Sunday, October 23, 2016

Η αγάπη για όλη την κτίση ( Άγιος Παΐσιος )



Η αγάπη για όλη την κτίση
Η σχέση του ανθρώπου με τα ζώα πριν και μετά την πτώση
– Γέροντα, δώστε μου μια ευχή για τα Χριστούγεννα.
– Εύχομαι ο Χριστός και η Παναγία να σε έχουν κοντά τους σαν το αρνάκι που είναι δίπλα στην φάτνη. Νομίζω, περνάει καλά, όπως και το βοϊδάκι και το γαϊδουράκι που ζεσταίνουν τον Χριστό στην φάτνη... «Έγνω βούς τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού»1, λέει ο Προφήτης Ησαΐας. Γνώρισε δηλαδή το βοϊδάκι το αφεντικό του και το γαϊδουράκι την φάτνη του Κυρίου του. Γνώρισαν τί ήταν μέσα στην φάτνη και με τα χνώτα τους το ζέσταιναν! Κατάλαβαν τον Δημιουργό τους! Αλλά και το γαϊδουράκι, τί μεγάλη του τιμή να πάη τον Χριστό μετά στην Αίγυπτο! Οι άρχοντες είχαν άρματα χρυσοκέντητα, και ο Χριστός τί χρησιμοποίησε! Τί καλά να ήμουν αυτό το γαϊδουράκι!
Μέσα  στον  Παράδεισο  τα  ζώα  αισθάνονταν  την  ευωδία  της  Χάριτος  και αναγνώριζαν τον Αδάμ για αφέντη τους2. Μετά την παράβαση όμως βγήκαν και αυτά από τον Παράδεισο, χωρίς να φταίνε, και δεν αναγνώριζαν τον Αδάμ για αφεντικό τους, αλλά ορμούσαν να τον ξεσχίσουν. Ήταν σαν να του έλεγαν: «Είσαι κακός· δεν είσαι αφεντικό μας».
Τώρα, όταν ο άνθρωπος με την τήρηση των εντολών του Θεού πλησιάζη ξανά στον Θεό, ντύνεται και πάλι την θεία Χάρη, οπότε επανέρχεται στην κατάσταση που είχε προ της πτώσεως και τα ζώα τον αναγνωρίζουν για αφεντικό τους. Τότε κινείται άφοβα ανάμεσα στα άγρια ζώα, τα οποία παύουν πια να είναι άγρια, αφού το αφεντικό τους έχει ημερέψει.

Τα ζώα διαισθάνονται την αγάπη του ανθρώπου

– Γέροντα, ο Αββάς Ισαάκ λέει: «Καρδία ελεήμων είναι καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως...»3.
– Ναί, έτσι είναι· «καύσις καρδίας»4  και υπέρ των ζώων, αλλά και υπέρ των δαιμόνων ακόμη. Ο πνευματικός άνθρωπος δίνει την αγάπη του πρώτα στον Θεό, έπειτα στους ανθρώπους, και την υπερχείλιση της αγάπης του την δίνει στα ζώα και σε όλη την κτίση. Αυτή η θεϊκή αγάπη πληροφορεί και τα ζώα, τα οποία καταλαβαίνουν τον άνθρωπο που τα αγαπάει και τα πονάει και τον πλησιάζουν, χωρίς να φοβούνται. Ακόμη και τα άγρια ζώα μπορούν να διακρίνουν έναν άνθρωπο που τα αγαπάει από έναν κυνηγό που θέλει να τα σκοτώση. Τον κυνηγό τον αποφεύγουν,  τον  άνθρωπο  που  τα  αγαπάει  τον  πλησιάζουν.  Νόμιζα  ότι  δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα φίδια, γιατί το φίδι είναι το μόνο ζώο που δεν αγαπιέται από τους ανθρώπους. Διαπίστωσα όμως αργότερα ότι και τα φίδια διαισθάνονται την αγάπη του ανθρώπου και πιάνουν φιλία μαζί του. Αν ο άνθρωπος έρθη στην θέση του φιδιού και το πονέση, το φίδι αμέσως το καταλαβαίνει και τον πλησιάζει σαν φίλος.
Είναι σαν να λέη: «Δόξα σοι ο Θεός, βρήκα κι εγώ επιτέλους έναν φίλο»!
– Είναι, Γέροντα, το ένστικτο που έχουν;
– Ο Θεός, για να εξυπηρετούνται, έχει δώσει και σ᾿ αυτά ό,τι χρειάζονται· τους
έδωσε την διαίσθηση. Μετά την πτώση ο άνθρωπος στερήθηκε το υπερφυσικό, αλλά του έμεινε ο νούς, η λογική. Π.χ. οι άνθρωποι βλέπουν κάπου πλατάνια και καταλαβαίνουν ότι εκεί υπάρχει και νερό· ψάχνουν και το βρίσκουν. Ενώ τα ζώα το πληροφορούνται σαν να έχουν ραντάρ. Η καμήλα, όταν είναι στην έρημο και διψάη, τρέχει μόνη της προς το μέρος που υπάρχει νερό και ο καμηλιέρης την ακολουθεί. Είναι σαν να παίρνη τηλεγράφημα.

