Πόλεμος με τη λαιμαργία
Ο πονηρός δεν άργησε να τον πολεμήσει και με άλλο τρόπο : με τη λαιμαργία. Του προκαλεί λοιπόν , από το πρωί κιόλας, σαν βασανιστικό αίσθημα πείνας, σπρώχνοντάς τον να φάει κρέατα και ψάρια και άλλα πλούσια φαγητά. Μα ο μακάριος Νήφων αντιστεκόταν στο διάβολο με τον διακριτικό του λογισμό, λέγοντας:
- Όλ’ αυτά , μόνο μέχρι το φάρυγγα χαρίζουν ηδονή. Πιο κάτω ευχαρίστηση καμιά δεν δίνουν! Μόνο ανυπόφορη δυσωδία αναδίνουν! Πήγαινε λοιπόν διάβολε, εκεί που οι άνθρωποι κάνουν την ανάγκη τους και δες, τι είναι εκείνα που μου λες να φάω! Γεύσου τα εσύ, να ευχαριστηθείς…
Μ’ αυτά τα λόγια χλεύαζε τον πονηρό. Κι όταν εκείνος του ξαναριχνόταν και τον πολεμούσε αγριότερα, του έλεγε:
- Σήμερα θα φάω και θα πιω με το παραπάνω! Για να σου δείξω , πως ούτε κι έτσι θα μπορέσεις να μ’ εμποδίσεις από την προσευχή.
Τη μέρα εκείνη έτρωγε ακόμα και κρέας κι έπινε κρασί μπόλικο.
Ύστερα σηκωνόταν κι έλεγε στον εαυτό του:
- Πρόσεχε, Νήφων! Ο σκύλος , μόλις χορτάσει, γαβγίζει μ’ ευχαρίστηση. Κι εσύ τώρα έφαγες από τα δώρα του Θεού. Εμπρός, λοιπόν, να Τον ευχαριστήσεις , που σε χόρτασε από τα επίγεια αγαθά.
Κι ευθύς πήγαινε στην εκκλησία , σήκωνε τα χέρια του στον ουρανό κι έλεγε:
- Σε δοξάζω, Χριστέ ο Θεός,
που με χόρτασες απ’ τα αγαθά Σου∙
μη μου στερήσεις , πολυέλεε,
και τα επουράνια!
Και συνέχιζε την προσευχή του για πολλήν ώρα, μ’ όλο και μεγαλύτερη θέρμη.
Ύστερα γύριζε κι έλεγε στο διάβολο:
- Δες, αδιάντροπε σκύλε, πόσο έφαγα και ήπια! Ε, και τι μ’ αυτό; Από την εκκλησία κανείς δεν μπορεί να με διώξει. Ο Θεός δεν μ’ αποστράφηκε, ούτε κι οι άγιοί Του. Ρεζίλι έγινες πονηρέ κι ακάθαρτε! Φύγε μακριά! Χάσου στο σκοτάδι! Μην ελπίζεις πια σ’ εμένα!
Πόλεμος με τον ύπνο
Μ’ αυτα τα λόγια όμως ο διάβολος μάνιαζε περισσότερο. Κι αμέσως δοκίμαζε άλλο όπλο: Του έφερνε αφόρητη νύστα και ασταμάτητα χασμουρητά, , προσπαθώντας να τον αποχαυνώσει. Αλλά εκείνος, μόλις ένιωθε νύστα, άρπαζε το ραβδί του κι άρχιζε να χτυπάει το σώμα του λέγοντας: :
- Αχάριστε δούλε! Δεν σου έδωσα να φας και να πιεις; Τώρα θέλεις και ύπνο; Θα σε μάθω εγώ να νυστάζεις!
