ἔδωσε ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, τοὺς ἐπαρηγόρησε καὶ πάλι τοὺς εὐλόγησε, ἐνισχύουσα καὶ στηρίζουσα αὐτοὺς εἰς τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.


Ἀπεχαιρέτισε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον καθὼς καὶ ὅλους τοὺς λοιπούς, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «Χαίρετε τέκνα, φίλοι καὶ μαθηταὶ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου. Εἶσθε μακάριοι, ποὺ ἔχετε κριθῆ ἄξιοι νὰ γίνετε μαθηταὶ τοῦ εὐλογητοῦ καὶ ἐνδόξου Κυρίου καὶ Δεσπότου, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν διακονίαν τοιούτων μεγίστων μυστηρίων καὶ σᾶς ἐξέλεξε συμμετόχους τῶν διωγμῶν καὶ τῶν Παθῶν αὐτοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ γίνετε κοινωνοὶ καὶ τῆς δόξης καὶ Βασιλείας του ὅπως σᾶς τὸ ὑπεσχέθη καὶ τὸ οἰκονόμησε ὁ ἴδιος, ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης».


Τοὺς ἐξέθεσε δὲ μίαν τοιαύτην εὐλογημένην διδασκαλίαν ἀνάλογον τοῦ ὕψους τῆς δόξης της καὶ ἀφοῦ ὥρισε τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες σχετικῶς μὲ τὴν κηδείαν καὶ τὴν ταφήν της, ὕψωσε τὰ χέρια εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἤρχισε νὰ εὐχαριστῆ τὸν Κύριον ὡς ἑξῆς:


»Εὐλογῶ σε, τὸν Βασιλέα τοῦ παντὸς καὶ μονογενῆ Υἱὸν τοῦ ἀνάρχου Πατρός, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, διότι εὐδόκησες, εὐαρεστῶν τὸν Πατέρα δι’ ἄφατον φιλανθρωπίαν νὰ σαρκωθῆς ἀπὸ ἐμὲ τὴν δούλην σου μὲ τὴν συνδρομὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


»Εὐλογῶ σε, τὸν χορηγὸν κάθε εὐλογίας καὶ φωτοπάροχον, τὸν αἴτιον παντὸς ἀγαθοῦ καὶ εἰρηνάρχην, ποὺ μᾶς ἐχάρισες τὴν ἐπίγνωσίν σου καὶ τοῦ ἀνάρχου Πατρὸς καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος.

»Εὐλογῶ σε, γιὰ τὸ ὅτι εὐηρεστήθης νὰ κατοικήσης εἰς τὴν κοιλίαν μου ἀνεκλαλήτως.

»Εὐλογῶ σε, διότι ἠγάπησες τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑπομείνης πρὸς χάριν μας τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασίν σου νὰ ἀναστήσης τὴν φύ- σιν μας ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδου, νὰ τὴν ἀναβιβάσης εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τὴν δοξάσης μὲ δόξαν ἀσύλληπτον.

»Εὐλογῶ σε καὶ μεγαλύνω τοὺς λόγους σου, τοὺς ὁποίους μᾶς παρέδωσες ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ καὶ πιστεύω εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν ὅλων τῶν πρὸς ἐμὲ ἐπαγγελιῶν σου».

Ὅταν ἡ ἁγία καὶ ὑπερευλογημένη Θεοτόκος ἐτελείωσε τὸν αἶνον καὶ τὴν προσευχήν της, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κινούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν, νὰ ἀνυμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν, ὁ καθεὶς ἀναλόγως τῆς ἱκανότητός του καὶ τοῦ θείου φωτισμοῦ.

Ἐγκωμίασαν καὶ ἀνύμνησαν τὴν ἀπροσμέτρητον γενναιοδωρίαν τῆς θείας κυριαρχίας καὶ μὲ τὴν θαυμαστὴν θεολογίαν τους εὔφραναν τὴν καρδίαν τῆς ὑπερενδόξου Θεομήτορος, καθώς μᾶς παρέδωσε ὁ προαναφερθεὶς ἅγιος Διονύσιος εἰς τὸ κεφάλαιον ὅπου καταδεικνύει τὴν δύναμιν τῶν εὐχῶν καὶ τῆς θεολογίας ποὺ ἐξέφρασε πανευλαβῶς ὁ μακάριος Ἱερόθεος [Εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων: «Τίς ἡ τῆς εὐχῆς δύναμις καὶ περὶ τοῦ μακαρίου Ἱεροθέου καὶ περὶ εὐλαβεί- ας καὶ συγγραφῆς θεολογικῆς», Ρ.G. 3, 681D].

Συγκεκριμένα, εἰς τὸ οἰκεῖον κεφάλαιον τοῦ λόγου του πρὸς τὸν Τιμόθεον, ἀναφέρει περὶ τῆς συναθροίσεως τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κατὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, καθὼς καὶ περὶ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ὁ καθείς, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διετράνωσε διὰ λόγων αἰνέσεως τὴν δόξαν τῆς ἀπειροδυνάμου θείας ἐξουσίας καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εὐδόκησε νὰ κατέλθη εἰς τὴν γῆν χωρὶς νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους καὶ νὰ σαρκωθῆ ἀπὸ τὴν πανάμωμον Παρθένον.

Ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη, ἐπειδὴ ηὗρε τὴν Παναγίαν καὶ ὑπερένδοξον Μαριὰμ ὑπήκοον καὶ ὑψηλοτέραν πάσης τῆς κτίσεως· εὐδόκησε νὰ κατοικήση ἐντός της, ἐνεδύθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τοιουτοτρόπως ἠλέησε καὶ ἔσωσε τὸ ἀνθρώπινον γένος μὲ τὴν μεγαλειώδη καὶ ἀνέκφραστον Οἰκονομίαν του καὶ τὸ ἐδόξασε, πλουτίζων αὐτὸ μὲ τὴν Χάριν του ἕνεκα τῆς ἀνυπερβλήτου εὐσπλαγχνίας καὶ μακροθυμίας του.

Μετὰ ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰν καὶ ἡ καρδία της ἐπλήσθη θείας παρηγορίας. Καὶ ἰδού, ἔλαβε χώραν ἡ μεγαλειώδης καὶ θαυμαστὴ ἄφιξις Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ αὐτῆς, συνοδευομένου ἀπὸ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα τάγματα, Σεραφίμ, Χερουβὶμ καὶ Θρόνους⋅ ὅλοι οἱ ἄγγελοι παρίσταντο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μετὰ φόβου, καθ’ ὅσον «ὅπου βασιλέως παρουσία, καὶ ἡ τάξις παραγίγνεται».

Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγνώριζε ὅλα αὐτὰ ἐκ τῶν προτέρων, τὰ προσδοκοῦσε μὲ ἀκράδαντον ἐλπίδα⋅ γιὰ τοῦτο ἔλεγε: «πιστεύω ὅτι ὅλες οἱ πρὸς ἐμὲ ὑποσχέσεις σου θὰ πραγματοποιηθοῦν».

Ἀκολούθως εἶδαν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐμφανῶς, εἶδαν ἔκπληκτοι τὴν θεϊκήν του δόξαν, ὁ καθεὶς βέβαια ἀναλόγως τῆς δυνατότητος αὐτοῦ. Ἡ παροῦσα ἔλευσις τοῦ Κυρίου ἦταν μεγαλοπρεπεστέρα καὶ φοβερωτέρα τῆς πρώτης, καθ’ ὅτι τώρα ἐνεφανίσθη λαμπρότερος τῆς ἀστραπῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Θαβὼρ Μεταμορφώσεώς του, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἔδειξε παρὰ τὴν φυσικήν του δόξαν, διότι μετὰ τὴν Ἀνάληψιν ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπρόσιτος καὶ ἀόρατος.

Ἐνώπιον τοιούτου μυστηρίου «οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα, γενόμενοι ὡσεὶ νεκροί» (Ματθ. ιε΄, 6). Τότε ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», ὅπως παλαιά, ὅταν «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ( Ἰωάν. κ΄, 21, 19) εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν οἶκον τοῦ Ἰωάννου.

Κάτι παρόμοιον συνέβη καὶ τώρα, εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς μητρὸς τοῦ Ἀναστάντος. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἤκουσαν τὴν γλυκυτάτην καὶ παμπόθητον φωνὴν αὐτοῦ, ἀνεζωογονήθησαν καὶ ἐνισχύθησαν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς καὶ ἔμειναν νὰ θεωροῦν μὲ δέος τὸ ὑπέρλαμπρον κάλλος καὶ τὴν Θείαν αἴγλην τοῦ Προσώπου του.

Ὡς ἐκ τούτου, ἡ παναγία καὶ ἄμωμος καὶ εὐλογημένη Θεοτόκος ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς κατηυγάσθη μὲ θείαν φωτοφάνειαν. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη, βλέπουσα μετ’ εὐλάβειας καὶ φόβου τὴν δόξαν καὶ τὴν λαμπρότητα ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ υἱὸς καὶ Βασιλεύς της Ἰησοῦς Χριστός, ἐμεγάλυνε ἀκόμη περισσότερον τὴν θεότητά του καὶ προσηύχετο ὑπὲρ τῶν Ἀποστόλων καὶ πάντων τῶν παρόντων.

Τὶς ὕστατες αὐτὲς στιγμὲς ἐμεσίτευσε ὑπὲρ τῶν ἁπανταχοῦ εὑρισκομένων πιστῶν, παρεκάλεσε ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντὸς καὶ ὑπὲρ πάσης ψυχῆς ἐπικαλουμένης τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἐζήτησε δὲ ὅπου μνημονεύονται τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα νὰ ἐκχέεται πλούσια ἡ θεία εὐλογία.

Τότε ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία κοιτάζοντας καὶ πάλιν πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν ἀντίκρυσε μὲ δόξαν τοιαύτην ὥστε οὐδεμία γλώσσα ἀνθρωπίνη νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὴν ἐκφράση. Καὶ εἶπεν: «Εὐλόγησόν με, Κύριε, μὲ τὴν δεξιάν σου καὶ εὐλόγησον ὅλους ὅσους σὲ δοξάζουν καὶ μνημονεύουν τὸ ὄνομά μου κάθε φορὰν ποὺ προσφέρουν εἰς σὲ τὴν προσευχὴν καὶ δέησίν των».

Ὁ Κύριος τότε ἐξέτεινε τὴν δεξιάν του, εὐλόγησε τὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶπε: «Μακαρία σύ, ἀγαλλιάσθω ἡ καρδία σου Μαρία, εὐλογημένη ἐν γυναιξί, διότι τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος καὶ ὅλες οἱ δωρεὲς σοῦ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον⋅ καὶ κάθε ψυχὴ ἡ ὁποία θὰ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά μου μετ’ εὐλαβείας δὲν θὰ παραβλεφθῆ ἀλλὰ θὰ εὕρη ἔλεος καὶ παρηγορίαν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα.

Σὺ δέ, πορεύου ἐν εἰρήνῃ καὶ χαρᾷ εἰς τὰ αἰώνια σκηνώματα, εἰς τοὺς ἀπέραντους θησαυροὺς τοῦ Πατρός μου, γιὰ νὰ θεωρῆς τὴν δόξαν μου καὶ νὰ εὐφραίνεσαι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Ἀμέσως δέ, δι’ ἐντολῆς τοῦ Κυρίου οἱ ἄγγελοι ἤρχισαν νὰ ψάλλουν ἕνα γλυκύτατον ὕμνον μὲ φωνὴν ζωηρὰν καὶ θελκτικωτάτην, ἐνῷ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκλιναν εὐλαβῶς τὶς κεφαλές των ἐνώπιον τῆς ἁγιοπνευματικῆς μυσταγωγίας καὶ ἀφιέρωσαν μὲ τὴν σειράν τους εἰς τὴν Παρθένον μίαν ὑμνωδίαν ἀγγελομίμητον.

Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ κλίμα ἡ Παναγία μήτηρ τοῦ Κυρίου παρέδωσε τὴν μακαρίαν καὶ ἀμόλυντον ψυχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Βασιλέα καὶ υἱόν της καὶ ἐκοιμήθη ὕπνον γλυκὺν καὶ ἐράσμιον. Ὅπως εἰς τὸν ἀπόρρητον τοκετόν της ἐγέννησε ἀνωδύνως τὸν Κύριον Ἰησοῦν, τοιουτοτρόπως ἔμεινε ἀνέπαφος ἀπὸ τοὺς ἐπιθανάτιους πόνους καὶ κατὰ τὴν κοίμησίν της, καθ’ ὅτι ὁ Βασιλεὺς καὶ Δημιουργὸς κάθε κτιστῆς φύσεως, αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ τότε καὶ τώρα μετέτρεψε τοὺς φυσικοὺς νόμους.

Οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων ὕψωσαν μὲ θαυμασμὸν τὰ ἀόρατα χέρια τους καθὼς διήρχετο ἡ παναγία αὐτῆς ψυχή. Ὁ οἶκος τῆς Σιών, καθὼς καὶ ὅλη ἡ περιοχή, ἐπλήσθη ἀπὸ μίαν ἄρρητον εὐωδίαν.

Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὸ πανάχραντον σῶμα της ἐπλανᾶτο μία φωτεινὴ ὕπαρξις ἀόρατος ἀπὸ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς. Τοιουτοτρόπως ὁ Διδάσκαλος καὶ οἱ μαθηταί, τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, συνώδευσαν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἁγίαν Παρθένον.

Καὶ ὁ μὲν εὐλογητὸς Κύριος καὶ ἔνδοξος Δεσπότης τοῦ παντὸς εἰσήγαγε τὴν ἁγίαν ψυχὴν τῆς παναχράντου αὐτοῦ μητρὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, οἱ δὲ μαθηταὶ ἀπέθεσαν τὸ πανάσπιλον σῶμα της εἰς τὴν γῆν, γιὰ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ κατόπιν νὰ τὸ μεταφέρουν ὅπου θὰ ἐπιθυμοῦσε ἐκείνη· ἀπὸ ἐκεῖ ἔμελλε μετ’ ὀλίγον νὰ μεταστῆ εἰς τὸν Παράδεισον ἢ ὁπουδήποτε ἠθέλησε ὁ υἱὸς καὶ Θεός της.

πηγή: Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Ο Βίος της υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου "Μπουραζέρη", Άγιον Όρος, 2010.

Tuesday, August 23, 2016

Άγνοια και Πλάνη ( Διδασκαλία από την Φιλοκαλία )


α. Αίτια της αγνοίας


Αιτία είναι το ταπεινό και γήινο φρόνημα του ανθρώπου, η βοσκηματώδης ζωή όπως θα μας έλεγε ο Μ. Βασίλειος. Έτσι ο νους δεν μπορεί να αντιληφθεί τις θεϊκές πραγματικότητες και καταστάσεις. Έτσι η άγνοια είναι καρπός της αμαρτίας, της πτώσεως του ανθρώπου και της υποδουλώσεώς του στο θέλημα του, της απομακρύνσεώς του γενικά από τον Θεό. Όποιος ξέπεσε από τη θεϊκή αγάπη, μέσα του έχει ως κυρίαρχο τον νόμο της σάρκας. Η κατάσταση αυτή δεν του επιτρέπει να φυλάξει οποιαδήποτε εντολή του Θεού. Και επειδή αντί για τις αρετές προτίμησε την φιλήδονη ζωή, τελικά, αντί για τη γνώση του Θεού επισύρει πάνω του την άγνοια του Θεού, τονίζει ο Άγιος Μάξιμος. Η αμέλειά μας να γνωρίσουμε τις δωρεές Του μας έφερε σε ραθυμία και αυτή μας παρέδωσε στη λησμοσύνη, από την οποία κυριάρχησε πάνω μας η άγνοια (Όσιος Μάρκος).

 


β. Συνέπειες


Η άγνοια χωρίζει την ψυχή από την ένωση της με τον Θεό. Κάνει ολόκληρο τον άνθρωπο παράλογο και αναίσθητο. Εκείνος που πέφτει στην άγνοια δεν γνωρίζει τα κρίματα του Θεού... Με αυτούς που τον ελέγχουν μαλώνει και όσους τον συγχωρούν τους θεωρεί ανόητους. Όταν γίνεται πλούσιος, φέρνεται αλαζονικά και όταν φτωχαίνει υποκρίνεται. Όταν καλοπερνάει, πέφτει σε διάφορες ασέλγειες και ακατονόμαστες πράξεις, και όταν κακοπερνάει, κλαίει την μοίρα του. Αν λοιπόν κανείς δεν αποκτήσει με τη χάρη του Θεού τη γνώση της αλήθειας και το φόβο του Θεού, όχι μόνον από τα πάθη του, αλλά και από όσα λυπηρά του συμβαίνουν τραυματίζεται βαρεία. Αυτές είναι μερικές από τις συνέπειες της άγνοιας στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου.


Ο Άγιος Μάξιμος μας λέει ότι η άγνοια φταίει για τη φιλαυτία και την τυραννία. Η άγνοια είναι αιτία της φιλοδοξίας και της φιλαργυρίας.


Ο όσιος Θεόδωρος ο Εδέσσης λέει χαρακτηριστικά: Επομένως πρέπει να φροντίσεις για το πρώτο αγαθό, να αποκτήσεις ορθή ιδέα για τα όντα και κατόπιν να δώσεις φτερά στη βούληση, για να πετάξεις προς το πρώτο αγαθό, να καταφρονήσεις όλα τα παρόντα και να πληροφορηθείς για τη μεγάλη τους ματαιότητα.


 


γ. Η αγνοία και η πλάνη


Η άγνοια ευθύνεται και για την πλάνη και για την αίρεση.


Η άγνοια γεννά την οίηση και αυτή την πλάνη. Μπορούμε να πούμε ότι η άγνοια ισοδυναμεί με την πλάνη. Την άγνοια εκμεταλλεύεται ο πλανών την οικουμένην διάβολος. Ο διάβολος είναι εισηγητής και συνεργός όχι μόνο στην δημιουργία της άγνοιας, αλλά και της πλάνης με οποιαδήποτε μορφή και αν εμφανίζεται αυτή στο χώρο της πνευματικής ζωής.


Η μεγάλη αντίπαλος της αλήθειας, αυτή πού τραβά σήμερα τους ανθρώπους στην απώλεια, είναι η πλάνη. Εξαιτίας της κυριάρχησε στις ψυχές των ράθυμων η σκοτεινή άγνοια και τους αποξένωσε από τον Θεό. Αυτοί δεν αναγνωρίζουν ως Θεό τον Χριστό, ο όποιος μας αναγέννησε και μας φώτισε, ή Τον πιστεύουν και Τον αναγνωρίζουν απλώς και μόνο στα λόγια και όχι στην πράξη. Πιστεύουν ότι μόνο στους παλιούς φανερωνόταν ο Θεός, όχι όμως και σε εμάς. Νομίζουν πως οι μαρτυρίες της Γραφής περί Θεού δεν αφορούν αυτούς, αλλ' άλλους η εκείνους που τις έγραψαν και βλασφημούν την περί Θεού διδασκαλία, αφού απαρνούνται την αληθινή και με επίγνωση ευσέβεια. Τις Γραφές τις διαβάζουν σωματικά μόνο, για να μη πω Ιουδαϊκά, και απαρνούνται την δυνατότητα της εδώ αναστάσεως του ανθρώπου μέσω της ψυχής, επιθυμώντας να κατοικούν στον τάφο της αγνωσίας. Στην πλάνη λοιπόν υπάρχουν τα τρία αυτά πάθη: απιστία, πονηρία και ραθυμία. Αυτά γεννούν και υποστηρίζουν το ένα το άλλο. Η απιστία δηλαδή είναι δάσκαλος της πονηρίας, η πονηρία είναι σύντροφος της ραθυμίας, της οποίας σύμβολο είναι η οκνηρία. Η αντιστρόφως η ραθυμία γεννά την πονηρία, όπως είπε ο Κύριος: Πονηρέ δούλε και οκνηρέ. Η πονηρία είναι μητέρα της απιστίας. Γιατί κάθε πονηρός είναι άπιστος, και όποιος δεν πιστεύει, δεν έχει φόβο Θεού. Από την απιστία τώρα, γεννιέται η ραθυμία, η μητέρα της καταφρονήσεως, από την οποία αμελείται κάθε καλό και διαπράττεται κάθε κακό.

 


δ. Θεραπεία


Την άγνοια, πολέμησε την με την φωτισμένη γνώση, με την οποία η ψυχή ξαναξυπνάει και διώχνει από πάνω της το σκοτάδι της άγνοιας.


Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ακολουθώντας τη γνήσια ορθόδοξη παράδοση, θεωρεί απαραίτητη την παρουσία του Γέροντα, του Πνευματικού, που θα οδηγήσει τον άλλον στον ασφαλή δρόμο της σωτηρίας, Ει τις θέλει απαλλαγήναι τούτου, μη πιστευέτω τω εδίω λογισμώ, αλλ' ερωτάτω γέροντα....


Η άρσις της άγνοιας είναι χάρισμα του Θεού. Δίνεται σε όσους αγωνίζονται και προσπαθούν. Ο Θεός βλέποντας την προσπάθεια που καταβάλλει ο άνθρωπος, του αφαιρεί το σύννεφο πού καλύπτει το νου του και δεν μπορεί να βλέπει καθαρά, του αφαιρεί δηλαδή την άγνοια και του χαρίζει τη γνώση του εαυτού του, την γνώση των μυστηρίων και της αληθείας του.

Saturday, August 20, 2016

Παρακλητικός Κανόνας των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας


ερεύς: Ελογητός Θεός μν πάντοτε, νν καί εί καί ες τούς αώνας τν αώνων.
ναγνώστης: μήν. Δόξα σοί, Θεός μν, δόξα σοί.
Βασιλε Οράνιε, Παράκλητε, τό Πνεμα τς ληθείας, πανταχο παρών καί τά πάντα πληρν,
θησαυρός τν γαθν καί ζως χορηγός, λθέ καί σκήνωσον ν μίν καί
καθάρισον μς πό πάσης κηλίδος καί σσον, γαθέ τάς ψυχς μν.
γιος Θεός, γιος σχυρός, γιος θάνατος λέησον μς. γιος Θεός, γιος σχυρός, γιος θάνατος λέησον μς.
γιος Θεός, γιος σχυρός, γιος θάνατος λέησον μς.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί γίω Πνεύματι. Καί νν καί εί καί ες τούς αώνας τν αώνων. μήν.

Παναγία τριάς, λέησον μς. Κύριε λάσθητι τας μαρτίαις μν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς νομίας μίν. γιε, πισκεψε καί ασαι τάς σθενείας μν, νεκεν το νόματός σου. Κύριε λέησον, Κύριε λέησον, Κύριε λέησον.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί γίω Πνεύματι. Καί νν καί εί καί ες τούς αώνας τν αώνων. μήν.

Πάτερ μν, ν τος ορανος, γιασθήτω τό νομά Σου, λθέτω βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ς ν ορανό καί πί τς γής. Τόν ρτον μν τόν πιούσιον δός
μίν σήμερον, καί φες μίν τά φειλήματα μν, ς καί μες φίεμεν τος φειλέταις μν, καί μή εσενέγκης μς ες πειρασμόν λλά ρύσαι μς πό το πονηρο.
ερεύς· τι Σου στιν βασιλεία καί δύναμις καί δόξα το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος, νν καί εί καί ες τούς αώνας τν αώνων.
Ψαλμός ρμβ΄ (142)
Κύριε, εσάκουσον τς προσευχς μου, νώτισαι τήν δέησίν μου ν τή ληθεία σου, εσάκουσόν μου ν τή δικαιοσύνη σου· καί μή εσέλθης ες κρίσιν μετά το δούλου σου, τι
ο δικαιωθήσεται νώπιόν σου πς ζν. τι κατεδίωξεν χθρός τήν ψυχήν μου, ταπείνωσεν ες γν τήν ζωήν μου, κάθισε μέ ν σκοτεινος ς νεκρούς αἰῶνος καί κηδίασεν
π μέ τό πνεμά μου, ν μοί ταράχθη καρδία μου. μνήσθην μερν ρχαίων, μελέτησα ν πάσι τος ργοις σου, ν ποιήμασι τν χειρν σου μελέτων. διεπέτασα
πρός σέ τάς χεράς μου, ψυχή μου ς γ νυδρος σοί. Ταχύ εσάκουσόν μου, Κύριε, ξέλιπε τό πνεμά μου μή ποστρέψης τό πρόσωπόν σου π μο, καί μοιωθήσομαι
τος καταβαίνουσιν ες λάκκον. κουστόν ποίησον μοί τό πρωί τό λεός σου, τι πί σο λπισα· γνώρισον μοί, Κύριε, δόν, ν πορεύσομαι, τι πρός σέ ρα τήν ψυχήν μου·
ξελού μέ κ τν χθρν μου, Κύριε, τι πρός σέ κατέφυγον. δίδαξον μέ το ποιεν τό θέλημά σου, τι σύ ε Θεός μου· τό πνεμά σου τό γαθόν δηγήσει μέ ν γ εθεία. νεκεν το νόματός σου, Κύριε, ζήσεις μέ, ν τή δικαιοσύνη σου ξάξεις κ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ν τ λέει σου ξολοθρεύσεις τούς χθρούς μου καί πολες πάντας
τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, τι γώ δολός σου εμι.
Θεός Κύριος, καί πέφανεν μίν, ελογημένος ρχόμενος ν νόματι Κυρίου.
Στίχος ΄. ξομολογεσθε τ Κυρίω, καί πικαλεσθε τό νομα τό γιον ατο.
Θεός Κύριος, καί πέφανεν μίν, ελογημένος ρχόμενος ν νόματι Κυρίου.
Στίχος β΄. Πάντα τά θνη κύκλωσαν μέ, καί τ νόματι Κυρίου μυνάμην ατούς.
Θεός Κύριος, καί πέφανεν μίν, ελογημένος ρχόμενος ν νόματι Κυρίου.
Στίχος γ΄. Παρά Κυρίου γένετο ατη, καί στι θαυμαστή ν φθαλμος μν.
Θεός Κύριος, καί πέφανεν μίν, ελογημένος ρχόμενος ν νόματι Κυρίου.
Εἴτα τά παρόντα Τροπάρια.

Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ.
ς θλοφόροι εκλεες του Σωτρος, θαυματουργετε παραδόξως ν κόσμω καί πειρασμν τόν ζόφον διαλύετε· θεν τους προστρέχοντας, τή σεπτή μν σκέπη, γιε Τιμόθεε, καί θεοληπτε Μαρα, τν ν τ βίω ρύσασθε δεινν καί πολυτρόπων σκανδάλων καί θλίψεων.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι. Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Θεοτοκίον
Ο σιωπήσομεν πότε, Θεοτόκε, τά, δυναστείας σου λαλεν ο ναξιοι ε μή γάρ σύ προίστασο πρεσβεύουσα, τίς μς ρρύσατο κ τοσούτων κινδύνων; Τίς δέ διεφύλαξεν ως
νν λευθέρους; Οκ ποστμεν, Δέσποινα, κ σού  σούς γάρ δούλους σώζεις εί, κ παντοίων δεινν.
Ψαλμός ν΄ (50)
λέησον μέ, Θεός, κατά τό μέγα λεός σου καί κατά τό πλθος τν οκτιρμν σου ξάλειψον τό νόμημα μου επί πλεον πλνον μέ πό τς νομίας μου καί πό τς μαρτίας
μο καθάρισον μέ. τι τήν νομίαν μου γώ γινώσκω, καί μαρτία μου νώπιόν μου στι διαπαντός. Σοί μόνω μαρτον καί τό πονηρόν νώπιόν σου ποίησα, πως ν
δικαιωθς ν τος λόγοις σου, καί νικήσης ν τ κρίνεσθαι σέ. δού γάρ ν νομίαις συνελήφθην, καί ν μαρτίαις κίσσησε μέ μήτηρ μου. δού γάρ λήθειαν γάπησας, τά δηλα καί τά κρύφια της σοφίας σου δήλωσας μοί. Ραντιες μέ σσώπω, καί καθαρισθήσομαι, πλυνες μέ, καί πέρ χιόνα λευκανθήσομαι. κουτιες μοί γαλλίασιν καί
εφροσύνην, γαλλιάσονται στέα τεταπεινωμένα. ποστρεψον τό πρόσωπόν σου πό τν μαρτιν μου καί πάσας τάς νομίας μου ξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον
ν μοί, Θεός, καί πνεμα εθές γκαίνισον ν τος γκάτοις μου. Μή πορρίψης μέ πό το προσώπου σου καί τό πνεμά σου τό γιον μή ντανέλης π μο. πόδος
μοί τήν γαλλίασιν το σωτηρίου σου καί πνεύματι γεμονικ στήριξον μέ. Διδάξω νόμους τάς δούς σου, καί σεβες πί σέ πιστρέψουσι. Ρύσαι μέ ξ αμάτων Θεός, Θεός τς σωτηρίας μου αγαλλιάσεται γλσσά μου τήν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τά χείλη μου νοίξεις, καί τό στόμα μου ναγγελε τήν ανεσίν σου. τι ε θέλησας θυσίαν, δωκα ν ολοκαυτώματα οκ εδοκήσεις. Θυσία τ Θε πνεμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην Θεός οκ ξουδενώσει. γάθυνον, Κύριε, ν τή εδοκία σου τήν Σιν, καί οκοδομηθήτω τά τείχη ερουσαλήμ  τότε εδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ναφοράν καί λοκαυτώματα τότε νοίσουσιν πί τό θυσιαστήριον
σού μόσχους.
Εἴτα ψάλλομεν τάς Ὠδᾶς τοῦ Κανόνος.

Ὠδή ἅ΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρᾶν διοδεύσας.
γίων Μαρτύρων ξυνωρίς, Τριάδα τήν θείαν, κετεύσατε κτενς, Τιμόθεε μάκαρ σύν τή Μαρα, πάσης ρυσθναι μς περιστάσεως. Θαυμάτων, πηγάζοντας δωρες, Τιμόθεε μάκαρ, καί Μαρα εκλεής, ψυχν καί σωμάτων σθενείας, τή πισκέψει μν θεραπεύετε. Λαμπόμενοι αγλη τή θεϊκή, παθν τήν μίχλην, διαλύετε λικς τν πίστει καί πόθω προσιόντων, ν τ να μν γιοι Μάρτυρες.
Θεοτοκίον
λίου τς δόξης νατολή, Κεχαριτωμένη, παντευλόγητε Μαριάμ, τήν σκοτισμένην μου καρδίαν, τ φωτισμ τς σς χάριτος λάμπρυνον.
Ὠδή γ΄. Οὐρανίας ἁψίδος
Τν διαμονν τά θράση, τά καθ’ μν θραύσατε, καί τν πειρασμν τάς φόδους, ναποκρούσασθε Μάρτυς Τιμόθεε, καί Θεοδόξαστε Μαρα καί ζωήν τάραχον μίν βραβεύσατε. ς λαβόντες τήν χάριν, παρά Χριστο γιοι, πάντοτε πληρον τάς ατήσεις, πιστν ταχύτατα, μν προΐστασθε, πάση το βίου νάγκη πειρασμν ξαίροντες, τούς κινδυνεύοντας. Νοσημάτων τήν φλόγαν, καί τν παθν καύσωνα, δρόσω τς θερμς σου πρεσβείας, καί ντιλήψεως σβέσον δεόμεθα, Μαρα Χριστο θλοφόρε, κ τν προσιόντων
σο ψυχς θερμοτητι.
Θεοτοκίον
Διά σπλάχνα λέους, σωματωθες χραντε, τό εναι πάσι παρέχων, δί’ γαθότητα κ τν αμάτων σου, καταφυγήν σέ καί σκέπην κόσμου πειργάσατο, μόνη Πανύμνητε. Διασωσον τν θλητν συζυγία δεδοξασμένη, παντός κινδύνου καί πάσης βλάβης καί θλίψεως, τούς ελαβς προσιόντας μν τή σκέπη. πιβλεψον, ν εμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, πί τήν μήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, καί ασαι τς ψυχς μου τό λγος.
Αἴτησις καί τό Κοντάκιον.

Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή
Προστται μν καί φύλακες καί φοροι καί πρέσβεις θερμοί, πρός Κύριον πάρχοντες, Μαρα θεομακάριστε, καί Τιμόθεε Μάρτυς ήττητε, μή παύσησθε εί δυσωπεν
διδόναι μίν χάριν καί λεος.
Ὠδή δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε

πέρ πάντων πρεσβεύσατε, τν καταφευγόντων μίν κ πίστεως, Μάρτυς Μαρα καί Τιμόθεε, ρύεσθαι παντοίων περιστάσεων. σθενούσι τήν ασιν, καί τος θλιβομένοις τήν νακούφισιν, Μάρτυς Μαρα καί Τιμόθεε, τή μν πρεσβεία χορηγήσατε. Σωτηρίαν ερίσκομεν, τήν κατά ψυχήν καί σμα κάστοτε, τ να μν προστρέχοντες, Μαρα καί Τιμόθεε ήττητοι.
Θεοτοκίον
Θεόν τόν φιλάνθρωπον, ξ γνς νηδύος σου σωματώσασα Θεοτόκε, ειπαρθένε, τς σς εσπλαχνίας μέ ξίωσον.
Ὠδή ἐ΄. Φώτισον ἠμᾶς
Μάρτυρες Χριστο, ρθόδοξων ντιλήπτορες, τούς ζητοντας τήν βοήθειαν μν, ντιλήψεως γίας ξιώσατε. λυπον μν , τήν ζωήν καί στασίαστον, Τιμόθεε καί Μαρα εκλεής, διασώζετε μν τή θεία χάριτι. Σκέπην σφαλ, μς χον παγγάλεται, λιούπολης πόλις ληθς, Τιμόθεε καί Μαρα συμπαθέστατοι.
Θεοτοκίον
Φύλαττε μς σινες Παρθένε χραντε, κ ποικίλων προσβολν το πονηρο, τήν ζωήν μν νθέως κατευθύνουσα.
Ὠδή στ΄. Τήν δέησιν ἐκχεῶ
Ρυσθναι, κακοπραγίας πάσης, καί δεινν πειρατηρίων το βίου, τόν γαθόν κετεύσατε Λόγον, τούς τ να μν πίστει προστρέχοντας, Τιμόθεε Μάρτυς Χριστο, καί θεοληπτε Μαρα πανεύφημε. Ο νόσοις, καί συμφορας καί ναγκαις καί πικρας στενοχωρίαις το βίου, στενοχωρούμενοι μέχρι θανάτου, τόν σόν φωνούσιν κ πίστεως νομα, Μαρα Μαρτύρων
καλλονή, καί ταχέως λυτρονται τν θλίψεων. μνομεν μν τούς θείους γώνας, καί κηρύττομεν θαυμάτων τήν χάριν, καί τήν θερμήν προστασίαν καί σκέπην, Μαρα θεοφρον καί θεε Τιμόθεε· τι προστται εμενες, ληθς μίν φθητε γιοι.
Θεοτοκίον
Ρανίσι, τς εσπλαχνίας σου Κόρη τήν δεινς μεμολυσμένην ψυχήν, τος μολυσμος τν τόπων μου ργων, ς συμπαθής Θεοτόκε πόπλυνον, καί δεξον μέ δολον Χριστο, πειθαρχοντα τος θείοις θελήμασι. Διασωσον τν θλητν συζυγία δεδοξασμένη, παντός κινδύνου καί πάσης βλάβης καί θλίψεως, τούς ελαβς προσιόντας μν τή σκέπη. χραντε, διά λόγου τόν Λόγον νερμηνεύτως, π’ σχάτων τν μερν τεκοσα δυσώπησον, ς χουσα μητρικήν παρρησίαν.
Αἴτησις καί τό Κοντάκιον.

Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου ρείθροις.
Τή προστασία μν καταφεύγοντες, Μαρα θεοφρον καί θεε Τιμόθεε, ρυόμεθα πόνων καί θλίψεων, καί χαλεπν προσβολν το λάστορος· πιστν γάρ στέ ντιλήπτορες. Προκείμενον. Θαυμαστός Θεός ν τος γίοις ατο. Στίχος: Τος γίοις τος ν τή γ ατο θαυμάστωσεν Κύριος.
Εὐαγγέλιον ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν.
 (Κέφ. 21: 12-19)
Επεν Κύριος τος αυτο Μαθητας· Προσέχετε πό τν νθρώπων· πιβαλούσι γάρ φ’ μς τάς χείρας ατν καί διώξουσι, παραδίδοντες ες συναγωγς καί φυλακάς, γομένους πί βασιλες καί γεμόνας νεκεν το νόματός μου. ποβήσεται δέ μίν ες μαρτύριον. Θέσθε ον ες τάς καρδίας μν, μή προμελετν πολογηθναι· γώ γάρ δώσω μίν στόμα καί σοφίαν, ο δυνήσονται ντειπεν, οδέ ντιστναι πάντες ο ντικείμενοι μίν. Παραδοθήσεσθε δέ καί πό γονέων καί δελφν καί συγγενν καί φίλων, καί θανατώσουσι ξ μν· καί σεσθε μισούμενοι πό πάντων διά τό νομά μου· Καί θρίξ κ τς κεφαλς μν ο μή ποληται. ν τή πομονή μν κτείσασθε τάς ψυχς
μν.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Τας τν θληφόρων, πρεσβείαις λεμον, ξάλειψον τά πλήθη τν μν γκλημάτων.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Τας τς Θεοτόκου πρεσβείαις, λεμον, ξάλειψον τά πλήθη, τν μν γκλημάτων.
Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι

Στίχος: λεμον, λέησον μέ Θεός κατά τό μέγα λεός σου καί κατά τό πλθος τν οκτιρμν σου ξάλειψον τό νόμημά μου.
Ζεγος Θεοτίμητον, τν εκλεν θλοφόρων, γιε Τιμόθεε, καί Μαρα θεοσοφέ, καί πανεύφημε, τήν μν δέησιν, εμενς δέξασθε, καί πάντων τά ατήματα, μν
πληρώσατε, τας μν γίαις δεήσεσι, παραπτωμάτων φεσιν, καί γείαν πάσι παρέχοντες, καί πάσης δύνης, καί μάστιγος καί λύπης καί ργς, παλλαγήν
ξαιτούμενοι, οα συμπαθέστατοι.
Ὁ Ἱερεύς:

Σσον Θεός τόν λαόν σου καί ελόγησον τήν κληρονομίαν σού πισκεψαι τόν κόσμον σου ν λέει καί οκτιρμος. ψωσον κέρας Χριστιανν ρθοδόξων καί καταπεμψον
φ’ μς τά λέη σου τά πλούσια  πρεσβείαις τς παναχράντου Δεσποίνης μν Θεοτόκου καί ειπαρθένου Μαρίας  δυνάμει το Τιμίου καί Ζωοποιο Σταυρού  προστασίαις
τν τιμίων πουρανίων Δυνάμεων σωμάτων  κεσίαις το Τιμίου καί νδόξου Προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστο ωάννου  τν γίων νδόξων καί πανευφήμων ποστόλων
ν ν γίοις Πατέρων μν, μεγάλων εραρχν καί οκουμενικν διδασκάλων Βασιλείου το Μεγάλου, Γρηγορίου το Θεολόγου καί ωάννου το Χρυσοστόμου, θανασίου καί
Κυρίλλου, ωάννου το λεήμμονος, πατριαρχν λεξανδρείας. Νικολάου το ν Μύροις, Σπυρίδωνος πισκόπου Τριμυθοντος, τν Θαυματουργών  τν γίων νδόξων
μεγαλομαρτύρων Γεωργίου το Τροπαιοφόρου, Δημητρίου το Μυροβλήτου, Θεοδώρων Τύρωνος καί Στρατηλάτου, τν ερομαρτύρων Χαραλάμπους καί λευθερίου, τν γίων
νδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων. Τν σίων καί θεοφόρων Πατέρων μν. Τν γίων καί δικαίων θεοπατόρων ωακείμ καί ννης. Τν γίων Μαρτύρων Τιμοθέου καί Μαύρας, καί πάντων σου τν γίων. κετεύομεν σέ, μόνε πολυέλεε Κύριε. πάκουσον μν τν μαρτωλν δεομένων σου καί λέησον μς.
Ὠδή ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας

Επραγίαν ν βίω καί ερήνην τελείαν καί θεον λεος, Τιμόθεε τρισμάκαρ, καί Μαρα πανολβία, τος βοσιν ατήσασθε, τν Πατέρων μν Θεός ελογητός ε. αμάτων τήν χάριν, Θεοδόξαστε Μαρα πλοσα πάντοτε, δαιμόνον πηρείας, τούς πάσχοντας λυτροσαι, καί γείαν τος χρήζουσι, τή σή θερμή ρωγή, παρέχεις παραδόξως. Τούς δεινς τρυχομένους, χαλεπας δυσχερείαις καί ρρωστήμασι, λυτρώσασθε ταχέως, μν τή ντιλήψει, παναοίδιμοι Μάρτυρες, τν συνεχόντων κακν, ς
τν πιστν προστται.
Θεοτοκίον
ξ χράντου σου μήτρας, προελθν πορρήτως Χριστός Κύριος, προστάτιν σέ πάντων, νέδειξε Παρθένε, τν πιστς κβοώντων σοί· χαρε σκέπη μν, γνή Θεογενντορ.
Ὠδή γ΄. Τόν βασιλέα

λιούπολης, μς κώμη γεραίρει, ντιλήψεως μν τάς χορηγίας, πίστει καρπουμένη, Τιμόθεε καί Μαρα. ξ πήρειας, τν καθάρτων πνευμάτων, παλλάξασθε μν τή προστασία, τούς μς τιμώντας Τιμόθεε καί Μαρα. Ρσιν τελείαν, ο ελαβς προσίοντες, τ να μν καρπούμενοι μνούσιν, μν τούς γώνας, Τιμόθεε καί Μαρα.
Θεοτοκίον
διαφθόρως, τόν Θεόν Λόγον τεκοσα, τήν φθαρεσάν μου ψυχήν τή μαρτία, ασαι Παρθένε, τή σή πιστασία.
Ὠδή θ΄. Κυρίως Θεοτόκον
Σωτήριον λιμένα, τόν ναόν πλουτοντες, μν Μαρα καί θεε Τιμόθεε, τρικυμιν τν το βίου πολυτρούμεθα. άσεις χορηγοσα, Μαρα θληφόρε, τούς σθενείαις καί πόνοις στενάζοντας, τς ποθητς θεραπείας Μάρτυς ξίωσον. Μαρτύρων συζυγία, Τιμόθεε θεε, καί θεοδόξαστε Μαρα τηρήσατε, τ τς γάπης συνδέσμω μς καί πίστεως. Ο πάσαν καθελόντες, το χθρο τήν πλάνην, Μαρα θεοφρον καί θεε Τιμόθεε, μς συντρίβειν τά κέντρα ατο σθενώσατε.
Θεοτοκίον
περαγνέ Μαρία, Κεχαριτωμένη, τήν μιανθεσαν καρδίαν μου τος πάθεσι, τή ρυπτική σου πρεσβεία πλνον καί σσον μέ.
ξιον στίν ς ληθς, μακαρίζειν σέ τήν Θεοτόκον, τήν ειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα το Θεο μν. Τήν τιμιωτέραν τν Χερουβίμ καί νδοξοτέραν
συγκρίτως τν Σεραφίμ, τήν διαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοσαν τήν ντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν.
Καί τά παρόντα Μεγαλυνάρια
Ζε
γος τν Μαρτύρων θεοειδές, ο μοφροσύνη, ναθλήσαντες ερά Τιμόθεε μάκαρ, καί Μαρα τρισολβία, μς ν μονοία διατηρήσατε. θλησιν νύσαντες εράν, θλοις πολυτρόποις καί γσι μαρτυρικος, πίστεως γίας, δείξατε τήν δόξαν, Τιμόθεε καί ξιοθαύμαστοι. Χαίρετε Μαρτύρων καλλονή· χαίρετε θαυμάτων, ο πηγάζοντες δωρες, Τιμόθεε θεε, καί Μαρα μακαρία, καί τούς πιστούς κινδύνων πολλν λυτρούμενοι. Συμμορφοι ράθητε ληθς τν παθν Κυρίου, λωθέντες ν τ Σταυρ, Τιμόθεε θεε καί Μαρα τρισόλβια, διό τς θανάτου, δόξης τύχετε. Τούς ν τ γίω μν να, πίστει προσιόντας, διασώζετε βλαβες, Τιμόθεε Μάρτυς, καί Μαρα πανολβία, κ πάσης πηρείας το παναλάστρορος. Πσαι τν γγέλων α στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, ποστόλων δωδεκάς, ο γιοι πάντες μετά τς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν ες τό σωθναι μς.
Τό Τρισάγιον

γιος Θεός, γιος σχυρός, γιος θάνατος λέησον μς. γιος Θεός, γιος σχυρός, γιος θάνατος λέησον μς
γιος Θεός, γιος σχυρός, γιος θάνατος λέησον μς

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι. Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία τριάς, λέησον μς. Κύριε λάσθητι τας μαρτίαις μν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς νομίας μίν. γιε, πισκεψε καί ασαι τάς σθενείας μν, νεκεν το νόματός σου. Κύριε λέησον, Κύριε λέησον, Κύριε λέησον.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι. Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πάτερ μν, ν τος ορανος, γιασθήτω τό νομά Σου, λθέτω βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ς ν ορανό καί πί τς γής. Τόν ρτον μν τόν πιούσιον
δός μίν σήμερον, καί φες μίν τά φειλήματα μν, ς καί μες φίεμεν τος φειλέταις μν, καί μή εσενέγκης μς ες πειρασμόν λλά ρύσαι μς πό το πονηρο. Ὁ Ἱερεύς  τι Σου στιν βασιλεία καί δύναμις καί δόξα το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος, νν καί εί καί ες τούς αώνας τν αώνων.
Ἐκτενής καί ἀπόλυσις μεθ’ ἤν ψάλλομεν τό ἑξῆς:
Ἦχος β΄. Ὄτε ἐκ τοῦ ξύλου Ζεγος τν Μαρτύρων κλεκτόν, νδοξε Τιμόθεε θεε, καί Μαρα νύμφη Χριστο, ο καταπαλαίσαντες, χθρν τήν δύναμιν, καί θαυμάτων δυνάμεσι, λαμπρς
δοξασθέντες, ρύσασθε δεόμεθα, ς συμπαθέστατοι, πάσης συμφορς καί νάγκης, καί πηρειν το Βελίαρ, τούς μς καλοντας ες βοήθειαν.
Ἦχος πλ. δ΄.
Δέσποινα προσδεξαι, τάς δεήσεις τν δούλων σου, καί λύτρωσαι μς, πό πάσης νάγκης καί θλίψεως.
Ἦχος β΄.
Τήν πάσαν λπίδα μου, ες σέ νατίθημι, Μτερ το Θεο, φύλαξον μέ πό τήν σκέπην σου.
Ὁ Ἱερεύς: Δί’ εχν τν γίων πατέρων μν, Κύριε ησο Χριστέ Θεός, λέησον καί σσον μς. μήν.
Δίστιχον
Τιμόθεε σκεποί τέ μού καί Μαρα Γεράσιμων σπεύδοντα μν τή σκέπη.