«Ἂς μὴν κυριευόμαστε λοιπὸν ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ φόβο ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὰ πράγματα καὶ τὶς καταστάσεις τοῦ μάταιου αὐτοῦ κόσμου. Νὰ μὴν φοβόμαστε δηλαδὴ ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος (Α´ Ἰωάν. 4:18). Γιατί ποιὸς ἀνθρώπινος φόβος μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸ θεῖο φόβο; Καὶ ποιὰ φθαρτὴ ἀνθρώπινη δόξα μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν μεγαλοσύνη, τὴν ἀνέκφραστη δύναμη καὶ τὴν ἄφθαρτη δόξα τοῦ Θεοῦ;
Ἐπειδὴ ὅμως μᾶς παρασύρουν τὰ γήινα πράγματα, δὲν μποροῦμε, μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστης καὶ τὸ φωτισμὸ τῆς γνώσης, νὰ προσηλώσουμε τὸ νοῦ μας στὰ ἀόρατα. Ἂν λοιπόν, ἔστω καὶ μόνο ἀπὸ τὴ θέα τῶν ὁρατῶν πραγμάτων ὁδηγούμαστε στὴν κατανόηση τῆς ἀνέκφραστης δύναμης τοῦ ἄφθαρτου Θεοῦ, ἂς σταθοῦμε ἐνώπιόν Του μὲ δέος καὶ ἄπειρο σεβασμό.
Ἂς γονατίσουμε λοιπὸν ἐνώπιόν Του κι ἂς κλάψουμε (Ψαλμ. 94, 6) μπροστὰ στὴν ἀγαθότητά Του, μιλώντας ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας καὶ λέγοντας: «Ἐσὺ Κύριε, εἶσαι ὁ Θεός μας καὶ κανένας ἄλλος. Ἐνώπιόν Σου ἁμαρτήσαμε κι ἐνώπιόν Σου τώρα προσπίπτουμε. Ἂν Σὺ θελήσεις, νὰ μᾶς σώσεις Κύριε, κανένας δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀναχαιτίσει τούτη τὴν ἀπόφασή Σου καὶ νὰ Σὲ δυσκολέψει».
Ὁ Κύριος εἶναι εὔσπλαχνος καὶ ἀγαθός. Κι ἂν ἀκόμα ἐμεῖς παρασυρθήκαμε καὶ ἁμαρτήσαμε ἀπὸ ἀπερισκεψία, ἂς φροντίσουμε νὰ θεραπευθοῦμε μὲ τὴν μετάνοια. Ἂν πάλι, ὡς ἄνθρωποι παρασυρθήκαμε ἀπὸ κάποιο πάθος, ἂς μὴν ἀπελπιστοῦμε ἐντελῶς, ἀλλὰ γνωρίζοντας Ποιὸς Θεός μας ἔχει προσκαλέσει καὶ ἔχοντας συναίσθηση τῆς κλήσης μας, ἂς ἀκούσουμε Ἐκεῖνον ποὺ λέει: «Μετανοεῖται, γιατί ἔφθασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. δ´ 17).
Δὲν ὅρισε τὴν μετάνοια σὰν φάρμακο γιὰ κάποια μονάχα ἁμαρτήματα, ἀποκλείοντας κάποια ἄλλα. Γιὰ κάθε εἴδους τραῦμα τῆς ἁμαρτίας, γιὰ κάθε ἁμάρτημα πνευματικό, ὁ Μεγάλος Γιατρὸς τῶν ψυχῶν μας, μᾶς τὴν ἔχει σὰν φάρμακο χαρίσει.
Ἂς ξεριζώσουμε λοιπὸν τὶς κακὲς συνήθειες τῆς ψυχῆς μας. Ἀντὶ γιὰ τοὺς καυστῆρες ἂς μεταχειριστοῦμε τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντικρούσουμε ὅλες τὶς ἄστοχες ἐπιθυμίες ποὺ φέρουν μέσα τοὺς τὰ ἀγκάθια τῆς ἁμαρτίας. Ἂς ἀντιταχθοῦμε μὲ τὸ συνετὸ λογισμό, σὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς ὑπαγορεύουν οἱ φιλήδονοι λογισμοί, γιατὶ εἶναι γραμμένο: «Νὰ γίνεσθε ἅγιοι, γιατί ἐγὼ εἶμαι ἅγιος» (Α´ Πετρ. α´ 16).
Ἔτσι, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Σωτῆρα μας Θεοῦ, θὰ ἐπιτύχουμε τὴν ἄφθαρτη ζωή. Ὁ Κύριος γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιά μας θὰ συγχωρέσει καὶ θὰ παραγράψει τὶς ἁμαρτίες μας, γιατί εἶναι ἐλεήμων καὶ εὔσπλαχνος.
Κι ἂν κάποιος ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν τὴν ἐντύπωση πῶς ἔχουν κοπιάσει περισσότερο στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀρετή, γογγύσει, γιὰ τὴ μεγάλη εὐσπλαχνία τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ, -ἐπειδὴ τάχα ἐπειδὴ μπήκαμε στὴ δουλειὰ πολὺ ἀργά, μᾶς πληρώνει τὸ ἴδιο μὲ τοὺς πρώτους- θὰ δώσει γιὰ μᾶς ἀπολογία ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος καὶ Δημιουργὸς καὶ θὰ πεῖ: «Φίλε, δὲν σὲ ἀδικῶ. Δὲν ἔχεις μαζί μου συμφωνήσει νὰ ἐργαστεῖς γιὰ ἕνα δηνάριο; Πάρε ὅ,τι ἔχουμε συμφωνήσει καὶ πήγαινε στὸ καλό. Ἐγὼ θέλω νὰ δώσω σὲ τοῦτον ποὺ ἦρθε τελευταῖος στὴ δουλειά, ὅ,τι ἀκριβῶς ἔδωσα καὶ σὲ σένα τοῦ πρώτου» (Ματθ. κ´ 13-14).
Ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ κρίνει καὶ δικαιώνει. Ποιὸς μπορεῖ νὰ βγεῖ μπροστά Του καὶ νὰ μᾶς καταδικάσει; (Ρωμ. η´ 34).
Σ᾿ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν».
Ἐπειδὴ ὅμως μᾶς παρασύρουν τὰ γήινα πράγματα, δὲν μποροῦμε, μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστης καὶ τὸ φωτισμὸ τῆς γνώσης, νὰ προσηλώσουμε τὸ νοῦ μας στὰ ἀόρατα. Ἂν λοιπόν, ἔστω καὶ μόνο ἀπὸ τὴ θέα τῶν ὁρατῶν πραγμάτων ὁδηγούμαστε στὴν κατανόηση τῆς ἀνέκφραστης δύναμης τοῦ ἄφθαρτου Θεοῦ, ἂς σταθοῦμε ἐνώπιόν Του μὲ δέος καὶ ἄπειρο σεβασμό.
Ἂς γονατίσουμε λοιπὸν ἐνώπιόν Του κι ἂς κλάψουμε (Ψαλμ. 94, 6) μπροστὰ στὴν ἀγαθότητά Του, μιλώντας ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας καὶ λέγοντας: «Ἐσὺ Κύριε, εἶσαι ὁ Θεός μας καὶ κανένας ἄλλος. Ἐνώπιόν Σου ἁμαρτήσαμε κι ἐνώπιόν Σου τώρα προσπίπτουμε. Ἂν Σὺ θελήσεις, νὰ μᾶς σώσεις Κύριε, κανένας δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀναχαιτίσει τούτη τὴν ἀπόφασή Σου καὶ νὰ Σὲ δυσκολέψει».
Ὁ Κύριος εἶναι εὔσπλαχνος καὶ ἀγαθός. Κι ἂν ἀκόμα ἐμεῖς παρασυρθήκαμε καὶ ἁμαρτήσαμε ἀπὸ ἀπερισκεψία, ἂς φροντίσουμε νὰ θεραπευθοῦμε μὲ τὴν μετάνοια. Ἂν πάλι, ὡς ἄνθρωποι παρασυρθήκαμε ἀπὸ κάποιο πάθος, ἂς μὴν ἀπελπιστοῦμε ἐντελῶς, ἀλλὰ γνωρίζοντας Ποιὸς Θεός μας ἔχει προσκαλέσει καὶ ἔχοντας συναίσθηση τῆς κλήσης μας, ἂς ἀκούσουμε Ἐκεῖνον ποὺ λέει: «Μετανοεῖται, γιατί ἔφθασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. δ´ 17).
Δὲν ὅρισε τὴν μετάνοια σὰν φάρμακο γιὰ κάποια μονάχα ἁμαρτήματα, ἀποκλείοντας κάποια ἄλλα. Γιὰ κάθε εἴδους τραῦμα τῆς ἁμαρτίας, γιὰ κάθε ἁμάρτημα πνευματικό, ὁ Μεγάλος Γιατρὸς τῶν ψυχῶν μας, μᾶς τὴν ἔχει σὰν φάρμακο χαρίσει.
Ἂς ξεριζώσουμε λοιπὸν τὶς κακὲς συνήθειες τῆς ψυχῆς μας. Ἀντὶ γιὰ τοὺς καυστῆρες ἂς μεταχειριστοῦμε τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντικρούσουμε ὅλες τὶς ἄστοχες ἐπιθυμίες ποὺ φέρουν μέσα τοὺς τὰ ἀγκάθια τῆς ἁμαρτίας. Ἂς ἀντιταχθοῦμε μὲ τὸ συνετὸ λογισμό, σὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς ὑπαγορεύουν οἱ φιλήδονοι λογισμοί, γιατὶ εἶναι γραμμένο: «Νὰ γίνεσθε ἅγιοι, γιατί ἐγὼ εἶμαι ἅγιος» (Α´ Πετρ. α´ 16).
Ἔτσι, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Σωτῆρα μας Θεοῦ, θὰ ἐπιτύχουμε τὴν ἄφθαρτη ζωή. Ὁ Κύριος γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιά μας θὰ συγχωρέσει καὶ θὰ παραγράψει τὶς ἁμαρτίες μας, γιατί εἶναι ἐλεήμων καὶ εὔσπλαχνος.
Κι ἂν κάποιος ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν τὴν ἐντύπωση πῶς ἔχουν κοπιάσει περισσότερο στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀρετή, γογγύσει, γιὰ τὴ μεγάλη εὐσπλαχνία τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ, -ἐπειδὴ τάχα ἐπειδὴ μπήκαμε στὴ δουλειὰ πολὺ ἀργά, μᾶς πληρώνει τὸ ἴδιο μὲ τοὺς πρώτους- θὰ δώσει γιὰ μᾶς ἀπολογία ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος καὶ Δημιουργὸς καὶ θὰ πεῖ: «Φίλε, δὲν σὲ ἀδικῶ. Δὲν ἔχεις μαζί μου συμφωνήσει νὰ ἐργαστεῖς γιὰ ἕνα δηνάριο; Πάρε ὅ,τι ἔχουμε συμφωνήσει καὶ πήγαινε στὸ καλό. Ἐγὼ θέλω νὰ δώσω σὲ τοῦτον ποὺ ἦρθε τελευταῖος στὴ δουλειά, ὅ,τι ἀκριβῶς ἔδωσα καὶ σὲ σένα τοῦ πρώτου» (Ματθ. κ´ 13-14).
Ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ κρίνει καὶ δικαιώνει. Ποιὸς μπορεῖ νὰ βγεῖ μπροστά Του καὶ νὰ μᾶς καταδικάσει; (Ρωμ. η´ 34).
Σ᾿ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν».
No comments:
Post a Comment
Note: Only a member of this blog may post a comment.