Τέτοια λέγοντας , χτυπούσε όλο και περισσότερο το σώμα του. Τόσο που η νύστα τελικά υποχωρούσε! Και τότε άρχιζε ν’ αγρυπνεί και να προσεύχεται …
Μετά την προσευχή έλεγε πάλι:
- Κοίταξε , Νήφων! Έφαγες και ήπιες. Αν τώρα υπηρετήσεις ανύσταχτα τον Κύριό σου, θα σε ξαναχορτάσω με τις δωρεές Του. Αν όμως αρχίσεις να λυγάς στον ύπνο, θα σε πεθάνω στην πείνα και τη δίψα!
Ακούγοντας ο διάβολος αυτά τα λόγια, λύσσαγε.
- Αλιτήριε Νήφων! τσύριξε μια μέρα. Πιο πανούργος κι απ’ τους δαίμονες είσαι! Ποιος σου τις έδειξε τούτες τις κατεργαριές; Πού τα ‘μαθες αυτά τα κόλπα, μου λες; … Αλίμονό μου! Με πάμπολλους πάλεψα ως τώρα, μα τέτοια σκληρό καρύδι ποτέ μου δεν συνάντησα! Δεν φτάνει που με βρίζει και με κοροϊδεύει, διαλαλεί κι από πάνω πως δεν φοβάται τους δαίμονες . Κακό που με βρήκε! Τον ρίχνω μια φορά, σηκώνεται, με ρίχνει δύο και τρεις ! Και μου λέει ειρωνικά: “Δεν βλάπτει κανέναν να κρατάμε τις ισορροπίες!”. Άλλοτε πάλι με απειλεί: “Μα κι αν πέσω, τι λες, δεν μπορώ να ξανασηκωθώ;”. Tί να κάνω πια… Μα έννοια σου! Νέος είν’ ακόμα! Κι εγώ ξέρω χίλια τεχνάσματα! Θα τον τραβήξω πάλι στο βούρκο της ακολασίας…
Όσιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής
"Που να προσφύγω η τρισάλθια, που να ελπίσω η ταπεινή, που η δόλια να ικετεύσω, που να κλίνω την κεφαλή. Δεν έχω άλλο θερμό προστάτη, δεν έχω άλλη καταφυγή, δεν έχω άλλη παρηγοριά, πλην μόνο εσένα την άσπιλο και αγνή. Υπό τη σκεπή σου καταφεύγω και σωτηρία επιζητώ.
Αγνή Παρθένε βοήθησε με και μη με αφήνεις να στερηθώ. Ελπίς του κόσμου, παρηγοριά απεγνωσμένων, καταφυγή τυφλών και ξένων. Η βακτηρία και τεθλιμμένων η πανδοχή.
Πρόφθασον τώρα να μεσιτεύσεις προς τον υιό σου και ποθητόν, καθώς μου πρέπει να μη με κρίνει, αλλά ως εύσπλαχνος να με δεχθεί, να αστοχήσει τα κρίματά μου, να παραβλέψει ως αγαθός και να με σώσει εκ των δεινών μου ως ευεργέτης και Θεός. Ένα βλέμμα γλυκύ να ρίξεις σε μένα την άμοιρη και φτωχή.
Φως θεϊκό ακτής να λάμψει στη σκοτεινή μου σκληρά ψυχή. Αν Παρθένα μου δεν με ακούσεις, αν Παρθένα μου δεν με λυπηθείς, αν δεν δεις τη συμφορά μου και σαν μητέρα μου να με σπλαχνισθεις. Ποιος θα μου δώσει καταφυγή; Ποιος από το σκότος θα καταλάμψει τη σκοτεινή μου σκληρά ψυχή; Όποιος σε σένα έρχεται και σε επικαλείται από κινδύνους σώζεται και θάνατο δεν φοβήται..."
Χάρη στις θεολογικές εργασίες στον άγιο Μάρκον Εφέσου του σέρβου ιερομονάχου Ειρηναίου Μπούλοβιτς, εξακριβώθηκε ότι ο «Θαυμάσιος λόγος», για το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, που παρεδόθη ως έργον ανωνύμου, ανήκει στον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, τον μέγαν αγωνιστή της Ορθοδοξίας.
Πράγματι, το πρωτότυπο κείμενο, πού έχουμε υπ' όψιν και απ' όπου έγινε νέα μετάφραση, δεν αφήνει αμφιβολία για την πατρότητά του και είναι αξιοθαύμαστο και εκφραστικό της αγιότητος του αγίου Μάρκου, πού απασχολούσε τόν νουν του στην αδιάλειπτη εργασία της ευχής. Είναι δε κοινός τόπος, ότι όλοι οι ασχοληθέντες με το θέμα της νοεράς προσευχής, θεωρούν την ευχήν αυτήν ως καταγομένην από τους αγίους Αποστόλους Πέτρον, Ιωάννην, Παύλον.
Έτσι ο αγιότατος Εφέσου, αναφερόμενος σε αποστολικούς λόγους, ανακαλύπτει το βαθύτερο νόημά τους, που συμπυκνώνεται στην μονολόγιστη αυτή προσευχή και που την παρέδωκαν στην Εκκλησία ως πνευματικό θησαυρό. Είναι δε χαρακτηριστικό της ευαισθησίας του αγίου Πατέρα, για τις αιρετικές πλάνες, το γεγονός ότι δια της ομολογίας αλοκλήρου της ευχής ανατρέπονται τέσσερες γνωστές καταδικασμένες αιρέσεις, όπως δείχνει το σχήμα. Ο άγιος Μάρκος με το βραχύ αυτό έργο του, αποδεικνύεται ότι συνεχίζει την πνευματική παράδοση, που απηχεί τους συνοδικούς αγώνες του 4ου αιώνος, αλλά και ότι συνδυάζει τη λεόντεια αντιαιρετική του δύναμη, μαζί με την ηπιότητα της οσιακής καρδιάς, φλεγομένης ακατάπαυστα από το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου Ιησού.
Κείμενο
Πόση δύναμη έχει η ευχή και ποιες είναι οι δωρεές της σε όσους τη χρησιμοποιούν και σε ποια πνευματική κατάσταση τους φέρνει, δεν είμαστε εμείς σε θέση να πούμε.
Τους λόγους όμως από τους οποίους αυτή αποτελείται, τους βρήκαν αρχικά οι άγιοι Πατέρες μας, που δεν τους επινόησαν οι ίδιοι, αλλά πήραν τις αφορμές από παλιά από την ίδια την αγία Γραφή και από τους κορυφαίους Μαθητές του Χριστού· ή, να πούμε καλύτερα, τους δέχθηκαν αυτοί σαν κάποια πατρική κληρονομιά και τους μεταβίβασαν σ' εμάς. 'Ώστε και από αυτό γίνεται φανερό, σε όσους δεν έμαθαν από την πείρα τους, ότι αυτή η ιερή ευχή είναι κάτι το ένθεο και ένας ιερός χρησμός.
Γιατί πιστεύομε ότι είναι θείοι χρησμοί και πνευματικές αποκαλύψεις και λόγοι Θεού όλα όσα έδωσε στους ιερούς Αποστόλους να πουν ή να συγγράψουν ο Χριστός, ο οποίος λάλησε μέσω αυτών. Έτσι, ο θειότατος Παύλος, φωνάζοντας σ' εμάς σαν από το ύψος του τρίτου ουρανού, λέει: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριε Ιησού, παρά μόνο με Πνεύμα Άγιο». Με την αρνητική λέξη «κανείς» φανερώνει πολύ θαυμάσια ότι η επίκληση του Κυρίου Ιησού είναι κάτι το πολύ υψηλό και ανώτερο όλων. Επίσης, ο μέγας Ιωάννης που διακήρυξε σαν βροντή τα πνευματικά, αρχίζει με τη λέξη που τελειώνει ο Παύλος και μας δίνει τη συνέχεια της ευχής ως εξής: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί τον Ιησού Χριστό, ότι ήρθε ως αληθινός άνθρωπος, είναι από το Θεό». Αυτός χρησιμοποίησε βέβαια εδώ κατάφαση, αλλά απέδωσε, όπως και ο Παύλος, στη χάρη του Αγίου Πνεύματος την επίκληση και ομολογία του Ιησού Χριστού.
Ας έρθει τώρα τρίτος ο Πέτρος, η ακρότατη κορυφή των θεολόγων, για να μας δώσει το υπόλοιπο αυτής της ευχής. Όταν δηλαδή ο Κύριος ρώτησε τους Μαθητές: «Ποιος λέτε ότι είμαι;», προλαβαίνοντας ο φλογερός μαθητής τους άλλους, όπως το συνήθιζε, είπε: «Σύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού», έχοντας λάβει την αποκάλυψη αυτή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδίου του Σωτήρα, από τον ουράνιο Πατέρα, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, από το Άγιο Πνεύμα.
Πρόσεξε λοιπόν αυτούς τους τρεις ιερούς Αποστόλους πως ακολουθούν ο ένας τον άλλο σαν σε κύκλο, παίρνοντας ο ένας από τον άλλο αυτά τα θεία λόγια έτσι που το τέλος του λόγου του προηγουμένου να γίνεται αρχή για τον επόμενο. Ο ένας δηλαδή λέει «Κύριον Ιησού», ο άλλος «Ιησού Χριστό», ο τρίτος «Χριστό, Υιό του Θεού», και το τέλος συνάπτεται στην αρχή σαν σε κύκλο, όπως είπαμε, επειδή δεν έχει καμία διαφορά να πει κανείς Κύριο και Υιό του Θεού —γιατί και τα δύο αυτά φανερώνουν τη θεότητα του μονογενούς Υιού και παριστούν ότι είναι ομοούσιος και ομότιμος με τον Πατέρα.
Έτσι αυτοί οι μακάριοι Απόστολοι μας παρέδωσαν να επικαλούμαστε και να ομολογούμε εν Πνεύματι τον Κύριο Ιησού Χριστό, Υιό του Θεού· αυτοί είναι και τρεις και πιο αξιόπιστοι απ' όλους —εφόσον κάθε λόγος, σύμφωνα με τη θεία Γραφή, βεβαιώνεται με τρεις μάρτυρες. Αλλά και η σειρά των Αποστόλων που τα είπαν, δεν είναι χωρίς σημασία: από τον ΙΙαύλο δηλαδή, τον πιο τελευταίο χρονικά από τους Μαθητές, αρχίζει η μυστική παράδοση της ευχής και δια του μεσαίου, του Ιωάννη, προχωρεί στον πρώτο, τον Πέτρο, που με την αγάπη πλησίαζε τον Ιησού περισσότερο από τους άλλους. Τούτο συμβολίζει, νομίζω, την προκοπή μας με ορθή σειρά και την άνοδό μας και την ένωσή μας με το Θεό μέσα στην αγάπη, δια της πράξεως και της θεωρίας. Γιατί βέβαια ο Παύλος είναι εικόνα της πράξεως, καθώς είπε ο ίδιος: «Κοπίασα περισσότερο απ' όλους», ο Ιωάννης της θεωρίας, και της αγάπης ο Πέτρος, για τον οποίο μαρτυρεί ο Κύριος πως αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους.
Πέρα από αυτά, θα μπορούσε να δει κανείς πως τα θεία λόγια της ευχής υποδηλώνουν το ορθό δόγμα της πίστεώς μας και απορρίπτουν κάθε αίρεση των κακοδόξων. Με το «Κύριε», που φανερώνει τη θεία φύση, αποκηρύττονται εκείνοι που φρονούν πως ο Ιησούς είναι μόνο άνθρωπος· με το «Ιησού», που φανερώνει την ανθρώπινη φύση, αποδιώχνονται εκείνοι που Τον θεωρούν μόνο Θεό που υποδύθηκε κατά φαντασία τον άνθρωπο· το «Χριστέ», που περιέχει και τις δύο φύσεις, αναχαιτίζει εκείνους που Τον πιστεύουν Θεό και άνθρωπο, με χωρισμένες όμως τις υποστάσεις τη μία από την άλλη· τέλος, το «Υιέ του Θεού» αποστομώνει εκείνους που τολμούν να διδάσκουν τη σύγχυση των δύο φύσεων, επειδή φανερώνει πως η θεία φύση του Χριστού δεν συγχέεται με την ανθρώπινη φύση Του, ακόμη και μετά την ένωση τους. Έτσι οι τέσσερις αυτές λέξεις, ως λόγοι Θεού και μάχαιρες πνευματικές, αναιρούν δύο συζυγίες αιρέσεων, οι οποίες, ενώ είναι κακά εκ διαμέτρου αντίθετα, είναι ομότιμες στην ασέβεια.
Κύριε
ανατρέπει τους οπαδούς του Παύλου Σαμοσατέα
Ιησού
τους οπαδούς του Πέτρου Κναφέα
Χριστέ
τους νεστοριανούς
Υιέ του Θεού
τους μονοφυσίτες οπαδούς του Ευτυχή και του Διόσκορου
Έτσι λοιπόν μας παραδόθηκαν αυτά τα θεία λόγια, τα οποία δικαίως θα τα ονόμαζε κανείς μνημείο προσευχής και ορθοδοξίας. Αυτά και μόνα τους είναι αρκετά για όσους προχώρησαν στην κατά Χριστόν ηλικία και έφτασαν στην πνευματική τελείωση· αυτοί ενστερνίζονται και καθένα από τα θεία τούτα λόγια χωριστά, όπως δόθηκαν από τους ιερούς Αποστόλους, δηλαδή το «Κύριε Ιησού — Ιησού Χριστέ — Χριστέ, Υιέ του Θεού» (κάποτε μάλιστα και μόνο το γλυκύτατο όνομα «Ιησού»), και το ασπάζονται ως ολοκληρωμένη εργασία προσευχής. Και με αυτή γεμίζουν απερίγραπτη πνευματική χαρά, γίνονται ανώτεροι της σάρκας και του κόσμου και αξιώνονται να λάβουν θείες δωρεές. Αυτά τα γνωρίζουν, λένε, οι μυημένοι. Για τους νηπίους όμως εν Χριστώ και ατελείς στην αρετή, παραδόθηκε ως κατάλληλη προσθήκη το «ελέησόν με», η οποία τους δείχνει ότι έχουν επίγνωση των πνευματικών τους μέτρων και ότι χρειάζονται πολύ έλεος από το Θεό. Μιμούνται έτσι τον τυφλό εκείνο πού, ποθώντας να βρει το φως του, φώναζε στον Κύριο καθώς περνούσε: «Ιησού, ελέησόν με».
Μερικοί πάλι δείχνουν περισσότερη αγάπη και διατυπώνουν την ευχή στον πληθυντικό, προφέροντάς την ως εξής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς»· κι αυτό, επειδή ξέρουν πώς ή αγάπη είναι το πλήρωμα του Νόμου και των Προφητών, καθώς περιέχει και ανακεφαλαιώνει μέσα της κάθε εντολή και κάθε πνευματική πράξη. Συνάμα παίρνουν μαζί τους από αγάπη και τους αδελφούς σε κοινωνία της προσευχής και παρακινούν περισσότερο το Θεό σε έλεος με το να Τον αναγνωρίζουν κοινό Θεό όλων και να Του ζητούν κοινό το έλεος για όλους. Και βέβαια, το έλεος του Θεού έρχεται σ' εμάς με την ορθή πίστη στα δόγματα και με την εκπλήρωση των εντολών, πού, όπως δείξαμε, ο σύντομος αυτός στίχος της προσευχής περιέχει και τα δύο.
Τα θεία τώρα ονόματα (Κύριος, Ιησούς, Χριστός), με τα οποία μας δόθηκε η ακρίβεια των δογμάτων, θα μπορούσε να βρει κανείς ότι χρονικά αναφάνηκαν με αυτή τη σειρά και τάξη, και ότι κι εμείς τα λέμε όπως αυτά φανερώθηκαν από την αρχή. Γιατί παντού η Παλαιά Διαθήκη κηρύττει Κύριο το Θεό Λόγο, και πριν και μετά την παράδοση του Νόμου, όπως όταν λέει: «Ό Κύριος έβρεξε φωτιά από τον Κύριο», και: «Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου». Και ή Καινή Διαθήκη, κατά τη σάρκωσή Του, παρουσιάζει τον Άγγελο να Του δίνει το όνομα λέγοντας στην Παρθένο: «Θα τον ονομάσεις Ιησού», όπως και έγινε, καθώς λέει ο ιερός Λουκάς. Γιατί όντας, ως Θεός, Κύριος των πάντων, θέλησε με την ενανθρώπησή Του να γίνει και σωτήρας μας —έτσι μεταφράζεται το όνομα «Ιησούς».
Το όνομα πάλι «Χριστός», το οποίο φανερώνει τη θέωση της ανθρώπινης φύσεως πού προσέλαβε, ο ίδιος εμπόδιζε τους Μαθητές πριν από το Πάθος να το λένε σε οποιονδήποτε, ύστερα όμως από το Πάθος και την Ανάσταση ο Πέτρος έλεγε με παρρησία: «Να το γνωρίζει όλος ο Ισραήλ, ότι ο Θεός Τον ανέδειξε και Κύριο και Χριστό». Και τούτο ήταν εύλογο· γιατί η ανθρώπινη φύση μας που προσέλαβε ο Θεός Λόγος, χρίσθηκε παρευθύς από τη θεότητά Του, έγινε όμως ό,τι και αυτό που την έχρισε, δηλαδή ομόθεος, αφού ο Ιησούς μου δοξάστηκε με το Πάθος και αναστήθηκε εκ νεκρών. Τότε λοιπόν ήταν καιρός να αναδειχθεί η ονομασία «Χριστός»· τότε δηλαδή που Αυτός, δεν μας ευεργέτησε απλώς, όπως όταν μας έπλασε στην αρχή ή όταν μετά τη συντριβή μας μας ανέπλασε και μας έσωσε, αλλά που ανέβασε και την ανθρώπινη φύση μας στους ουρανούς και τη συνδόξασε με τον εαυτό Του και την αξίωσε να καθίσει στα δεξιά του Πατέρα.
Τότε ακριβώς άρχισε να κηρύττεται Υιός του Θεού και Θεός από τους Αποστόλους, στους οποίους πρωτύτερα, στις αρχές του κηρύγματος, προκαλούσε δέος αυτή η ονομασία και σπάνια τη χρησιμοποιούσαν, έπειτα όμως την κήρυτταν φανερά πάνω από τους εξώστες, όπως τους προείπε ο ίδιος ο Σωτήρας. Επομένως τα θεια λόγια της ευχής τοποθετήθηκαν σε σειρά αντίστοιχη με τη χρονική ανάδειξη της πίστεως. Έτσι από παντού φανερώνεται σαφέστατα η θεία σοφία εκείνων που τα συνέταξαν και μας τα παρέδωσαν: κι από το ότι αυτά ακολουθούν επακριβώς τις αποστολικές ομολογίες και παραδόσεις, κι από το ότι αναδεικνύουν το ορθόδοξο δόγμα της πίστεώς μας, κι από το ότι μας υπενθυμίζουν τους χρόνους κατά τους οποίους εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους η Οικονομία του Θεού για μας, οδηγώντας μας στη θεοσέβεια με κατάλληλα κάθε φορά ονόματα.
Αυτά λοιπόν προσφέραμε εμείς, κατά τη δύναμή μας, σχετικά με τα λόγια της ευχής, σαν να κόψαμε άνθη από κάποιο δένδρο όμορφο και μεγάλο· τον καρπό όμως που αυτά περιέχουν, ας τον μαζέψουν άλλοι, όσοι δηλαδή με τη μακρά μελέτη και άσκηση το αξιώθηκαν αυτό με το να γίνουν δεκτικοί και να πλησιάσουν το Θεό.