Ευρισκόμενοι στο όμορφο και πανηγυρικό κλίμα της μεγάλης Θεομητορικής εορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας μας Θεοτόκου σταχυολογήσαμε και σας προσφέρουμε προς πνευματική ωφέλεια μία συγκινητική θαυματουργική ιστορία από το βιβλίο «Αμαρτωλών Σωτηρία». Πολλά μηνύματα μπορεί να στείλει αυτή η διδακτική ιστορία σε όσους έχουν αγαθή προαίρεση και προσεγγίζουν τα θαύματα της Εκκλησίας μας, με αυθεντική και αληθινή πίστη. Βέβαια πολλές φορές δεν μπορούμε να πείσουμε όλους τους ανθρώπους με κάποιες ιστορίες που προβάλλουμε, γιατί πολύ απλά κάποιοι κινούνται μόνο με γνώμονα την στείρα λογική και δεν αφήνουν χώρο στην καρδιά τους για να δράσει ευεργετικά ο μυστικός χώρος του θαύματος. Σεβόμενοι όμως την ελευθερία τους, προσευχόμαστε στο Θεό και στη Παναγία να τους φωτίσει. Ένα ανδρόγυνο λοιπόν έτρεφε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία μας. Αποτέλεσμα αυτής της αγάπης και των δύο, του άνδρα και της γυναίκας ήταν να αγιογραφήσουν σ΄ έναν από τους τοίχους του σπιτιού τους μία μεγαλόπρεπη και επιβλητική εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, ξοδεύοντας μάλιστα πολλά χρήματα. Κάθε φορά που περνούσαν μπροστά από αυτή την εικόνα την προσκυνούσαν και της έλεγαν τον αγγελικό ύμνο «Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία». Μ΄αυτό τον τρόπο ζούσαν ήρεμα και ειρηνικά και χαίρονταν γιατί είχαν καθημερινά την προστασία και την μεσιτεία της. Το τρίχρονο παιδί βλέποντας αυτή την καθημερινή ευλάβεια των γονιών του απέκτησε και αυτό την ίδια συνήθεια. Όταν μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, έλεγε και αυτό με χαρά τον αγγελικό ύμνο: «Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία» ενώ κάθε φορά που περνούσε από την εικόνα, την ασπαζόταν με ιδιαίτερη ευλάβεια, πιστεύοντας ότι είναι η Κυρία του σπιτιού τους και τους φυλάει όλους. Μία μέρα όμως καθώς έπαιζε με τα άλλα παιδιά στην άκρη ενός δύσβατου ποταμιού, έπεσε από απροσεξία μέσα στο νερό. Τα άλλα παιδιά σάστισαν, πανικοβλήθηκαν και έτρεξαν στην μητέρα για να της πουν ότι το παιδί της από απροσεξία, πνίγηκε. Εκείνη έτρεξε αμέσως και φθάνοντας στο πηγάδι είδε δύο ανθρώπους να βουτούν μέσα στο νερό –το πηγάδι ήταν πολύ βαθύ- για να ψάξουν για το μικρό παιδί. Η ίδια έψαχνε σε άλλο μέρος πιο πέρα όταν ξαφνικά προς έκπληξη της, βλέπει το παιδί της να κάθεται πάνω στα νερά στη μέση του ποταμιού, ατάραχο και αμέριμνο. Παιδί μου πώς είσαι εκεί και μας ανησύχησες όλους; Οι φίλοι σου νόμιζαν ότι πνίγηκες! Τί έγινε; Καλά είμαι μητέρα μου, είπε εκείνο με ηρεμία. Με κρατά καλά η Κυρία του σπιτιού μας και δεν φοβάμαι. Η γυναίκα από την χαρά που το παιδί της ήταν ζωντανό δεν έδωσε και πολύ σημασία σ΄αυτά που έλεγε ο μικρός. Όταν όμως πήγαν στο σπίτι και εξιστόρησαν στον πατέρα όλα τα συμβάντα τότε έμειναν εμβρόντητοι από την περιγραφή. Όταν έπεσα στο ποτάμι έλεγε παραστατικά το παιδί, ήλθε αυτή η Κυρία του σπιτιού μας (δείχνοντας με το δάκτυλο του την μεγαλόπρεπη Εικόνα της Παναγίας μας) και με άρπαξε μέσα από το νερό και με κρατούσε στην αγκαλιά της μέχρι να έλθετε να με βρείτε. Όλοι θαύμασαν την παρρησία του μικρού παιδιού και προσκύνησαν την θαυματουργική Εικόνα της Παναγίας μας. Έτσι προστατεύει η Παναγία μας όσους την αγαπούν και την επικαλούνται. Σκεφθήκαμε άραγε πόσες φορές στη ζωή μας καθημερινά ένα αόρατο προστατευτικό χέρι μας αρπάζει και μας γλιτώνει από ποικίλους κινδύνους; Πολλοί αποδίδουμε στη μοίρα ή στη τύχη την σωτηρία μας. Εάν όμως δούμε τα πράγματα με ειλικρίνεια τότε θα μαρτυρήσουμε ότι η αόρατη προστασία του Θεού και της Παναγίας, μας έσωσαν και μας διαφύλαξαν. Ας ευχαριστούμε και ας παρακαλούμε την κατά χάριν μητέρα μας την Υπεραγία Θεοτόκο, να είναι παναγιοφύλακτη η ζωή μας και να είμαστε πάντοτε δυνατοί και κραταιοί κάτω από την σκέπη Της.
Μοναχός τις, Αδάμ τω ονόματι, ήτον εις Κοινόβιον, περίσσα ενάρετος, οπού ποτέ δεν εσκανδαλίσθη τινάς με του λόγου του. Επάνω εις όλας τας αρετάς είχε προς τα Θεία την ευλάβειαν άμετρον, και τόσον εχαίρετο όταν ανεγίνωσκεν αυτός, ή έτεροι Αδελφοί τινά θαυματουργίαν, ή εγκώμιον της Υπεραγίας Θεοτόκου, οπού ησθάνετο περισσοτέραν γλυκύτητα, πάρεξ να έτρωγε την ωραιότερην βρώσιν. Μάλιστα δε πολλάκις υστερείτο της σωματικής βρώσεως, διά να απολαμβάνη την ψυχήν, ήγουν την μελέτην και θείαν Ανάγνωσιν. Ούτω πολιτευόμενος ο μακάριος ησθένησεν εις θάνατον. Εις δε από τους Αδελφούς τον επαρακάλεσε να ειπή πώς ηξιώθη τοιαύτης χάριτος˙ Λέγει του ο Αδάμ˙ Όταν ήμουν παιδίον εις το σχολείον, είχα εις την κεφαλήν λέπραν, και εύγαινε δυσωδία τοσαύτη, οπού τινάς δεν ηδύνετο να μου πλησιάση. Λοιπόν είχα περί τούτου θλίψιν πολλήν, διατί εξωδίασα εις τους ιατρούς πολλά χρήματα, και τινά ωφέλειαν δεν εγνώρισα, όμως υπέμενα την θλίψιν καρτερικώς, και ευχαρίστων τον Κύριον. Πάντοτε δε όταν υπήγαινα εις το σχολείον, επέρνουν από μίαν Εκκλησίαν της Παναγίας, και προσηύχομουν ώραν ικανήν με ευλάβειαν. Από δε τας Αγρυπνίας των Εορτών ποτέ δεν έλειψα˙ και μίαν νύκτα μου εφάνη πως εσήμαναν τον Όρθρον, και εγερθείς απήλθον εις τον ρηθέντα ναόν, τον οποίον ευρών κεκλεισμένον, εσταμάτησα έξωθεν προσευχόμενος. Τότε βλέπω και ανοίχθησαν αι θύραι, και έσωθεν ήτον φωτοχυσία πολλή. Όθεν εισελθών μετ’ εκπλήξεως βλέπω επτά ωραόταταις κορασίδαις. Μια δε λαμπροτέρα των άλλων επί θρόνου καθεζομένη, ως τούτων βασίλισσα, είπε προς με˙ Διατί τέκνον δεν επιμελάσαι να θεραπεύσης της κεφαλής σου την ασθένειαν; Εγώ δε είπον˙ Πολλά εκοπίασαν, Κυρία μου, οι συγγενείς και φίλοι μου να με ιατρεύσουν, αλλά δεν εδυνήθησαν. Η δε είπε˙ Γνωρίζεις με; Λέγω της˙ Ουχί, Δέσποινα. Τότε μου λέγει˙ Εγώ ειμί η Μήτηρ του Ιησού και ήλθον επί ταυτού εδώ, οπού έχεις συνήθειαν να προσεύχεσαι να σε θεραπεύσω. Ταύτα είπε, και μου έκαμνε νεύμα να πλησιάσω. Και βάνει την άχραντον χείρα αυτής εις το κεφάλι μου, λέγουσα˙ Εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, έστω υγιής η κεφαλή αύτη, και ποτέ να μη πονέση έως θανάτου, διά την ευλάβειαν, οπού έχει προς με. Και ούτως η μεν ανήλθεν εις ουρανούς, εγώ δε έμεινα όλος υγιής. Και από τότε έγεινα Μοναχός, και εδούλευον της ευεργέτου με όσον πόθον γινώσκεις, διά να μη φανώ προς εκείνην αχάριστος, και τώρα υπάγω αγαλλιώμενος να την υμνώ, και να την δοξάζω διηνεκώς και ακαταπαύστως μετά πάντων των Αγίων. Ταύτα ειπών ο αείμνηστος ανεπαύσατο εν Κυρίω. ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ, ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ, ΤΟΥ ΕΝ ΤΩ ΑΓΙΩ ΟΡΕΙ ΤΟΥ ΑΘΩ ΑΣΚΗΣΑΝΤΟΣ ΜΕΡΟΣ Γ΄ ΘΑΥΜΑ ΝΘ΄
Ζούσε κάποτε μια ενάρετη και αγία γυναίκα, η οποία κοινωνούσε κάθε Κυριακή με ευλάβεια και ταπείνωση. Το θαυμαστό ήταν ότι μετά την χάριν της αγίας αυτής Μεταλήψεως ήτο υγιής όλη την εβδομάδα, χωρίς καθόλου να δοκιμάζει τροφή επίγεια, παρά μόνον την αγία Αναφορά.
Κάποιος ενορίτης, ανέφερε το θαύμα στον επίσκοπο κι αυτός του ζήτησε να της δώσει να φάει απλό άρτο, για να δουν αν από τη Θεία Χάρις είχε τόσο μεγάλη βοήθεια ή από φαντασία και πλάνη του δαίμονα.
Η γυναίκα έφαγε τον άρτο, νομίζοντας ότι είναι σώμα Κυριακό, όπως τις άλλες φορές και μόλις επέστρεψε στην οικία της, πείνασε τόσο πολύ που δεν κατάφερε να κρατήσει νηστεία. Πήγε τότε στον Πνευματικό και είπε ότι για τις αμαρτίες της, ο Θεός της στέρησε την προτέρα Χάρη κι έτσι δεν μπορούσε να κάμει νηστεία ούτε μια ώρα.
Μόλις πληροφορήθηκε αυτά ο Επίσκοπος, την κοινώνησε τον άγιο Άρτο και ευθύς εξαφανίστηκε η πείνα και κάθε ανάγκη του σώματος.
Έτσι έγινε φανερό ότι με την χάριν της Θείας Κοινωνίας φυλάγονταν όλη την εβδομάδα χωρίς να φάει τίποτε, και πλέον δεν την εμπόδισε ο Αρχιερέας από την Θεία Μετάληψη.