Tuesday, November 29, 2016

θαύμα Παναγία ἡ Πορταΐτισσα



                  Ὁ πεινασμένος ὁδοιπόρος

Ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων εἶναι πολύ φιλόξενο μοναστήρι. Αὐτὸ ἀποδίδεται καὶ στὸ ἀκόλουθο περιστατικό:

Ἕνας φτωχός ἐργάτης, κουρασμένος ἀπὸ τὸν δρόμο, ἔφθασε τὸ μεσημέρι πεινασμένος στὴν πύλη τῆς μονῆς. Ζητήσε μόνο λίγο ψωμὶ ἀπὸ τὸν πορτάρη, γιατὶ βιαζόταν νὰ συνεχίσει τὴν πορεία του.

Ὁ πορτάρης, ἄγνωστο γιατί, δέν τοῦ ἔδωσε, ὁπότε ὁ φτωχός ἀναστέναξε βαθιὰ κι ἔφυγε νηστικός.

Ἀνεβαίνοντας πρός τίς Καρυές, σταμάτησε γιὰ λίγο στὴ σκιὰ ἑνός δέντρου. Λυπημένος καὶ κουρασμένος καθώς ἦταν, ξάπλωσε καταγῆς. Ξεφνικὰ ἀκούει βήματα νὰ πλησιάζουν. Ἀνασηκώνεται καὶ βλέπει κοντὰ του μιὰ γυναίκα μ ̓ ἕνα βρέφος στὴν ἀγκαλιά. Μέ ὕφος συμπαθητικὸ καὶ φωνὴ γλυκειὰ τὸν ἐρωτᾶ:

– Τί ἔχεις; Μήπως εἶσαι ἄῤῥωστος;

– Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἀλλα πεινῶ. Παρακάλεσα τὸν θυρωρὸ τῆς μονῆς Ἰβήρων νὰ μοῦ δώσει ψωμί, ἀλλὰ δέν μοῦ ἔδωσε.

– Ἄκου, παιδί μου. Δέν πρέπει νὰ παραπονεῖσαι γιὰ τὸν θυρωρό. Θυρωρός τῆς μονῆς αὐτῆς εἶμαι ἐγώ. Νὰ ἐπιστρέψεις ἀμέσως καὶ νὰ ζητήσεις ψωμὶ ἐκ μέρους μου. Κι ἂν δὲν σοῦ δώσουν, πλήρωσέ το μ ̓ αὐτὰ τὰ χρήματα. Σέ περιμένω ἐδῶ.

Λέγοντας αὐτὰ ἔδωσε στὸν ἐργάτη τρία φλουριά. Ἐκεῖνος, ἀνύποπτος γιὰ ὅσα ἔβλεπε καὶ ἄκουγε, ξεκίνησε γιὰ τὸ μοναστήρι. Χτύπησε τὴν πύλη καὶ κρατώντας ἐπιδεικτικὰ τὰ χρήματα ζήτησε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν θυρωρὸ ψωμί, χωρίς νὰ παραλείψει ν ̓ ἀναφέρει τὴ συνομιλία μέ τὴ γυναίκα.

Ὅταν ἄκουσε ὁ μοναχός γιὰ γυναίκα καὶ εἶδε τὰ σπάνια νομίσματα, κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιὰ θαῦμα.

Χτύπησε τὴν καμπάνα, συγκεντρώθηκαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἄκουσαν μέ θαυμασμὸ τὸ παράδοξο γεγονός.

Διαπίστωσαν μάλιστα ὅτι τὰ νομίσματα ἐκεῖνα ἦταν ἀφιερωμένα πρίν ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα. Βλέποντας ὅμως ἡ Παναγία τὴν ἀνάγκη τοῦ φτωχοῦ, τὰ παρέλαβε καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε μέ μητρικὴ εὐσπλαχνία.

Οἱ μοναχοὶ μέ φόβο καὶ εὐλάβεια τὰ ἐπανέφεραν στὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας, ἡ ὁποία μέ τὸ θαῦμα αὐτὸ τοὺς δίδαξε τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς φιλοξενίας.

Παναγία η Γερόντισσα-Εφέστιος Εικόνα της Ιεράς Μονής Κάτω Παναγιάς Άρτας

Η Κυρία Θεοτόκος κατά τον έξω χαρακτήρα και ήθος του σώματος ήτο σεμνή και σεβάσμια κατά πάντα, ολίγα και απαραίτητα λαλούσα, ήτο ογλήγορος εις το υπακούειν και ευπροσήγορος, ετίμα όλους και επροσκύνει, είχε το μέγεθος του σώματος μέσον και σύμμετρον, δεν επαρουσιάζετο εις κάθε άνθρωπον, ήτο μακράν από τόν γέλωτα και έξω από κάθε ταραχήν και θυμόν.
Το χρώμα του θεοδόχου Της σώματος ήτο όμοιο με το χρώμα του σιταριού.
Είχε ξανθάς τάς τρίχας της κεφαλής, είχεν οφθαλμούς πολλά ωραίους, χρωματισμένους με θείαν σεμνότητα, ωραισμένους με κόρας οξείς και όμοιας με τήν ελαίαν και καλλυνομένας με βλεφαρίδας φαιδροπρεπείς.
Είχε τα οφρύδια μαύρα, κυκλικώς σχηματισμένα.
Είχε τήν μύτην ομαλήν και ευθείαν.
Τα πανάμωμα χείλη Της ήτον ανθηρά, λάμποντα κοσμίως με ερυθρόν χρώμα και γέμοντα από την των λόγων γλυκύτητα.
Είχε το ιεροπρεπές πρόσωπον ολίγον μακρύ, είχε τάς θεοδόχους χείρας Της μακράς και τούς δακτύλους των χειρών μακρούς με λεπτότητα.
Ήτο ανυπερήφανος και είχε ταπείνωσιν υπερβάλλουσαν, εφόρει ρούχα φυσικώς χρωματισμένα, καθώς δηλούται από το άγιον μαφόριον, αυτόχροον υπάρχον.
Και δια να ειπούμεν καθολικώς, η Κυρία Θεοτόκος ήτο κατά τα εξωτερικά μέλη του σώματος γεμάτη τόση θείαν χάριν και σεβασμιότητα, ώστε όπου όστις έβλεπεν Αυτήν, ελάμβανε εις την ψυχήν του κάποιον φόβον και ευλάβειαν και χωρίς να Τήν ηξεύρη προτύτερα, εγνώριζεν από μόνον τόν εξωτερικόν χαρακτήρα Τηςότι Αύτη αληθώς εστί Μήτηρ Θεού.
Και ο Αρεοπαγίτης θείος Διονύσιος, από την πολλήν αγάπην που είχε πρός τόν Χριστόν, ακούσας ότι έζη σωματικώς η πανάμωμος Μήτηρ Αυτού, επήγε να Την ιδεί, και λοιπόν βλέπων τήν θείαν θεωρίαν και τήν θαυμάσιαν και βασιλικήν ωραιότητά Της, ίδών δε και τούς Αγγέλους ισταμένους τριγύρω Αυτής και Τήν εδορυφόρουν ως βασίλισσαν, ακούσας δε και τα ουράνια λόγια εκ του αγίου στόματός Της, εξέστη ομολογήσας ότι και μόνος ο σωματικός Αυτής χαρακτήρ και το είδος Της Τήν εμαρτύρουν ως εστί Μήτηρ Θεού κατ’ άλήθειαν.
Μεγαλείον και εξαίρετον ήτο εις μόνην τήν Θεοτόκον, διότι θεόθεν ήτο δεδωρημένον, ίνα γεννηθή εν τη Παλαιά Διαθήκη Παιδίον θήλυ κατ’ επαγγελίαν, και μάλιστα εκ τηςστείρας, της θεοπρομήτορος Άννης.
Γνωστόν όμως έστω ότι η Κυρία Θεοτόκος, δια τα μεγαλεία ως Της έδωκεν ό Θεός, εσυνερίζετο τρόπον τινά και εφιλοτιμείτο να αγωνίζεται και Αυτή μετά τήν Ανάληψιν του Υιού Της με προσευχάς, με γονυκλισίας και με κάθε είδος ασκήσεως.
Όθεν λέγεται λόγος ότι, από τάς συχνάς γονυκλισίας, όπου η Θεοτόκος εποίει, εβαθούλωσαν αι πλάκαι, επάνω εις τας οποίας τα γόνατα έκλινεν.