Σήμερα είνε εορτή του αγίου Δημητρίου και χιλιάδες κόσμος εορτάζει. Εορτάζουν πολλά χωριά και πόλεις, γιατί το όνομα του αγίου Δημητρίου είνε ένα από τα πιο προσφιλή και αγαπητά ονόματα μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
«Ο Άγιος Δημήτριος τιμάται σ’ όλα τα μέρη όπου υπάρχουν ορθόδοξοι. Στη Σερβία, αν πάμε, θα συναντήσουμε το όνομα του αγίου Δημητρίου και στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία και σ’ αυτήν ακόμα τη Ρωσία, το όνομα του Αγίου Δημητρίου αγαπάται, τιμάται και λατρεύεται.
Τι ήταν ο Άγιος Δημήτριος; Καλόγερος; Σηκώθηκε και έφυγε από το σπίτι του και πήγε μέσα στα βουνά και τα λαγκάδια και ασκήτευε; Όχι. Τι ήτανε; Παπάς και δεσπότης; Όχι. Λαϊκός ήταν. Ήτανε στρατιώτης. Και όμως αγίασε. Αυτό τι σημαίνει; Ότι κανένα επάγγελμα δεν εμποδίζει ώστε να γίνη κανείς Χριστιανός και ν’ αγιάση. Και ο γεωργός που σκάβει τη γη, και ο τσομπάνος που βόσκει τα πρόβατα, και ο τεχνίτης που μαστορεύει, και ο δάσκαλος, και ο καθηγητής, και ο στρατιώτης, και ο αξιωματικός, και ο μικρός και ο μεγάλος, όλοι μπορούν να γίνουν άγιοι. Βλέπουμε δηλαδή, ότι οι άγιοι είνε απ’ όλα τα επαγγέλματα.
Άγιος λοιπόν ήτανε ο Δημήτριος. Μα τι θα πη Άγιος; Άγιος θα πη ήρωας. Όχι με τη μικρή και ταπεινή έννοια, που δίνει ο κόσμος. Ήρωα λέει ο κόσμος έναν, που πήρε τα όπλα, ανέβηκε στα βουνά, πολέμησε και σκότωσε. Αυτούς θεωρεί ήρωες και τιμά ο κόσμος. Αλλά παραπάνω από τους ήρωες αυτούς, που νικούν στα πεδία των μαχών, υπάρχουν άλλοι ήρωες, που είνε σπάνιον είδος ήρωος.
Ο Μέγας Αλέξανδρος λ.χ., που ενίκησε τον κόσμον όλο, παρεπονείτο και έλεγε ότι· Εγώ, που νίκησα τον κόσμον όλον, νικήθηκα από τα πάθη μου. Γι αυτό έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, ότι «το να νικά κανείς τον εαυτό του, αυτό είνε η υψίστη νίκη». Μπορεί κάποιος να υποτάξη τον κόσμο όλο, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, και όμως να είνε δούλος των παθών του. Ήρωας λοιπόν είνε αυτός που νικάει τα ελαττώματά του, νικάει τα πάθη του, τις κακίες, τον αμαρτωλό κόσμο που έχει μέσα στην καρδιά του. Ήρωας είνε αυτός που νικάει, όπως λένε οι πατέρες, «κόσμον, σάρκα και διάβολον». Αυτό είνε το ανώτερο είδος ηρωϊσμού.
Απ’ αυτή την άποψι ήταν ήρωας ο Άγιος Δημήτριος. Και ήταν άγιος γιατί; Πρώτα – πρώτα πίστευε στο Χριστό. Και την πίστι του αυτή δεν την έκρυβε· δεν ήταν κρυπτοχριστιανός. Όποιος έχει ένα τέτοιο βαθύ αίσθημα, δεν το κρύβει, αλλά το φανερώνει, το εκδηλώνει, το κηρύττει. Αυτό έκανε και ο Άγιος Δημήτριος. Δεν έκρυβε μόνο μέσα στην καρδιά του το όνομα του Χριστού, αλλά το φανέρωνε, το κήρυττε παντού, όπου και να ευρίσκετο.
Μέσα στην πόλι της Θεσσαλονίκης προσπαθούσε και άλλους ανθρώπους να κάνη Χριστιανούς. Δεν ησύχαζε, αν δεν έκανε τους ειδωλολάτρες Χριστιανούς. Ιδιαίτερα είχε στρέψει την προσοχή του στα παιδιά και στους νέους. Αυτούς προσπαθούσε να κερδίση για το Χριστό και σ’ αυτούς εκήρυττε τακτικά το Χριστό. Όπως σήμερα ένας κατηχητής χτυπά την καμπάνα και μαζεύει τα παιδιά και κάνει κατηχητικό σχολείο, έτσι μπορούμε να πούμε ότι έκανε και ο Άγιος Δημήτριος. Ήταν ένας λαμπρός κατηχητής, ένας λαμπρός κήρυκας της αληθείας. Μέσα στη Θεσσαλονίκη είχε μαζέψει παιδιά και εφήβους και νέους, που τους κατηχούσε. Μια ιερά φάλαγγα είχε κοντά του ο Άγιος Δημήτριος. Εκτός από τους στρατιώτες, που εκπαίδευε σαν αξιωματικός στα στρατόπεδα, είχε και έναν άλλο στρατό, ειρηνικό, πειθαρχικό στο όνομα του Χριστού· και αυτός ήταν τα παιδιά που κατηχούσε.
Γι’ αυτή τη χριστιανική δράσι, που ανέπτυσσε ο Άγιος Δημήτριος, ξεσήκωσε την αντιπάθεια των ειδωλολατρών. Τον κατηγόρησαν, τον συνέλαβαν, τον καθήρεσαν από το αξίωμά του, και τον έρριξαν στη φυλακή.
Μεταξύ εκείνων που κατηχούσε ο Άγιος Δημήτριος, το λαμπρότερο και ηρωϊκώτερο παιδί ήταν ο Νέστωρ. Τις ημέρες δε εκείνες στο μεγάλο στάδιο της Θεσσαλονίκης θα εγίνοντο αγώνες. Και για να δη τους αγώνες είχε μαζευτή χιλιάδες κόσμος. Εκεί ήταν και οι βασιλιάδες και οι άρχοντες και οι στρατιωτικοί. Τότε παρουσιάστηκε ο Λυαίος, ένας άντρας πελώριος, ύψος τρία μέτρα, γίγαντας γυμνασμένος. Ήταν θηρίο, με δύναμι τεραστία, και απειλούσε τον κόσμο όλο. Αυτός ο βάρβαρος βλαστημούσε το Χριστό, και κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξη. Όπως το λιοντάρι, όταν ξεφύγη από το κλουβί του, το τρέμουν όλοι και κρύβονται από το φόβο, έτσι και όταν παρουσιάστηκε ο Λυαίος τρομοκράτησε όλους τους αθλητάς και δεν τολμούσε κανένας να ξεμυτίση και να βγη μπροστά του.
Ο Νέστορας όμως, παιδί 17 χρονών, είπε· Εγώ θα πολεμήσω το Λυαίο, και θα το νικήσω! Ματαίως του λέγανε· Τι κάνεις; το θάνατό σου θέλεις; αυτός είνε λιοντάρι ολόκληρο· ποιός μπορεί να τα βάλη μαζί του;… Ο Νέστορας πήγε στο κελλί του δασκάλου του, του αγίου Δημητρίου, που ήταν δεμένος μέσα στη φυλακή για την πίστι του Χριστού, και γονάτισε μπροστά του. Ζήτησε την προσευχή του. Ο Άγιος Δημήτριος τον εσταύρωσε, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και του είπε τα εξής περίφημα λόγια. «Και Λυαίον νικήσεις και υπέρ Χριστού μαρτυρήσεις». Παιδί μου, του λέει, και το Λυαίο θα νικήσης και για το Χριστό θα μαρτυρήσης.
Πράγματι ο Νέστωρ πήγε στο στάδιο και άρχισε η μάχη. Όταν τον είδε ο Λυαίος γέλασε… Αλλά ο Νέστωρ, γεμάτος θάρρος, έκανε το σημείο του σταυρού και φώναξε· «Θεέ του Δημητρίου, βοήθει μοι». Αστραπιαίως έπεσε πάνω στο γίγαντα, τον έρριξε κάτω, και τον ενίκησε. Ο βασιλιάς Μαξιμιανός ωργίστηκε πολύ για την ήττα του Λυαίου. Δεν θέλησε να παραδεχθή το θαυμαστό αποτέλεσμα. Διέταξε να θανατώσουν το Νέστορα. Έτσι ο Νέστωρ μαρτύρησε για το Χριστό.
Και ο Άγιος Δημήτριος; Το τέλος του ήταν επίσης μαρτυρικό. Όπως μαρτύρησε ο Νέστωρ, μαρτύρησε και αυτός. Όχι μόνο με το στόμα του, αλλά και με το αίμα του. Αυτό το «Πιστεύω…», που ακούμε στη θεία λειτουργία, δεν είνε γραμμένο με μελάνι και με πέννα. Αυτό το «Πιστεύω…» είνε, αδελφοί μου, γραμμένο με το αίμα των μαρτύρων. Αυτό το «Πιστεύω…» το υπέγραψε και ο Άγιος Δημήτριος με το αίμα του.
Πήγαν στη φυλακή, που βρισκόταν, βγάλανε τα σπαθιά οι στρατιώτες, και όπως το Χριστό τον κέντησαν και από την άχραντο εκείνη πλευρά βγήκε αίμα και ύδωρ, έτσι κέντησαν και αυτόν, και από την πλευρά του Δημητρίου βγήκε μύρο, μύρο αθάνατο.
Αυτός είνε με λίγα λόγια, αγαπητοί μου, ο βίος του Αγίου Δημητρίου, που όλες οι χώρες και πολιτείες, από το Δούναβι μέχρι την Κρήτη κι από την Κέρκυρα μέχρι την Κύπρο, και πέρα στην Αυστραλία και την Αμερική, παντού, τιμούν το όνομά του. Μεγάλος άγιος.
Εκεί που θάψανε τον άγιο Δημήτριο στη Θεσσαλονίκη -δεν είνε παραμύθι- χιλιάδες κόσμος πήγαινε στον τάφο του, γυναίκες και άντρες, χήρες και ορφανά, φτωχοί και άρρωστοι, άνθρωποι που τους είχαν απελπίσει οι γιατροί και τα φάρμακα του κόσμου τούτου. Και όλοι εγίνοντο καλά. Χιλιάδες θαύματα έκανε και εξακολουθεί να κάνη ο άγιος Δημήτριος. Αλλά το πιο μεγάλο θαύμα έγινε στις ημέρες μας.
Πόσα χρόνια τώρα πέρασαν; Στην εκκλησία του την αγία είχαν μπη οι Τούρκοι και την είχαν κάνει τζαμί. Ο χότζας ανέβαινε και έλεγε «Αλλάχ αλλάχ». Πεντακόσα χρόνια ήταν εκεί οι Τούρκοι. Αλλά το 1912, τέτοια άγια μέρα, την ημέρα που εώρταζε ο άγιος, έφυγαν οι Τούρκοι, και αντί για το μισοφέγγαρο, που είχαν στο τζαμί, υψώθηκε η γαλανή σημαία, η σημαία του σταυρού.
Τέτοια άγια μέρα η Τουρκιά δεν είχε πια θέσι στην πόλι την αγία, στη Θεσσαλονίκη. Τέτοια άγια μέρα τα παιδιά της πατρίδος μας, με τη φωνή του Νέστορα «Θεέ του Δημητρίου, βοήθει μας», οι νέοι Νέστορες που πίστευαν στο Θεό, νίκησαν το Λυαίο της Ανατολής. Γιατί Λυαίος ήταν ο Τούρκος, και εξακολουθεί να είνε.
Και σήμερα στα Βαλκάνια, ο Λυαίος πάλι βγήκε. Και τον υποστηρίζουν δυστυχώς οι μεγάλοι. Κ’ εμείς; Ω Θεέ του Δημητρίου, βοήθει ημίν! Είμαστε μικροί και ασήμαντοι, περιφρονημένοι Νέστορες. Αλλ’ αυτοί οι μικροί και ασήμαντοι, αν είμεθα άνθρωποι του Θεού, άνθρωποι πιστοί, θα δώση πάλι ο Θεός να νικήσουμε το σύγχρονο Λυαίο, για μια ακόμη φορά. Και τότε και τα βουνά και τα λαγκάδια μας και οι νεκροί μας και οι τάφοι των προγόνων μας θα φωνάξουν· «Και Λυαίον νικήσεις και υπέρ Χριστού Μαρτυρήσεις». Αμήν.
«Ο Άγιος Δημήτριος τιμάται σ’ όλα τα μέρη όπου υπάρχουν ορθόδοξοι. Στη Σερβία, αν πάμε, θα συναντήσουμε το όνομα του αγίου Δημητρίου και στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία και σ’ αυτήν ακόμα τη Ρωσία, το όνομα του Αγίου Δημητρίου αγαπάται, τιμάται και λατρεύεται.
Τι ήταν ο Άγιος Δημήτριος; Καλόγερος; Σηκώθηκε και έφυγε από το σπίτι του και πήγε μέσα στα βουνά και τα λαγκάδια και ασκήτευε; Όχι. Τι ήτανε; Παπάς και δεσπότης; Όχι. Λαϊκός ήταν. Ήτανε στρατιώτης. Και όμως αγίασε. Αυτό τι σημαίνει; Ότι κανένα επάγγελμα δεν εμποδίζει ώστε να γίνη κανείς Χριστιανός και ν’ αγιάση. Και ο γεωργός που σκάβει τη γη, και ο τσομπάνος που βόσκει τα πρόβατα, και ο τεχνίτης που μαστορεύει, και ο δάσκαλος, και ο καθηγητής, και ο στρατιώτης, και ο αξιωματικός, και ο μικρός και ο μεγάλος, όλοι μπορούν να γίνουν άγιοι. Βλέπουμε δηλαδή, ότι οι άγιοι είνε απ’ όλα τα επαγγέλματα.
Άγιος λοιπόν ήτανε ο Δημήτριος. Μα τι θα πη Άγιος; Άγιος θα πη ήρωας. Όχι με τη μικρή και ταπεινή έννοια, που δίνει ο κόσμος. Ήρωα λέει ο κόσμος έναν, που πήρε τα όπλα, ανέβηκε στα βουνά, πολέμησε και σκότωσε. Αυτούς θεωρεί ήρωες και τιμά ο κόσμος. Αλλά παραπάνω από τους ήρωες αυτούς, που νικούν στα πεδία των μαχών, υπάρχουν άλλοι ήρωες, που είνε σπάνιον είδος ήρωος.
Ο Μέγας Αλέξανδρος λ.χ., που ενίκησε τον κόσμον όλο, παρεπονείτο και έλεγε ότι· Εγώ, που νίκησα τον κόσμον όλον, νικήθηκα από τα πάθη μου. Γι αυτό έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, ότι «το να νικά κανείς τον εαυτό του, αυτό είνε η υψίστη νίκη». Μπορεί κάποιος να υποτάξη τον κόσμο όλο, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, και όμως να είνε δούλος των παθών του. Ήρωας λοιπόν είνε αυτός που νικάει τα ελαττώματά του, νικάει τα πάθη του, τις κακίες, τον αμαρτωλό κόσμο που έχει μέσα στην καρδιά του. Ήρωας είνε αυτός που νικάει, όπως λένε οι πατέρες, «κόσμον, σάρκα και διάβολον». Αυτό είνε το ανώτερο είδος ηρωϊσμού.
Απ’ αυτή την άποψι ήταν ήρωας ο Άγιος Δημήτριος. Και ήταν άγιος γιατί; Πρώτα – πρώτα πίστευε στο Χριστό. Και την πίστι του αυτή δεν την έκρυβε· δεν ήταν κρυπτοχριστιανός. Όποιος έχει ένα τέτοιο βαθύ αίσθημα, δεν το κρύβει, αλλά το φανερώνει, το εκδηλώνει, το κηρύττει. Αυτό έκανε και ο Άγιος Δημήτριος. Δεν έκρυβε μόνο μέσα στην καρδιά του το όνομα του Χριστού, αλλά το φανέρωνε, το κήρυττε παντού, όπου και να ευρίσκετο.
Μέσα στην πόλι της Θεσσαλονίκης προσπαθούσε και άλλους ανθρώπους να κάνη Χριστιανούς. Δεν ησύχαζε, αν δεν έκανε τους ειδωλολάτρες Χριστιανούς. Ιδιαίτερα είχε στρέψει την προσοχή του στα παιδιά και στους νέους. Αυτούς προσπαθούσε να κερδίση για το Χριστό και σ’ αυτούς εκήρυττε τακτικά το Χριστό. Όπως σήμερα ένας κατηχητής χτυπά την καμπάνα και μαζεύει τα παιδιά και κάνει κατηχητικό σχολείο, έτσι μπορούμε να πούμε ότι έκανε και ο Άγιος Δημήτριος. Ήταν ένας λαμπρός κατηχητής, ένας λαμπρός κήρυκας της αληθείας. Μέσα στη Θεσσαλονίκη είχε μαζέψει παιδιά και εφήβους και νέους, που τους κατηχούσε. Μια ιερά φάλαγγα είχε κοντά του ο Άγιος Δημήτριος. Εκτός από τους στρατιώτες, που εκπαίδευε σαν αξιωματικός στα στρατόπεδα, είχε και έναν άλλο στρατό, ειρηνικό, πειθαρχικό στο όνομα του Χριστού· και αυτός ήταν τα παιδιά που κατηχούσε.
Γι’ αυτή τη χριστιανική δράσι, που ανέπτυσσε ο Άγιος Δημήτριος, ξεσήκωσε την αντιπάθεια των ειδωλολατρών. Τον κατηγόρησαν, τον συνέλαβαν, τον καθήρεσαν από το αξίωμά του, και τον έρριξαν στη φυλακή.
Μεταξύ εκείνων που κατηχούσε ο Άγιος Δημήτριος, το λαμπρότερο και ηρωϊκώτερο παιδί ήταν ο Νέστωρ. Τις ημέρες δε εκείνες στο μεγάλο στάδιο της Θεσσαλονίκης θα εγίνοντο αγώνες. Και για να δη τους αγώνες είχε μαζευτή χιλιάδες κόσμος. Εκεί ήταν και οι βασιλιάδες και οι άρχοντες και οι στρατιωτικοί. Τότε παρουσιάστηκε ο Λυαίος, ένας άντρας πελώριος, ύψος τρία μέτρα, γίγαντας γυμνασμένος. Ήταν θηρίο, με δύναμι τεραστία, και απειλούσε τον κόσμο όλο. Αυτός ο βάρβαρος βλαστημούσε το Χριστό, και κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξη. Όπως το λιοντάρι, όταν ξεφύγη από το κλουβί του, το τρέμουν όλοι και κρύβονται από το φόβο, έτσι και όταν παρουσιάστηκε ο Λυαίος τρομοκράτησε όλους τους αθλητάς και δεν τολμούσε κανένας να ξεμυτίση και να βγη μπροστά του.
Ο Νέστορας όμως, παιδί 17 χρονών, είπε· Εγώ θα πολεμήσω το Λυαίο, και θα το νικήσω! Ματαίως του λέγανε· Τι κάνεις; το θάνατό σου θέλεις; αυτός είνε λιοντάρι ολόκληρο· ποιός μπορεί να τα βάλη μαζί του;… Ο Νέστορας πήγε στο κελλί του δασκάλου του, του αγίου Δημητρίου, που ήταν δεμένος μέσα στη φυλακή για την πίστι του Χριστού, και γονάτισε μπροστά του. Ζήτησε την προσευχή του. Ο Άγιος Δημήτριος τον εσταύρωσε, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και του είπε τα εξής περίφημα λόγια. «Και Λυαίον νικήσεις και υπέρ Χριστού μαρτυρήσεις». Παιδί μου, του λέει, και το Λυαίο θα νικήσης και για το Χριστό θα μαρτυρήσης.
Πράγματι ο Νέστωρ πήγε στο στάδιο και άρχισε η μάχη. Όταν τον είδε ο Λυαίος γέλασε… Αλλά ο Νέστωρ, γεμάτος θάρρος, έκανε το σημείο του σταυρού και φώναξε· «Θεέ του Δημητρίου, βοήθει μοι». Αστραπιαίως έπεσε πάνω στο γίγαντα, τον έρριξε κάτω, και τον ενίκησε. Ο βασιλιάς Μαξιμιανός ωργίστηκε πολύ για την ήττα του Λυαίου. Δεν θέλησε να παραδεχθή το θαυμαστό αποτέλεσμα. Διέταξε να θανατώσουν το Νέστορα. Έτσι ο Νέστωρ μαρτύρησε για το Χριστό.
Και ο Άγιος Δημήτριος; Το τέλος του ήταν επίσης μαρτυρικό. Όπως μαρτύρησε ο Νέστωρ, μαρτύρησε και αυτός. Όχι μόνο με το στόμα του, αλλά και με το αίμα του. Αυτό το «Πιστεύω…», που ακούμε στη θεία λειτουργία, δεν είνε γραμμένο με μελάνι και με πέννα. Αυτό το «Πιστεύω…» είνε, αδελφοί μου, γραμμένο με το αίμα των μαρτύρων. Αυτό το «Πιστεύω…» το υπέγραψε και ο Άγιος Δημήτριος με το αίμα του.
Πήγαν στη φυλακή, που βρισκόταν, βγάλανε τα σπαθιά οι στρατιώτες, και όπως το Χριστό τον κέντησαν και από την άχραντο εκείνη πλευρά βγήκε αίμα και ύδωρ, έτσι κέντησαν και αυτόν, και από την πλευρά του Δημητρίου βγήκε μύρο, μύρο αθάνατο.
Αυτός είνε με λίγα λόγια, αγαπητοί μου, ο βίος του Αγίου Δημητρίου, που όλες οι χώρες και πολιτείες, από το Δούναβι μέχρι την Κρήτη κι από την Κέρκυρα μέχρι την Κύπρο, και πέρα στην Αυστραλία και την Αμερική, παντού, τιμούν το όνομά του. Μεγάλος άγιος.
Εκεί που θάψανε τον άγιο Δημήτριο στη Θεσσαλονίκη -δεν είνε παραμύθι- χιλιάδες κόσμος πήγαινε στον τάφο του, γυναίκες και άντρες, χήρες και ορφανά, φτωχοί και άρρωστοι, άνθρωποι που τους είχαν απελπίσει οι γιατροί και τα φάρμακα του κόσμου τούτου. Και όλοι εγίνοντο καλά. Χιλιάδες θαύματα έκανε και εξακολουθεί να κάνη ο άγιος Δημήτριος. Αλλά το πιο μεγάλο θαύμα έγινε στις ημέρες μας.
Πόσα χρόνια τώρα πέρασαν; Στην εκκλησία του την αγία είχαν μπη οι Τούρκοι και την είχαν κάνει τζαμί. Ο χότζας ανέβαινε και έλεγε «Αλλάχ αλλάχ». Πεντακόσα χρόνια ήταν εκεί οι Τούρκοι. Αλλά το 1912, τέτοια άγια μέρα, την ημέρα που εώρταζε ο άγιος, έφυγαν οι Τούρκοι, και αντί για το μισοφέγγαρο, που είχαν στο τζαμί, υψώθηκε η γαλανή σημαία, η σημαία του σταυρού.
Τέτοια άγια μέρα η Τουρκιά δεν είχε πια θέσι στην πόλι την αγία, στη Θεσσαλονίκη. Τέτοια άγια μέρα τα παιδιά της πατρίδος μας, με τη φωνή του Νέστορα «Θεέ του Δημητρίου, βοήθει μας», οι νέοι Νέστορες που πίστευαν στο Θεό, νίκησαν το Λυαίο της Ανατολής. Γιατί Λυαίος ήταν ο Τούρκος, και εξακολουθεί να είνε.
Και σήμερα στα Βαλκάνια, ο Λυαίος πάλι βγήκε. Και τον υποστηρίζουν δυστυχώς οι μεγάλοι. Κ’ εμείς; Ω Θεέ του Δημητρίου, βοήθει ημίν! Είμαστε μικροί και ασήμαντοι, περιφρονημένοι Νέστορες. Αλλ’ αυτοί οι μικροί και ασήμαντοι, αν είμεθα άνθρωποι του Θεού, άνθρωποι πιστοί, θα δώση πάλι ο Θεός να νικήσουμε το σύγχρονο Λυαίο, για μια ακόμη φορά. Και τότε και τα βουνά και τα λαγκάδια μας και οι νεκροί μας και οι τάφοι των προγόνων μας θα φωνάξουν· «Και Λυαίον νικήσεις και υπέρ Χριστού Μαρτυρήσεις». Αμήν.
Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιωτου