Η προσευχή είναι εσωτερική πράξη του πνεύματός μας. Το πνεύμα μας μπορεί να εκφραστεί με τις πιο ποικίλες μορφές. Όχι σπάνια, και ενδεχομένως μάλιστα ιδιαίτερα συχνά, με τη σιωπή μας ενώπιον του Θεού. Σιωπούμε, γιατί ο Θεός γνωρίζει όλο το βάθος της σκέψεώς μας, όλες τις προσδοκίες της καρδιάς μας, αλλά δεν είμαστε πάντοτε ικανοί να τις εκφράσουμε με λόγια. Ο Θεός όμως κατανοεί τις μυστικές κινήσεις της καρδιάς μας και απαντά σε αυτές.
Φοβούμαι λίγο ότι εσύ δεν υπολογίζεις αυτό ακριβώς που είπαμε πιο επάνω· ότι τείνεις να εκλάβεις την προσευχή ως στάση μπροστά στις εικόνες με την προφορά τυπικών εκφράσεων που θεσπίστηκαν από αιώνες (προσευχές Όρθρου και Εσπερινού ή Ψαλμών και τα παρόμοια). Βέβαια και στο είδος αυτό της προσευχής μπορεί κάποιος να συνηθίσει από τη νεότητά του και να το επιτελεί κάθε ημέρα. Αυτό όμως είναι τελείως ανεπαρκές, και η προσευχή αυτή δεν εξαντλεί καθόλου το θέμα της προσευχής.
Παρατηρώ ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι γίνονται ολοένα και λιγότερο ικανοί γι’ αυτό ακριβώς το είδος της προσευχής. Το φαινόμενο αυτό το αποδίδω στην εντεινόμενη διανοητική δραστηριότητα των ανθρώπων. Ο νους μας βρίσκεται σε συνεχή σχεδόν διέγερση από το πλήθος των κάθε είδους εντυπώσεων που μας προσεγγίζουν κατά τη διάρκεια της ημέρας· των εντυπώσεων της οράσεως και της ακοής. Από το πρωΐ αρχίζει ο εγκλωβισμός των ανθρώπων των πόλεων, αλλά τώρα και των χωριών, στην κοσμική ζωή, που παρασύρει τον νου και τη φαντασία μας στην εξέλιξη των γεγονότων και τα αισθήματά μας στη συμμετοχή σε αυτά.
Πώς λοιπόν με τους όρους αυτούς να αναχθούμε σ’ εκείνη την ησυχία του νου και την ηρεμία της καρδιάς, που είναι πράγματα τόσο απαραίτητα για την προσευχή; Να το ερώτημα. Σε αυτό θα επανέλθουμε πάλι κάποτε, αν ο Θεός ευδοκήσει, ενώ τώρα θα μεταφερθώ λίγο σε άλλο θέμα, στην προσωπική σου περίπτωση.
Γράφεις ότι, όταν βλέπεις την ανικανότητά σου να βρεις την προσευχή, όταν σταθείς σε προσευχή, συναισθάνεσαι τη μηδαμινότητά σου. Και αυτό σε αποκαρδιώνει. Μην αποθαρρύνεσαι. Μην ανησυχείς πολύ με αυτή την περίπτωση. Να παρασταθεί κάποιος ενώπιον του Θεού δεν σημαίνει καθόλου να «σταθεί μπροστά στις εικόνες», αλλά να Τον αισθανθεί στο βάθος της συνειδήσεώς του ως Εκείνον που γεμίζει με την παρουσία Του τα πάντα. Να Τον ζήσει ως την αληθινή Πρωταρχική Πραγματικότητα από την οποία προέρχεται ο κόσμος στην τάξη της κατώτερης, δεύτερης δημιουργημένης κτιστής πραγματικότητος. Γι’ αυτό μπορεί να είναι κατάλληλη η κάθε στάση στην οποία βρίσκεται το σώμα: είτε κατακλίνεται, είτε βαδίζει, είτε κάθεται, είτε στέκεται και τα παρόμοια.
Αν ο νους και η καρδιά σου δοκιμάζουν προσευχητική διάθεση κατά την ανάγνωση της Αγίας Γραφής, τότε μένε σε αυτήν όσο δεν διακόπτεται η προσευχητική αυτή διάθεση. Ο κανόνας είναι ο εξής: Κάθε λόγος, κάθε θέση του σώματος, στα οποία ο νους και η καρδιά ενώνονται σε μια ζωή της μνήμης του Θεού, δεν πρέπει να αλλάζει, ωσότου εξαντληθεί ο νους ή η καρδιά ή το σώμα.
Οι παρατηρήσεις μου επάνω στους σύγχρονους ανθρώπους με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι βολικότερο γι’ αυτούς να προσεύχονται στους ναούς, ιδιαίτερα κατά τη Λειτουργία. Η λειτουργική προσευχή με τη συχνή θεία μετάληψη αποτελεί το πλήρωμα. Αλήθεια, για να πραγματοποιηθεί αυτό, είναι απαραίτητο να την ζει κάποιος και να την κατανοεί. Τότε αποκαλύπτεται ότι η Λειτουργία αγκαλιάζει με τη χάρη της όλη τη ζωή μας· σ’ αυτήν περικλείονται όλα τα επίπεδα του είναι μας κατά την αναφορά του προς τον Θεό. Η Λειτουργία, αν βεβαίως βιώνεται με όλο το είναι μας, επιτρέπει να τη ζήσουμε ως αληθινά Θεία Πράξη, που περιλαμβάνει όχι μόνο αυτό τον ορατό κόσμο, αλλά και όλον εκείνον που άπειρα ξεπερνά τα όριά του. Μη εμβαθύνοντας στον χώρο αυτό ο άνθρωπος μπορεί εύκολα να περιπέσει στη συνήθεια που τον ερημώνει και τον νεκρώνει. Είναι απαραίτητο να αυξάνει αδιάκοπα στη γνώση του Θεού και να μην επιτρέψει να μετατραπεί η Λειτουργία σε λεπτομέρεια της ευσεβούς βιοτής μας. Επειδή ακριβώς η ζωή μας έγινε φτωχότερος χώρος για τη Λειτουργία, ζήσαμε όλοι τη βαθειά κρίση. Οι άνθρωποι άρχισαν να στρέφονται με μεγάλη ικανοποίηση σε κάθε είδους ανάγνωσμα ή διασκέδαση, προτιμώντας αυτά αντί της Λειτουργίας. Με αυτό τον τρόπο αναπαύονταν καλύτερα και μάλιστα ικανοποιούσαν την απαίτηση να αυξάνουν τις γνώσεις τους. Αυτό είναι πλήρως κατανοητό και δικαιολογημένο. Ο άνθρωπος κατά τη φύση του είναι όν που τείνει προς την τελειότητα, προς τη γνώση, και ακόμη προς την απόλυτη γνώση και το πλήρωμα του Είναι. Να λοιπόν το παράδοξο: Εξαιτίας της τάσεως αυτής προς την απόλυτη τελειότητα, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση, οι άνθρωποι απομακρύνονται από εκείνο τον «χώρο», ο οποίος δόθηκε από τον Θεό ακριβώς για την απόκτηση της γνώσεως και της ζωής αυτής.
Θα σου πω λίγα λόγια και για ένα επιπλέον πρόβλημα της εποχής μας. Δυστυχώς οι μορφές της εκκλησιαστικής ζωής και των ακολουθιών που θεσπίστηκαν δια μέσου των αιώνων δεν ανταποκρίνονται εντελώς στις αναζητήσεις και τις ανάγκες των συγχρόνων ανθρώπων. Και αυτό είναι κατανοητό. Οι μορφές αυτές δεν σχηματίστηκαν σε δικές μας εποχές, αλλά για ανθρώπους άλλης διανοητικής και ψυχολογικής αναπτύξεως και άλλης εμπειρίας της ζωής. Το πρόβλημα όμως αυτό στην Εκκλησία είναι εξαιρετικά περίπλοκο, και ως εκ τούτου η επίλυσή του προς το παρόν για ιδιαίτερες περιπτώσεις επιτυγχάνεται με αυτό τον τρόπο: Μερικοί άνθρωποι μη αποκομίζοντας από τις μορφές των εκκλησιαστικών ακολουθιών απαντήσεις για όλες τις ανάγκες τους, αισθάνονται επιπλέον την ανάγκη να αναπληρώσουν αυτή την έλλειψη στο σπίτι τους με μεγάλο τίμημα απώλειας δυνάμεως και χρόνου.
Ο επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ πριν από εκατό περίπου χρόνια έργραφε ότι ήδη στον καιρό του ακόμη και οι μοναχοί στα μοναστήρια, μη αποκομίζοντας από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες και την προσωπική χειραγώγηση όλα όσα τους χρειάζονται, είχαν την ανάγκη να διαβάζουν εντατικά τη Γραφή και τα έργα των Πατέρων. Χωρίς αυτά δεν μπορούσαν να προοδεύσουν [1]. Ακόμη περισσότερο ισχύουν όλα αυτά για τους συγχρόνους μας που ζουν στον κόσμο, και μάλιστα στον κόσμο που δεν προσεύχεται και έχει λησμονήσει τον Θεό.
Έτσι λοιπόν, μην ανησυχείς για την ανικανότητά σου να συγκεντρωθείς, όταν στέκεσαι στην προσευχή.Κράτησε πριν απ’ όλα τη μνήμη του Θεού και την ειρήνη της καρδιάς. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για σένα, εφόσον δεν το κατέχεις ισχυρά. Πρόσεχε, μη δαπανάς χωρίς όφελος τις λίγες σωματικές σου δυνάμεις.
Για να βρεις τον σωστό δρόμο, είναι καλύτερο απ’ όλα να το ζητήσεις από τον ίδιο τον Θεό στην προσευχή:
«Κύριε, Συ ο ίδιος δίδαξέ με τα πάντα … Δώσε μου τη χαρά της γνώσεως του θελήματός Σου και των οδών Σου … Δίδαξέ με να σε αγαπώ αληθινά με όλο μου το είναι, όπως μας παρήγγειλες … Οικοδόμησε τη ζωή μου έτσι, όπως Εσύ ο ίδιος την συνέλαβες στην προαιώνια βουλή Σου … Ναι, ακόμη και για μένα, γιατί Εσύ κανέναν δεν ξέχασες και κανέναν δεν έπλασες για απώλεια … Εγώ με αφροσύνη εκδαπάνησα τις δυνάμεις που μου έδωσες, αλλά τώρα, στο τέλος της ζωής μου, διόρθωσέ τα όλα Εσύ ο ίδιος, και ο ίδιος δίδαξέ με τα πάντα … Αλλά έτσι, ώστε πραγματικά το θέλημά σου να πραγματοποιηθεί στη ζωή μου, είτε εγώ το καταλαβαίνω είτε δεν το καταλαβαίνω μέχρι καιρού … Μην επιτρέπεις να πορευθώ σε ξένους δρόμους, που οδηγούν στο σκοτάδι … αλλά πριν παραδοθώ στον ύπνο του θανάτου, δώσε σε μένα την ανάξια να δω το Φως Σου, ώ Φως του κόσμου».
Κι έτσι, με δικά σου λόγια, να προσεύχεσαι για όλα με τον ίδιο τρόπο. Θα περάσει κάποιος χρόνος και η δύναμη των λόγων αυτών θα εισχωρήσει στο εσωτερικό της υπάρξεώς σου, και τότε θα ρεύσει αυτομάτως ζωή, όπως ακριβώς θέλει ο Κύριος. Κρίνοντας όμως εξωτερικά δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τίποτε.
Του μυροβλύτου εν ωδαίς και θείοις άσμασι,νυν μελωδήσωμεν πιστοί ύμνον επάξιον, του ολέσαντος τυράννου την ωμότητα, και απώσαντος Λυαίου την θρασύτητα, και Χριστόν Θεού Υιόν τρανώς κηρύξαντος, και βοήσωμεν· Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Άγγελοι εκπλαγέντες, ουρανόθεν ορώντες την άθεον ορμήν του τυράννου (εκ γ’) και συν τη αποφάσει αυτού, θανατούμενον όντα Δημήτριον κατήρχοντο και ήρχοντο, κραυγάζειν προς Αυτόν τοιαύτα·
Χαίροις μαρτύρων σεπτών ακρότης,
Χαίροις Αγίων φαιδρών λαμπρότης.
Χαίροις ότι ως κατάδικος καταβάς προς τον βυθόν,
Χαίροις ότι ως ασώματος αναβάς προς ουρανόν.
Χαίροις χοροστασίαις των Αγγέλων οικήσας,
Χαίροις ταις τιμωρίαις του τυράννου υποίσας.
Χαίροις απειλάς βασιλέων σοβήσας,
Χαίροις τας βουλάς των εχθρών καταργήσας.
Χαίροις στερρόν της πίστεως έρεισμα,
Χαίροις λαμπρόν φρονήσεως όρισμα.
Χαίροις ο ζων ψυχή σου και θανών εν τω σώματι
Χαίροις ο την ζωήν σου ουρανού έχων δόματι.
Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Βλέπων ο θείος Νέστωρ, εαυτόν εν ανδρεία, φησί τω βασιλεί θαρσαλέως· το εξαίσιον της απειλής αποτρόπαιόν μοι τη ψυχή φαίνεται. Λυαίον γαρ τον άθεον, εγώ φονεύσω, κράζων,
Αλληλούια.
Γνώσιν ένθεον έχων, των μαρτύρων το κλέος, Δημήτριος προς τον τύραννον έφη· εξ αψύχων υλών, πώς εστι γενέσθαι, τον Θεόν λέξον μοι· προς ον οι πιστοί σέβοντες Θεόν βοώμεν πλην εν φόβω·
Χαίροις Θεσσαλονίκης λαμπτήρ παμφαέστατος,
Χαίροις Λυαίου νίκης υπάρχων υπέρτερος.
Χαίροις το θείον μύρον εκ του τάφου σου βρύων,
Χαίροις τον θείον ζήλον εν καρδία σου φέρων.
Χαίροις ότι το αίμα σου υπήρχε λουτήριον,
Χαίροις ότι εξεύρες αμαρτιών λυτήριον.
Χαίροις των ειδώλων καταβάλλων την πλάνην,
Χαίροις των τυράννων εξελέγχων την μάνην.
Χαίροις την αιμόρρουν υγιάνας του πάθους,
Χαίροις την ψυχήν σου εξελκύσας του βάθους.
Χαίροις ότι Μαρίνον εξερύσω της λέπρας,
Χαίροις ότι τον Ίστρον τον πιστόν σου επέρας.
Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Δύναμις ουρανόθεν, κατεκράτησε τότε, τον Νέστορα προς το πολεμήσαι, και τα όπλα τα τούτου λαβών, την Λυαίου άκραν ισχύν, ευχερώς καθείλεν, αποδούς θάνατον και τότε προς τον πάντων Σωτήρα ανεβόα, ψάλλων,
Αλληλούια.
Έχων τον θείον πόθον, ευσεβής μονοκράτωρ κατέχειν Δημητρίου το σώμα· εξαπέστειλε τότε ευθύς, αλλ’ αυτός μη θέλων, το πυρ εκ τάφου εξέπεμψε και θάνατον ηπείλησε· και είπον προς αυτόν, εκείνοι εν φόβω·
Χαίροις ο των θαυμάτων ποταμός ανεξάντλητος
Χαίροις των τραυμάτων η εικών η ανέγκλητος.
Χαίροις το λείψανόν σου μη διδούς προσιούσι,
Χαίροις αγιασμόν σου σε διδούς προσκυνούσι.