Τα ζώα ζητούν βοήθεια από τον άνθρωπο

Τα καημένα τα ζώα θεό έχουν τον άνθρωπο. Όπως εμείς ζητούμε βοήθεια από τον Θεό, έτσι και αυτά ζητούν βοήθεια από τον άνθρωπο.
Στο Άγιον Όρος άκουγα για τον Γερο-Θεοφύλακτο από την Σκήτη του Αγίου Βασιλείου ότι είχε μεγάλη φιλία με τα άγρια ζώα. Αυτά διαισθάνονταν την αγάπη του και πήγαιναν στην Καλύβη του, όταν είχαν καμμιά ανάγκη. Κάποτε μάλιστα ένα ζαρκάδι που είχε σπάσει το πόδι του πήγε έξω από το Κελλί του και βέλαζε θλιμμένα. Βγήκε ο γέροντας και το είδε να τεντώνη το σπασμένο του ποδαράκι σαν να του το έδειχνε. Εκείνος του έφερε λίγο παξιμάδι να φάη και πήρε δύο ξυλάκια, με τα οποία έδεσε σταθερά το πόδι του. Μετά είπε στο ζαρκαδάκι: «Πήγαινε τώρα στο καλό και μετά από μια εβδομάδα να ξαναπεράσης να το δώ». Ο καλός Γέροντας συνεννοήθηκε με το ζώο σαν γιατρός με πονεμένο άνθρωπο, επειδή είχε γίνει άνθρωπος του Θεού!
  Γέροντα,  μου  κάνει  εντύπωση  πώς  ο  Όσιος  Γεράσιμος  δεν  φοβήθηκε καθόλου το λιοντάρι που τον πλησίασε, για να του βγάλη το αγκάθι5.
– Έ, Άγιος ήταν, αλλά και τα ζώα ποτέ δεν κάνουν κακό στον άνθρωπο, όταν βρίσκωνται σε ανάγκη. Μια φορά, τότε που ήμουν με την κήλη6, κάποιοι εργάτες κουβαλούσαν ξύλα με τα ζώα εκεί στην περιοχή του Καλυβιού. Βλέπω σε μια στιγμή ένα ζώο να πέφτη, το καημένο, κάτω και το σαμάρι με τα ξύλα να πέφτη από πάνω του. Διπλώθηκαν τα πόδια του και δεν μπορούσε να τα ισιώση. Εγώ ξέχασα ότι είχα κήλη, ξέχασα ότι δυσκολευόμουν ακόμη και να περπατήσω. Τρέχω, πετάω τα ξύλα. Πάω να σηκώσω το σαμάρι, δεν μπορούσα. Δίνω μιά, τραβάω τα σχοινιά και ελευθέρωσα το ζώο. Οπότε ένας Πατέρας που ήταν εκεί κοντά φώναξε: «Πρόσεχε, έχεις κήλη, θα πάθης καμμιά ζημιά». Τότε θυμήθηκα ότι είχα κήλη. «Καλά, του λέω, εγώ έχω κήλη· εσύ που δεν έχεις κήλη, γιατί δεν έτρεξες;». «Φοβήθηκα μήπως με
κλωτσήση», μου λέει.  «Ευλογημένε, του λέω, το ζώο, και λύκος να είναι, όταν το καημένο βρίσκεται σε ανάγκη, ζητάει βοήθεια και δεν κάνει κακό στον άνθρωπο».
Αλλά κι αν πεινούν κι αν διψούν τα ζώα, στον άνθρωπο καταφεύγουν, γιατί ο άνθρωπος είναι το αφεντικό τους. Θυμάμαι, στο Καλύβι του Τιμίου Σταυρού7, ένα καλοκαίρι, μια οχιά κατέβηκε από την λαμαρίνα της σκεπής και κουλουριάστηκε μπροστά μου. Σήκωνε το κεφάλι της ψηλά, έβγαζε την γλώσσα της και σφύριζε. Διψούσε πολύ – είχε καή από τον πολύ καύσωνα – και με απειλούσε. Ζητούσε νερό, αλλά με επιτακτικό τρόπο, λές και ήμουν υποχρεωμένος να πάω να της φέρω νερό.
«Βρέ, της λέω, εσύ, έτσι που κάνεις, δεν συγκινείς τον άλλον!». Της έβαλα μετά νεράκι και ήπιε. Ενώ τα τσακάλια πολύ με συγκινούν, γιατί, όταν πεινούν, κλαίνε σαν μωρά παιδιά. Να δήτε τί έχω πάθει και με τα γατάκια τώρα στο Καλύβι8. Πρόσεξαν πώς, κάθε φορά που χτυπούσε το καμπανάκι, έβγαινα έξω, και πότε-πότε τους έρριχνα κάτι να φάνε. Όταν λοιπόν πεινούν, τραβούν το σχοινί και χτυπάει το καμπανάκι. Βγαίνω και βλέπω να χτυπούν αυτά το καμπανάκι και τα ταΐζω. Πώς τα έχει κάνει όλα ο Θεός!
– Έρχονται, Γέροντα, ζώα στο Καλύβι σας;
– Πώς δεν έρχονται! Έρχονται τσακάλια, αγριόχοιροι... Έρχεται που και που και μια μικρή αλεπού. Όταν φεύγουν οι γάτες, έρχεται η αλεπουδίτσα. Οι αγριόχοιροι, το καλοκαίρι, δεν εμφανίζονται, επειδή φοβούνται τους κυνηγούς· τότε μόνο φίδια εμφανίζονται, γιατί τα φοβούνται οι άνθρωποι.
Έρχονται και πουλιά, κοπάδια, μικρά-μεγάλα. Τους βάζω βρεγμένο παξιμάδι και τρώνε. Το ινδοκάρυδο από τα λουκούμια το κρατώ ξεχωριστά για κάτι πουλιά που φέρνουν την άνοιξη. Τα καημένα κελαηδούν ανοιξιάτικα ακόμη από τον χειμώνα με τα χιόνια. Φέρνουν παρηγοριά δηλαδή. Αυτά πεθαίνουν για το ινδοκάρυδο!
– Γέροντα, στο Σινά, εκεί που μένατε, είχε ζώα;
– Στο Σινά, επειδή ήταν έρημος, πλησίαζαν πιο πολύ τα άγρια ζώα, καθώς και τα πουλιά. Είχε και πέρδικες, είχε και ορτύκια, σαν αυτά που έτρωγαν οι Εβραίοι στην έρημο9. Είχε και κάτι όμορφα ποντίκια, σαν χελωνάκια, χωρίς ουρά, που είχαν επάνω στην ράχη τους ένα τρίχωμα σαν βούρτσα! Τα τάιζα όλα, τις πέρδικες, τα ορτύκια, τα ποντίκια! Έβαζα ό,τι είχα ξεχωριστά πάνω στις πλάκες, γιατί μάλωναν! Πήγαινε το πουλάκι να φάη, πήγαινε και το ποντίκι, οπότε σηκωνόταν το πουλάκι να φύγη.
Τα  πουλιά,  όπου  πήγαινα,  με  ακολουθούσαν.  Όταν  ανέβαινα  πάνω  στα
βράχια και άρχιζα να ψάλλω, μαζεύονταν εκεί και στο τέλος τους έρριχνα λίγο ρύζι. Άμα ήθελα ησυχία, δεν έπρεπε να ψάλω καθόλου, γιατί μαζεύονταν όλα γύρω μου! Θυμάμαι μια φορά που πιάστηκε η μέση μου και έμεινα μερικές μέρες ξαπλωμένος, ένα πουλάκι, το καημένο, μπήκε μέσα στο κελλί μου και ήρθε πάνω στο στήθος μου.
Στάθηκε εκεί, με κοιτούσε στο πρόσωπο και κελαηδούσε, ώρες, πολύ γλυκά. Μου
έκανε εντύπωση!


Να παραδειγματιζώμαστε από τα ζώα

– Γέροντα, τί είναι αυτό το βουητό που ακούγεται;
  Ένα  μελίσσι  εγκαταστάθηκε  στο  παράθυρό  μου10    και  τώρα  εργάζεται εντατικά. Τί τραβάω το βράδυ με τις φωνές τους! Ελάτε να σάς δείξω την κυψέλη μου. Να δήτε με τί αρχιτεκτονική εργάζονται οι μέλισσες, ενώ δεν έχουν ούτε αρχιτέκτονα ούτε εργολάβο! Εύχομαι να δουλέψετε και εσείς σωστά, πνευματικά, να φτιάξετε πνευματική κυψέλη, να βγάζη μέλι πνευματικό, να έρχωνται οι λαϊκοί να τρώνε και να γλυκαίνωνται πνευματικά.
– Τί σημαίνει, Γέροντα, αυτό που λέει ο Ψαλμωδός: «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε»11;
– Εννοεί ότι ο Θεός βοηθάει και τα ζώα. Πόσοι Άγιοι είναι προστάτες των ζώων! Αλλά και τί τραβάνε τα καημένα! Εμείς ούτε μια εβδομάδα δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε την υπακοή που κάνουν αυτά στον άνθρωπο. Αν τα ταΐσουν, τα τάισαν· διαφορετικά μένουν νηστικά. Αν δεν κάνουν αυτό που θέλει το αφεντικό τους, τα χτυπούν. Και τί κόπο κάνουν, χωρίς να περιμένουν κανέναν μισθό. Εμείς ένα «Κύριε ελέησον» να πούμε, Παράδεισο έχουμε να λάβουμε. Μικρό πράγμα είναι αυτό;Μας πέρασαν επομένως και στην ακτημοσύνη και στην υπομονή και στην υπακοή.
Όλα  να  τα  παρακολουθήτε,  γιατί  όλα  βοηθούν.  Παρατηρώ  τα  μυρμήγκια πόσο φιλότιμα εργάζονται, χωρίς να έχουν επιστάτη. Εγώ δεν βρήκα σε κανέναν άνθρωπο την λεπτότητα που είδα στα μυρμήγκια. Τα νέα μυρμηγκάκια πάνε και κουβαλούν  στην  φωλιά  ξυλάκια  και  ένα  σωρό  άλλα  άχρηστα  πράγματα,  επειδή ακόμη δεν ξέρουν τί πρέπει να φέρουν. Τα παλιά μυρμήγκια τα αφήνουν να τα κουβαλήσουν, χωρίς να τους κόβουν την προθυμία, και μετά τα βγάζουν έξω από την φωλιά. Ύστερα, σιγά-σιγά τα νέα βλέπουν τί κουβαλούν τα παλιά και μαθαίνουν τί
πρέπει να φέρνουν. Αν ήμασταν εμείς, θα λέγαμε: «Έλα εδώ εσύ, τί είναι αυτά που κουβαλάς; Πέταξέ τα γρήγορα έξω!».
Τα ζώα τα έκανε ο Θεός, για να εξυπηρετήται ο άνθρωπος, αλλά και για να παραδειγματίζεται. Ο άνθρωπος, αν είναι άνθρωπος, από όλα ωφελείται.

Ο Όλετ, το φιλότιμο πουλί

Στο τελευταίο σας γράμμα12 μου είχατε στείλει μια εικόνα με τον Αδάμ και τα ζώα στον Παράδεισο. Σκέφθηκα λοιπόν να σάς στείλω κι εγώ με την σειρά μου ζωγραφισμένο ένα πουλί, τον πιο στενό μου φίλο, γιατί, αν σάς έστελνα ζωγραφισμένο ένα φίδι, νομίζω, θα σάς έπιανε φόβος. Τον έχω ονομάσει Όλετ, που σημαίνει στα αραβικά «παιδί»13. Μένει στο ραχώνι14, πεντακόσια μέτρα μακριά από το Καλύβι μου15. Κάθε μεσημέρι του πηγαίνω καλούδια και φιλεύματα. Μόλις του δίνω κάτι να φάη, παίρνει λίγο και φεύγει. Εγώ το φωνάζω να έρθη, αλλά αυτό φεύγει και σε λίγο έρχεται κρυφά από πίσω και κρύβεται κάτω από την ζακέτα μου. Όταν πάω να φύγω, με ξεπροβοδίζει σε απόσταση εκατό μέτρων περίπου, κι εγώ, για να μη συνεχίση να έρχεται από πίσω μου και κουρασθή, του αφήνω κανένα ψίχουλο, για να απασχοληθή, και φεύγω γρήγορα, για να με χάση.
Τώρα τελευταία άφησε την άσκηση και ζητάει καλοπέραση!... Ούτε σπασμένο ρύζι τρώει ούτε βρεγμένο παξιμάδι, αλλά μόνο σκουληκάκια, που θέλει να τα βάζω στό... πιάτο – στην χούφτα μου – και να ανεβαίνη εκεί να τρώη. Πρόοδος!
Είναι μέρες που πανηγυρίζω με τον Όλετ και την συντροφιά του. Μπορεί να πη κανείς: «Γιατί κάνεις εξαιρέσεις στον Όλετ; Γιατί δεν κάνεις το ίδιο και με τα άλλα πουλιά;». Απαντώ: «Όταν φωνάζω τον Όλετ να έρθη, φέρνει μαζί του και άλλα πουλιά,  φίλους  του,  τα  οποία  τρέχουν  αμέσως  στο  φαΐ,  ενώ  ο  Όλετ  έρχεται  από υπακοή και από αγάπη. Ακόμη και όταν είναι νηστικός, κάθεται αρκετή ώρα μαζί μου και ξεχνάει το φαγητό· εγώ του το θυμίζω. Και τώρα που καλωσύνεψε ο καιρός και βρίσκει ζουζούνια να φάη, όταν το φωνάζω, πάλι έρχεται, για την υπακοή, ενώ είναι χορτάτο και δεν το αναγκάζει η πείνα. Έ, πώς να μην το χαίρεσαι περισσότερο από τα άλλα πουλιά αυτό το φιλότιμο πουλάκι;».
Πολλές φορές μου έρχεται από την πολλή μου αγάπη να το σφίξω μέσα στηνχούφτα μου, αλλά φοβάμαι μήπως κάνω σαν την μαϊμού που από αγάπη σφίγγει τα παιδιά της και τελικά τα πνίγει. Γι᾿ αυτό σφίγγω την καρδιά μου και το χαίρομαι από μακριά, για να μην το βλάψω16.
Μια μέρα άργησα να πάω στο ραχώνι και ο Όλετ, επειδή φυσούσε πολύ, είχε λουφάξει από νωρίς. Άφησα το φαγητό του και έφυγα, χωρίς να τον δώ. Την άλλη μέρα ξεκίνησα να πάω πολύ νωρίς, γιατί ανησύχησα μήπως το έφαγε κανένα γεράκι. Αυτό, όταν είδε το πρωί το φαγητό που του είχα αφήσει αποβραδίς, «τό πείραξε ο λογισμός» και κατέβηκε στα μισά του δρόμου και με περίμενε. Όταν με είδε, έκανε σαν τρελλό από την χαρά του. Του έδινα να φάη, αλλά αυτό περισσότερο ήθελε συντροφιά παρά φαγητό. Το θαυμάζω για την άσκησή του και για την αγάπη που έχει, καθώς και για την ευγνωμοσύνη του. Εύχεσθε να μιμηθώ τις αρετές του.
Πιστεύω να μην έχετε παράπονο· σάς τα είπα όλα, χωρίς να πάρω την συγκατάθεση του Όλετ. Ελπίζω να μην τον στενοχωρήσω, μια που δεν θα γίνουν γνωστά έξω... Έχετε τους χαιρετισμούς τους δικούς του και τους δικούς μου τους πολλούς.
Στο Καλύβι μου όχι μόνον τα πετούμενα πουλάκια αλλά όλα τα ζώα που έρχονται εκεί – τσακάλια, λαγοί, νυφίτσες, χελώνες, σαύρες, φίδια – χορταίνουν από την υπερχείλιση της αγάπης μου και χορταίνω κι εγώ, όταν χορταίνουν αυτά, και όλοι

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Ησ. 1, 3.
2 Βλ. Γέν. 1, 28.
3 Αββά Ισαάκ του Σύρου, Οι Ασκητικοί Λόγοι, Λόγος ΠΑ´, σ. 270.
4 Ό.π.
5   Ο βίος του Οσίου Γερασίμου του Ιορδανίτου είναι συνδεδεμένος με ένα λιοντάρι που παρουσιάσθηκε μπροστά του στην όχθη του Ιορδάνου και ωρυόταν από τον πόνο, γιατί είχε μπή στο πόδι του ένα μυτερό καλάμι. Ο Όσιος συμπόνεσε το ζώο και του έβγαλε το καλάμι. Από τότε το λιοντάρι ακολουθούσε τον Όσιο «ως γνήσιος μαθητής» του. (Βλ. Ιωάννου Μόσχου, Πνευματικός Λειμών, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, τόμος 2, εκδ. «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 204-207).
6 Το 1987.
7 Την περίοδο 1968-1979.
8 Στο Καλύβι «Παναγούδα».
9 Βλ. Έξ. 16, 13· Αριθμ. 11, 31-32.
10  Το μελίσσι είχε μπή από τις τρύπες του κλειστού παντζουριού και είχε φτιάξει την
κυψέλη του ανάμεσα στο κλειστό παντζούρι και στο τζάμι. Ο Γέροντας είχε συνέχεια κλειστό αυτό το παράθυρο του κελλιού του και τραβηγμένη την κουρτίνα. (Συνέβη στο Ησυχαστήριο τον Ιούνιο του 1993).
11 Ψαλμ. 35, 7.
12  Το γράμμα το είχαν στείλει στον Γέροντα αδελφές του Ησυχαστηρίου την άνοιξη του 1975.
13 Το πουλί αυτό ήταν ένας κοκκινολαίμης.
14 Ραχώνι: Λόφος, βουναλάκι.
15 Το Καλύβι του Τιμίου Σταυρού.
16   Η σχέση του Γέροντα με τα ζώα δεν ήταν μια εκδήλωση ζωοφιλίας αλλά έκφραση «ελεήμονος καρδίας», της οποίας η αγάπη ξεχυνόταν προς όλη την κτίση.  μαζί,  «τά  θηρία  και  πάντα  τα  κτήνη,  ερπετά  και  πετεινά  πτερωτά»17,  «αινούμεν, ευλογούμεν και προσκυνούμεν τον Κύριον»18.
17 Ψαλμ. 148, 10.
18  Από την ογδόη Ωδή (Ύμνος των Αγίων Τριών Παίδων). Βλ. Ωρολόγιον το Μέγα, έκδ.«Αποστολικής Διακονίας», Αθήνα 142001, σ. 76.

Aπο το Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Ε΄  ΠΑΘΗ  ΚΑ ΑΡΕΤΕΣ  ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΠΑΪΣΙΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ.