Μέ κάθε δίκαιο χαιρόταν καί χαιρόταν καί μέ τό παρπάνω ἡ Ἁγία Τριάδα πρίν ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων, σύμφωνα μέ τή θεαρχική Της ἰδέα, τήν ἀειπάρθενο Μαριάμ.
Γιατί εἶναι γνώμη μερικῶν θεολόγων, ὅτι ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὅλα τά ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων γκρεμίζονταν ἀπό τούς οὐρανούς καί γίνονταν δαίμονες, ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε ὁ κόσμος ἐγίνοντο κακοί καί πήγαιναν στην κόλασι χωρίς νά γλυτώσει κανείς, ἄν ὅλα τά κτίσματα οὐρανός, φωστῆρες, ἄστρα, στοιχεῖα, φυτά, ζῶα, ἀποστατοῦσαν ἀπό τόν Θεό καί ἔβγαιναν ἀπό τήν τάξι του καί πήγαιναν στήν ἀνυπαρξία, παρ’ ὅλα αὐτά ὅλες αὐτές οἱ κακίες τῶν κτισμάτων συγκρινόμενες μέ τό πλήρωμα τῆς ἁγιότητος τῆς Θεοτόκου, δέν μποροῦσαν νά λυπήσουν τόν Θεό, διότι μόνο ἡ Κυρία Θεοτόκος μποροῦσε νά Τόν εὐχαριστήση ὡς πρός ὅλα καί γιά ὅλα, καί νά μήν Τόν αφήσει νά λυπηθῆ τόσο πολύ γιά τόν χαμό καί τήν ἀπώλεια τῶν τόσων κτισμάτων Του, ὅσο θά τόν ἔκαμνε νά χαίρεται ὑπερβολικά γιά τήν ἴδια Της, διότι μόνον Αὐτή χωρίς καμμία σύγκρισι Τόν ἀγάπησε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον, διότι Αὐτή περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον ὑπάκουσε στό θέλημά Του, διότι μόνον Αὐτή μπόρεσε καί ἔγινε ἱκανή νά δεχθῆ ὅλα ἐκεῖνα τά φυσικά, ὑπερφυσικά καί προαιρετικά χαρίσματα πού ὁ Θεός διαμοίρασε σέ ὅλη τήν κτίση . Καί μέ ἕνα λόγο, γιατί Αὐτή ἔγινε ἕνας ἄλλος Δεύτερος Κόσμος ἀσύγκριτα΄καλύτερος ἀπό ὅλον τόν αἰσθητό καί νοητό κόσμο καί ἀρκετός καί μόνος Του νά δοξάζη αἰώνια τόν Ποιητή ἀπό τήν καλλονή καί ποικιλία τῶν χαρισμάτων του περισσότερο ἀπό ὅλη τήν δημιουργία τοῦ σύμπαντος. Ἀπό αὐτά λοιπόν βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι, ἐπειδή καί ὁ Θεός προώρισε τήν Θεοτόκο σύμφωνα μέ τήν παροαιώνια εὐδοκία Του, πού εἶναι ὄχι ἑπόμενο καί κατ’ ἐπακολούθηση θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό προηγούμενο καί τό κύριο θέλημα Αὐτοῦ, ὅπως τό ἑρμηνεύει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (λογ. Α΄ εἰς τά Φῶτα καί λόγος εἰς τήν Χριστοῦ Γέννησιν). Ἀπό αὐτά λοιπόν βγαίνει λέγω τό συμπέρασμα ὅτι, ὅπως γίνεται τό περιβόλι γιά νά φυτευθῆ τό δένδρο καί πάλι τό δένδρο φυτεύεται γιά τόν καρπό, ἔτσι καί ὅλος ὁ αἰσθητός καί νοητός κόσμος ἔγινε γιά τόν σκοπό αὐτό, δηλαδή γιά τήν Κυρία Θεοτόκο, καί πάλι ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε γιά τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, καί ἔτσι ἐξεπληρώθη ἡ ἀρχαία βουλή καί ὁ πρῶτος σκοπός τοῦ Θεοῦ, μέ τό ὅτι ἀνακεφαλαιώθηκαν ὅλα ἐν Χριστῷ καί ἑνώθηκε ἡ κτίσις μέ τόν Κτίστη, ὄχι φυσικά, ὄχι προαιρετικά καί κατά χάριν, ἀλλά κατά τήν ὑπόστασι. Αὐτός εἶναι ὁ ἀνώτατος βαθμός τῆς ἑνώσεως μετά ἀπό τόν ὁποῖον ἄλλος ἀνώτερος οὔτε βρέθηκε, οὔτε καί θά βρεθῆ.
Γιατί εἶναι γνώμη μερικῶν θεολόγων, ὅτι ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὅλα τά ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων γκρεμίζονταν ἀπό τούς οὐρανούς καί γίνονταν δαίμονες, ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε ὁ κόσμος ἐγίνοντο κακοί καί πήγαιναν στην κόλασι χωρίς νά γλυτώσει κανείς, ἄν ὅλα τά κτίσματα οὐρανός, φωστῆρες, ἄστρα, στοιχεῖα, φυτά, ζῶα, ἀποστατοῦσαν ἀπό τόν Θεό καί ἔβγαιναν ἀπό τήν τάξι του καί πήγαιναν στήν ἀνυπαρξία, παρ’ ὅλα αὐτά ὅλες αὐτές οἱ κακίες τῶν κτισμάτων συγκρινόμενες μέ τό πλήρωμα τῆς ἁγιότητος τῆς Θεοτόκου, δέν μποροῦσαν νά λυπήσουν τόν Θεό, διότι μόνο ἡ Κυρία Θεοτόκος μποροῦσε νά Τόν εὐχαριστήση ὡς πρός ὅλα καί γιά ὅλα, καί νά μήν Τόν αφήσει νά λυπηθῆ τόσο πολύ γιά τόν χαμό καί τήν ἀπώλεια τῶν τόσων κτισμάτων Του, ὅσο θά τόν ἔκαμνε νά χαίρεται ὑπερβολικά γιά τήν ἴδια Της, διότι μόνον Αὐτή χωρίς καμμία σύγκρισι Τόν ἀγάπησε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον, διότι Αὐτή περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον ὑπάκουσε στό θέλημά Του, διότι μόνον Αὐτή μπόρεσε καί ἔγινε ἱκανή νά δεχθῆ ὅλα ἐκεῖνα τά φυσικά, ὑπερφυσικά καί προαιρετικά χαρίσματα πού ὁ Θεός διαμοίρασε σέ ὅλη τήν κτίση . Καί μέ ἕνα λόγο, γιατί Αὐτή ἔγινε ἕνας ἄλλος Δεύτερος Κόσμος ἀσύγκριτα΄καλύτερος ἀπό ὅλον τόν αἰσθητό καί νοητό κόσμο καί ἀρκετός καί μόνος Του νά δοξάζη αἰώνια τόν Ποιητή ἀπό τήν καλλονή καί ποικιλία τῶν χαρισμάτων του περισσότερο ἀπό ὅλη τήν δημιουργία τοῦ σύμπαντος. Ἀπό αὐτά λοιπόν βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι, ἐπειδή καί ὁ Θεός προώρισε τήν Θεοτόκο σύμφωνα μέ τήν παροαιώνια εὐδοκία Του, πού εἶναι ὄχι ἑπόμενο καί κατ’ ἐπακολούθηση θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό προηγούμενο καί τό κύριο θέλημα Αὐτοῦ, ὅπως τό ἑρμηνεύει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (λογ. Α΄ εἰς τά Φῶτα καί λόγος εἰς τήν Χριστοῦ Γέννησιν). Ἀπό αὐτά λοιπόν βγαίνει λέγω τό συμπέρασμα ὅτι, ὅπως γίνεται τό περιβόλι γιά νά φυτευθῆ τό δένδρο καί πάλι τό δένδρο φυτεύεται γιά τόν καρπό, ἔτσι καί ὅλος ὁ αἰσθητός καί νοητός κόσμος ἔγινε γιά τόν σκοπό αὐτό, δηλαδή γιά τήν Κυρία Θεοτόκο, καί πάλι ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε γιά τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, καί ἔτσι ἐξεπληρώθη ἡ ἀρχαία βουλή καί ὁ πρῶτος σκοπός τοῦ Θεοῦ, μέ τό ὅτι ἀνακεφαλαιώθηκαν ὅλα ἐν Χριστῷ καί ἑνώθηκε ἡ κτίσις μέ τόν Κτίστη, ὄχι φυσικά, ὄχι προαιρετικά καί κατά χάριν, ἀλλά κατά τήν ὑπόστασι. Αὐτός εἶναι ὁ ἀνώτατος βαθμός τῆς ἑνώσεως μετά ἀπό τόν ὁποῖον ἄλλος ἀνώτερος οὔτε βρέθηκε, οὔτε καί θά βρεθῆ.