Χαίροις το πυρ εξάλλων εκ του θείου σου μνήματος,
Χαίροις το φως νυν φέρων του ενθέου ενδύματος.
Χαίροις του τυράννου την μανίαν ελέγξας,
Χαίροις των ειδώλων την λατρείαν κατάξας.
Χαίροις λόγχαις οξυτάμοις νενυγμένος το σώμα,
Χαίροις αίμα σου αθέοις δεδωκώς ώσπερ πόμα.
Χαίροις καθαγιάσας πάσαν γην τω σω αίματι,
Χαίροις ο προσεγγίσαι κωλύσας τω σω σώματι.
Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Ζάλην άθεον έχων, λογισμών κακοδόξων, ο άφρων βασιλεύς εταράχθη· προς τους μάρτυρας μεν καθορών, την ειδώλων πλάνην μη κηρύττοντας· ημείς δ’ αυτών την άδικον σφαγήν τιμώντες, λεγομεν ούτως
Αλληλούια.
Ήκουσαν εκ περάτων, Δημητρίου τον φόνον, ον έδωκεν ο τύραννος άφρων· και νοούντες αυτόν θανόντα, προσδραμόντες τούτου, τα σεπτά έβλεπον, πάση τη γη, θαυμάσια πηγάζοντα, ον τιμώντες είπον·
Χαίροις ο ανταλλάξας των φθαρτών τα ουράνια,
Χαίροις ο καταρράξας των κακών τα συνέδρια.
Χαίροις συνεδριάζων τοις αΰλοις Αγγέλοις,
Χαίροις συγχοριάζων πολυμόχθοις Αγίοις.
Χαίροις ο συνδουλεύων τοις αχράντοις Χερουβίμ,
Χαίροις ο συνδιάγων τοις αμώμοις Σεραφίμ.
Χαίροις Κυριοτήτων την κυρίαν κατέχων,
Χαίροις των θείων θρόνων την καθέδραν ενέχων.
Χαίροις των Αγγέλων ο θερμότατος σύνδουλος,
Χαίροις Αρχαγγέλων εμφρονέστατος σύμβουλος.
Χαίροις των Οσίων το σεπτόν εγκαλλώπισμα,
Χαίροις των μαρτύρων το λαμπρόν αγαλλίαμα.
Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Θεοφόρον νομίζων, τον Δημήτριον έμφρων, θερμότατος ανήρ εν τη πίστει· και ως λύτρον κατέχων αυτόν, δι’ αυτού ερρύσθη φοβερού δαίμονος και ληψάμενος την λύτρωσιν, εχάρη τω Κυρίω κραυγάζων.
Αλληλούια.
Ίδε παις ορθοδόξων, ο Λεόντιος πάλαι, το άφραστον του μάρτυρος κράτος, και ελθών και προς τούτον αυτός την χλαμύδα έλαβεν αυτού, και έσπευσε τον Ίστρον εκπεράσαι και βοήσαι ποσίν αβρόχοις·
Χαίροις ο την χλαμύδα τερατουργούσαν έχων,
Χαίροις ο μη κηλίδα καταθολούσαν φέρων.
Χαίροις ότι τα ρείθρα σοι υπείκουσιν Ίστρου.
Χαίροις ότι σα ρείθρα ημίν φέρουσιν οίκτον.
Χαίροις ο των βαρβάρων καταργήσας ενέδρας,
Χαίροις ο των μαρτύρων κατοικών τας καθέδρας.
Χαίροις Θεσσαλονίκην του λιμού απαλλάξας,
Χαίροις ηλίου δίκην τους πιστούς καταλάμψας.
Χαίροις ο ρύσας πάντας της ειδωλομανίας,
Χαίροις ο λύσας πάντα τα δεσμά της δουλείας.
Χαίροις ο δους την χάριν πάσι τοις προσιούσι,
Χαίροις ότι συ πάρει αεί τοις σε αινούσι.
Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Κήρυκες ψυχοφθόροι γεγονότες οι πλάνοι, ανέτρεχον προς Θεσσαλονίκην, εκτελέσαντες ειδωλισμόν και κηρύξαντες αθεϊσμόν άπασιν· αφέντες δέ τυράννους, ώσπερ άνους οι Μάρτυρες είπον.
Αλληλούια.
Λάμψας ο θείος Νέστωρ, συν σεπτώ Δημητρίω απέβαλεν του ψεύδους τον ζόφον· τα γαρ είδωλα πάνυ στερρώς, αναθεματούντες ευχερώς πέπτωκεν, οι πιστοί δε σωθέντες εβόων προς τους εναθλούντας·
Χαίροις στερρόν Δημήτριε έρεισμα,
Χαίροις στιλπνόν ω Νέστορ αγλάϊσμα.
Χαίροις Νεστορίω την ισχύν χαρισάμενος,
Χαίροις τω Λυαίω την φθοράν δωρησάμενος.
Χαίροις πρώτος ελέγξας του τυράννου τον τύφον
Χαίροις δεύτερος στέρξας του προτέρου τον τύπον.
Χαίροις ο ταις λόγχαις δεξάμενος θάνατον,
Χαίροις ου τω ξίφει ζωήν λαβών άφθαρτον.
Χαίροις εν φυλακή φονευθείς ως κατάδικος,
Χαίροις ο εν τη γη κηρυχθείς ως αθάνατος.
Χαίροις ο προ θανάτου ενεργών τα τεράστια,
Χαίροις και μετά πότμον εκτελών τα θαυμάσια.
Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Μέλλουσα των μαρτύρων, η δυάς η αγία, μεθίστασθαι από του νυν κόσμου, επεδόθησαν άμφω στερρώς τω ανόμω φόνω, οι σεπτοί μάρτυρες, διόπερ εξεπλάγησαν οι ορώντες και εβόησαν τω Κυρίω·
Αλληλούϊα.
Νέον άσμα ευρόντες, γοερόν Δημητρίου βοώμεν τον εξόδιον ύμνον· εξ αθέου τυράννου γαρ νυν, αυθαδώς εσφάγη, ότι ουκ έθυσε τοις βδελυκτοίς ειδώλοις, ον ανυμνούντες θερμώς βοώμεν.
Χαίροις ως νεκρός εν τω τάφω φερόμενος,
Χαίροις ώσπερ ζων εν τω πόλω ελκόμενος.
Χαίροις νέον λουτρόν τω σω αίματι δείξας,
Χαίροις την σην ψυχήν μετ’ Αγγέλων συμμίξας.
Χαίροις ον ανυμνούσιν εν τοις πέρασι κόσμου,
Χαίροις ότι αντλούσι του σου μύρου εύοσμου.
Χαίροις λαμπτήρ εν τω μέσω μαρτύρων,
Χαίροις βολίς των ενθέων χαρίτων.
Χαίροις ο φοινιχθείς αγίω σου αίματι,
Χαίροις αγιασθείς και θείω σου σώματι.
Χαίροις αμαραντίνους δεξάμενος στεφάνους,
Χαίροις τους αοιδίμους κατοικών νυν θαλάμους.
Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Ξένον θαύμα ορώντες, των μαρτύρων το θάρσος τα είδωλα στερρώς μεταθέντων· διά τούτο γαρ ο υψηλός, τοις εν γη οικούσιν ευθαρσώς, δέδωκεν ειδώλων τα τοξεύματα βάλλειν· προς ον νυν βοώμεν·
Αλληλούια.
Όλος ην εν τοις άνω, τω νοΐ και ουδόλως απήν ο καθαρώτατος Μάρτυς, τη ισχύϊ τη θεϊκή των ειδώλων την πλάνην τρανώς ώλεσε και τον Χριστόν κηρύξας παρρησία, ακούει ούτως·
Χαίροις ότι εφρόνεις τα Χριστού του Θεού σου
Χαίροις ότι επόθεις τα τερπνά παραδείσου.
Χαίροις δρόμον ουρανού υψηβάτης φοιτήσας,
Χαίροις δόμους καθαρούς εν υψίστοις οικήσας.
Χαίροις ότι Αγγέλους συνοδίτας νυν έχεις,
Χαίροις ότι Αγίους συμπολίτας κατέχεις.
Χαίροις σάλπιγξ αγία τον Χριστόν σου κηρύξας,
Χαίροις άλπεις αχράντους παραδείσου οικήσας.
Χαίροις ένεκα μύρου του ενθέου σου σώματος,
Χαίροις άθεον λήρον ο ελέγξας του σκώμματος.
Χαίροις συ γαρ πλεκτάνας βασιλέως διέρρηξας,
Χαίροις συ γαρ τας πλάνας των ειδώλων κατέαξας.
Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Πασαν χάριν εδέξω, ουρανόθεν ω μάρτυς Δημήτριε, παράδοξα πράττειν, τον απρόσιτον γαρ ως Θεόν γεγονέναι έφης, προσιτόν άνθρωπον και τούτον μεν υπάρχοντα Υιόν Θεου· διό Αυτώ άδωμεν ούτως·
Αλληλούια.
Ρήτορας πολύστροφους, τους τυράννους ασόφους απέδειξας Δημήτριε μάρτυς· απορούσι γαρ βλέπειν, το πως των ειδώλων πλάνην καταργήσαι ίσχυσας· ημείς δε το παράδοξον θαυμάζοντες εν σοι βοώμεν·
Χαίροις το ρόδον της παρθενίας,
Χαίροις το άκρον της εγκράτειας.
Χαίροις ο προ του φόνου καθαρώς βιοτεύσας,
Χαίροις ο μετά φόνον προς Θεόν συνοδεύσας.
Χαίροις εν ω η λάμψις του Θεού μεν ενίδρυσε,
Χαίροις εν ω η χάρις της Τριάδος ενώκησε.
Χαίροις των ευσεβούντων η ορθότης και στάθμη,
Χαίροις των απιστούντων η οξύτομος σπάθη.
Χαίροις ο ανατέλλων τας ηλίου ακτίνας,
Χαίροις ο καταστέλλων τας τυράννου μανίας.
Χαίροις δένδρον χαρίτων πολλούς φέρων τους καρπούς.
Χαίροις των καλλινίκων συ φέρων τους βλαστούς.
Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Σώσαι μέλλων το γένος ορθοδόξων ο Μάρτυς, της πλάνης των αθέων ειδώλων, αυτεπάγγελτος ήλθεν ευθύς προς αυτόν τον πλάνον και μωρόν τύραννον κηρύξας τον Κύριον ως τέλειον Θεόν εβόα προς αυτόν το·
Αλληλούια.
Τείχος ει των μαρτύρων, αθλοφόρε και Μάρτυς, και πάντων των εις σε προσφευγότων· συ γαρ τον ουρανού και γης ποιητήν φανερών άπασι, καθείλες δε τον τύραννον και είδωλα· ημείς δε σοι βοώμεν·
Χαίροις την ρώσιν ασθενούσι παρέχων,
Χαίροις την ρύσιν του αιμόρρου συνέχων,
Χαίροις τοις υμνηταίς σου πάσαν χάριν πορίζων,
Χαίροις στήλη των χαρίτων υπάρχων,
Χαίροις θεία δυνάμει των ειδώλων κατάρχων.
Χαίροις αγνόν Θεού καταγώγιον,
Χαίροις σεμνόν Χριστού το εκλόγιον.
Χαίροις ότι το αίμα ώσπερ βάπτισμα έσχες,
Χαίροις ότι το σώμα τω θανάτω παρέσχες.
Χαίροις πύργος ο φθάνων από γης προς ουρανόν,
Χαίροις ότι υπάρχεις των ευσεβών ο κανών.
Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Ύμνον άπαντες Μάρτυς, της εξόδου σου τάφω προσφέρομεν ημείς, οι σοι δούλοι· δακρυρρόους δ’ ωδάς και ψαλμούς ει και προσφέρομέν σοι, ουδαμώς άξιον της σης τελούμεν, ων πρέπει σοι ταφής, αλλ’ ουν βοώμεν τω Σωτήρι
Αλληλούια.
Φωτοφόρος ο τάφος, ανεδείχθη σου Μάρτυς, την χάριν ώσπερ φως εξανάπτων· προσιούσί τε πάσιν χαράν και υγείαν, άφνω αποδούς έπεμπεν· ημείς δ’ ουν σοι προσιώντες νυν εκβοώμεν·
Χαίροις ο του εμπρησμού τον ναόν σου φυλάξας,
Χαίροις ο του πονηρού τας ενέδρας συνθλάσας.
Χαίροις των Σλαβίνων εκδιώξας το έθνος,
Χαίροις των ειδώλων κατεάξας το κράτος.
Χαίροις των βαρβάρων αποβάλλων τα θράση,
Χαίροις των τυράννων καταβάλλων επάρσεις.
Χαίροις ο φυλάξας την πόλιν σου άτρωτον,
Χαίροις ο ταράξας την πλάνην την άθεον.
Χαίροις Ονησιφόρον της κλοπής τιμωρήσας,
Χαίροις βλάβην ειδώλων εκ της γης καταργήσας.
Χαίροις προσφευγότων ασφαλές παραμύθιον,
Χαίροις προσιόντων της ψυχής το σωτήριον.
Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Χάριν άνωθεν έχων, ω Δημήτριε πάσας, εδίωξας έχθρων τας ενέδρας· εκηρύχθης δε επί γης, ως στερρός οπλίτης της χάριτος Χριστού και ρίψας ουν τα είδωλα, συμψάλλεις μετά πάντων ούτως·
Αλληλούια.
Ψάλλομέν σου το θαύμα, όπερ γέγονε Μάρτυς, ηνίκα την σην πόλιν προδούναι, απεφήνατο απίστοις Θεός, εξαπέστειλεν Αγγέλους ειπείν σοι τάχιστα· εκβλήθητι, μακρύνθητι και άπιθι της πόλεως, όθεν βοώμεν·
Χαίροις ότι βουλή σου η ση πόλις ελήφθη,
Χαίροις οτ’ ισχύϊ σου ο εχθρός κατηργήθη.
Χαίροις ο Αχιλλείω υπαντήσας φυγή σου,
Χαίροις ο Νεστορίω αποστείλας ισχύν σου.
Χαίροις ο τον Λυαίον καταβάψας εν αίματι,
Χαίροις ο τους απίστους καταθραύσας εν πνεύματι.
Χαίροις ο στερεώσας πόλιν ση παρουσία,
Χαίροις ο απολέσας ταύτην ση απουσία.
Χαίροις ο υμνολόγους αγαπών εν τω τάφω σου,
Χαίροις ο ψευδολόγους θανάτων εν τω κράτει σου.
Χαίροις ημίν χαρίζων των χαρίτων το πέλαγος
Χαίροις πάσι πορίζων του σου μύρου το έλεος.
Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
Ω μαρτύρων το ζεύγος, οι κηρύξαντες πάσι Θεόν τον υπερούσιον Λόγον (εκ γ’) εξοδίους υμείς, υμνολόγους ωδάς δεξάμενοι από πάσης νυν με συμφοράς ρύσασθε, και της μελλούσης θλίψεως, υμών πρεσβείαις, τον εκβοώντα τω Κυρίω
Αλληλούια.
Καί πάλιν τό κοντάκιον.
Ήχος πλ. δ΄. Τη Υπερμάχω.
Του μυροβλήτου εν ωδαίς και θείοις άσμασι, νυν μελωδήσωμεν πιστοί, ύμνον επάξιον, του ολέσαντος τυράννου την ωμότητα και απώσαντος Λυαίου την θρασύτητα, και Χριστόν Θεού Υιόν, τρανώς κηρύξαντος και βοήσωμεν· Χαίροις μάρτυς Δημήτριε.
(ποίημα του Αγίου Αθανασίου Γ΄ Πατελάρου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, του Βατοπαιδινού και χρηματίσαντος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης)