Thursday, September 27, 2018

ΠΟΙΑ ΩΡΑ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΜΕ ΑΓΓΕΛΟΥΣ.. ( Γεροντισσα Λαμπρινή )


 
Στην θεία Λειτουργία και όταν κοινωνούσε είχε εμπειρίες και κάποιες από αυτές τις εκμυστηρεύτηκε ως έξης: «Όλα αυτά που προσφέρουμε στην Προσκομιδή, κρασιά, κεριά και τα ονόματα, τα παίρνουν Άγγελοι και τα πηγαίνουν απάνω. Μια φορά είχα πάει στην αγία Αικατερίνη.


Είχαν μνήμη (εορτή αγίου) εκεί και έδωκα το χαρτάκι μου με τα ονόματα. Το πρωΐ υστέρα πού είχε τελειώσει η Λειτουργία, είδα κατά γης το χαρτάκι στο Ιερό μπροστά. Στενοχωρήθηκα και είπα: «Αχ, Θεέ μου, αγία Αικατερίνη, ήρθα εδώ και δεν διαβάστηκαν τα ονόματά μου».


Τη νύχτα στον ύπνο μου ήρθε μία νέα ωραία (αγία Αικατερίνη) και μου είπε: «Φοβήθηκες, παιδί μου, μήπως δεν διαβάστηκαν τα ονόματα; Τα διάβασα εγώ, ας μην τα διάβασε ο παπάς».
Στα χέρια της κρατούσε ένα χαρτί. Μου το έδειξε. Είδα ότι ήταν το χαρτί πού είχα γράψει τα ονόματα και το είχα δώσει στον παπά για να τα μνημονεύσει στην Προσκομιδή.


«Όταν ξεκινά το πρωί η Λειτουργία μας, εκεί όλα είναι πολύ ωραία.

Όταν όμως έρχεται η ώρα της μεταδόσεως τότε είναι όλη η Εκκλησία γεμάτη από τα αγγελικά πνεύματα. Τώρα τα βλέπω έτσι σαν αστραπή. Περνάνε Άγγελοι με τα φτερά τους, όμορφα τα πρόσωπα τους, όπως είμαστε οι άνθρωποι. Αυτοί είναι ψηλά, και μείς χαμηλά. Φωνάζει ο παπάς από δω, ο ψάλτης από κει, βγαίνουν όλοι εκεί και κουλουριάζουν (κυκλώνουν) τον παπά γύρω-γύρω.

Μετά βγαίνει η μετάδοση, βλέπεις στην Ωραία Πύλη ακέραιος ο Χριστός, βλέπεις που λέει ο παπάς «Μετά φόβου...». Αυτός λέει: «Εδώ εγώ είμαι» και δείχνει το Άγιο Ποτήριο, ότι δηλαδή είναι μέσα. Παίρνομε τότε πραγματικά κρέας από το Σώμα του Κυρίου. Μέσα στο Άγιο Ποτήριο είναι αλήθεια Αυτός. Γίνεται όλος τόσο δα παιδάκι μικρό - μικρό με κεφαλάκι, χεράκια, ποδαράκια, ακέραιος Χριστός, άνθρωπος δηλαδή, και το δίνει σ' εμένα, το δίνει σ' εσένα και στον άλλον, με το κουταλάκι (Αγία λαβίδα). Το κουταλάκι μέσα έχει ένα ανθρωπάκι».

Πώς να το πάρεις αυτό το πράγμα; Και το παίρναμε κάτι αμαρτωλοί, κακομαγαρισμένοι, καταπονηρεμένοι, κακός κόσμος, φονιάδες, σκοτώνουν τον άλλον και τον θάβουν.


Όταν πηγαίνεις να μεταλάβεις, θα πηγαίνεις με το κεφάλι σκυφτό και θα σκέφτεσαι Ποιον θα βρεις μπροστά σου. Ποιόν θα ιδείς τώρα εσύ. Μην κοιτάς τον έναν και τον άλλον και τι κάνει αυτός και εκείνος. Θα κοιτάζεις μόνο το Άγιο Ποτήριο. Ποιος είναι στο Άγιο Ποτήριο. Εκεί είναι ο ίδιος ο Χριστός που στο δείχνει, αυτού δεν είναι ο παπάς, αυτό το τόσο δα πραγματάκι το δίνει ο Χριστός.
Αυτός παρατηράει ποιος είναι ικανός να το πάρει. Όποιος δεν είναι άξιος σ' αυτόν δεν το δίνει.


Νομίζεις πως παίρνουν όλοι μετάδοση εκείνη την ώρα; Δεν παίρνουν. Παίρνει εκείνος πού είναι ετοιμασμένος. Και κείνη την ώρα που πας να μεταλάβεις πρέπει να δεις τον Χριστό. Δεν είναι ανάγκη να τον δεις πραγματικά, αλλά βάλτον με τον νου σου. Μετά έρχεται το «Δι’ ευχών» και βλέπεις φεύγουν όλοι πριν το «Δι’ ευχών» από την Εκκλησία. Κάτσε λίγο να πάρεις την ευχή.

Μετά δεν κάνει να γυρίσεις (επισκεφτείς) σπίτι ξένο, γιατί θα χάσεις την ευχή. Δεν είναι καλά να βγεις έξω, να πας, ξέρω 'γώ, στην αγορά. Και αν είναι μεγάλη ανάγκη πες σε κάποιον πού πάει στην αγορά να σου ψωνίσει. Και αν βγεις, σκύψε το κεφαλάκι σου, κάνε την δουλειά σου και γύρισε στο σπίτι.
«Για να κοινωνήσουμε πρέπει να προετοιμαστούμε καμιά βδομάδα από νηστεία και από άλλα πράγματα».


Η γιαγιά Λαμπρινή είχε παρρησία στην προσευχή της. Οι άνθρωποι στις δυσκολίες τους, της ζητούσαν να προσεύχεται και μετά έβλεπαν τα αποτελέσματα. Κάποιος εξάδελφός της ήταν ετοιμοθάνατος και δεν παράδινε το πνεύμα του (πέθαινε). Βασανιζόταν γιατί ενώ φαινόταν ότι πέθαινε, μετά πάλι επανερχόταν. Πήγε η γυναίκα του και παρεκάλεσε την γιαγιά να πάει στον ασθενή να κάνη προσευχή. Δίσταζε γιατί θεωρούσε ότι θα τον πεθάνει αυτή. Πήγε τελικά, συζήτησε μαζί του, ήταν καλός αλλά έπινε. Του είπε να εξομολογηθεί και μετά ενώ προσευχόταν η γιαγιά, παρέδωσε την ψυχή του ήσυχα.


Το εγγονάκι της, πέντε χρόνων, ήταν άρρωστο. Δυο φορές το είχαν πάει στην Ρωσσία και ετοιμάζονταν να πάνε και τρίτη φορά να το ξαναχειρουργήσουν. Η γιαγιά Λαμπρινή δεν ήθελε να πάνε γιατί ήξερε ότι και να ζήσει, δεν θα γινόταν καλά. Το τελευταίο βράδυ πήγε στο κελλί της και ξέσπασε σε προσευχή με δάκρυα παρακαλώντας τον Θεό: «Να το πάρεις στον θρόνο Σου στους Ουρανούς αντί για την Ρωσσία. Αυτό είναι άγγελος. Και εκεί να με αξιώσεις και μένα, Θεέ μου, να σηκωθεί το εγγονάκι μου από τον θρόνο να με πάρει και μένα».

Άκουσε το «ναι» στην προσευχή της και μετά ευχαριστούσε τον Χριστό. Μέχρι τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα τελείωσε το παιδί. Έκλαιγε από χαρά και πήρε το αλεύρι να ζυμώσει πρόσφορο.
Η γιαγιά Λαμπρινή κατά την διάρκεια της ζωής της δεν ξέχασε τον μοναχικό της πόθο. Έτσι μετά την κοίμηση του συζύγου της παίρνει την απόφαση να πραγματοποιήσει το όνειρό της.

Σε ηλικία 70 ετών περίπου πηγαίνει σε μοναστήρι της περιοχής, όπου σύμφωνα με τον κανόνα που της έβαλε ο γέροντας, θα έμενε 50 μέρες για το Πάσχα, 40 για τα Χριστούγεννα και 15 για τον Δεκαπενταύγουστο. Η ίδια μετά ζήτησε να μείνει μόνιμα στο μοναστήρι, αλλά εν τω μεταξύ ο γέροντας κοιμήθηκε και οι μοναχές εξέφρασαν αντίρρηση για την παραμονή της. Πάλι η γιαγιά Λαμπρινή με υπακοή - υπομονή δέχθηκε αυτή τους την απόφαση και ειρηνικά επέστρεψε στο σπίτι της, όπου συνέχισε τους αγώνες της και προετοιμαζόταν πλέον για την κοίμηση της.

Γεροντισσα Λαμπρινή

Saturday, September 22, 2018

Οἱ ὀκτὼ πειρασμοὶ μοναχῶν καὶ λαϊκῶν... ( Γέρων Κλεόπας Ηλιέ )



Πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Ὁ μοναχὸς καὶ ὁ ἀγωνιστὴς χριστιανὸς εἶναι πνευματικοὶ μαχητὲς σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς τους ἀπὸ τὴν γέννηση μέχρι τὸν θάνατό τους. Εἶναι ὅμως ἀνάγκη νὰ γνωρίζουμε τὴν τέχνη αὐτοῦ τοῦ ἀοράτου πολέμου καὶ ἀπὸ ποῖα μέρη ἔρχεται ἐναντίον μας ὁ νοητὸς ἐχθρός.
Ὁ ἅγιος Μελέτιος ὁ Ὁμολογητὴς μᾶς λέγει ὅτι ὁ πειρασμὸς ἔρχεται ἀπὸ ἕξι σημεῖα ἐναντίον μας, ἐνῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει ἀπὸ ὀκτώ, δηλ. ἀπὸ ἐπάνω καὶ ἀπὸ κάτω, ἀπὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀπὸ ἐμπρὸς καὶ πίσω καὶ ἀπὸ μέσα καὶ ἔξω.
Στὴν συνέχεια θὰ ὁμιλήσουμε ἐκτενέστερα γιὰ τὸν πολυμερῆ αὐτὸν πόλεμο τοῦ διαβόλου μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ. 

1. Ὁ ἀπὸ ἐπάνω πειρασμός:
Εἶναι δύο εἰδῶν: Τὸ πρῶτο συμβαίνει ὅταν ἀρχίζουμε νὰ κάνουμε μία ἀδιάκριτη καὶ ἀπερίσκεπτη ἄσκηση ποὺ ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις μας, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι: ὑπερβολικὴ νηστεία, συνεχῆ ἀγρυπνία, πολλὲς μετάνοιες, καὶ ἄλλες ὑπερβολικὲς ἀσκήσεις. Αὐτὴ ἡ ἄσκηση ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἀδυνατίζει τὸ σῶμα μας καὶ νὰ ἀδυνατοῦμε νὰ ἐργασθοῦμε τὶς ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ. Συγχρόνως ταράζεται ὁ νοῦς μας γιατί δὲν ἀναπαύεται σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὶς ἀσκήσεις. Τὸ δεύτερο εἶδος πειρασμοῦ συμβαίνει ὅταν ἐρευνοῦμε τὴν Ἁγία Γραφὴ χωρὶς νὰ διαθέτουμε τὴν ἀνάλογη πνευματικὴ ἡλικία καὶ κατάσταση μὲ ἀποτέλεσμα, ἐὰν κάποιος δὲν εὑρεθεῖ νὰ μᾶς χαλιναγωγήσει, θὰ φθάσουμε στὴν τρέλλα, τὴν αἵρεση καὶ τὴν βλασφημία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ἡ ἀπύθμενη θάλασσα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερὸ ἐμεῖς πρέπει νὰ βγάλουμε ὅσο εἶναι δυνατὸν καὶ ἀπαραίτητο γιὰ νὰ ἀνακουφισθοῦμε ἀπὸ τὴν πνευματική μας δίψα. Ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερὸ ὁ ἄνθρωπος βγάζει μὲ τὸν κουβὰ καὶ ἀπ’ αὐτὸν στὴν κανάτα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ παίρνει μὲ ἕνα ποτήρι νὰ δροσισθεῖ καὶ δὲν προσπαθεῖ μὲ μία φορὰ νὰ βγάλει τὸ νερὸ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ ἔξω, διότι δὲν ἔχει τὰ κατάλληλα ἐργαλεῖα καὶ ὑπάρχει βεβαίως ὁ φόβος νὰ πνιγεῖ. Ἔτσι πνίγηκαν πολλοὶ ἐρευνητὲς τῶν Γραφῶν λόγω τῆς ὑπερηφάνειάς των καὶ ἔγιναν ἀρχηγοὶ αἱρέσεων καὶ ὁδήγησαν μαζὶ μὲ τοὺς ἑαυτοὺς των χιλιάδες ψυχὲς στὸν Ἅδη. 

2. Ὁ ἀπὸ κάτω πειρασμός:
Ἀπὸ κάτω ἔρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ μᾶς πειράζει μὲ τὴν ἀκηδία καὶ ὀκνηρία γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τῶν ἔργων τῆς ἀρετῆς καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἕνα παράδειγμα: Ὅταν κάποιος εἶναι δυνατὸς καὶ ὑγιὴς στὸ σῶμα καὶ ἐκ προθέσεως ἀποφεύγει τὶς δουλειὲς ἢ τὰ διακονήματα τῆς Μονῆς, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνάλογα τῶν δυνάμεών του. Ἢ ἕνας λαϊκός, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ κοπιάσει γιὰ τὰ ἔργα τῶν ἀρετῶν, τὴν νηστεία, τὴν ἀγρυπνία, τὴν ὑπηρεσία καὶ βοήθεια τοῦ πλησίον, τὴν προσευχὴ κ.λ.π. Μὲ τὴν ἀδιαφορία ἢ ὀκνηρία μας αὐτὴ στεροῦμε ἀπὸ τὴν ψυχή μας τὸν μισθὸ τῶν πνευματικῶν ἔργων, ἐπειδὴ δὲν κοπιάζουμε στὴν ἐφαρμογὴ τῶν θείων ἐντολῶν. Καθένας ἀπὸ ἐμᾶς λοιπόν, ἔχουμε καθῆκον νὰ ἀνεβαίνουμε τὶς πνευματικὲς βαθμίδες τῶν ἀρετῶν, γνωρίζοντας ὅτι ἡ μέση καὶ διακριτικὴ ὁδὸς εἶναι ἡ βασιλική, διότι τὰ ἄκρα εἶναι τοῦ διαβόλου. 

3. Ὁ ἐκ δεξιῶν πειρασμός:
Αὐτὸς ὁ πειρασμὸς πάλι εἶναι δύο εἰδῶν: Τὸ πρῶτο εἶδος εἶναι, ὅταν ἐργασθοῦμε τὰ καλὰ ἔργα μὲ κακὸ σκοπό, ἐνῶ τὸ δεύτερο εἶναι, ἐὰν δεχθοῦμε τὴν ἐμφάνιση τῶν δαιμόνων μὲ τὴν μορφὴ ἀγγέλων καὶ ἁγίων, ἢ μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ ἄλλων οὐρανίων μορφῶν. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει ὅτι «οἱ δαίμονες τῆς κενοδοξίας καὶ ὑπερηφάνειας ἐμφανίζονται στοὺς ἀδυνάτους στὸν νοῦ ὡς προφῆται». Ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δείχνει στὴν Β’ πρὸς Κορινθίους (11,14) ὅτι: «ὁ σατανὰς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός». 

4. Ὁ ἐξ ἀριστερῶν πειρασμός:
Ἀπὸ τὰ ἀριστερά μᾶς πειράζει ὁ διάβολος ὅταν γνωρίζουμε τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ τὴν θέληση μας ἀποφασίζουμε νὰ τὴν ἐκτελέσουμε. Ἕνα παράδειγμα: Κάποιος γνωρίζει ὅτι εἶναι ἁμαρτία νὰ κλέπτει, νὰ πορνεύει, νὰ μεθᾶ, νὰ βλασφημεῖ τὰ Θεῖα, νὰ ἐκδικεῖται τὸν πλησίον του ἢ νὰ κάνει ὁποιοδήποτε ἄλλο κακὸ ἔργο. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτὰ ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ νικηθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν θέλησή του καὶ εἰς γνῶσιν του. Ὁπότε, ὅταν ἐμεῖς γνωρίζουμε τὴν ἁμαρτία καὶ ὅμως τὴν ἐπιτελοῦμε εἴτε μὲ τὸν νοῦ, τὸν λόγο, τὸ αἴσθημα ἢ τὴν πράξη, τότε πειραζόμεθα ἐξ ἀριστερῶν. 

5. Ὁ ἐκ τῶν ἔμπροσθεν πειρασμός:
Μᾶς πειράζει ἀπὸ ἐμπρὸς ὁ διάβολος ὅταν μᾶς παρουσιάζει σκέψεις καὶ φαντασίες γιὰ ἔργα τὰ ὁποῖα δῆθεν θὰ μᾶς συμβοῦν στὸ μέλλον. Ἕνα παράδειγμα: Ὅταν θορυβούμεθα ὅτι θὰ ἔλθει ἐναντίον μας κάποιος κίνδυνος, κάποια παγίδα ἢ ἀσθένεια, ὅτι θὰ ξεσπάσει κάποιος πόλεμος, ὅτι θὰ δυσφημισθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, θὰ γίνουμε πτωχοί, μᾶς ταράζει κάποιος ὅτι δὲν θὰ ἐπιτύχουμε στὶς ἐξετάσεις ἢ σὲ κάποιο ἄλλο ἔργο.
Ὅλα αὐτά μᾶς τὰ φέρνει ὁ νοητὸς ἐχθρὸς στὸν νοῦ μας μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς ταράξει καὶ νὰ μᾶς κλονίσει μὲ αὐτὰ ποὺ νομίζουμε ὅτι θὰ ἔλθουν ἐναντίον μας.
Γι’ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς ἂς προσέχουμε τὰ λόγια του Σωτῆρος ποὺ λέγει: «Μὴ οὒν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον, ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς, ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» δηλ. μὴ μερμνᾶτε ….φτάνει ἡ στεναχώρια τῆς ἡμέρας. (Ματθ. 6,34). Δὲν δόθηκε σ’ ἐμᾶς ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γνωρίζουμε οὔτε μία ὥρα πέραν τῆς παρούσης ὥρας τί θὰ γίνει. Ὁπότε σὲ τέτοιου εἴδους πειρασμὸ νὰ λέγομε: «Ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου». 

6. Ὁ ἐκ τῶν ὄπισθεν πειρασμός:
Πειραζόμεθα ἐκ τῶν ὄπισθεν ὅταν οἱ δαίμονες μᾶς ἐνοχλοῦν στὸν νοῦ μας μὲ αὐτὰ τὰ ἔργα ποὺ κάναμε στὸ παρελθόν, ὅταν εἴμασταν παιδιὰ ἢ νέοι καὶ μὲ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάναμε.
Ἡ μνήμη μας πολὺ συχνὰ βοηθεῖ τὴν φαντασία μας στὰ κακὰ ποὺ κάναμε, προπαντὸς ὅταν περάσαμε τὴν ζωή μας χωρὶς προσπάθεια γιὰ τὴν φρούρηση καὶ κάθαρση τοῦ νοῦ μὲ τὴν νοερὰ προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό».
Οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι τόσο ἀνόητη εἶναι ἡ φαντασία, ὥστε ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἀντίκρισε στὴν νεότητά του μία ὡραία γυναίκα μὲ ἐμπάθεια καὶ ἔλθει ὁ καιρὸς νὰ πεθάνει αὐτὴ καὶ ἴδει τὴν νεκροκεφαλή της, ἐν τούτοις ἡ φαντασία του, τοῦ ὑπενθυμίζει τὸ ὡραῖο πρόσωπό της, ὅταν ζοῦσε. Γι’ αὐτὸ ὀνόμασαν οἱ Πατέρες τὴν φαντασία «γέφυρα τοῦ διαβόλου», ἐπειδὴ καμιὰ ἁμαρτία δὲν περνᾶ ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ τὴν αἴσθηση παρὰ μόνο ἀπὸ τὴν γέφυρα τῆς φαντασίας.
Ὁπότε, Πατέρες καὶ ἀδελφοί, γιὰ νὰ νικήσουμε στὸν πόλεμο αὐτό, ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ τὴν νοερὰ ἐγρήγορση καὶ προσοχή, τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, τῶν βασάνων τῆς κολάσεως καὶ τῆς ἀκαταπαύστου νοερῆς προσευχῆς. 

7. Ὁ ἐκ τῶν ἔσω πειρασμός:
Πειραζόμεθα ἀπὸ μέσα μας μὲ τὸν ἐρεθισμὸ τῶν παθῶν, τὰ ὁποῖα ἐξέρχονται ἀπὸ τὴν καρδιά μας, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Σωτῆρος, ποὺ λέγει: «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. 15,19). Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς λέγει ὅτι «βαθεῖα εἶναι ἡ καρδία παρὰ πάντα» (Ἱερεμ. 17,9), ἐπειδὴ ἀπ’ αὐτὴ πηγάζουν ὅλες οἱ κακίες στὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν τὴν φυλάγει μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μετάνοια, ἀλλὰ καὶ ἀπ’ αὐτὴ πηγάζουν πάλι, ὅλες οἱ ἀρετὲς σ’ αὐτὸν ποὺ τὴν καθαρίζει μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ τὴν συντριβή. Ὁπότε ἁπαλλασσόμεθα ἀπὸ τὰ πάθη τῆς καρδίας μας μὲ τὴν ἀκατάπαυστη προσευχὴ καὶ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. 

8. Ὁ ἐκ τῶν ἔξω πειρασμός:
Προέρχεται ἀπὸ τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα εἰσέρχονται στὴν ψυχή μας ἀπὸ τὶς πέντε αἰσθήσεις ἢ ὅπως ὀνομάζονται τὰ παράθυρα τῆς ψυχῆς, γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ προφήτης Ἱερεμίας λέγει: «ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων ὑμῶν» (9,21). Αὐτὲς οἱ πέντε αἰσθήσεις εἶναι τὰ πέντε ζεύγη βοῶν μὲ τὰ ὁποῖα ζοῦμε στὴν κακία καὶ ἐμπάθεια καὶ δὲν θέλουμε νὰ πᾶμε στὸ Δεῖπνο ποὺ μᾶς καλεῖ ὁ Μέγας Βασιλεὺς (Λουκ. 14,19). Ὁπότε ἡ ἀπόκρουση ἀπ’ αὐτὰ τὰ πάθη γίνεται μὲ τὴν πολυχρόνια νήψη τοῦ νοῦ, τὴν ἀκατάπαυστη προσευχή, τὴν συντριβὴ τῆς καρδίας καὶ μὲ τὸ νὰ ζητᾶμε μὲ πόνο καὶ μετάνοια τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου.
Ἐν κατακλείδι, παρακαλῶ μὲ ταπείνωση, Πατέρες καὶ ἀδελφοί, νὰ βοηθήσετε καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀδιάφορο γιὰ τὴν σωτηρία μου, μὲ τὴν προσευχή σας, ὥστε νὰ αἰσθανθῶ τουλάχιστο ἐντροπὴ γιὰ τὰ ἀνωτέρω λόγια ποὺ σᾶς εἶπα καὶ ἔτσι νὰ ξυπνήσω καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν ἀναισθησία μου καὶ νὰ καλῶ τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου μας γιὰ βοήθειά μου. Ἀμήν.
Γέρων Κλεόπας Ηλιέ

Tuesday, September 18, 2018

Τι πρέπει να κάνουμε όταν μας ειρωνεύονται για τη πίστη μας;



Ὅταν μᾶς εἰρωνεύονται..
Ὅταν μᾶς εἰρωνεύονται οἱ ἄλλοι, ὄχι γιὰ λάθη ποὺ κάναμε, ἀλλὰ γιατὶ ἐκκλησιαζόμαστε ἀνελλιπῶς, γιατὶ ἔχουμε πολλὰ παιδιά, γιατὶ «πηγαίνουμε μὲ τὸ σταυρὸ στὸ χέρι», γιατὶ νηστεύουμε καὶ τὰ ὅμοια, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ λυπούμαστε. Συνήθως παίρνουμε στάση ἄμυνας. Δὲν τοὺς ἀνεχόμαστε νὰ λένε σὲ βάρος μας πικρόλογα.

Ἡ ὑποτιμητική τους συμπεριφορὰ πρὸς ἐμᾶς πάρα πολὺ μᾶς στοιχίζει. Ἄλλα παθήματα τὰ ὑπομένουμε εὐκολότερα, ἀλλὰ τὶς εἰρωνεῖες τοῦ κόσμου δὲν μποροῦμε νὰ τὶς ἀντέξουμε. Ἀλλὰ γιατί δυσκολευόμαστε νὰ ὑπομείνουμε τὶς εἰρωνεῖες τοῦ κόσμου; Διότι ἐρεθίζουν τὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας, τὸ πιὸ βαθύρριζο πάθος ποὺ φωλιάζει στὶς καρδιές μας. Θέλουμε νὰ προστατεύσουμε τὴν τιμή μας. Κάνουμε ὅ,τι περνάει ἀπὸ τὸ χέρι μας γιὰ νὰ μὴν πέσει τὸ κύρος μας. Κάποιες φορὲς προχωροῦμε καὶ στὴν ἀντεπίθεση. Προσπαθοῦμε νὰ βάλουμε στὴ θέση τους αὐτοὺς ποὺ μᾶς προσέβαλαν. Ἀλλὰ μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν νίκες οἱ θυμώδεις ἀντιδράσεις μας στὰ πικρόλογα τῶν ἄλλων;

Ὅταν ἀντιδροῦμε ἀπὸ ἐγωισμὸ ἢ ἀπὸ πληγωμένη φιλαρέσκεια, δὲν εἴμαστε νικητές, ἀλλὰ ἡττημένοι. Πνευματικῶς ὠφελούμαστε περισσότερο, ἂν μάθουμε νὰ ὑπομένουμε τὶς εἰρωνεῖες τοῦ κόσμου. Τότε ἀποκομίζουμε μεγάλη ὠφέλεια. Πρωτίστως διότι ἐλευθερωνόμαστε ἀπὸ τὸ βασανιστικὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας. Τὸ πάθος αὐτὸ θέλει νὰ ἀκούει συνεχῶς ἐπαίνους. Ἀλλὰ οἱ ἔπαινοι δὲν τὸ θεραπεύουν. Ἀπεναντίας τὸ τρέφουν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φουντώνει ἀκόμη περισσότερο.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἀπὸ τὴν πλουσιότατη πείρα του μᾶς προτρέπει νὰ δεχόμαστε μὲ εὐχαρίστηση τοὺς «καυτῆρες» τῶν ὀνειδισμῶν ὡς φάρμακο καὶ γιατρικὸ γιὰ τὴν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς μας. Διότι οἱ ὀνειδισμοὶ μᾶς ἐξαγνίζουν. Ὅσο καλὸ καὶ καρποφόρο καὶ παχὺ κι ἂν εἶναι τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς, ὅταν τοῦ λείπει τὸ πότισμα μὲ τὸ νερὸ τῆς ἀτιμίας, θὰ χορταριάσει καὶ θὰ βλαστήσει ἀγκάθια ὑπερηφανείας, πορνείας καὶ ἀφοβίας (Λόγος Δ΄ 24). Οἱ τιμὲς καὶ τὰ ἐγκώμια αὐξάνουν τὴ χολὴ τῶν παθῶν (Λόγος Δ΄ 103). Ἀντὶ νὰ μᾶς κάνουν καλύτερους, μᾶς κάνουν χειρότερους. Ἐνῶ οἱ παρατηρήσεις, οἱ ταπεινώσεις καὶ οἱ ἐξουθενώσεις τῶν ἄλλων καθαρίζουν τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὰ πάθη. Ἐπίσης, ὅταν ὑπομένουμε τὶς εἰρωνεῖες τοῦ κόσμου, γινόμαστε μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ μαθητεύουμε στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου μας.

Ἐφόσον ὁ Χριστὸς ὀνειδίστηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἀναμενόμενο νὰ ὀνειδιζόμαστε κι ἐμεῖς. «Οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ' ἐμέ» (Ψαλμ. ξη΄ 10). Ἐφόσον ὁ Χριστὸς διώχθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἀναμενόμενο νὰ διωκόμαστε κι ἐμεῖς. «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσι» (Ἰω. ιε΄ 20). Ἐφόσον ὁ Χριστὸς ὑβρίστηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἀναμενόμενο νὰ ὑβριζόμαστε κι ἐμεῖς. Οἱ γλῶσσες τοῦ κόσμου δὲν θὰ σταματήσουν νὰ εἰρωνεύονται. Ἀλλὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὰ εἰρωνικὰ σχόλιά τους δὲν λογίζονται ὡς ὕβρεις, ἀλλ' ὡς παράσημα.
Στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα δὲν θὰ μετρήσουν ὡς εἰρωνεῖες, ἀλλ' ὡς διάσημα. Θὰ γίνουν ὁ φωτοστέφανος μὲ τὸν ὁποῖο θὰ στεφανώσει ὁ ἀγωνοθέτης Κύριος τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ καλοῦ ἀγώνα.

Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος προτρέπει νὰ τρέχουμε στοὺς ὀνειδισμούς, ὅπως τρέχουν τὰ διψασμένα ἐλάφια στὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων. «Ἐφόσον γνωρίζετε ὅτι ὁ Θεὸς τιμᾶ τοὺς δούλους Του ποὺ δέχονται ἀτιμώσεις καὶ τοὺς δοξάζει μέσα ἀπὸ τὶς ὕβρεις, νὰ τρέχετε βιαστικὰ μέσῳ ὅλων αὐτῶν πρὸς τὴν ἀθάνατη πηγὴ σὰν διψασμένα ἐλάφια». Εἶναι δεῖγμα μεγάλης ἀρετῆς νὰ ὑπομένει ὁ χριστιανὸς ὑβριστικοὺς λόγους χωρὶς νὰ λυπᾶται. «Τοῦτο (ἐστί) δεῖγμα μεγίστης ἀρετῆς, τὸ φέρειν ὕβριν ἀλύπως», παρατηρεῖ ὁ ἑρμηνευτὴς Ὀλυμπιόδωρος. Καὶ ἀναφέρει ὡς παράδειγμα τὸν πολύαθλο Ἰώβ, ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε ἁλυσίδα ταπεινώσεων. Ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη ἔχασε τὴν περιουσία του, τὸ σπίτι του, τὰ παιδιά του, γέμισε μὲ πληγὲς καὶ ζοῦσε στὴν κοπριά, ἀκούγοντας πικροὺς λόγους ἀκόμη κι ἀπὸ τὴ σύζυγο κι ἀπὸ τοὺς φίλους του. Ἀλλὰ ὑπέμεινε τοὺς ὀνειδισμοὺς καὶ μνημονεύεται ὡς τύπος Χριστοῦ.

Ἡ θεοπρεπὴς ἀντιμετώπιση τῶν ὀνειδισμῶν ἀποτελεῖ κριτήριο γνησιότητος τῶν χριστιανῶν. Ὅσοι ὑπομένουν ὀνειδισμοὺς γιὰ τὴ χριστιανική τους ἰδιότητα, εἶναι πανευτυχεῖς καὶ μακάριοι. «Εἰ ὀνειδίζεσθε ἐν ὀνόματι Χριστοῦ, μακάριοι» (Α΄ Πέτρ. δ΄ 14). Μὴ λησμονοῦμε τὸν μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου μας: «Μακάριοι εἶστε ἐσεῖς οἱ μαθητές μου, ὅταν σᾶς χλευάσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ σᾶς καταδιώξουν καὶ ἐξαιτίας μου ποῦν κάθε εἴδους ψεύτικες κακολογίες καὶ κατηγορίες ἐναντίον σας» (Ματθ. ε΄ 11). Ὅπως ὁ θεῖος Λυτρωτὴς βάσταξε τὸν ἐπονείδιστο σταυρό Του, ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ σηκώνουμε τὸν δικό μας σταυρό, «τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ φέροντες» (Ἑβρ. ιγ΄ 13). Νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ὑβρισθοῦμε καὶ νὰ περιφρονηθοῦμε γι' Αὐτόν, ὅπως ὑβρίστηκε καὶ περιφρονήθηκε Ἐκεῖνος.



Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τεύχος Σεπτεμβρίου 2013 (σελ. 23-24)

Saturday, September 15, 2018

Μερικὲς σκέψεις γιὰ νὰ προστρέχουμε στὴν Θεοτόκο μὲ πίστι καὶ θάρρος



Θέλοντας νὰ προστρέξης στὴν Θεοτόκο μὲ πίστι καὶ θάρρος γιὰ κάθε σου ἀνάγκη, μπορεῖς νὰ τὸ πετύχης ὅταν σκεφθῇς:


Α´) Ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ δοχεῖα (ὅπως τὸ γνωρίζεις ἀπὸ τὴν πεῖρα σου)
στὰ ὁποῖα ἔχει τοποθετηθῆ μόσχος ἢ ἄλλο παρόμοιο ἄρωμα πολύτιμο, μολονότι δὲν ὑπάρχει μέσα τους τὸ ἄρωμα, τὰ ἀγγεῖα αὐτὰ διατηροῦν τὴν εὐωδία τοῦ ἀρώματος ἐκείνου. Καὶ ὅσο περισσότερο χρονικὸ διάστημα παρέμεινε τὸ ἄρωμα μέσα στὸ δοχεῖο, τόσο περισσότερο τὰ δοχεῖα ἐκεῖνα διατηροῦν τὴν εὐωδία· καὶ μάλιστα τόσο περισσότερο εὐωδιάζουν ἐκεῖνα, ὅσο περισσότερο παραμείνει τὸ ἄρωμα μέσα, μολονότι ἐκεῖνος ὁ μόσχος ἢ τὸ παρόμοιο ἄρωμα εἶναι μιᾶς περιοριστικῆς καὶ περιωρισμένης δυνάμεως. Παρόμοια νὰ σκεφθῇς ὅτι καὶ ἕνας ποὺ στέκεται κοντὰ σὲ μία μεγάλη πυρκαϊά, διατηρεῖ τὴν θερμότητα γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσί του ἀπὸ τὴν φωτιά. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι ἀληθινά, ἄραγε ἀπὸ ποιὰ ἄρρητη εὐωδία φιλανθρωπίας, ἀπὸ ποιὰ φλόγα ἀγάπης καὶ ἀπὸ ποιοὺς λογισμοὺς ἐλέους καὶ εὐσπλαγχνίας μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι γεμάτα τὰ σπλάγχνα τῆς Θεοτόκου, ποὺ γιὰ ἐννέα μῆνες κράτησε στὰ σπλάγχνα της τὸ Χριστό, τὸ ἀκένωτο μύρο, ποὺ κρατεῖ πάντοτε στὸ στῆθος της καὶ στὴν ἀγάπη της, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ αὐτοαγάπη καὶ τὸ ἴδιο αὐτοέλεος καὶ αὐτοευσπλαγχνία καὶ ὄχι περιορισμένης δυνάμεως καὶ μικρῆς διάρκειας, ἀλλὰ ἀτέλειωτης καὶ ἀπεριόριστης;
Ἔτσι ὅπως ὅποιος ἀγγίζει στὰ δοχεῖα ποὺ ἔχουν τὸ μύρο, δέχεται τὴν εὐωδία πάνω του, καὶ ὅποιος πλησιάζει σὲ μία μεγάλη πυρκαϊά, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ δεχθῆ ἀπὸ τὴν θερμότητά της, ἔτσι καὶ πολὺ περισότερο κάθε φτωχὸς ποὺ ἔχει ἀνάγκη καὶ πλησιάζει μὲ ταπείνωσι καὶ πίστι στὸ οὐράνιο μύρο, στὴν φωτιὰ τῆς ἀγάπης, τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας, ποὺ πάντοτε εὐωδιάζει καὶ πάντοτε ἀνάβει στὸ στῆθος τῆς Παρθένου, ὁπωσδήποτε θὰ δεχθῆ βοήθειες, εὐεργεσίες καὶ χάριτες, τόσο περισσότερες, ὅσο περισσότερο συχνὰ καὶ μὲ μεγαλύτερη πίστι καὶ θάρρος πλησιάση.


Β´) Ὅτι κανένα κτίσμα δὲν ἀγάπησε τόσο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, οὔτε συμμορφώθηκε τόσο μὲ τὸ θέλημά Του, ὅσο ἡ Παναγία του Μητέρα, ἀφενὸς μὲν διότι τὸν γέννησε μόνη χωρὶς ἄνδρα, ἀφετέρου διότι γέννησε μόνο αὐτὸν καὶ κανένα ἄλλον, καὶ ἔτσι δὲν μοιράσθηκε καθόλου μὲ ἄλλον ἡ ἀγάπη της. Ἂν λοιπὸν αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγαπητὸς Υἱὸς τῆς Παρθένου, ἔδωσε ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ ὅλο του τὸν ἑαυτὸ γιὰ τὶς ἀνάγκες ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἔδωσε τὴν μητέρα του ὡς μητέρα μας καὶ συνήγορο γιὰ νὰ μᾶς βοηθᾷ, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ἀποτελεῖ μέσον τῆς σωτηρίας μας, πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ μπορέσῃ κάποτε αὐτὴ ἡ ἀγαπημένη του μητέρα καὶ δική μας συνήγορος νὰ γίνῃ ἀποστάτης τῆς θελήσεως τοῦ τόσο ἀγαπημένου της Υἱοῦ καὶ νὰ μὴ μᾶς βοηθήσῃ;
Γι᾿ αὐτὸ ἀγαπητέ, πρόστρεχε, πρόστρεχε μὲ θάρρος γιὰ κάθε σου ἀνάγκη στὴν Παναγία Θεοτόκο. Γιατὶ ἐκείνη ἡ ἐπιστοσύνη καὶ τὸ θάρρος ποὺ δείχνεις σ᾿ αὐτήν, εἶναι πλούσια καὶ μακαρία καὶ ἀσφαλὲς καταφύγιο καὶ πάντοτε δίνει στὴν καρδιά σου χάριτες καὶ ἐλεημοσύνες.

Πηγή: Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, "Αόρατος Πόλεμος"

Wednesday, September 12, 2018

Μην αρνείσαι να μαθαίνεις…( Μικρός Ευεργετινός )


Ο άνθρωπος συμβουλεύει τον πλησίον του καθώς γνωρίζει. Ο Θεός πάλι ενεργεί σ’ αυτόν που ακούει ανάλογα με την πίστη του.
Ο άνθρωπος που μακροθυμεί, έχει πολλή φρόνηση. Το ίδιο κι εκείνος που τεντώνει το αυτί του για να ακούει λόγους πνευματικής σοφίας.
Μην αρνείσαι να μαθαίνεις, κι ας τυχαίνει να ξέρεις πάρα πολλά. Γιατί αυτό που μπορεί να οικονομήσει ο Θεός, είναι πολύ πιο ωφέλιμο από τη δική μας φρόνηση.
Αυτός που θέλει να σηκώσει το σταυρό του και να ακολουθήσει το Χριστό, πρέπει πρώτα-πρώτα να επιδιώξει την αληθινή γνώση και μάθηση, εξετάζοντας ακατάπαυστα τους λογισμούς του και μεριμνώντας συνεχώς για τη σωτηρία του και ρωτώντας τους δούλους του Θεού, που έχουν το ίδιο φρόνημα και αγωνίζονται τον ίδιο αγώνα μ’ αυτόν, έτσι ώστε να μην αγνοεί πού και πώς βαδίζει και να μην προχωράει μέσα στο σκοτάδι χωρίς λύχνο να του φέγγει.
Γιατί εκείνος που βαδίζει ιδιόρρυθμα, χωρίς καθοδήγηση κάποιου, σκοντάφτει συχνά και πέφτει σε πολλούς λάκκους και παγίδες του πονηρού και πλανιέται πολύ και κοπιάζει πολύ και μπαίνει σε πολλούς κινδύνους και δεν γνωρίζει τι τέλος θα έχει. Γιατί δεν είναι λίγοι εκείνοι που πέρασαν από πολλούς κόπους και ασκήσεις και κακοπάθειες και που υπέφεραν πολλούς μόχθους για το Θεό, αλλά η ιδιορρυθμία, η αδιακρισία και η έλλειψη πνευματικής βοήθειας από τον πλησίον έκαναν τους τόσους κόπους τους, ανίσχυρους και μάταιους.
Γι’ αυτό, αν είναι δυνατόν, πρέπει κανείς να φροντίζει και να αγωνίζεται να είναι συνεχώς μαζί με ανθρώπους που έχουν πνευματική γνώση, με σκοπό, αν ο ίδιος δεν έχει φωτισμό αληθινής γνώσεως, βαδίζοντας μαζί με εκείνον που έχει, να μην περπατάει στο σκοτάδι, να μην κινδυνεύει από βρόχια και παγίδες και να μην πέφτει πάνω στα νοητά θηρία, που ζουν στο σκοτάδι και που αρπάζουν και αφανίζουν όσους περπατούν μέσα σ’ αυτό χωρίς τον νοητό λύχνο του θείου λόγου.

του αββά Μάρκου,
Μικρός Ευεργετινός

Wednesday, September 5, 2018

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΕΙΚΩΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Η επιλεγόμενη «ΚΟΥΚΚΟΥΖΕΛΙΣΣΑ»

της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου.

Διήγησις περί της θαυματουργού εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου της επιλεγομένης η «ΚΟΥΚΚΟΥΖΕΛΙΣΣΑ»

Εν τη διηγήσει περί της εικόνος της Κουκουζελίσσης επάναγκές έστιν, όπως γνωρίζει τις και τα περί του ιδίου Κουκουζέλη.

Ο Ιωάννης ο Κουκουζέλης εγεννήθη κατά τον δωδέκατον αιώνα εν Δυρραχίω παιδίον έτι έμεινεν ορφανός από τον πατέρα αυτού και εισήχθη εις την εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκρατορικήν Σχολήν, όπου διά το λιγηρόν της φωνής, την φυσικήν ωραιότητα και τα άλλα αυτού χαρίσματα, είλκυσε την εύνοιαν και αυτού του αυτοκράτορος (Κομνηνού) και παντός του Παλατίου αυτού μετ’ ολίγον καιρόν υπερέβη εις την σπουδήν άπαντας τους εαυτού συμμαθητάς και επί τέλους εγένετο ο μοναδικός του παλατίου άπαντες ηγάπων αυτόν και εκολάκευον και επεριποιούντο μεγάλως, ένεκα της λιγηράς φωνής και διά το σεμνόν του ύφους αυτού αλλά και μ’ όλα ταύτα τα του κόσμου αγαθά, η καρδία αυτού κατετήκετο υπό μιάς ενδομύχου και ανεκδιηγήτου αδημονίας και αποστροφής από πάντων των ηδέων του ματαίου βίου όθεν ο Ιωάννης έπασχε και ελυπείτο εν μέσω των ζωηρών και ηδειών ελπίδων διά το μέλλον και τόσω μάλλον ελυπείτο, καθ’ όσον δεν ηδύνατο να εύρη άνθρωπον, ίνα φανερώση προς αυτόν την αδημονίαν και λύπην αυτού και όστις να συμμερισθή και συναισθανθή την λύπην του και επομένως να παρηγορήση αυτόν η τοιαύτη δε αυτού λύπη υπερηύξησεν, ότε έμαθεν ότι ο Αυτοκράτωρ επιθυμεί να τον βιάση, ίνα νυμφευθή όθεν ο λογισμός ότι διά τας προσκαίρους ηδονάς του βίου δύναται να χάση την χαράν της βασιλείας των ουρανών, τοσούτον ηνώχλησε τον νέον, ώστε απεφάσισεν αφεύκτως να φύγη εκ της Βασιλευούσης και να κρυβή εν τινι μεμμακρυσμένη ερημία.

Ο δε Παντεπόπτης Θεός, βλέπων το άδολον της γνώμης και του σκοπού αυτού, ηυδόκησε και συνήργησεν εις την εκπλήρωσιν αυτών.


Ότε λοιπόν ο της παρθενίας εραστής ούτος Ιωάννης απηύδησε διατρίβων εν τοις Βασιλείοις και εσκέπτετο περί της εκείθεν αναχωρήσεως, ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν εκ του Αγίου Όρους του Άθω ο Ηγούμενος της Μεγίστης Λαύρας διά τινας υποθέσεις της Μονής ο δε Ιωάννης κατ’ ευδοκίαν Θεού είδε τον Γέροντα τούτον, όθεν εσκίρτησεν η καρδία αυτού εκ της χαράς, και ηδέως και προσηνώς ηγάπησεν αυτόν και σχετισθείς μετ’ αυτού, απεκάλυψεν αυτώ τους τε λογισμούς και τους σκοπούς αυτού, ζητήσας αμα και την συμβουλήν αυτού ο δε Γέρων ουχί μόνον επήνεσεν, αλλά και ηυλόγησεν αυτούς όθεν ο Ιωάννης, σχεδόν αμέσως κατόπιν του Γέροντος, ανεχώρησεν εκ της Βασιλευούσης και εν σχήματι ξένου ήλθεν εις το Άγιον Όρος και εις τας πύλας της Μεγίστης Λαύρας.

Ερωτηθείς δε παρά του θυρωρού, τις ήτο και πόθεν ήλθε και τι ήθελεν, ο Ιωάννης απεκρίθη ότι είναι άνθρωπος χωρικός, ποιμήν προβάτων και ότι βούλεται γενέσθαι Μοναχός είσαι νέος, τω υπενθύμισεν ο θυρωρός. «Αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν εν τη νεότητι αυτού», τω απεκρίθη ταπεινώς ο Ιωάννης, και τον παρεκάλει θερμώς, ίνα αναγγείλη περί αυτού τω καθηγουμένω ανήγγειλε λοιπόν ο θυρωρός τω τε καθηγουμένω και τοις αδελφοίς περί του ξένου, οίτινες εχάρησαν, διότι είχον ανάγκην ενός τοιούτου ανθρώπου, ίνα ποιμάνη τους τράγους εδέχθη λοιπόν τον Ιωάννην και συνηρίθμησεν αυτόν τη αδελφότητι ο καθηγούμενος, και κουρεύσας αυτόν, διέταξεν ίνα ποιμάνη εις τα όρη τους τράγους της Μονής.

Τούτο το έργον επροξένησεν αυτώ μεγάλην χαράν, και ούτως εδόθη όλως μετά του ποιμνίου εις τας ερήμους του Άθω, όπου ην αυτώ αγαπητή εργασία η θέια θεωρία και η προσευχή.


Εν τούτοις, μαθών ο Αυτοκράτωρ την του ηγαπημένου αυτού μουσικού αναχώρησιν, ελυπήθη μεγάλως και απέστειλεν εις πόλεις και ερημικά μέρη ανθρώπους εις ανεύρεσιν αυτού αλλ’ ο υπό Θεού σκεπόμενος Ιωάννης έμεινε παντελώς άγνωστος, μ’ όλον ότι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι ήλθον και εις το Άγιον Όρος, μάλιστα δε και εις την Λαύραν αυτήν του οσίου Αθανασίου ούτω λοιπόν εν τη ησυχία παρήρχετο ο καιρός του Ιωάννου, όστις και αρρήτως εχαίρετο και ετέρπετο, διά την τοιαύτην αυτού κατάστασιν.

Εν μια δε των ημερών εκάθητο φυλάττων το ποίμνιον αυτού, κατεχόμενος εν βάθει ενθουσιασμού και διαλογισμών, διερχομένου του λογισμού αυτού όλην την έκτασιν του παρελθόντος βίου αυτού η δε καρδία αυτού εσκίρτα υπό του αισθήματος της ευχαριστίας προς τε τον Θεόν και την αυτού Πανάχραντον Μητέρα, διά την υπέρ αυτού αγαθήν πρόνοιαν και νομίζων ότι ουδείς ευρίσκεται εν εκε’ινη τη ερήμω, και ότι ουδείς ακούει αυτού ήρξατο, ως έθος αυτώ, ψάλλειν τους γνωστούς αυτώ θείους ύμνους και η αγγελική φωνή αυτού διά μακρού ήχου διηχείτο και κατέληγεν επί των ερημικών κορυφών του Άθωνος, διά μελωδικών απηχημάτων. Επί πολύ εξηκολούθησε ψάλλων εν κατανύξει και ηδονή πνευματική ο Ιωάννης, ούτε βλέπων, ούτε γνωρίζων, ότι ερημίτης τις ουχί μακράν αυτού κεκρυμμένος εν σπηλαίω τραχυτάτω, εις τόπον απότομον σχεδόν και άβατον, ήκουεν αυτού, αλλά το μέλος της του φαινομένου ποιμένος ψαλμωδίας διήγειρε την καρδίαν του μεγάλου εκείνου ησυχαστού, τοσούτον ώστε εδάκρυσε και επροξένησεν εις την κατανυγείσαν ψυχήν αυτού πνευματικήν τινα χάριν και ευφροσύνην, και έως ότου έψαλλεν ο Ιωάννης, δεν έπαυσε και ο ησυχαστής βλέπων αυτόν και διαπορών, πόθεν εν τη ερήμω τοιαύτη αγγελική φωνή και τοιούτος άριστος μουσικός; Και η απορία του ησυχαστού έφθασεν εις τον ύψιστον βαθμόν, ότε παρετήρησε καλώς ότι και αυτοί οι τράγοι έπαυσαν εσθίοντες εκ του εναρμονίου μέλους της του ποιμαίνοντος αυτούς ψαλμωδίας, ότι και αυτά τα άλογα ζώα περικυκλώσαντα τον εαυτών ποιμένα και περιορίσαντα και την ιδίαν πνοήν, ίσταντο ακίνητα προσηλώσαντα και τους αλόγους οφθαλμούς αυτών, ως κατακυριευθέντα και καταγοητευθέντα υπό της αγγελικής αυτού φωνής όθεν ευθέως απελθών εις την Λαύραν ο ησυχαστής, ανήγγειλε τω καθηγουμένω περί του θαυμασίου ποιμένος και της λιγηράς μελωδίας αυτού προσκαλείται λοιπόν ο Ιωάννης εκ της ερήμου και επετίμησεν ο ηγούμενος, ίνα φανερώση αυτώ τα κατ’ αυτόν, και εφανέρωσε και τοι μη βουλόμενος, ότι αυτός εστίν ο Αυτοκρατορικός ηδύλαλος μουσικός Ιωάννης τότε ο Καθηγούμενος μόλις ηδυνήθη να διακρίνη από τους ήδη εκλείποντας σχεδόν λόγω της εγκρατείας οφθαλμούς και την άλλην προσωπικήν φυσιογνωμίαν αυτού, ότι ούτος αληθώς εστιν εκείνος ο του βασιλέως αγαπητός, μετά του οποίου εσχετίσθη εις Κωνσταντινούπολιν και όστις τότε διήγε ζωήν ευρυχωτάτην και είχεν οφθαλμούς ελκυστικούς και εις τας ροδίνους παρειάς σκιρτώσαν την υγείαν. Παρακαλέσαντος δε πάλιν μετά θερμών δακρών του ταπεινού Ιαάννου, άφησεν αυτόν ο Καθηγούμενος εις την αυτήν ποιμαντικήν εργασίαν της υπακοής αλλ’ ο Καθηγούμενος, φοβούμενος μη μάθη τούτο ο Βασιλεύς, μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν και παρασταθείς προς τον Βασιλέα : ελέησον, λέγει, τον δούλον σου, Βασιλεύ! Προσπίπτων άμα εις τους πόδας του Βασιλέως αυτού, διά το όνομα του Θεού του θέλοντος πάντας και έκαστον σωθήναι δέομαι και παρακαλώ την Βασιλείαν σου, ίνα ακούση πατρικώς την αίτησίν μου και εκπληρώση αυτήν, και ο Θεός να πληρώση εν αγαθοίς τους πόθους και τα αιτήματά σου! Έκθαμπος δε γενόμενος ο Αυτοκράτωρ εκ της βαθείας ταπεινώσεως και υπακοής του Γέροντος, ήγειρεν αυτόν και προσηνώς ηρώτησεν αυτόν λέγων : «Τι θέλεις Πάτερ, απ’ εμού;». Συγχώρησόν μοι, ώ Βασιλεύ! Εάν εγώ έσωμαι τολμηρός ενώπιον της σης Μεγαλειότητος η αίτησίς μου είναι ουτιδανή ως προς την εκτέλεσιν αυτής, διά σε είναι πολλά ελαφρά, καθότι ουδέν άλλο απαιτεί ή ένα σου λόγον και όμως η εκπλήρωσις αυτής θέλει προξενήσει χαράν και παραμυθίαν εις αυτούς τους Αγγέλους και αγαθόν εις την εμήν Λαύραν «λέγε λοιπόν, προσέθηκεν ευμενώς ο Βασιλεύς, τι θέλεις; Εγώ τα πάντα σοι θέλω εκτελέσει». Ο του Βασιλέως λόγος είναι ιερός, απεκρίθη ταπεινώς ο Ηγούμενος, και ουδέποτε αθετήται! «ναι, Πάτερ, ναι», επεκύρωσεν ο Βασιλεύς, συγκινηθείς εκ της απλότητος του Γέροντος «λέγε λοιπόν, τι θέλεις»; Χάρισον ημίν, λέγει αυτώ ο Καθηγούμενος, ένα των υπηκόων σου ο οποίος ζητεί την αιώνιον σωτηρίαν αυτού και να εύχεται υπέρ του Κράτους σου τούτο μόνον θέλω και ουδέν έτερον ταύτα είπεν ο Καθηγούμενος και εσιώπησε «γενηθήτω το αίτημά σου, απεκρίθη περιχαρώς ο Βασιλεύς, τις δε και πού έστιν ούτος;» παρ’ ημίν, απεκρίθη αγωνιών ο Γέρων, και μάλιστα εν τω αγγελικώ σχήματι, Ιωάννης Κουκκουζέλης : ορμητικώς απεκρίθη ο Βασιλεύς, και με τον λόγον έρευσαν δάκρυα ακουσίως εκ των οφθαλμών αυτού και κατέβησαν επί του βασιλικού αυτού στήθους. Τότε ο Καθηγούμενος διηγήθη λεπτομερώς τα περί του Ιωάννου, ο δε Αυτοκράτωρ μετά προσοχής ηκροάσθη αυτού και επί τέλους ανεβόησε μετά συγκινήσεως : «Λυπούμαι τον μοναδικόν μου ψάλτην! Λυπούμαι τον εμόν Ιωάννην! Αλλ’ αφού εκορεύθη ήδη, υπομονητέον! Η της ψυχής σωτηρία είναι τιμιωτέρα πάντων ας προσεύχεται ήδη και υπέρ της εμής σωτηρίας και υπέρ της εμής Βασιλείας». Ταύτα ακούσας ο Γέρων εδόξασε τον Θεόν, ηυλόγησε τον εαυτού ελεήμονα Βασιλέα και περιχαρής επέστρεψεν εις την Λαύραν. Έκτοτε ο Ιωάννης έμεινεν ήσυχος, ανήγειρε διά τον εαυτόν του μίαν κέλλαν μετά παρεκκλησιδίου επ’ ονόματι των Αρχαγγέλων, και ησυχάζων εν αυτή τας εξ ημέρας της εβδομάδος, κατά τας Κυριακάς και λοιπάς εορτάς ήρχετο εν τω Καθολικώ Ναώ και ιστάμενος εν τω δεξιώ χορώ έψαλλε μετά κατανύξεως συν τοις άλλοις ψάλταις. Εν μια δε των ημερών, ήτις ην το Σάββατον του Ακαθίστου Ύμνου, αφού έψαλε τους ύμνους της εορτής, εκάθισε μετά την αγρυπνίαν εν τω στασιδίω, απέναντι της εικόνος της Θεοτόκου, ενώπιον της οποίας ανεγνώσθησαν και οι οίκοι, ίνα αναπαυθή ολίγον, και ναρκωθείς ελαφρώς ακούει αμέσως σιγανήν τινα φωνήν λέγουσαν : «Χαίροις Ιωάννη! (και με την φωνήν βλέπει έμπροσθέν του την Θεοτόκον ακτινοβολούσαν με Ουράνιον φως). Ψάλλε μοι και εγώ ου σε εγκαταλέιψω». Και με τον λόγον ενεχείρισεν αυτώ εν χρυσούν νόμισμα, και ούτως εγένετο άφαντος αφυπνισθείς δε ο Ιωάννης, όλως σκιρτών εκ της αμέτρου χαράς, βλέπει εν τη δεξιά αυτού νόμισμα, και εκ των οφθαλμών αυτού έρρευσαν δάκρυα χαράς και αγαλλιάσεως, και επομένως ηυχαρίστησε και εδόξασε μεγάλως την Ουράνιαν Άνασσαν, διά την προς αυτόν άρρητον αυτής χάριν ταύτην και ευδοκίαν και έλεος. (Είτα εκρέμασαν το νόμισμα εις την ρηθείσαν Αγίαν εικόνα της Θεοτόκου, υπό της οποίας εγένετο εξαίσια θαύματα, και ουχί μόνον υπό της αγίας εικόνος, αλλά και υπό του νομίσματος). Έκτοτε λοιπόν ο Ιωάννης προθυμότερον εξετάζει το έργον αυτού ψάλλων ευλαβώς και μετά κατανύξεως, τόσον ώστε εκ της πολλής στάσεως, των τε ιδιαιτέρων και των κοινών και φανερών αγρυπνιών, εσάπισαν οι πόδες αυτού, και κατέσθιον αυτούς οι σκώληκες αλλά μετ’ ολίγον εφάνη αυτώ κατ’ όναρ η Θεοτόκος και είπεν: «από του νυν έσω υγιής!» και ευθέως εγένετο υγιής, αφανισθεισών των πληγών και αλγηδόνων αυτού.


Όθεν ο Ιωάννης, ως ευγνώμων, το επίλοιπον της ζωής αυτού διήνυσεν εις μεγάλους και υπέρ φύσιν αγώνας, και τοσούτον εφωτίσθη νοερώς, ώστε ηξιώθη να προίδη την ώραν της τελευτής αυτού αποχαιρετίσας λοιπόν πάντας τους συναχθέντας εν τη κέλλη αυτού και λαβών συγχώρησιν, και διατάξας ίνα το σώμα αυτού ενταφιασθή εν τω παρ’ αυτού ανεγερθέντι Ναώ των Αρχαγγέλων, προσευχόμενος απήλθε προς Κύριον.

Saturday, September 1, 2018

Η Αγάπη δεν διδάσκεται ... ( Γερότνισσα Γαβριηλία )



«Η Αγάπη δεν διδάσκεται. 
Δίδεται άνωθεν όταν την ζητήσουμε με επίγνωση του Εγωϊσμού μας που θέλουμε να συντρίψουμε.
Ποτέ να μην λές «γιατί περνώ αυτό»;
Ή όταν βλέπεις τόν άλλο με τη γάγγραινα, τον καρκίνο ή την τύφλωση, να μην λές «γιατί το περνά αυτό»;
Αλλά να παρακαλείς τον Θεό να σου χαρίσει το όραμα της άλλης όχθης ...;
Τότε θα βλέπεις όπως οι Άγγελοι τα γινόμενα εδώ όπως πραγματικά είναι: ΟΛΑ στο σχέδιο τού Θεού. ΟΛΑ.
Ο πνευματικά προχωρημένος άνθρωπος είναι αυτός που έφτασε να μην έχει «υπόσταση» και που έχει κατανοήσει βαθύτατα ότι ό,τι του συμβαίνει είναι είτε Θέλημα του Θεού, είτε Παραχώρηση του Θεού.
Όποιος ζει στο Παρελθόν, είναι σαν τον πεθαμένο.
 Όποιος ζει στο Μέλλον με την φαντασία του, είναι αφελής, γιατί το Μέλλον είναι μόνον του Θεού. Η Χαρά του Χριστού βρίσκεται μόνο στο Παρόν. Στο Αιώνιο Παρόν του Θεού. 

Δεν πρέπει να παραδοθούμε τυφλά στο Θέλημά Του. Αυτό το κάνουν οι στρατιώτες. Εμείς τα Παιδιά Του, πρέπει να Του το προσφέρουμε το θέλημά μας μαζί με όλον τον εαυτό μας στο χάλι του. Και να Του πούμε: 
«Σου προσφέρω όλα μου τα στραβά και τα ατελή. Κάνε τα ίσια».
Δίνοντας χαρά στους άλλους, εσύ την νοιώθεις πρώτα.
Για να φτάσεις στο δεν υπάρχω, αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς κι έτσι ταυτίζεσαι απόλυτα με τόν Άλλο, τον εκάστοτε Άλλο, και τότε στο τέλος της ημέρας αναρωτιέσαι :
Θέλω τίποτε; Όχι. Επιθυμώ τίποτε; Όχι. 
Μου λείπει τίποτε; Όχι ...; Αυτό είναι! ...;
Είσαι ήδη γεμάτος με την γλυκειά παρουσία Του Ιησού ! » 

"Ασκητική της Αγάπης"
Γερότνισσα Γαβριηλία