Wednesday, August 29, 2018

Η ακηδία αχρηστεύει τον άνθρωπο... ( Άγιος Παΐσιος )



- Γέροντα, τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα στην ακηδία και την αθυμία;

- Ακηδία είναι η πνευματική τεμπελιά, ενώ η ραθυμία αναφέρεται και στην ψυχή και στο σώμα. Καλύτερα όμως να λείψουν και τα δύο.


Η ακηδία και η ραθυμία μερικές φορές κολλούν και σε ψυχές που έχουν πολλές προϋποθέσεις για πνευματική ζωή, που έχουν ευαισθησία, φιλότιμο.


Σε έναν αδιάφορο ο πειρασμός δεν κάνει τόσο κακό. Ένας ευαίσθητος όμως άνθρωπος, αν στενοχωρηθή, νιώθει μετά ακηδία. Πρέπει να βρη τί τον στενοχώρησε και να το αντιμετωπίση πνευματικά, για να ξαναβρή το κουράγιο και να πάρη μπρος η μηχανή του. Να προσέχη να μην αφήνη αθεράπευτες πληγές , γιατί μετά κάμπτεται από τα τραύματά του.

Το ψυχικό τσάκισμα, το οποίο στην συνέχεια φέρνει και το σωματικό, τον αχρηστεύει. Ο γιατρός δεν βρίσκει τίποτε, γιατί την βλάβη την έχει προκαλέσει ο πειρασμός. Πόσες ψυχές που έχουν φιλότιμο, ευαισθησία, τις βλέπω αχρηστευμένες!


- Γέροντα, αισθάνομαι εξάντληση και δεν μπορώ να κάνω καθόλου πνευματικά (1). Αυτό προέρχεται από κούραση ή μήπως είναι από ραθυμία;


- «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή» (2), δεν λέει; Δεν είναι κούραση σωματική˙ ψυχικό τσάκισμα είναι. Αυτό είναι χειρότερο από την σωματική κούραση. Με το ψυχικό τσάκισμα ξεβιδώνεται κανείς και γίνεται σαν ένα όχημα που όλα τα εξαρτήματά του είναι καλά, αλλά η μηχανή του είναι διαλυμένη.


- Γέροντα, βλέπω ότι, ενώ πρώτα αγαπούσα τα πνευματικά, τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε.


- Γιατί δεν μπορείς να κάνης τίποτε; Δεν έχεις δυνάμεις; Εγώ βλέπω ότι έχεις. Δεν θυμάσαι παλιά, όταν χτιζόταν το μοναστήρι και δούλευες όλη μέρα στο γιαπί, πόσα πνευματικά έκανες;


- Μήπως, Γέροντα, φταίει που έδωσα όλον τον εαυτό μου στις δουλειές;


- Πιο πολύ φταίει που άφησες τον εαυτό σου χαλαρό. Κοίταξε να τον σκληραγωγήσης˙ να αγαπήσης την άσκηση. Εγώ, που έχω μισό πνεύμονα, ξέρεις πόσες μετάνοιες κάνω; Δεν μπορώ να σου πω. Μόνο για τα κομποσχοίνια, που κάνω με μικρές μετάνοιες, σου λέω ότι, όταν κουράζεται το ένα χέρι, κάνω τον σταυρό μου με το άλλο.


Αυτά σου τα λέω από αγάπη. Άλλοι δεν έχουν τις προϋποθέσεις που έχεις εσύ, και ξέρεις πώς αγωνίζονται, πώς παλεύουν; Εσύ για λοκατζής κάνεις! Πώς άφησες έτσι τον εαυτό σου; Εγώ θα προσεύχωμαι για σένα, αλλά, για να βοηθηθής, πρέπει κι εσύ να κάνης μια προσπάθεια.


Κατάλαβες; Στα πνευματικά πρέπει να δώσης όλον τον εαυτό σου, και τότε θα αποδώσης και στην διακονία σου.

- Γέροντα, μερικές φορές, όταν είμαι στο κελλί, με πιάνει ακηδία.

- Στο κελλί σου δεν προσεύχεσαι, δεν μελετάς. Όσο μπορείς, να μην αφήνης να περνάη ο χρόνος χωρίς να κάνης τίποτε. Δεν μπορείς να προσευχηθής; Ας μελετήσης κάτι που σε βοηθάει εκείνη την ώρα. Διαφορετικά ο διάβολος μπορεί να εκμεταλλευθή την άσχημη κατάστασή σου και να σε εξουθενώση.

Από το βιβλίο: « ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ ζ΄ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Friday, August 24, 2018

Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης για την Υπεραγία Θεοτόκο

Ὁ ἅγιος Διονύσιος, τρία χρόνια μετά τή μεταστροφή του, ἐπισκέφτηκε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο στά Ἱεροσόλυμα, στό σπίτι τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὅπου ἐκείνη ἔμενε μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Νά τί γράφει σχετικά μέ τήν ἐπίσκεψη αὐτή σέ μίαν ἐπιστολή του πρός τόν Ἀπόστολο Παῦλο:

