Η εξομολόγηση γίνεται σωστά όταν έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
-Είναι έγκαιρη, χωρίς αναβολές κι ολέθριες καθυστερήσεις. Όπως και στις σωματικές αρρώστιες, με το πρώτο σύμπτωμα τρέχουμε αμέσως στο γιατρό, έτσι και με τις αμαρτίες, δεν πρέπει να τις αφήνουμε να γίνονται «χρόνιες παθήσεις».
-Είναι απλή και σύντομη, χωρίς άκαιρα λόγια και περιττές διηγήσεις, αλλά μονάχα αυτά που απαιτούνται.
-Είναι ταπεινή, χωρίς καυχησιολογίες και επίδειξη «αρετών», αλλά με το συναίσθημα της αμαρτωλότητάς μας. Δεν ρίχνουμε τα βάρη σε άλλους παρά μονάχα στον εαυτό μας. Δεν εξομολογούμαστε για λογαριασμό άλλων, αλλά για τον εαυτό μας.
-Είναι ειλικρινής, χωρίς ψέματα και δικαιολογίες. Δεν λέμε ούτε λιγότερα απ’ όσα κάναμε, ούτε περισσότερα, αλλά μόνο όσα γνωρίζουμε και μας ελέγχει η συνείδησή μας. Δεν κρύβουμε τίποτα απ’ όσα θυμόμαστε, ούτε κρατάμε μερικά για να πούμε σε άλλον πνευματικό.
-Είναι θερμή και γεμάτη συντριβή. Βγαίνει από καρδιά που θρηνεί για την πτώση και θλίβεται γιατί ανέτρεψε το θέλημα του Θεού με την παρακοή της. Και τόσο βαθύτερη γίνεται η συντριβή, όσο σκεφτόμαστε ότι η αμαρτία σημαίνει ανταρσία εναντίον του Θεού.
-Είναι αποφασιστική και γεμάτη σταθερό μίσος κατά της αμαρτίας. Ένα μίσος που εκδηλώνεται με την σταθερή αποφυγή των αφορμών της Αμαρτίας και των φανερών πλέον παγίδων της.
-Είναι άνευ όρων παράδοση στην θεραπευτική φροντίδα του ιατρού - πνευματικού, που εκδηλώνεται με την προθυμία τηρήσεως του «κανόνα» που τυχόν επιβάλλει. Χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά η εξομολόγηση μένει άκαρπη κι ανενέργητη. Κι έτσι αχρηστεύουμε ένα απ’ τα μεγαλύτερα δώρα της αγάπης και του ελέους του Θεού.
(Απ’ το βιβλίο «ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ»)