Saturday, January 30, 2016

Θαύμα Παναγίας Γλυκοφιλούσας



Τό ἀκυβέρνητο πλοῖο Κατά τας αρχάς του έτους 1800 ο Ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου επέστρεφε από την Αίνο της Θράκης συνοδευόμενος από σαράντα ευλαβείς προσκυνητές. Όλοι βιάζονταν να φθάσουν εγκαίρως στο Μοναστήρι, γιατί την χρονιά εκείνη συνέπιπταν και θα εόρταζαν μαζί το Πάσχα και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

 Όταν συνεορτάζεται το Πάσχα με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τότε το Πάσχα αποκαλείται «Κύριον» Πάσχα. Έτσι το Μοναστήρι θα είχε διπλό πανηγύρι. Αυτός δε κυρίως ήταν ο λόγος, δια τον οποίον τόσον ο Ηγούμενος, όσον και οι προσκυνητές εβιάζοντο να φθάσουν εγκαίρως στο Άγιον Όρος.

Πράγματι, μπήκαν σε ένα πλοίο στο λιμάνι της Αίνου και ταξίδευαν για το Άγιον Όρος. Η νύκτα βρήκε το πλοίο μεταξύ των στενών των νήσων Λήμνου και Ίμβρου. Τότε σηκώθηκε μεγάλη τρικυμία και έπνεε σφοδρός άνεμος. Όλοι είχαν απελπισθεί και φαντάζονταν, ότι είχε φθάσει το τέλος τους.

Ο Ηγούμενος, περισσότερο από όλους τους άλλους, εθλίβετο γιατί δεν θα μπορούσε να παρευρεθή και να λάβη μέρος εις την διπλή τελετουργία του Πάσχα και του Ευαγγελισμού. Διατηρούσε όμως το θάρρος του και προσπαθούσε να παρηγορήσει και να εμψυχώσει τους απελπισμένους συνταξιδιώτες του.

-Μη φοβείσθε, τους έλεγε. Έχετε εμπιστοσύνη εις την Παναγία μας. Πάντοτε Αυτή μας φυλάγει από τους κινδύνους. Δεν είναι δυνατόν να μας εγκαταλείψει.

Εν τω μεταξύ, το καράβι ανεβοκατέβαινε στα κύματα και παρεσύρετο από τον άνεμο στους βράχους της απότομης παραλίας.
Κανείς πλέον δεν ήλπιζε σε βοήθεια ή σωτηρία. Δεν έφθανε η απελπισία τους αυτή, αλλά ξεφεύγει από τη θέση του και το τιμόνι του πλοίου, χωρίς να το αναληφθεί ο τιμονιέρης. Ας φαντασθεί λοιπόν κανείς το ύφος της απελπισίας τόσον του πληρώματος, όσον και των επιβατών του πλοίου.
Όλοι πλέον ήσαν βέβαιοι, ότι θα καταποντισθεί το πλοίο. Ω! του θαύματος όμως. Ξαφνικά, το πλοίο και χωρίς οδηγό άλλαξε δρομολόγιο και τράβηξε προς βορρά. Το οδηγούσε η Παναγία, χωρίς να φαίνεται, μπροστά στα τρομαγμένα μάτια των ανθρώπων. Σε λίγο το καράβι τράβηξε για την ακτή και στάθηκε ήρεμα και ασφαλισμένα στην αμμώδη παραλία. Κανείς δεν εγνώριζε που είχαν προσορμισθή. 


Όταν έφεξε η ημέρα είδαν, ότι ευρίσκονταν σε ασφαλή τόπο, απέναντι από την νήσο Θάσο. Τότε παρατήρησαν με θαυμασμό, ότι το τιμόνι του πλοίου ήταν δεμένο στην θέση του, με την βοήθεια της Παναγίας. Όλοι έπεσαν στα γόνατα και ευχαρίστησαν την Θεοτόκο για το μέγα θαύμα Της και την σωτηρία τους. 


Ξεκίνησαν και πάλιν και έφθασαν επί τέλους στο λιμάνι της Μονής Φιλοθέου, για να γιορτάσουν όχι πλέον την διπλή εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και του Πάσχα, αλλά την τριπλή εορτή, γιατί με το θαύμα της Παναγίας είχαν σωθεί από ένα τόσον μεγάλο και τρομερό κίνδυνο.

Τήν Παναγιά νά μή τήν κάνεις ζητιάνα!



Καταρρακτώδης ἔπιπτε ἡ βροχή ἐπί τοῦ δασώδους ὄρους ἐκεῖνο τό πρωινό τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1998, κατακλύζουσα τόν ἀθέατον θύλακα, εἰς τάς παρυφάς τοῦ ὁποίου, ἐπί πλατώματος ἱκανοῦ σχηματίζοντος ἀχειροποίητον ἐξώστην, ἔκειτο μονή ἀρχαία, κτισμένη κατά πώς ἔλεγον οἱ παλαιοί τήν ἐποχή τῶν Μακεδόνων.

Καθημαγμένη ὑπό τῆς φθορᾶς τοῦ χρόνου, ἕνεκα τῆς καταστροφικῆς μανίας τῶν κατακτητῶν κατά τό πρόσφατον καί ἀπώτερον παρελθόν καί τῆς ἐπελθούσης ἐρημώσεως, ἀνέθαλλεν πάλιν ὑπό τάς ἀόκνους προσπαθείας τοῦ διανύοντος τήν πέμπτην δεκαετίαν τοῦ βίου του ἡγουμένου καί τῆς περί αὐτόν συναχθείσης σμικρᾶς ἀδελφότητος. Ἀλλά ἀληθινός κτήτωρ καί προστάτις τῆς μονῆς ἦτο ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, εἰς τήν ὁποίαν ἦτο ἀφιερωμένο τό Καθολικόν, τό διασωθέν τοῦ ἐμπρησμοῦ μέ δικήν της θαυματουργόν παρέμβασιν· τοῦτο δέ διηγοῦντο πολλάκις οἱ αὐτόπται μάρτυρες, εἷς προβεβηκώς ἤδη ἀδελφός τῆς μονῆς καί κάτοικοι τοῦ παραπλησίου χωρίου.

Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἡ θύρα τῆς μονῆς παρέμεινε κεκλεισμένη· προσκυνητές, πέραν τῶν Κυριακῶν καί μεγάλων ἑορτῶν, σπανίως διέσχιζον τόν κακοτράχαλον χωματόδρομον, ὁ ὁποῖος ἕνωνε τήν ἐσχατιάν τοῦ ὄρους μέ τό σμικρόν χωρίον, τό ὁριοθετοῦν τόν κόσμον· πολλῷ δέ μᾶλλον δέν ἀνεμένετό τις νά ἀποτολμήσῃ, ἐν μέσῳ τῆς θυέλλης, τοιαύτην ἀνάβασιν. Μετά τήν πρωινήν ἀκολουθίαν, ὁ ἡγούμενος ἡτοιμάζετο νά μεταβῇ εἰς τήν πόλιν διά τήν ἐξυπηρέτησιν ἐπειγούσης ἀνάγκης, ὡστόσον ἀνέβαλλεν τήν ἀναχώρησίν του ἀναμένων ὅπως κοπάσῃ ἡ κακοκαιρία. Ἀνησύχει δέ μᾶλλον οὐχί διά τόν καιρόν ἀλλά μήπως δέν ἐπαρκέσουν τά χρήματα, καθότι ἅπαντα εἶχον δαπανηθῆ διά τάς ἐργασίας τῆς ἀνοικοδομήσεως, ὑπελείπετο δέ μεγάλον χρέος εἰς τόν μαραγκόν, ὅστις καλῇ τῇ πίστει εἶχε κατασκευάσει τάς θύρας καί τά παράθυρα. Διά τήν ἀνακούφισιν τοῦ χρέους εἶχε συνεννοηθεῖ μέ φίλον του ἱερέα τῆς πρωτευούσης τοῦ νομοῦ, ὅπως μεταφέρωσι τήν ἐφέστιον εἰκόνα τῆς μονῆς, ἀναπαριστῶσαν τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, διά νά τελέσωσι ἱεράν ἀγρυπνίαν κατά τήν ἑορτήν τῶν Εἰσοδίων, συνδυάζοντες, κατά συνήθη παλαιάν καί ἁπανταχοῦ τακτικήν, τόν ἁγιασμόν τῶν πιστῶν μετά τῆς οἰκονομικῆς ἐνισχύσεως.

Πλησίαζε ἡ μεσημβρία, ὅταν ἠκούσθη ὁ κώδων τῆς ἐξώθυρας, εἷς δέ τῶν μοναχῶν ἔσπευσεν νά ἀνοίξῃ. Ἔξωθεν αὐτῆς, ἀσκεπής ὑπό τήν βροχήν, ἀνέμενεν ἄγνωστος ἀνήρ. - Θέλω νά προσκυνήσω τήν Παναγιά, εἶπε, γιατί μέ ἔσωσε ἀπό βέβαιον θάνατον. Ὁ ἀδελφός ἄνοιξε τό Καθολικόν καί τόν ἄφησε νά προσευχηθῇ ἐνώπιον τῆς παλαιᾶς εἰκόνος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὅταν ἐκεῖνος ἐξῆλθε, τόν ὡδήγησε εἰς τό μικρόν ἀρχονταρίκιον καί ἀπεσύρθη διά νά ἑτοιμάσῃ τό κέρασμα. Ὄταν ἐπέστρεψε μέ τόν δίσκον, εἶδε εἰς τό τραπέζι ἕναν σωρόν ἀπό χαρτονομίσματα.
- Αὐτά εἶναι γιά τό μοναστήρι, εἶπε ὁ ἄγνωστος, καί σᾶς παρακαλῶ, θά ἤθελα νά ὁμιλήσω μέ τόν ἡγούμενον. Ἔτρεξε τό καλογέρι νά τόν φωνάξῃ.
- Γέροντα, ἦλθε ἕνας ξένος, πρώτη φορά τόν βλέπω. Θέλει νά σᾶς μιλήσει καί ἔχει φέρει ἕνα μάτσο χιλιάρικα!
Σταυροκοπήθηκε ὁ ἡγούμενος, καί ἐντός ὀλίγων λεπτῶν εἰσῆλθε εἰς τό ἀρχονταρίκιον. Μετά τό καλωσόρισμα καί τάς ἀρχικάς συστάσεις, εἰσῆλθεν ὁ ξένος εἰς τόν σκοπόν τῆς ἐπισκέψεώς του.
- Ἅγιε ἡγούμενε, μέ τήν ἐκκλησίαν δέν εἶχον ποτέ πολλάς σχέσεις, πιστεύω ὅμως εἰς τόν Θεόν καί εἰς τήν Παναγίαν. Ἦλθον σήμερα ἐδῶ ἐπειδή ἡ Παναγιά μέ διέσωσε ἀπό ἀτύχημα καί μοῦ ὑπέδειξε ἡ ἴδια νά ἔλθω.
- Πῶς ἔγινε τοῦτο;
- Τό ἁμάξι μου διαλύθηκε ὁλοσχερῶς, λογικά ἔπρεπε νά εἶχα σκοτωθεῖ, ἀλλά σώθηκα δίχως τήν παραμικράν ἀμυχήν. Ἡ Παναγιά μέ ἔσωσε, προσευχήθηκα δέ παρακαλώντας την νά μοῦ ὑποδείξῃ τρόπους εὐχαριστίας. Τήν εἶδα εἰς τόν ὕπνον μου, μοῦ ἔδειξε τήν μονήν σας, δέν ἤξερα ὅτι ὑπάρχει μοναστήριον ἐδῶ. Δυσκολεύτηκα νά εὕρω τόν δρόμον, διά τοῦτο συγχωρήσατέ με πού ἦλθα σέ ἀκατάλληλον ὥραν. Ὁρίστε, πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές, μία μικρή εὐχαριστία πρός τήν Παναγία.
- Μήν ἀπολογεῖσθε, ὁποτεδήποτε κτυπήσει κανείς τήν θύραν τοῦ ἀνοίγουμε, διότι εἶναι μουσαφίρης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τήν δοξάζουμε καί τήν εὐχαριστοῦμε μαζί σας διά τήν θαυμαστήν διάσωσίν σας. Εὐχαριστοῦμε καί σᾶς διά τήν βοήθειαν· ξέρετε, τό μοναστήριον ἦτο σχεδόν κατεστραμμένον καί προσπαθοῦμε νά τό ἀναστήσουμε.
- Ἅγιε ἡγούμενε, αὐτός εἶναι ὁ δεύτερος λόγος, διά τόν ὁποῖον ἦλθα σήμερα, δίχως ἀναβολήν. Ἤ μᾶλλον ὁ κύριος λόγος. Ἐπί τοῦτο ζήτησα νά σᾶς ὁμιλήσω προσωπικῶς.
- Δηλαδή;
- Εἶδα τήν Παναγιά στόν ὕπνον μου, ὅπως σᾶς εἶπα, ἡ ὁποία μοῦ ὑπέδειξε τό μοναστήριον. Μοῦ εἶπε δέ καί τό ἑξῆς: «Νά πεῖς στόν ἡγούμενο νά μή μέ κάνει ζητιάνα!». Δέν τό εἶδα μίαν μόνον φοράν, ἀλλά καί δεύτερη καί τρίτην· ἡ τελευταία ἦτο ἐψές τό βράδι. Διά τοῦτο δέν ἀνέβαλλα ἄλλο καί ἦλθα σήμερον μέ τά χρήματα.
- Ξέρετε, ἀναγκαζόμαστε νά στηριζόμαστε εἰς τήν βοήθειαν τοῦ κόσμου, διά τήν ἀποπεράτωσιν τῶν ἔργων... οἱ πόροι τῆς μονῆς εἶναι πενιχροί καί δέν ἐπαρκοῦν, οἱ δέ ἀνάγκες πολλές καί μεγάλες... χρωστᾶμε καί ....
- Πόσα χρωστᾶτε; Θά τά δώσω ἐγώ. Τήν Παναγιά, ὅμως, ἡγούμενε, μή τήν κάνεις ζητιάνα!
- Εἶναι πολλά... εἶπε μέ πικρίαν ὁ ἡγούμενος.
- Πόσα πολλά;
- Πέντε ἑκατομμύρια.
- Θά τά φέρω σέ ὀλίγες ἡμέρες.
Παρῆλθον μερικές ἑβδομάδες καί μίαν πρωίαν τοῦ Νοεμβρίου ἐνεφανίσθη καί πάλιν ὁ θεόσταλτος ξένος εἰς τήν μονήν τῆς Ξενιᾶς. Ἔφερε μαζί του, ὅπως εἶχεν ὑποσχεθεῖ, τό ποσόν εἰς τό ἀκέραιον. Ἐπανέλαβε δέ εἰς τόν ἡγούμενον:
«-Νά μή κάνεις τήν Παναγιά ζητιάνα». Καί ὡς κομήτης, ὅπως ἐφάνη οὕτω καί ἐξηφανίσθη.
Ἐνωρίτερα εἰς τόν Ὄρθρον, ὑπό τό τρεμάμενον φῶς τῶν κανδῆλων, εἶχε ἀναγνωσθεῖ: «Τῇ ΙΒ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, τοῦ Ἐλεήμονος. Ἰωάννης πένησι δοὺς καὶ σκορπίσας, Ὢ ποῖα Χριστῷ νῦν παρεστὼς λαμβάνει! ᾬχετο ἀκτεάνων δυοκαιδεκάτῃ Ἐλεητής». 


π. Χερουβείμ Βελέτζας