Παραθέτουμε στή συνέχεια τη μαρτυρία γιά τη Θεομήτορα ενός συγχρόνου της, τού άγιου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, μορφωμένου και ονομαστού Αθηναίου, πού μεταστράφηκε στή χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Ο άγιος Διονύσιος, τρία χρόνια μετά τη μεταστροφή του, επισκέφτηκε τήν Υπεραγία Θεοτόκο στά Ιεροσόλυμα, στό σπίτι του Ευαγγελιστού Ιωάννου, όπου εκείνη έμενε μετά τήν Ανάληψη του Κυρίου. Να τί γράφει σχετικά με τήν επίσκεψη αυτή σε μιαν επιστολή του πρός τον Απόστολο Παύλο:
«Δεν πίστευα —το ομολογώ ενώπιον του Κυρίου, ω θαυμάσιε οδηγέ και ποιμένα μας— ότι εκτός από τον ύψιστο Θεό ήταν δυνατό να υπάρχει οποιοδήποτε πρόσωπο πού να είναι γεμάτο από θεία δύναμη και θεία χάρη. Όμως, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φανταστεί αυτό πού είδα και κατάλαβα όχι μόνο με τα ψυχικά μου μάτια αλλά και με τα σωματικά Είδα, λοιπόν, με τα μάτια μου τη θεόμορφη και αγιότερη απ’ όλα τα ουράνια πνεύματα Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
 Ήταν ένα δώρο της χάριτος του Θεού, της συγκαταβατικότητας του κορυφαίου αποστόλου (Ιωάννου), καθώς και της απέραντης καλοσύνης, ευσπλαχνίας και ευμένειας της ίδιας της Παρθένου. Ομολογώ ξανά και ξανά μπροστά στον παντοδύναμο Θεό, μπροστά στον πανάγαθο Σωτήρα και μπροστά στην ένδοξη και πάντιμη Μητέρα Του, πώς, όταν με οδήγησε σ’ εκείνην, τη θεόμορφη και παναγία Παρθένο, ο Ιωάννης, η κεφαλή των ευαγγελιστών και των προφητών, πού, ενώ ζει με σάρκα, λάμπει όπως ο ήλιος στον ουρανό, με τύλιξε μια θεία λάμψη, λάμψη ζωηρή και αμείωτη, φωτίζοντάς με όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, καθώς και μια υπερκόσμια, μια υπέροχη ευωδία με συνεχείς εναλλαγές.


Ούτε το πνεύμα μου ούτε το αδύναμο σώμα μου μπορούσαν να βαστάξουν τόσα και τέτοια σημεία, πού συνιστούσαν πρόγευση της αιώνιας μακαριότητας και δόξας. Παρέλυσε η καρδιά μου και σχεδόν έσβησε το πνεύμα μου από τη θεία δόξα και χάρη της. Βεβαιώνω μπροστά στον Θεό πώς, αν δεν είχα φυλάξει στήν καρδιά μου και στον νεοφώτιστο νου μου τις θεόπνευστες διδαχές και υποθήκες Του, θά είχα θεωρήσει τήν Παρθένο θεό και θά τήν είχα προσκυνήσει έτσι όπως προσκυνούμε τον μόνο αληθινό Θεό. 

Γιατί κανένας νους δεν μπορεί να φανταστεί γιά άνθρωπο δοξασμένο από τον Θεό δόξα ανώτερη από τη δόξα εκείνη πού αξιώθηκα εγώ, ο ανάξιος, να δώ, ούτε μακαριότητα μεγαλύτερη από τη μακαριότητα πού αξιώθηκα να γευθώ. Ευχαριστώ τον ύψιστο και πανάγαθο Θεό μου, την Παναγία Παρθένο, τον κορυφαίο Απόστολο Ιωάννη, καθώς κι εσένα, τήν ανώτατη και επισημότατη κεφαλή της Εκκλησίας, πού σπλαχνικά μου φανέρωσε μια τέτοια ευεργεσία» .

Monday, August 20, 2018

Συνάντηση με έναν ταξιτζή…που ήταν ο Άγιος Νεκτάριος!!!



Toυ π. Ιεροθέου Ανδρουτσόπουλου

Κάποιος μου είπε λίγες ημέρες πριν πως πάτερ, έχεις καιρό να γράψεις κάτι.

Και του απάντησα πως συνηθίζω να λερώνω με μελάνι τις λευκές γραμμές του χαρτιού, μόνο όταν κάτι συμβαίνει και μου προξενεί το ενδιαφέρον ή μου προκαλεί την ευαισθησία. Και είναι αλήθεια, πάει καιρός από τότε.

Πάντα όμως εκεί που δεν το περιμένεις, κάτι έρχεται να σου αναταράξει για λίγο την ησυχία και ίσως και την εφησυχάζουσα συνείδησή σου.

Σκέψεις, λογισμοί, απορίες, αγωνίες όλο αυτό τον καιρό για την νέα αυτή χρονιά, προβληματισμοί του παρόντος, αμφιβολίες για την πορεία του μέλλοντος, την προσωπική ευτυχία και την γενικότερη κατάσταση στον κόσμο, βασανίζουν την καρδιά σου, την σκέψη μου, την ψυχή μας. Γενικότερη η ανησυχία. Μεγάλη η ανεργία. Πλήθυνε λένε η ανομία. Εγκαθίσταται η αναρχία. Στερείται η ελευθερία μας. Χάνεται η γεωγραφική μας κυριαρχία. Τα πάντα αλλάζουν. Και ξαφνικά αισθάνεσαι ότι δεν υπάρχει πια ελπίδα, δεν πρόκειται να σωθείς, σου λένε επίμονα ότι ο Θεός πέθανε, ότι δεν υπάρχει ζωή.

« Θεέ μου τι κόσμος! Βοήθησε με να σωθώ. Να μην σέρνομαι στο χώμα. Αναζωπύρωσε μέσα μου την φλόγα της ελπίδος. Μπορείς άλλωστε. Τι είναι για Σένα ένα θαύμα! Συγχώρεσε την παρρησία μου. Σε αισθάνομαι Πατέρα. Θέλω να νιώθω άνετα μαζί σου».

Αυτές ήταν οι σκέψεις μου. Τις μοιράστηκα μαζί σας. Με βασάνιζαν, δεν σας το κρύβω. Μέχρι που ένας ταξιτζής, άνθρωπος του μεροκάματου, μου έλυσε την απορία. Σου κάνει εντύπωση; Και όμως.

« Πάτερ, μου είπε, άκου αυτό που θα σου πω και πες μου. Σε ένα φίλο, αδελφικό, του διέγνωσαν καρκίνο. Φοβήθηκε. Ταράχτηκε όλη η οικογένειά του. Τον έπιασε τρόμος. Εξετάσεις, αποτελέσματα, επισκέψεις σε γιατρούς, μαγνητικές, αξονικές στο κεφάλι. Τελευταία ελπίδα ,του είπαν, στο εξωτερικό , ένα διαγνωστικό κέντρο στην Γαλλία, για ειδικές εξετάσεις .

Γαλλία, ημέρα Σάββατο , ένα όμορφο πρωινό, στην αναμονή ή στην προσμονή των αποτελεσμάτων , εκεί σε μια στάση, στριμωγμένος με πολύ κόσμο. Ψάχνοντας ταξί. Έπειτα από αρκετή ώρα αναμονής ένα ταξί σταματά εμπρός του και του ανοίγει την πόρτα. «Πηγαίνετε με στο τάδε ξενοδοχείο» , είπε στα γαλλικά, μα κατάλαβε ότι ο ταξιτζής ήταν Έλληνας. «Τι κάνεις στην Γαλλία», τον ρώτησε. «Ήρθα για κάτι εξετάσεις». «Καλά δεν υπάρχουν νοσοκομεία στην Ελλάδα»;.

Ε, για καλύτερα, απάντησε. « Ξέρω ένα καλό νοσοκομείο εκεί στην Αίγινα, πήγαινε εκεί.» Η κούρσα τελείωσε , η απροσδόκητη επαφή με τον ταξιτζή, χάθηκε.

Στην Ελλάδα, λίγες ημέρες μετά, μου συνέχισε την διήγηση ο ταξιτζής που με έφερνε στο μοναστήρι, ο φίλος ρώτησε ποιο νοσοκομείο υπάρχει στην Αίγινα για να πάει. Του απάντησα πως η Αίγινα φημίζεται μόνο για τον Άγιο Νεκτάριο. Δεν έχει νοσοκομείο για ασθενείς με καρκίνο. Πήγε, τελικά, στο Μοναστήρι του Αγίου, και μπαίνοντας μέσα είδε την αγιογραφία με τον Άγιο Νεκτάριο. Λιποθύμησε. Τον ήξερε αυτό τον Άγιο.Ήταν ο ταξιτζής της Γαλλίας!!!»

Και τότε πήρα την απάντηση στα ερωτηματικά που περιέγραψα παραπάνω. Ένας ταξιτζής σε μένα έλυσε την απορία της αγωνίας, κατάλαβα ότι υπάρχει Ζωή και αυτή την ζωή θέλω να ζήσω, και ένας άλλος ταξιτζής (Άγιος Νεκτάριος) στον ασθενή αδελφό έδωσε την υγεία και την λύση στο αδιέξοδο της αρρώστιας.
http://agapienxristou.blogspot.com/2015/02/blog-post_41.html

Friday, August 17, 2018

Καντήλι μπροστά στήν εἰκόνα της Παναγίας μας ἔχετε; ( Γέροντας Κλεόπας Ηλιέ )

Έλεγε ο Γέροντας Κλεόπας Ηλιέ: 
«Γνωρίζετε ἐσεῖς ποιά εἶναι ἡ Μητέρα του Κυρίου μας καί πόσο ἀγαπᾶ καί πόση ἡ δύναμίς της καί πόσο τό ἔλεός της; Εἶναι ἡ Μητέρα μας, ἡ ὁποία ἔχει ἔλεος γιά τούς πτωχούς καί τίς χῆρες καί τούς λοιπούς Χριστιανούς. Πάντοτε προσεύχεται στόν Σωτῆρα Χριστό γιά ὅλους μας».

Σχεδόν σέ κάθε κήρυγμά του ὁ π. Κλεόπας ἐρωτοῦσε τούς Χριστιανούς: 
«῎Εχετε τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας μας στό σπίτι σας; Καντήλι μπροστά στήν εἰκόνα της ἔχετε;».
Κατόπιν τούς συμβούλευε:«Νά πάρετε τήν Προστάτιδα καί Βοηθό μας, τήν Μητέρα μας πού εἶναι στούς οὐρανούς καί στήν γῆ νά τήν βάλετε στά σπίτια σας! Αὐτή εἶναι ἡ Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς!

‘Εάν θά πάρετε Αὐτή τήν Προστάτιδα Παναγία στά σπίτια σας καί τῆς διαβάζετε κάθε πρωῒ μέ τό καντήλι της ἀναμμένο τούς Χαιρετισμούς της καί τό βράδυ τήν Παράκλησίν της, θά τήν ἔχετε βοηθό σ’ ὅλη τήν ζωή σας καί τή στιγμή τοῦ θανάτου σας καί τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. . .

Γνωρίζετε πόσο δύναται νά βοηθήση η Θεοτόκος Μητέρα μας μπροστά στόν Θρόνο τῆς Παναγίας Τριάδος; ‘Εάν δέν ὑπῆρχε Αὐτή, πιστεύω ὅτι αὐτός ὁ κόσμος θά ἐχάνετο ἀπό πολύ παλαιότερα! 
Γέροντας Κλεόπας Ηλιέ

Tuesday, August 14, 2018

Τι είναι η Θεοτόκος στην ζωή των μοναχών ( Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης )


Η Θεοτόκος, έχοντας παρρησία ενώπιον του Θεού ως μητέρα του, είναι η μοναδική που μπορεί να χαρίση στον μοναχό την μετά παρρησίας κοινωνία με τον Θεόν. Αυτή διά μέσου αγίων, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και άλλοι, ανάγει το πνεύμα του μοναχού στον ουρανό, διανοίγει την καρδιά του και τον καθιστά ικανό να χωρή τον Θεόν. Αυτή τον φωτίζει, αυτή του μαθαίνει και του εμπνέει την ευχή και τον πληροφορεί για τον Υιόν της και Θεόν της. Ο μοναχός διά της Θεοτόκου γίνεται πρόσλημμα του Χριστού.



Αυτό συνέβη κατ’ αρχάς στην Θεοτόκο. Όταν ο Μωυσής είδε την φλεγομένη και μη καιομένη βάτο, τον τύπο της Θεοτόκου και της σαρκώσεως του Κυρίου, δεν ήταν δυνατόν να κατανοήση ότι εκεί ήταν ο Θεός. Γι' αυτό ο Θεός τού είπε: Βγάλε το υπόδημά σου, «ὁ τόπος οὗτος γῆ ἁγία ἐστί». Ο Μωυσής έπρεπε να μυηθή στα μυστήρια της καινής βασιλείας, για να καταλάβη τι συνέβαινε. Αυτό έγινε πολύ αργότερα, κατά την μεταμόρφωσι του Κυρίου.


Εν συνεχεία, στην έρημο, ο Θεός κρυβόταν από τον λαό του Ισραήλ, πότε με την μορφή του πύρινου στύλου και πότε με την μορφή της φωτεινής ή γνοφώδους νεφέλης. Στις δύσκολες στιγμές τους οι άνθρωποι τα βάζουν συνήθως με εκείνον που αγαπούν, στις στιγμές δε του εγωισμού τους ή των πεποιθήσεών τους ή των επιθυμιών τους τα βάζουν με τον Θεόν. Αν ο Θεός δεν κρυβόταν, θα ήμασταν πρόθυμοι να τον διώκωμε και να τον οδηγούμε πότε στο πτερύγιο του ναού και πότε στην άκρη του βράχου, για να τον φονεύσωμε. Αν δεν κρυβόταν, κάθε φορά θα χρειαζόταν να διαφεύγη της προσοχής μας και των οφθαλμών μας, για να διασώζη τον εαυτό του.


Ιδιαίτερα όμως ο Θεός έπρεπε να κρύβεται από την μανία των ανθρώπων, όταν προσέλαβε την ανθρωπίνη φύσι και την εθέωσε. Η ευεργεσία που έκανε στο ανθρώπινο γένος με την ενσάρκωσί του ήταν υψίστη, αλλά όλοι εκείνοι που ένοιωθαν ότι η θεότητά τους -η υψουμένη με λογισμούς και επιθυμίες- ήθελε να διεκδικήση τα δικαιώματά της, ήταν φυσικό να στραφούν εναντίον τού κατελθόντος Θεού, ο οποίος ύψωσε και υπερύψωσε το ανθρώπινο γένος τόσο, ώστε να δημιουργήση την απορία των αγγέλων.


Κατά την ανάληψι του Κυρίου, όταν ο Κύριος επανήλθε στην αρχική του θέσι -που οπωσδήποτε ουδέποτε την είχε εγκαταλείψει, μόνον οικονομικώς είχε κατέλθει στην γη—, οι άγγελοι αναγκάσθηκαν να πληροφορήσουν τα ανώτερα τάγματα ότι «οὗτός ἐστιν ὁ Θεός ἡμῶν», για να περισώσουν τον Χριστόν από την έκπληξί τους.


Η επί γης ζωή του Κυρίου ήταν το δυσκολώτερο χρονικό διάστημα του αχρόνου Υιού και Λόγου του Θεού. Ο Κύριος έπρεπε να κρυφθή, για να μην αχρηστευθή το έργο του. Κρύφθηκε μέσα στα σπλάγχνα της Θεοτόκου, και έτσι η Θεοτόκος έγινε νεφέλη, γνόφος, βάτος, κατοικητήριο του συγκαταβάντος Θεού. Το ουσιαστικό «συγκατάβασις», κατά την θεολογική του έννοια, σημαίνει κρύψιμο του Θεού, για να μπορή ανενόχλητα να ενεργή και να αγιάζη τον άνθρωπο, ώστε να μην προκαλή την αντίδρασι του ανθρωπίνου εγώ. Δεν υπάρχει ισχυρότερο εμπόδιο στο έργο του Κυρίου και στην οικονομία του, από το ανθρώπινο εγώ. Είναι το μόνο που αντιστέκεται. Μία φορά αντιστάθηκε ο ασώματος άγγελος και όλο το τάγμα του έπεσε. Οι άνθρωποι συνεχώς επιπίπτουν εναντίον του Θεού. Με την λέξι λοιπόν συγκατάβασις, εννοούμε ότι ο Χριστός διαλέγει κάποιον οίκο, για να κρύψη την θεότητά του, και από εκεί στέλνει κάπου κάπου μία ακτίνα της θεότητός του, για να μη λησμονή το ανθρώπινο γένος ότι «οὗτός ἐστιν ὁ Θεός ἡμῶν», ο αληθινός Θεός. Ἔτσι, οι καρδιές που τον ποθούν και τον αναζητούν, μπορούν να τον αναγνωρίζουν και να του αφιερώνωνται.


Τέτοια συγκατάβασις ήταν η σάρκωσις του Κυρίου, και τέτοιο όργανο της συγκαταβάσεώς του, τέτοιο κατοικητήριο έγινε η Θεοτόκος. Αυτή η αμώμητος δέχθηκε τον μώμο των ανθρώπων, τις συνέπειες του ανθρωπίνου εγωισμού, την φυγή στην Αίγυπτο, τον κατατρεγμό εκείνων που την θεωρούσαν κοινή γυναίκα, και όλες τις ρομφαίες μέχρι την υστάτη, της σταυρώσεως του Υιού της. Δέχθηκε ακόμη και την τελευταία συγκατάβασι του Κυρίου, το ότι ουδαμού σχεδόν αναφέρεται το όνομά της.


Βεβαίως, διεισδύοντας στα μυστήρια, διαπιστώνομε ότι υποφώσκει και κατανοείται ο σεβασμός του Υιού και Λόγου προς την Μητέρα του, αλλά κατά το ανθρώπινο φαινόταν η διαφοροπoίησίς του προς αυτήν. «Τί ἐμοί καί σοί, γύναι;», της είχε πει στον γάμο της Κανά. Σαν να της έλεγε, «κάθισε στ’ αὐγά σου». Ἔτσι, κρατούσε τον εαυτό του σε έναν κρυψώνα και σε ουδέτερη θέσι απέναντί της, ακόμη και μετά την ανάστασι, ώστε τις πληροφορίες που λείπουν να τις αναπληρώνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτοί μας λέγουν ότι ο Κύριος εμφανίσθηκε πρώτα στην Παναγία και ότι η Παναγία ήταν η πρώτη ανάμεσα στους αποστόλους και τους υπολοίπους πιστούς κατά την Ανάληψι και την Πεντηκοστή. Κρυβόταν ακόμη και ο οίκος του Κυρίου, όχι μόνον ο Κύριος εν τω οίκω. Σκεφθήτε μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φθάση η μανία της ανθρώπινης ψυχής· τολμά να τα βάζη με τον σωτήρα και λυτρωτή της!


Η Θεοτόκος έκρυψε και κρύβει μέσα της τον συγκαταβάντα Θεόν, γίνεται το όργανο που μας ανοίγει «οπές», διά των οποίων εισέρχεται το άκτιστο φως στην καρδιά μας και στον νου μας. Έτσι, μας χαρίζει ουράνια δωρήματα και βιώματα και μας κάνει μετάρσιους, ώστε να έχωμε την δύναμι να πορευώμεθα στην ζωή. Στο έργο της όμως συναντά την ανθρώπινη βούλησι, καρδιά και αίσθησι, τον ατελή και επισφαλή ανθρώπινο παράγοντα. Σήμερα ίσταμαι και αύριο πίπτω· σήμερα συγκλονίζομαι από έναν θάνατο και λέγω θα μετανοήσω, και μετά από δύο ημέρες δεν θυμάμαι τίποτε και συνεχίζω τα ίδια. Σήμερα τα μάτια μου δακρύζουν μπροστά στον Χριστόν, ο οποίος σταυρούται ή ανίσταται ή αναλαμβάνεται ή αποστέλλει το Πνεύμα το Άγιον, μεθαύριο όμως, μόλις χρειασθή να έλθωμε εγώ και Εκείνος σε αντίθεσι, ευθύς αμέσως υψώνω το δικό μου ανάστημα. Εμείς οι άνθρωποι αυτό κάνομε ημέρα και νύκτα. Τι κάνομε όταν φιλονικούμε; Τι κάνομε όταν ραθυμούμε; Τι κάνομε όταν την νύκτα δεν αγρυπνούμε; Υψώνομε τον εαυτό μας μειώνοντας το ύψος του Κυρίου και Θεού μας.


Παρ’ όλα αυτά, η Παναγία καταφέρνει να χαρίζη φως στις ψυχές μας και βαθύτατα βιώματα στο σώμα της Εκκλησίας. Διά της αγάπης του Υιού της καθαγιάζει προφήτες και ασκητές στην καθημερινή ζωή, και γενικώς καθιστά όλη την Εκκλησία ένα πλήρωμα. Οι άγιοί της, η ιστορία της, ο μοναχισμός της, οι δογματικοί αγώνες της, τα σπήλαιά της, τα πάντα είναι γεμάτα από τέτοια βιώματα, από καθόδους του Θεού στην ανθρώπινη κοινωνία. Με τον τρόπο αυτό και αυτή η ανθρώπινη συσκηνία γίνεται τόπος συγκαταβάσεως, κρυψώνας του Κυρίου.


Αλλά και το μαφόριο της Παναγίας μας, ο μανδύας της, έκρυβε την θεότητα, την οποία προηγουμένως είχε κρύψει στα σπλάγχνα της, και τώρα κρύβεται μέσα στα δικά μας ιμάτια. Γι' αυτό ο κάθε μοναχός έχει άμεση σχέσι με την Παναγία, είναι ένα αποδεικτικό της θεότητος, ότι «ὁ Θεός ἔστη ἐν συναγωγῇ ἁγίων», ο Θεός ίσταται όπου ιστάμεθα όλοι εμείς.
Οι μοναχοί, όταν ψάλλουν το «Ἄξιόν ἐστι», έχουν την αίσθησι ότι μοιάζουν με τους αγγέλους, τους παρεστώτας ενώπιον του ουρανίου θρόνου. Στέκονται δε ακίνητοι και ασκεπείς, για να αποδώσουν την οφειλόμενη τιμή στην Παναγία, η οποία, και όταν ομιλή και όταν σιωπά, και όταν κυοφορή και όταν τίκτη, και όταν περιπατή στον Άθωνα ή μεταβιβάζη στον ουρανό τα αιτήματά μας, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά μας ανεβάζει και μάς κατεβάζει τον Θεόν· καταφέρνει να τον κάνη μόνιμο κάτοικο των καρδιών μας.


Η Θεοτόκος μας, η Μητέρα μας, είναι το προσφιλέστερο πρόσωπο όλων των Αγιορειτών, θα έλεγα και όλων των μοναχών. Χωρίς αυτήν ο μοναχός δεν είναι δυνατόν να κάνη έστω και ένα βήμα στην πνευματική ζωή του· δεν μπορεί να ψελλίζη το «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ούτε να μάθη την σημασία του. Με την βοήθεια της Παναγίας όλα αυτά γίνονται αληθινά βιώματα του κάθε ανθρώπου, προ πάντων όμως της Εκκλησίας, η οποία είναι πιο αυθεντική, ασφαλής και αληθής από εμάς.


Κάποιος μοναχός συνεχώς προσπαθούσε να κάνη περιεχόμενο του νου και της καρδιάς του το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ἐλέησόν με τον αμαρτωλόν». Επειδή δεν το πετύχαινε, παρεκάλεσε την Θεοτόκο να εγκαταστήση τον Κύριον μέσα στην καρδιά του δι’ αυτών των λέξεων. Εν τω μεταξύ, ο Γέροντάς του δεν του επέτρεπε να λογίζεται τα νοήματα της κάθε λέξεως, αλλά μόνον να παρακολουθή τις λέξεις, διότι, πολλές φορές, όταν ασχολούμαστε με τα νοήματα των λέξεων, συμβαίνει να περιπίπτωμε σε αγωνία, σε περισπασμό της διανοίας, σε καθυστέρησι ή σε συναισθηματικές καταστάσεις· άλλοτε συγχέομε τα ανθρώπινα αισθήματα και βιώματά μας με τα θεϊκά δωρήματα. Για να τον απαλλάξη ο Γέροντάς του από τέτοια περιπέτεια, του είχε επιβάλει να παρακολουθή μόνον τις λέξεις.


Βεβαίως, εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβη την σημασία των λόγων τού Γέροντός του, αλλά έκανε υπακοή. Μία νύκτα, όπως ήταν τόσο πολύ επηρεασμένος από το δίλημμα αυτό, θυμήθηκε την Θεοτόκο και της λέγει: Υπεραγία μου Θεοτόκε, ο Γέροντάς μου μου λέγει να παρακολουθώ μόνον τις λέξεις της ευχής. Η καρδιά μου όμως δεν μπορεί να το καταλάβη αυτό. Σε αφήνω εσένα να με βοηθήσης, και εγώ θα λέγω μόνον τις λέξεις, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».


Συνέχισε την ευχή, καθισμένος στο σκαμνάκι του ταπεινά και υποτακτικά, με ψυχρότητα στην καρδιά του, κάπως κουρασμένος και λίγο απογοητευμένος διότι, του καιρού παρερχομένου και απερχομένου, εκείνος δεν μπορούσε να έχη την πρόοδο που ήθελε. Ενώ όμως καθόταν, αιφνιδίως αντιλήφθηκε ότι τα χείλη του δεν ψέλλιζαν τίποτε, μόνον η καρδιά του έλεγε διαρκώς την γνωστή λειτουργική μας φράσι, «ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς». Καί αυτό το κατάλαβε από τα μουσκεμένα του μάτια και από την συντετριμμένη του καρδιά. Δεν ήξευρε αν κοιμόταν ή αν είχε ξυπνήσει, ήξευρε μόνον ότι είχε συλλάβει τον χώρο όπου συγκαταβαίνει ο Θεός, ότι ο Θεός είναι οικτιρμοί και έλεος. Ο Θεός, ο απρόσιτος μέχρι την ώρα εκείνη, ο Θεός ο ακατανόητος, ο υπερβατικός, ο αναφής έγινε προσιτός μέσα στην καρδιά του ως έλεος και οικτιρμοί.


Το έλεος μοιάζει με θάλασσα, στην οποία πέφτει κανείς και νοιώθει την άπλα της. Μόλις χαλαρώση τον εαυτό του και τον παραδώση στα κύματά της, αμέσως βλέπει ότι δεν βουλιάζει· αντίθετα επιπλέει. Οι οικτιρμοί δηλώνουν ότι αυτή η θάλασσα δεν είναι απλώς κάτι στο οποίο παραδίδεσαι, αλλά και κάτι που σου προσφέρεται· διότι οικτιρμοί είναι οι κινήσεις της θεότητος προς εμάς, είναι η έξοδος του Θεού από τον εαυτό του, οι θείες του ενέργειες, οι οποίες, εισχωρώντας στην καρδιά μας και στην ζωή μας, γίνονται ένα μαζί μας. Δηλαδή το κτιστό, που περιφέρομε στην σάρκα μας και στην ψυχή μας, ενώνεται με το άκτιστο και θεούται.


Ο προσευχόμενος λοιπόν μοναχός μπήκε μέσα στην θάλασσα, είδε πόσο μεγάλο είναι το έλεος του Θεού, κατάλαβε ότι οι οικτιρμοί του είναι μία αδιάλειπτος φωτοβολία, μία αδιάλειπτος μετάδοσις θεότητος, ενώθηκε με τον Θεόν εκείνη την ημέρα. Έκτοτε ουδέποτε, και αν ακόμη ήθελε, δεν κατόρθωσε να αντιστρατευθή στο θέλημά του. Η Θεοτόκος τού χάρισε αυτό το μεγάλο δώρο· το ίδιο θα κάνη και σε μας.


Πολλές φορές οι άνθρωποι λέμε ότι δώσαμε ό,τι μπορούσαμε στον Θεόν. Αλλά, ό,τι και αν δώσαμε, είναι ένα μηδέν, διότι τι έχομε που δεν το λάβαμε από τον Θεόν; Κανείς μας δεν έδωσε κάτι στον Θεόν, παρά μόνον ό,τι μας έχει χαρίσει Εκείνος. Επομένως, ό,τι του δίνομε του ανήκει. Ό,τι μας μεταδίδει διά των οικτιρμών του, διά των ενεργειών του, αυτό γίνεται δικό μας κτήμα. Ο Θεός δεν αναιρεί τον λόγο του, παραμένει πιστός. Μας χαρίζει αμεταμελήτως τα χαρίσματά του και τα κάνει κτήμα μας, χρήσι μας, νομή μας.


Ας ευχαριστήσωμε την Υπεραγία Θεοτόκο για όλες τις δωρεές της.

Saturday, August 11, 2018

Τα πράγματα του Θεού είναι απλά..



Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.
Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε. Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός.
Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή. Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...
- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.
Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να έρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:
- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:
- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του έφυγε όλη η αντάρα του μυαλού του.
Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.
- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.
- Κόπιασε, γιε μου, να ξαποστάσεις.
Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού.
Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.



- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
- Και σαν τι λες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.
- Και τα εννοείς;
- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.
- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.
- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της.
Μέρα – νύχτα το διάβαζε. Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:
- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.
- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.
Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιον Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον. Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόσαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;
- Ορίστε;
- Εκκλησία πας;
- Δεν καταλαβαίνω ...
- Την προσευχή σου την κάμεις;
- Τι εννοείς, γιαγιά;
- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;
- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.
- Αχ παιδάκι μου, εσύ εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές.
Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.
Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη. Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα.
Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ' ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».
- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

ΠΗΓΗ.ΑΗΔΟΝΙ

Thursday, August 9, 2018

Οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι βλέπουν τους ἑαυτούς τους ὡς ἁμαρτωλούς, ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοί βλέπουν τούς ἑαυτούς τους ὡς δικαίους.

Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς 1896 - 1966 καί ο Άγιος Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς διασπορᾶς Ἀσκητής καί Ὁμολογητής 1903 - 1985

«Οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι βλέπουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἁμαρτωλούς, ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοὶ βλέπουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς δικαίους.
Στὴν ψυχὴ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀφώτιστου ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν σκέπτεται γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, ὁ ὁποῖος δὲν σκέπτεται γιὰ τὴν διόρθωσή του, ὁ ὁποῖος δὲν σκέπτεται πῶς θὰ λογοδοτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅλα συγχωνεύονται καὶ ὁ ἴδιος δὲν δύναται νὰ κάνη κάτι ἐπαὐτοῦ· μόνον ὁ Παντεπόπτης Θεὸς βλέπει τὴν οἰκτρὰ κατάσταση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου τούτου.
Ἕνας ασκητὴς θρηνοῦσε συνεχῶς· ὁ υποτακτικός του τὸν ἐρώτησε:
«Πάτερ, γιὰ ποιὸ λόγο θρηνεῖς;».
«Γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, τέκνον μου», ἀπήντησε.
«Ὅμως, τί ἁμαρτίες ἔχεις; Καὶ γιατί θρηνεῖς γι αὐτὲς τόσο πολύ;».
«Τέκνον μου», ἀπήντησε ὁ Ἀσκητής, «ἄν ἔβλεπα τὶς ἁμαρτίες μου ὅπως εἶναι, σὲ ὅλη τους τὴν ἀσχήμια, θὰ σοῦ ζητοῦσα νὰ θρηνῆς καὶ σὺ γι αὐτὲς μαζί μου»!
Ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι ποὺ αὐτοὶ οἱ ἐξαιρετικοὶ ἄνθρωποι ὁμιλοῦσαν περὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους!''

Άγιος Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς διασπορᾶς Ἀσκητής καί Ὁμολογητής.

Monday, August 6, 2018

Πρέπει να μονάσω ή όχι; ( Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς )

Επιστολή στην κοπέλα που δεν μπορεί να αποφασίσει αν πρέπει να παντρευτεί ή να πάει στο μοναστήρι

“Εφόσον αμφιταλαντεύεσαι, κόρη, να ξέρεις ότι είσαι περισσότερο για γάμο παρά για μοναστήρι. Για μοναχικό βίο είναι εκείνοι στους οποίους δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο άγιος Σάββας δεν δίσταζε, ούτε η αγία Θεοδώρα, ούτε η αγία Ξένια, ούτε η Ευφημία, ούτε τόσες πολλές άλλες, οι οποίες υπήρξαν πραγματικές καλλιτέχνιδες του μοναχικού βίου.
Επειδή ” ού πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ΄οις δέδοται. ”
Εσύ λές πως συχνά τα βράδια κάθεσαι μαζί με τη μητέρα σου δίπλα στη φωτιά, και απαριθμείτε λόγους υπέρ και λόγους κατά. Ενώ εγω σου λέω: όσοι λόγοι και να είναι, και πάλι δεν θα αποφασίσουν οι λόγοι σε ποια πλευρά θα γύρεις αλλά η έλξη.
Η αγάπη στέκει πάνω από όλους τους λόγους.
Και εάν δεν σε οδηγήσει η αγάπη προς τον Χριστό στη μοναχική ησυχία του μοναστηριού, τότε η αγάπη για τον κόσμο θα σε κρατήσει στον κόσμο και θα σε καθοδηγήσει στο γάμο. Όμως και σ΄αυτή την δεύτερη περίπτωση εσύ μπορείς να είσαι ευλογημένη με την ευλογία της Σάρας και της Ραχήλ, μα και της ίδιας της μητέρας σου.
Η μεγάλη αγάπη προς τον Θεό δεν αντέχει τον κόσμο, δεν αγαπά συντροφιές, ζητά την μοναξιά.
Τούτη η αγάπη κίνησε χιλιάδες ψυχές, ώστε να απομακρυνθούν από τον πλατύ δρόμο του κόσμου στις βουβές ερημιές. Ώστε να συναντηθούν μόνες με τον αγαπητό Κύριο. Ώστε να έχουν μυστική συνάντηση με τον Δημιουργό τους, ο Οποίος είναι όλος αγάπη και κατ΄ όνομα και κατ΄ ουσία. Όμως πριν απ΄όλα, για να αξιωθούν αυτού του οράματος και τούτης της συνάντησης. Οι μοναχοί και οι μοναχές επωμίζονται και την νηστεία και τον κόπο, και την ταπείνωση και την αγρυπνία, και την φτώχεια και την υπακοή και όλες τις άλλες ασκήσεις μόνο και μόνο για να αξιωθούν αυτής της πνευματικής συνάντησης με τον Κύριο τους.
Και σ΄αυτό τον στενό δρόμο η ψυχή αξιώνεται αυτής της συνάντησης όταν απελευθερωθεί, καθαριστεί και στολιστεί. Από τί έχει απελευθερωθεί η ψυχή των απομονωμένων; Από όλους τους γήινους δεσμούς και την μεροληψία. Από τί να καθαριστεί; Από κάθε σωματική και γήινη αγάπη, από την αγάπη για το σώμα, για τους συγγενείς και τους φίλους, για το χωριό τους ή την πόλη, για την περιουσία, τα ενδύματα, τα φαγητά, τα κοσμήματα κλπ.
Με τί η ψυχή να στολιστεί; Μόνο με την αγάπη προς τον Χριστό, η οποία περιέχει μέσα της όλα τα άλλα στολίδια, όλο το μαργαριτάρι της πίστης, όλο τον άργυρο της ελπίδας και όλα τα πολύτιμα πετράδια όλων των άλλων αρετών.
Το σώμα που νηστεύει εξυπηρετεί τον μοναχό μόνο ως καθαρισμένο και ελαφρύ σκέπασμα τούτου του απέραντου ουράνιου πλούτου.
Έτσι σου γράφω όχι για να σε προσελκύσω στην μοναχική ζωή αλλά περισσότερο να σε αποτρέψω απ΄αυτήν. Επειδή εάν με ταλαντευμένο πνεύμα απομακρυνθείς από τον κόσμο, η λαχτάρα για τον κόσμο θα δυναμώσει μέσα σου και φοβάμαι θα σε καταβάλει. Και θα είσαι με το σώμα στο μοναστήρι και με την ψυχή στον κόσμο. Και ο κόσμος περισσότερο βασανίζει στον καθρέφτη της ψυχής παρά στην πραγματικότητα.
Να ευχαριστείς τον Θεό που εκτός από τον στενό δρόμο των μοναχών έδειξε και ένα λίγο πλατύτερο δρόμο προς την σωτηρία και την αιώνια ζωή. Ξεκίνα κόρη αυτόν τον πλατύτερο δρόμο, που αρμόζει περισσότερο στην κλίση σου. Ξεκίνα αυτόν τον δρόμο αλλά και πάλι με φόβο Θεού και εξ ολοκλήρου με εμπιστοσύνη στον Θεό. Αφού να ξέρεις και αυτός ο ευκολότερος δρόμος, δίχως Θεό δεν αντέχεται.
Η ευλογία του Θεού να είναι μαζί σου.
Βιβλίο: Δρόμος δίχως θεό δεν αντέχεται…

  Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

diakonima.gr

Saturday, August 4, 2018

Οταν μιλοῦν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ( Άγιος Παΐσιος )


 - Γέροντα, ὅταν μιλοῦν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ἢ κατὰ τοῦ Μοναχισμοῦ κ.λπ., τί πρέπει νὰ κάνη κανείς;
- Κατ' ἀρχάς, ἂν κάποιος μιλάει ἄσχημα λ.χ. γιὰ σένα ὡς ἄτομο, δὲν πειράζει. Νὰ σκεφθεῖς: «Τὸν Χριστό, ποὺ ἦταν Χριστός, Τὸν ἔβριζαν, καὶ δὲν μιλοῦσε, ἐμένα ποῦ εἶμαι ἁμαρτωλὸς τί μου ἀξίζει;». Ἂν ἔρχονταν νὰ βρίσουν ἐμένα ὡς ἄτομο, δὲν θὰ μὲ πείραζε καθόλου. Ἄλλα, ὅταν μὲ βρίζουν ὡς μοναχό, βρίζουν καὶ ὅλο τὸν θεσμὸ τοῦ Μοναχισμοῦ, γιατί ὡς μοναχὸς δὲν εἶμαι ἀνεξάρτητος, καὶ πρέπει νὰ μιλήσω. 
Σὲ τέτοιες περιπτώσεις πρέπει κανεὶς νὰ τοὺς ἀφήσει λίγο νὰ ξεσπάσουν καὶ ὕστερα νὰ τοὺς πεῖ δύο κουβέντες.



Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΛΟΓΟΙ Β΄, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