Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα:
«Ποιὸ καλὸ πρᾶγμα ὑπάρχει, γιὰ νὰ τὸ κάνω καὶ νὰ βρῶ ζωὴ μέσα σ᾿ αὐτό;»
Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας:
«Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ καλό. Ὅμως ἄκουσα ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες ρώτησε τὸν ἀββᾶ Νισθερῶο τὸν μεγάλο, τὸν φίλο του ἀββᾶ Ἀντωνίου:
«Ποιὸ θεωρεῖται ἔργο καλὸ γιὰ νὰ τὸ κάνω;»
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
«Ὅλες οἱ ἀρετὲς δὲν εἶναι ἰσοδύναμες; Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ὑπῆρξε φιλόξενος καὶ εἶχε τὸν Θεὸ μαζί του. Ὁ Ἠλίας ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὁ Δαβὶδ ἦταν ταπεινὸς καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὅ,τι λοιπὸν καταλαβαίνεις νὰ θέλει ἡ ψυχή σου ποὺ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ κάνε καὶ κράτα ἄγρυπνη τὴν καρδιά σου».
Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας:
«Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ καλό. Ὅμως ἄκουσα ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες ρώτησε τὸν ἀββᾶ Νισθερῶο τὸν μεγάλο, τὸν φίλο του ἀββᾶ Ἀντωνίου:
«Ποιὸ θεωρεῖται ἔργο καλὸ γιὰ νὰ τὸ κάνω;»
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
«Ὅλες οἱ ἀρετὲς δὲν εἶναι ἰσοδύναμες; Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ὑπῆρξε φιλόξενος καὶ εἶχε τὸν Θεὸ μαζί του. Ὁ Ἠλίας ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὁ Δαβὶδ ἦταν ταπεινὸς καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὅ,τι λοιπὸν καταλαβαίνεις νὰ θέλει ἡ ψυχή σου ποὺ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ κάνε καὶ κράτα ἄγρυπνη τὴν καρδιά σου».
Γεροντικό