Τό τρίτο καί τελευταῖο μέρος τῆς μετάνοιας λέγεται ἱκανοποίηση, τό ὁποῖο εἶναι ὁ κόπος καί ὁ κανόνας ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, καί ἔχει τρεῖς ἀρετές ὡς συνεργάτες καί βοηθούς, δηλαδή τή νηστεία, τήν ἐλεημοσύνη καί τήν προσευχή· αὐτές οἱ ἀρετές, μέ τό νά εἶναι βαριές γιά τή σάρκα καί κοπιαστικές, μποροῦν νά κάνουν πολλά γιά τήν ἱκανοποίηση καί τήν τιμωρία τῆς ἁμαρτίας πού διαπράξαμε δίνοντας στήν ἴδια σάρκα ἡδονή καί ἀπόλαυση. Καί ἐπειδή τά μεγαλύτερα ἁμαρτήματα εἶναι τά ἑξῆς τρία: ὑπερηφάνεια, φιλαργυρία καί πορνεία, στήν ὁποία περιλαμβάνεται καί ἡ γαστριμαργία, τά ὁποῖα, ὡς τρεῖς μεγάλοι γίγαντες, μᾶς πολεμοῦν συνεχῶς, γι’ αὐτό στήν ἱκανοποίηση ἐναντίον τους μᾶς βοηθοῦν τά ἑξῆς τρία: ἡ νηστεία ἐναντίον τῆς σάρκας, ἡ ἐλεημοσύνη ἐναντίον τῆς φιλαργυρίας καί ἡ προσευχή ἐναντίον τῆς ὑπερηφάνειας· γιατί αὐτός πού προσεύχεται στέκεται σάν κατάδικος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μέ πολλή ταπείνωση. Καί ἀκόμη μέ τίς ἀρετές αὐτές προσφέρει ὁ ἄνθρωπος μιά ὁλοκληρωτική θυσία τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν πραγμάτων του. Μέ τήν ἐλεημοσύνη προσφέρει τήν περιουσία του, μέ τή νηστεία θυσιάζει τή σάρκα του καί μέ τήν προσευχή προσφέρει τήν ψυχή του στόν Κύριο. Ἡ ἀνάγκη, λοιπόν, καί τό ὄφελος αὐτῆς τῆς ἱκανοποιήσεως γίνονται κατανοητά μέ τή σύγκριση ἀνάμεσα στό μυστήριο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί στό μυστήριο τῆς μετάνοιας· γιατί τό βάπτισμα, πού εἶναι ἡ θύρα ὅλων τῶν μυστηρίων, θεωρεῖται μιά γέννηση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἰσέρχεται τώρα στή χριστιανική πολιτεία, ἀπό τήν ὁποία ἦταν ξένη.
Ὅπως ἕνα βρέφος, λοιπόν, ἀφήνει τήν ὕπαρξη ἐκείνη πού εἶχε προηγουμένως καί παίρνει ἄλλη καινούργια, μέ τή δύναμη καί τή χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού ἀναγεννᾶται στήν πνευματική ζωή μέ τό βάπτισμα τῶν δακρύων τῆς μετάνοιας ἀφήνει τήν προηγούμενη ὕπαρξη τῆς ἁμαρτίας, πού ὑπέκειτο στό ἔγκλημα καί στήν κόλαση, καί παίρνει μιά νέα ὕπαρξη τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς χάριτος, στήν ὁποία δέν μένει κανένα στοιχεῖο τῆς προηγούμενης διαγωγῆς. Ἀλήθεια, τό μυστήριο τῆς μετάνοιας εἶναι καθαρισμός καί θεραπεία τῆς ψυχῆς καί κάποιες φορές θεραπεύει τελείως καί ὑγιαίνει τόν ἄρρωστο, καί πολλές φορές πάλι ἀφήνει κάποια λείψανα τῆς περασμένης ἀσθένειας, δηλαδή κατά τή συντριβή τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία ὅταν εἶναι τέλεια, ὅπως πρέπει, λυτρώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν κόλαση. Ὅμως, ἐπειδή σπάνια τυχαίνει τέτοια συντριβή, χρειαζόμαστε πολύ τήν ἱκανοποίηση τῶν παραπάνω τριῶν ἀρετῶν γιά ὁλοκληρωτική θεραπεία τῆς ἁμαρτίας. Καί ἀκόμη, ὅπως τό ἅγιο βάπτισμα περιέχει μέσα τοῦ ὅλες τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἑνωμένες μέ τή χάρη ἐκείνου ἀπό τόν ὁποῖο προέρχονται ὅλα αὐτά τά ἀγαθά, ἔτσι καί ἡ θερμότατη καί ἀληθινή μετάνοια περιέχει ὁμοίως ὅλους αὐτούς τούς θησαυρούς καί τά δῶρα, καί κυρίως ἕνα νέο φῶς καί ἐπίγνωση τῶν πνευματικῶν καί θείων πραγμάτων στά ὁποῖα ἦταν τυφλός ὁ ἄνθρωπος προηγουμένως, σάν νά βρισκόταν στό σκοτάδι καί στή σκιά τοῦ θανάτου καί μᾶς φέρνει μιά καινούργια ἀγάπη πρός τό Θεό, ἡ ὁποία εἶναι τύπος τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας καί ὅλων τῶν ἀρετῶν καί προκαλεῖ θαυμαστές ἐνέργειες στήν ψυχή μας. Ὅπως εἶναι οἱ χάρες τῆς ἐπιστροφῆς διάφορες, σέ ἄλλον μεγαλύτερες, ὅπως στόν Παῦλο, καί σέ ἄλλον μικρότερες, ἔτσι εἶναι καί οἱ ἐνέργειες καί τά ἐσωτερικά κινήματα πού δημιουργεῖ αὐτή ἡ ἀρετή, ἡ ὁποία προκαλεῖ μιά μετάνοια καί θλίψη στήν ψυχή γιά τήν παρακοή πού ἔκανε στό Θεό, καί ἐπιθυμεῖ περισσότερο νά ὑποστεῖ διάφορα βασανιστήρια παρά νά πικραίνει ἕναν τέτοιο Δεσπότη· καί ἔτσι ἔχει περισσότερο φόβο γιά τή θεία μεγαλειότητα, βλέποντας ὅτι ἡ παράβαση ἐξόργισε τόν Παντοδύναμο, καί ἐπειδή ντρέπεται νά παρουσιαστεῖ μπροστά του, ἔχει πολύ πόθο νά ἱκανοποιήσει γιά τίς ἁμαρτίες του τόν Κύριο μέ τόν πρεπούμενο κανόνα, νά τόν ἐξευμενίσει γιά τήν παρακοή πού ἔκανε καί νά ἐκδικηθεῖ τή σάρκα του, ἡ ὁποία ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἁμαρτίας.
Γι’ αὐτό, λοιπόν, πρέπει ἡ ψυχή, πού καταφρόνησε τόν Κτίστη γιά τήν ἡδονή τοῦ κτίσματος, νά θεραπεύσει μέ ἑκούσιο πόνο τή θεληματική ἡδονή καί μέ θεληματική θλίψη τήν ἑκούσια ἀπόλαυση, μέ τήν ὁποία στερήθηκε τό θεῖο φῶς. Καί ἐπειδή ἡ παίδευση καθαρίζει τό φταίξιμο, εἶναι δίκαιο νά δεχτεῖ τήν τιμωρία ὅποιος τόλμησε νά τελέσει τήν ἁμαρτία. Ἐπειδή,
λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία καταφρόνησε τό ὑπέρτατο ἀγαθό καί τό ἀντάλλαξε μέ ἕνα τιποτένιο καί εὐκαταφρόντητο κτίσμα, κάτι πού ἀποτελεῖ μεγάλη ὕβρη τῆς ὑπέρτατης καί ὑπερτίμου μεγαλειότητος, πρέπει νά ταπεινωθεῖ καί νά καταφρονεθεῖ ἑκουσίως μέχρι ἐδάφους ὅποιος ἐξύβρισε τέτοιον Δεσπότη. Μέ αὐτό τόν τρόπο, λοιπόν, κοπιάζουν ὅσοι τούς ἄνοιξε τά μάτια ὁ Θεός μέ αὐτό τό οὐράνιο φῶς καί ἱκανοποιοῦν τήν ἁμαρτία γιά νά ἀξιωθοῦν τή συγχώρηση. Ἐπειδή, λοιπόν, μέ τρία πράγματα ἁμαρτάνουμε πρός τό Θεό περισσότερο, μέ τήν περιουσία, μέ τό σῶμα καί μέ τήν ψυχή, εἶναι ἀναγκαῖο μέ αὐτά νά κάνουμε τήν ἱκανοποίηση καί τή θυσία πρός τό Δεσπότη, ἡ ὁποία γίνεται μέ τίς παραπάνω τρεῖς ἀρετές. Μέ τήν ἐλεημοσύνη θυσιάζουμε τήν περιουσία, μέ τή νηστεία τό σῶμα καί μέ τήν προσευχή τό πνεῦμα. Καί ἀκόμη, ὅλες οἱ ἁμαρτίες γίνονται ἤ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ἤ ἐναντίον μας ἤ ἐναντίον τοῦ πλησίον, καί αὐτά τά τρία ἁμαρτήματα ἱκανοποιοῦν καί πληρώνουν οἱ τρεῖς ἀρετές.Ἡ νηστεία γιά μᾶς, ἡ ἐλεημοσύνη γιά τόν πλησίον καί ἡ προσευχή γιά τό Θεό. Ὅποιος, λοιπόν, ἐπιθυμεῖ νά ἐξευμενίσει τό Θεό πρέπει νά φροντίζει νά τηρεῖ αὐτές τίς ἀρετές, καί πρῶτα, ἄς ἀρχίζει ἀπό τήν ἄμωμη νηστεία, ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, μέ τόν πόνο τῆς τιμωρίας πληρώνει γιά τήν ἡδονή τῆς ἁμαρτίας τιμωρώντας τή σάρκα, ἡ ὁποία ἦταν ἡ αἰτία τῆς παράβασης. Γι’ αὐτό ἐγκρατευόμαστε ἀπό τίς φθειρόμενες τροφές, γιά νά λάβουμε ἄφεση γιά τά ἀπαγορευμένα σφάλματα καί μέ μιά συντομότατη νηστεία νά ἀποφύγουμε τήν παντοτινή τιμωρία καί τήν αἰώνια νηστεία, γιατί ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας κληρονομοῦμε τόν ἄχαρο ἅδη, ὅπου δέν ὑπάρχει παρηγοριά ἀλλά λιμός καί δάκρυα πάντοτε.
Μακάρια, λοιπόν, ἡ νηστεία, μέ τήν ὁποία λυτρωνόμαστε ἀπό τόν λιμό καί τήν κόλαση. Ἡ νηστεία ξεπλένει τά ἁμαρτήματα, διαλύει τά παλαιά ἀνομήματα καί μᾶς προστατεύει ἀπό τά μελλούμενα. Ἡ νηστεία εἶναι ἰσχυρό προπύργιο τοῦ Θεοῦ, παλάτι τοῦ Χριστοῦ καί τεῖχος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, σημαία τῆς πίστεως, σημεῖο τῆς ἀγάπης καί στερέωμα τῆς σωφροσύνης. Ἡ νηστεία λαμπραίνει τήν ψυχή, ὑψώνει τίς αἰσθήσεις, ὑποδουλώνει τή σάρκα στό πνεῦμα, κάνει τήν καρδιά συντετριμμένη καί ταπεινή, διαλύει τά νέφη τῆς ἐπιθυμίας, σβήνει τή φωτιά τῆς πορνείας καί ἀνάβει τό φῶς τῆς σωφροσύνης. Ἡ νηστεία εἶναι χαλινάρι τῶν ἐπιθυμιῶν καί ἀπονέκρωση τῶν παθῶν, ἀδελφή τῆς φτώχειας, τέκνο τῆς μετάνοιας, ξίφος τῆς φιλαυτίας, φύλακας τῆς σωτηρίας μας καί ἰσχυρή μεσίτρια πρός τό Θεό, γιά νά λάβουμε ἀπό αὐτόν δωρεές καί χάριτες. Μέ αὐτήν ἐξιλέωσαν οἱ Νινευίτες τό Θεό· μέ αὐτήν οἱ Ἰσραηλίτες βρῆκαν βοήθεια στίς θλίψεις· μέ τή νηστεία οἱ τρεῖς Παῖδες νίκησαν τή φωτιά· μέ αὐτή ὁ Ἠλίας ἀναγνωρίζεται ὡς πύρινος ἁρματηλάτης· μέ αὐτή ὁ Μωυσῆς δέχτηκε ἀπό τό Θεό τό Νόμο· καί τί νά λέω τά περιττά· μέ τή νηστεία ὁ Δεσπότης Χριστός προετοιμάστηκε γιά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, γιά νά μᾶς δώσει παράδειγμα πόσο ὠφέλιμη εἶναι ἡ νηστεία. Ὅποιος, λοιπόν, ποθεῖ νά θεραπευτεῖ, νά κάνει τόν Κύριο ἐκδίκηση κατά τῶν ἐχθρῶν του καί νά ἀπολαύσει ὅλα τά προαναφερθέντα ἀξιώματα, ἄς ὁπλιστεῖ μέ ἕνα ἅγιο μίσος ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του, δηλαδή νά μισήσει τή σάρκα, νά τήν τιμωρήσει μέ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καί προσευχές, καί μέ ὅσες περισσότερες σκληραγωγίες μπορέσει· γιατί μέ αὐτό τόν τρόπο ὄχι μόνο ἱκανοποιεῖ τό Θεό ἀλλά νικᾶ καί κατά κράτος τόν ἰσχυρότερό του ἐχθρό καί γίνεται ἡ ψυχή καί τό σῶμα ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτά ὅλα πού εἴπαμε ἄς γίνουν μέ τήν πρέπουσα διάκριση, δηλαδή ὅσο μπορεῖς νά τά κάνεις χωρίς νά θανατώσεις τόν ἄνθρωπο, γιατί πολλοί ἐπιχείρησαν ἐγκράτεια μεγαλύτερη ἀπό τή δύναμή τους καί ἀσθένησαν τόσο πολύ, πού ὕστερα τήν ἐγκατέλειψαν ἐντελῶς γιά νά ἀποκτήσουν τήν ὑγεία τους. Γι’ αὐτό ἄς κάνει ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις του, γιατί ἄλλος μπορεῖ νά νηστέψει τρεῖς μέρες χωρίς βλάβη καί ἄλλος δέν μπορεῖ οὔτε μία μέρα. Ἡ διάκριση, λοιπόν, εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες τίς ἀρετές.
Συνόδεψε τή νηστεία μέ τά ἔργα τῆς ἐλεημοσύνης, γιά νά εἶναι ὠφελιμότερη καί θεάρεστη, γιατί ἡ νηστεία χωρίς ἀγάπη καί ἔλεος εἶναι σάν τό λυχνάρι χωρίς λάδι. Δῶσε, λοιπόν, ἐλεημοσύνη γιά νά ἐπακούσει τήν προσευχή σου ὁ Κύριος, νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες σου, νά σέ λυτρώσει ἀπό τά μελλούμενα κακά καί νά σοῦ χαρίσει τά αἰώνια ἀγαθά. Ἡ νηστεία μαραίνει τά πάθη τῆς σάρκας καί ἀφανίζει τίς αἰτίες τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά δέ δίνει τήν τέλεια ὑγεία χωρίς τήν ἀλοιφή τῆς ἐλεημοσύνης, χωρίς τόν ποταμό τῆς εὐσπλαχνίας καί τήν ἐπιδρομή τῆς εὐποιίας. Ἡ νηστεία θεραπεύει τίς πληγές τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά δέ βγάζει τά στίγματά του χωρίς τό λάδι τῆς συμπάθειας. Ὁ « Ἐκκλησιαστής» λέει ὅτι ὅπως τό νερό σβήνει τή φωτιά, ἔτσι ἡ ἐλεημοσύνη ἀφανίζει τήν ἁμαρτία. Καί λέει ὁ μέγας Ἀμβρόσιος: «Μεγάλη ὄντως ἡ δύναμη τῆς ἐλεημοσύνης, γιατί μέ τήν πηγή αὐτῆς τῆς ἀγάπης σβήνει τή φωτιά τῶν ἐγκλημάτων μέ τέτοιο τρόπο ὥστε ἀκόμα καί ἄν εἶναι θυμωμένος ὁ Δικαστής ἐναντίον ἐκείνου πού ἁμάρτησε καί θέλει νά τόν τιμωρήσει, μέ τή δύναμη τῆς ἐλεημοσύνης τόν συγχωρεῖ». Δέν βρῆκε ἄλλο τρόπο ὁ προφήτης Δανιήλ νά λυτρώσειΝαβουχοδονόσορα ἀπό τήν ἀπειλή τοῦ Κυρίου ἐκτός ἀπό τήν εὐσπλαχνία, καί τοῦ λέει: « Ἄκου τή συμβουλή μου, βασιλιά, ἐξάλειψε μέ τήν ἐλεημοσύνη τίς ἁμαρτίες σου καί τίς πονηρίες σου μέ τά ἔργα τῆς εὐποιίας πρός τούς φτωχούς». Αὐτά εἶπε ὁ ἅγιος γνωρίζοντας πόση δύναμη ἔχει ἡ ἐλεημοσύνη νά ἐξευμενίσει τόν Πανοικτίρμονα.
Ἐπειδή, λοιπόν, τόσο μεγάλη δύναμη ἔχει ἡ ἀρετή αὐτή, ὅποιος θέλει νά βρεῖ ἔλεος ἀπό τό Θεό ἄς ντυθεῖ αὐτό τό ροῦχο, ἄς σπλαχνίζεται τούς φτωχούς, τίς χῆρες καί τά ὀρφανά μέ τήν περιουσία πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Καί ἄν ἀκόμα εἶναι φτωχός, μέ τή συμβουλή καί τή μεσιτεία του, καί ἄν δέν μπορεῖ τίποτε ἄλλο, τουλάχιστον ἄς τούς συμπονέσει μέ τήν καρδιά του, καί θά ἔχει μισθό γι’ αὐτό. