Από την αρχαιότατη εποχή της ιστορίας της ανθρωπότητας η θρησκευτική συνείδηση όλων των λαών βρισκόταν σ’ ένα φοβερό σκοτάδι. Και αυτό ήταν φυσικό, επειδή ήταν αδύνατον για τον πεπερασμένο ανθρώπινο νου να βρει την λύση των δυσκολότατων προβλημάτων για την καταγωγή του κόσμου και τις πηγές του καλού και του κακού. Χρειαζόταν η θεία αποκάλυψη. Αυτή μόνο θα μπορούσε να δώσει την απάντηση. Υπήρχε μόνο ένας εκλεκτός λαός του Θεού, ο λαός του Ισραήλ, στον οποίο η αποκάλυψη δόθηκε ακόμα από την αρχαιότατη εποχή της ιστορίας του.
Αλλά και αυτός ο εκλεκτός λαός του Θεού, όπως και κάθε άλλος λαός, αποτελούσε μία μάζα, την οποία η Αγία Γραφή ονομάζει «λαόν της γης» (Δ΄ Βασ. 15, 5). Μία άλλη όμως πολύ πιο μικρή ομάδα των αληθινά εκλεκτών του Θεού, εκείνη των προπατόρων και «πάντων των απ’ αιώνος Θεώ ευαρεστησάντων, από Αδάμ άχρι και Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίας Θεοτόκου», τιμά η Αγία μας Εκκλησία τις δύο Κυριακές, οι οποίες προηγούνται της Γεννήσεως του Χριστού. Μόνο αυτοί οι εκλεκτοί του Θεού κρατούσαν την θεία αποκάλυψη ενώ «ο λαός της γης» πολύ συχνά παρασυρόταν στην ειδωλολατρεία και δεν διέφερε πολύ από τους άλλους λαούς, που βρίσκονταν στο σκοτάδι και οι οποίοι δεν έλαβαν από τον Θεό καμμία αποκάλυψη.
Οι περισσότεροι από σας δεν γνωρίζουν την ιστορία των θρησκευμάτων, γι’ αυτό θα σας πω με δύο λόγια μέχρι ποιού σημείου ανοησίας και σκοτισμού έφτασαν οι λαοί, οι οποίοι με τις δικές τους δυνάμεις προσπαθούσαν να κατανοήσουν τα βαθύτερα μυστήρια της θρησκείας. Από τους αρχαίους λαούς, οι πιο πολιτισμένοι ήταν οι Αιγύπτιοι. Παρά ταύτα την πρώτη θέση στην θρησκεία τους κατείχε η λατρεία των ζώων. Φορείς της θείας δυνάμεως και άξιοι τιμής θεωρούνταν ο ταύρος Άπις, η αγελάδα, ο κροκόδειλος, η κατσίκα, η γάτα, ο πίθηκος, ο σκύλος, το γεράκι, ακόμα και ο ποντικός, το φίδι και ο βάτραχος, ακόμα και ο κάνθαρος.
Ο τεράστιος ποταμός Νείλος, ο οποίος διασχίζει όλη την Αίγυπτο, εθεωρείτο θεός. Ο βασιλιάς της Αιγύπτου ο Φαραώ εθεωρείτο και αυτός ότι κατάγεται από το γένος των θεών και ο ίδιος πρόσφερε θυσίες στον εαυτό του. Οι ψεύτικοι αυτοί θεοί εικονίζονταν με μορφή ανθρώπου και κεφάλι κάποιου από τα ιερά ζώα. Οι αρχαίοι αιγυπτιακοί ναοί κτίζονταν όχι ως τόποι προσευχής του λαού αλλά ως κατοικίες του ιερού ζώου.
Η λατρεία των ζώων απουσίαζε από την θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων. Οι πολυάριθμοι θεοί τους ενσάρκωναν στο πρόσωπό τους τη δύναμη, την αξία και τις καλύτερες ιδιότητες του ανθρώπου. Σ’ αυτούς όμως αποδίδονταν και όλα τα ανθρώπινα πάθη: αυτοί είχαν έχθρα μεταξύ τους, πόρνευαν, εκδικούνταν σκληρά τους εχθρούς τους, όπως το έκανε ο ανώτατος θεός του ελληνικού πανθέου ο Δίας, ο οποίος εκδικήθηκε τον Προμηθέα, ο οποίος του έκλεψε τη φωτιά και δίδαξε τους ανθρώπους να την μεταχειρίζονται.
Νομίζω ότι αυτά τα λίγα παραδείγματα από την ιστορία της αιγυπτιακής και της ελληνικής θρησκείας είναι ικανά για να καταλάβετε πόσο σκοτισμένη ήταν η θρησκευτική συνείδηση των λαών, οι οποίοι κατοικούσαν στη γη την εποχή εκείνη. Τότε συνέβη αυτό το σπουδαιότατο σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας γεγονός, το οποίο γιορτάζουμε αυτές τις μέρες -η κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, ο οποίος κατέβηκε από τους ουρανούς και εν-σαρκώθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας.
Με την είσοδο του Χριστού στον κόσμο όλοι όσοι ζούσαν στο σκοτάδι και δεν γνώριζαν τον αληθινό Θεό, έλαβαν την θεία αποκάλυψη. Όλους τους φώτισε «το φως το της γνώσεως», όπως λέει το απολυτίκιο της μεγάλης σημερινής γιορτής: «Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω, το φως το της γνώσεως».
Ας σκεφτούμε καλύτερα το νόημα του μεγάλου αυτού λόγου «το φώς το της γνώσεως». Μήπως πρόκειται για το φως της διανοίας; Όχι, όχι, το νόημα είναι πιο βαθύ. Δεν φωτίζεται η κάθε διάνοια από το φως το αληθινό. Ακόμα και ο θαυμάσιος νους των μεγαλυτέρων φιλοσόφων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη δεν φωτίζονταν από το φως της αληθείας, ενώ η διάνοια μερικών άλλων φιλοσόφων ήταν τόσο σκοτισμένη, ώστε αρνούνταν και μεγάλες πνευματικές αλήθειες.
Ασύγκριτα μεγαλύτερη του ανθρώπινου νου είναι η διάνοια του διαβόλου και των αγγέλων του. Αλλά σίγουρα στερούνται αυτοί της οποιασδήποτε κοινωνίας με το φως και έτσι αποτελούν πηγή του βαθύτερου σκότους.
Η γνώση, λοιπόν, την οποία έφερε στον κόσμο ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το θείο φως, το οποίο φωτίζει τον κόσμο. Στο στενό σπήλαιο της Βηθλεέμ την μεγάλη εκείνη ημέρα της Γεννήσεως του Χριστού άναψε για μας το θείο αυτό φως, το οποίο όσο μεγάλωνε ο Χριστός, φτάνοντας σε μέτρο ηλικίας τελείου ανδρός, τόσο δυνατότερα έλαμπε και τελικά έφτασε στο σημείο να είναι η λάμψη του αμέτρητες φορές λαμπρότερη της λάμψης του ήλιου. Επειδή το φως του Θεανθρώπου Ιησού, ο οποίος είναι ο Ήλιος της Δικαιοσύνης είναι το θειο φως.
Στην Αγία Γραφή ο ίδιος ο Θεός και ο προαιώνιος Υιός Του ονομάζονται φως. Στην πρώτη καθολική επιστολή του ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος λέει: «Και αύτη εστίν η επαγγελία ην ακηκόαμεν υπ’ αυτού και αναγγέλλομεν υμίν, ότι ο Θεός φως έστι και σκοτία εν αυτώ ουκ εστίν ουδεμία» (Α΄ Ιω. 1,5). Και στο πέμπτο κεφάλαιο της ίδιας επιστολής γράφει: «Οίδαμεν δε ότι ο υιός του Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν ίνα γινώσκωμεν τον αληθινόν· και έσμεν εν τω αληθινώ, εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστώ, ούτός έστιν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος» (Α΄ Ιω. 5, 20).
Ο ίδιος ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός είπε: «Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις εμέ εν τη σκοτία μη μείνη» (Ιω. 12, 46), Και άλλη μεγάλη αλήθεια για την ουσία του Θεού, μας αποκάλυψε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, λέγοντας ότι «ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄ Ιω. 4, 16).
Το φως, λοιπόν, της γνώσεως το οποίο έλαμψε στον εθνικό κόσμο με την ενσάρκωση του Υιού του Θεού από την Παρθένο Μαρία είναι ταυτόχρονα το επουράνιο φως της γνώσεως του Θεού που φανερώνει τις σημαντικότερες ιδιότητες της ουσίας Του, οι οποίες είναι το θείο φως και η υπερτέλεια αγάπη. Με την λαμπροφόρα διδασκαλία Του, την οποία πάντα επιβεβαίωνε με τα θαύματα, και με τις εντολές Του ο Κύριος Ιησούς Χριστός έδειξε ότι είναι ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, και με το θάνατό Του πάνω στο φρικτό σταυρό φανέρωσε ότι είναι και απέραντη θεία αγάπη.
Ας διαβάσουμε και άλλη μια φορά το απολυτίκιο των Χριστουγέννων: «Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω, το φως το της γνώσεως· εν αύτη γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες, υπό αστέρος εδιδάσκοντο, Σε προσκυνείν τον Ήλιον της δικαιοσύνης, και Σε γινώσκειν εξ ύψους Ανατολήν, Κύριε δόξα σοι».
Στην Ανατολή, σε μία μακρινή χώρα, όπου ζούσαν σοφοί, οι οποίοι ερευνούσαν την πορεία των άστρων και στην αγνωσία τους θεοποιούσαν τα ουράνια σώματα, έλαμψε το θείο φως. Οι μάγοι εντυπωσιάστηκαν από την εμφάνιση ενός πρωτοφανούς άστρου, το οποίο ακολουθούσε μία ασυνήθιστη πορεία και σαν κάπου να τους οδηγούσε. Μακρύς ήταν ο δρόμος και τελικά το άστρο σταμάτησε πάνω από ένα σπήλαιο της Βηθλεέμ, όπου είδαν οι μάγοι τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, που φώτισε τον κόσμο και Τον προσκύνησαν. Ας ακολουθήσουμε και εμείς τους μάγους και ας πάμε μαζί τους με φόβο στο σπήλαιο της Βηθλεέμ και ας Του προσφέρουμε τις καθαρές και γεμάτες πίστη καρδιές μας. Αμήν.
Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας
Αλλά και αυτός ο εκλεκτός λαός του Θεού, όπως και κάθε άλλος λαός, αποτελούσε μία μάζα, την οποία η Αγία Γραφή ονομάζει «λαόν της γης» (Δ΄ Βασ. 15, 5). Μία άλλη όμως πολύ πιο μικρή ομάδα των αληθινά εκλεκτών του Θεού, εκείνη των προπατόρων και «πάντων των απ’ αιώνος Θεώ ευαρεστησάντων, από Αδάμ άχρι και Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίας Θεοτόκου», τιμά η Αγία μας Εκκλησία τις δύο Κυριακές, οι οποίες προηγούνται της Γεννήσεως του Χριστού. Μόνο αυτοί οι εκλεκτοί του Θεού κρατούσαν την θεία αποκάλυψη ενώ «ο λαός της γης» πολύ συχνά παρασυρόταν στην ειδωλολατρεία και δεν διέφερε πολύ από τους άλλους λαούς, που βρίσκονταν στο σκοτάδι και οι οποίοι δεν έλαβαν από τον Θεό καμμία αποκάλυψη.
Οι περισσότεροι από σας δεν γνωρίζουν την ιστορία των θρησκευμάτων, γι’ αυτό θα σας πω με δύο λόγια μέχρι ποιού σημείου ανοησίας και σκοτισμού έφτασαν οι λαοί, οι οποίοι με τις δικές τους δυνάμεις προσπαθούσαν να κατανοήσουν τα βαθύτερα μυστήρια της θρησκείας. Από τους αρχαίους λαούς, οι πιο πολιτισμένοι ήταν οι Αιγύπτιοι. Παρά ταύτα την πρώτη θέση στην θρησκεία τους κατείχε η λατρεία των ζώων. Φορείς της θείας δυνάμεως και άξιοι τιμής θεωρούνταν ο ταύρος Άπις, η αγελάδα, ο κροκόδειλος, η κατσίκα, η γάτα, ο πίθηκος, ο σκύλος, το γεράκι, ακόμα και ο ποντικός, το φίδι και ο βάτραχος, ακόμα και ο κάνθαρος.
Ο τεράστιος ποταμός Νείλος, ο οποίος διασχίζει όλη την Αίγυπτο, εθεωρείτο θεός. Ο βασιλιάς της Αιγύπτου ο Φαραώ εθεωρείτο και αυτός ότι κατάγεται από το γένος των θεών και ο ίδιος πρόσφερε θυσίες στον εαυτό του. Οι ψεύτικοι αυτοί θεοί εικονίζονταν με μορφή ανθρώπου και κεφάλι κάποιου από τα ιερά ζώα. Οι αρχαίοι αιγυπτιακοί ναοί κτίζονταν όχι ως τόποι προσευχής του λαού αλλά ως κατοικίες του ιερού ζώου.
Η λατρεία των ζώων απουσίαζε από την θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων. Οι πολυάριθμοι θεοί τους ενσάρκωναν στο πρόσωπό τους τη δύναμη, την αξία και τις καλύτερες ιδιότητες του ανθρώπου. Σ’ αυτούς όμως αποδίδονταν και όλα τα ανθρώπινα πάθη: αυτοί είχαν έχθρα μεταξύ τους, πόρνευαν, εκδικούνταν σκληρά τους εχθρούς τους, όπως το έκανε ο ανώτατος θεός του ελληνικού πανθέου ο Δίας, ο οποίος εκδικήθηκε τον Προμηθέα, ο οποίος του έκλεψε τη φωτιά και δίδαξε τους ανθρώπους να την μεταχειρίζονται.
Νομίζω ότι αυτά τα λίγα παραδείγματα από την ιστορία της αιγυπτιακής και της ελληνικής θρησκείας είναι ικανά για να καταλάβετε πόσο σκοτισμένη ήταν η θρησκευτική συνείδηση των λαών, οι οποίοι κατοικούσαν στη γη την εποχή εκείνη. Τότε συνέβη αυτό το σπουδαιότατο σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας γεγονός, το οποίο γιορτάζουμε αυτές τις μέρες -η κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, ο οποίος κατέβηκε από τους ουρανούς και εν-σαρκώθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας.
Με την είσοδο του Χριστού στον κόσμο όλοι όσοι ζούσαν στο σκοτάδι και δεν γνώριζαν τον αληθινό Θεό, έλαβαν την θεία αποκάλυψη. Όλους τους φώτισε «το φως το της γνώσεως», όπως λέει το απολυτίκιο της μεγάλης σημερινής γιορτής: «Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω, το φως το της γνώσεως».
Ας σκεφτούμε καλύτερα το νόημα του μεγάλου αυτού λόγου «το φώς το της γνώσεως». Μήπως πρόκειται για το φως της διανοίας; Όχι, όχι, το νόημα είναι πιο βαθύ. Δεν φωτίζεται η κάθε διάνοια από το φως το αληθινό. Ακόμα και ο θαυμάσιος νους των μεγαλυτέρων φιλοσόφων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη δεν φωτίζονταν από το φως της αληθείας, ενώ η διάνοια μερικών άλλων φιλοσόφων ήταν τόσο σκοτισμένη, ώστε αρνούνταν και μεγάλες πνευματικές αλήθειες.
Ασύγκριτα μεγαλύτερη του ανθρώπινου νου είναι η διάνοια του διαβόλου και των αγγέλων του. Αλλά σίγουρα στερούνται αυτοί της οποιασδήποτε κοινωνίας με το φως και έτσι αποτελούν πηγή του βαθύτερου σκότους.
Η γνώση, λοιπόν, την οποία έφερε στον κόσμο ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το θείο φως, το οποίο φωτίζει τον κόσμο. Στο στενό σπήλαιο της Βηθλεέμ την μεγάλη εκείνη ημέρα της Γεννήσεως του Χριστού άναψε για μας το θείο αυτό φως, το οποίο όσο μεγάλωνε ο Χριστός, φτάνοντας σε μέτρο ηλικίας τελείου ανδρός, τόσο δυνατότερα έλαμπε και τελικά έφτασε στο σημείο να είναι η λάμψη του αμέτρητες φορές λαμπρότερη της λάμψης του ήλιου. Επειδή το φως του Θεανθρώπου Ιησού, ο οποίος είναι ο Ήλιος της Δικαιοσύνης είναι το θειο φως.
Στην Αγία Γραφή ο ίδιος ο Θεός και ο προαιώνιος Υιός Του ονομάζονται φως. Στην πρώτη καθολική επιστολή του ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος λέει: «Και αύτη εστίν η επαγγελία ην ακηκόαμεν υπ’ αυτού και αναγγέλλομεν υμίν, ότι ο Θεός φως έστι και σκοτία εν αυτώ ουκ εστίν ουδεμία» (Α΄ Ιω. 1,5). Και στο πέμπτο κεφάλαιο της ίδιας επιστολής γράφει: «Οίδαμεν δε ότι ο υιός του Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν ίνα γινώσκωμεν τον αληθινόν· και έσμεν εν τω αληθινώ, εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστώ, ούτός έστιν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος» (Α΄ Ιω. 5, 20).
Ο ίδιος ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός είπε: «Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις εμέ εν τη σκοτία μη μείνη» (Ιω. 12, 46), Και άλλη μεγάλη αλήθεια για την ουσία του Θεού, μας αποκάλυψε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, λέγοντας ότι «ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄ Ιω. 4, 16).
Το φως, λοιπόν, της γνώσεως το οποίο έλαμψε στον εθνικό κόσμο με την ενσάρκωση του Υιού του Θεού από την Παρθένο Μαρία είναι ταυτόχρονα το επουράνιο φως της γνώσεως του Θεού που φανερώνει τις σημαντικότερες ιδιότητες της ουσίας Του, οι οποίες είναι το θείο φως και η υπερτέλεια αγάπη. Με την λαμπροφόρα διδασκαλία Του, την οποία πάντα επιβεβαίωνε με τα θαύματα, και με τις εντολές Του ο Κύριος Ιησούς Χριστός έδειξε ότι είναι ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, και με το θάνατό Του πάνω στο φρικτό σταυρό φανέρωσε ότι είναι και απέραντη θεία αγάπη.
Ας διαβάσουμε και άλλη μια φορά το απολυτίκιο των Χριστουγέννων: «Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω, το φως το της γνώσεως· εν αύτη γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες, υπό αστέρος εδιδάσκοντο, Σε προσκυνείν τον Ήλιον της δικαιοσύνης, και Σε γινώσκειν εξ ύψους Ανατολήν, Κύριε δόξα σοι».
Στην Ανατολή, σε μία μακρινή χώρα, όπου ζούσαν σοφοί, οι οποίοι ερευνούσαν την πορεία των άστρων και στην αγνωσία τους θεοποιούσαν τα ουράνια σώματα, έλαμψε το θείο φως. Οι μάγοι εντυπωσιάστηκαν από την εμφάνιση ενός πρωτοφανούς άστρου, το οποίο ακολουθούσε μία ασυνήθιστη πορεία και σαν κάπου να τους οδηγούσε. Μακρύς ήταν ο δρόμος και τελικά το άστρο σταμάτησε πάνω από ένα σπήλαιο της Βηθλεέμ, όπου είδαν οι μάγοι τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, που φώτισε τον κόσμο και Τον προσκύνησαν. Ας ακολουθήσουμε και εμείς τους μάγους και ας πάμε μαζί τους με φόβο στο σπήλαιο της Βηθλεέμ και ας Του προσφέρουμε τις καθαρές και γεμάτες πίστη καρδιές μας. Αμήν.
Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας