Τη Λαμπροδευτέρα το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πριν νά πλαγιάσω για νά κοιμηθώ, βγήκα στο μικρό περιβολάκι πού έχουμε πίσω από το σπίτι μας, και στάθηκα για λίγο, κοιτάζοντας το σκοτεινό ουρανό με τ’ άστρα.
Σαν νά τον έβλεπα πρώτη φορά. Μου φάνηκε πολύ βαθύς, και Σαν νά ερχότανε από πάνω μία μακρινή ψαλμωδία. το στόμα μου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών, και προσκυνείτε τω υποπόδιο των ποδών αυτού». ‘Ένας αγιασμένος γέροντας μου είχε πει μία φορά πώς κατά τούτες τις ώρες ανοίγουνε τά ουράνια. Ό αγέρας μοσκοβολούσε από τά λουλούδια κι από τά άγιοχόρταρα, πού έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ο ουρανός και ή γη της δόξης του Κυρίου».
Θα στεκόμουνα έχει πέρα μοναχός ως το ξημέρωμα. Σαν νά μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με Τη γη. Άλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα ατό σπίτι και ανησυχήσουνε πού έλειπα, και γι’ αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.
Δέ με είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο με αλλόκοτη όψη. ‘Ήτανε κατακίτρινος, Σαν πεθαμένος, μα τά μάτια του ήτανε Σαν ανοιχτά και μ’ έβλεπε τρομαγμένος. το πρόσωπό του ήτανε σαν μάσκα, Σαν μούμια, με το πετσί του γυαλιστερά, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τά βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος. στο ‘να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, πού δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με τ’ άλλο έσφιγγε το στήθος του, λες και πονούσε.
Εκείνο το πλάσμα μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω. το κοίταζα, και με κοίταζε, δίχως νά μιλήσει, Σαν νά περίμενε νά το γνωρίσω. και στ’ αλήθεια, μ’ όλο πού ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν νά μου είπε μία φωνή: «Είναι ο τάδε!». Μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιος ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε το στόμα του κι αναστέναξε. μα ή φωνή του σαν νά ερχότανε από πολύ μακριά, σα νά ‘βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι. ‘Έβλεπα πώς βρισκότανε σε μία μεγάλη αγωνιά, κι υπόφερα κι εγώ μαζί του. Τά χέρια του, τά πόδια του, τά μάτια του, όλα φανερώνανε πώς βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του νά τον βοηθήσω, μα εκείνος μου’ κάνε νόημα με το χέρι του νά σταματήσω.
Άρχισε νά βογκά, με τέτοιον τρόπο, πού πάγωσα. Έπειτα μου λέγει: «δεν ήρθα, με στείλανε. ‘Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σε ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τον Θεό νά με λυπηθεί. Θέλω νά πεθάνω, μα δέ μπορώ. «Αχ! ‘Όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πριν πεθάνω, πού ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά; «Ήτανε και δύο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί Σαν κι εμένα. ‘Εκεί πού μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σαν έφυγες, μου είπανε: Κρίμα, νά ‘χει τέτοιο μυαλό, και νά πιστεύει στις ανοησίες πού πιστεύουνε οί γριές! Μία άλλη μέρα, σου είχα πει όπως και πολλές άλλες φορές: «Βρε Φ., μάζευε λεφτά, Θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, και πάλι θέλω κι άλλα».
Τότε μου είπες:
Έχεις κάνει συμβόλαιο με τον χάρο πώς θα ζήσεις τόσα χρόνια πού θέλεις, για νά καλοπεράσεις στά γερατειά σου;». Σου λέγω εγώ: «Θα δεις πόσο χρόνο θα πάγω! Τώρα είμαι εβδομηνταπέντε. Θα περάσω τά εκατό. ‘Έχω εξασφαλίσει τά παιδιά μου, ο γιος μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ’ έναν πλούσιο από την ‘Αβησσυνία, εγώ κι ή γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε.
Όχι σαν κι εσένα, πού ακούς αυτά πού λεν οί παπάδες, χριστιανικά τά τέλη της ζωής ημών. Τι θα βγάλεις από τά Χριστιανικά τά τέλη;. Παρά νά ‘χεις στην τσέπη σου, και μη σε μέλει. ‘Εγώ νά δώσω ελεημοσύνη; και γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; για νά τούς θρέφω εγώ; ‘Άμ βάζουνε εσάς και ταΐζεται τούς τεμπέληδες, για νά πάτε στο Παράδεισο! ‘Ακούς εκεί Παράδεισο; ‘Εγώ ξέρεις πώς είμαι γιος παπα, και τά γνωρίζω καλά αυτά τά κόλπα. μα νά τα πιστεύουνε αυτά οί μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ, πού έχεις τέτοια σπουδή, και νά πας χαμένος. ‘Εσύ, όπως πας, θα πεθάνεις πριν από μένα, Θα πάρεις και στο λαιμό σου την οικογένειά σου. μα εγώ, σου λέγω και σου υπογράφω, Σαν γιατρός, που είμαι, πως θα ζήσω εκατό δέκα χρόνια ».
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δω κι από κει, σαν νά ψηνότανε απάνω σε καμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του: «»Αχ! Ούχ! Ού! Ού! Ού! Χού!» Ησύχασε για λίγο και ξαναείπε: «Αυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι έχασα το στοίχημα! Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μία βούλιαζα και μία ανέβαινα απάνω, και φώναζα: «Έλεος! μα κανένας δεν μ’ άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σαν νά ‘μου να κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τά τώρα, και Τι τραβώ. Τι αγωνία εΙναι αυτή! Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. το κέρδισες το στοίχημα. ‘Εγώ, τότε πού βρισκόμουνα στο κόσμο πού ζεις, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ και νά μ’ ακούνε, νά κοροϊδεύω τη θρησκεία, νά συζητώ για χειροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως βλέπω πώς χειροπιαστά εΙναι εκείνα πού τά έλεγα παραμύθια και χαρτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι ή αγωνία πού βρίσκουμε. Αχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων!». Απάνω σ’ αυτά, χάθηκε από τά μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τά βογκητά του, πού και κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μία στιγμή, κατάλαβα νά με σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τά μάτια μου, και τον βλέπω πάλι μπροστά μου. ΤούτητΤη φορά ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ’ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, πού το κουνούσε από δω κι από κει Άνοιξε το στόμα του και μου είπε: «σε λίγη ώρα Θα ξημερώσει και θα έρθουνε νά με πάρουνε εκείνοι πού με στείλανε!» του λέω:
«Ποιοι σε στείλανε;». Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως νά καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει: «’Εκεί πού βρίσκομαι εΙναι κι άλλοι πολλοί από κείνους πού σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πώς οι εξυπνάδες δεν περνούνε παραπέρα από το νεκροταφείο. ΕΙναι και κάποιοι άλλοι πού τούς έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε. Κι όσο τούς συχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί νά τον κάνει ή καλοσύνη νά χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει νά νοιώθει τον εαυτό του νικημένο.
Τούτοι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα και δέ μπορούνε νά βγούνε από τη σκοτεινή φυλακή τους για νά ‘ρθουνε νά σε βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά,γιατί δέρνονται με τη μάστιγα της αγάπης, όπως είπε ένας άγιος.
Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος απ’ ο, τι τον βλέπαμε! Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πώς ή εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά και απάτη. ‘Εσείς πού έχετε στην καρδιά σας το Χριστό, και πού για σας ο λόγος του ειναι αλήθεια, ή μονάχη αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχημα, πού μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους απίστους, αυτό το στοίχημα πού το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δε βρίσκω ησυχία. :Αληθινά στο Άδη δεν υπάρχει πια μετάνοια. Αλίμονο σ’ όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τον καιρό πού είμαστε απάνω στη γη. Η σάρκα μας είχε μεθύσει, και εμπαίξαμε εκείνους πού πιστεύανε στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σας λέγαμε ανόητους, σας κάναμε περίπαιγμα, κι όσο εσείς δεχόσαστε με καλοσύνη τά πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε ή δική μας ή κακία.
Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόσαστε από το φέρσιμο των κακών ανθρώπων, αλλά πώς δεχόσαστε με υπομονή τις φαρμακερές σαΐτες πού βγάζουνε από το στόμα τους, λέγοντάς σας υποκριτές, θεομπαίχτες και λαοπλάνους. Αν βρισκότανε, οι δυστυχείς στη θέση πού βρίσκομαι τώρα, και βλέπανε από δω πού βλέπω, Θα τρομάζανε για ο,τι κάνουνε. Θέλω νά φανερωθώ σ’ αυτούς και νά τούς πω ν’ αλλάξουνε δρόμο, μα δεν έχω την άδεια, όπως δεν την είχε κι εκείνος ο πλούσιας και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάμ νά στείλει το φτωχό το Λάζαρο. μα και εκείνον δεν τον έστειλε, και τούτο, για νά γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοι της σωτηρίας όσοι πορεύονται τη στράτα του Θεού.
«Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθέτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω έτι, και ο άγιος άγιασθήτω έτι».
Μ` αυτά τά λόγια, τον έχασα από μπροστά μου.
Τα Μυστικά Άνθη , εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1973. «Απίστευτα και όμως αληθινά» εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη. Θεσσαλονίκη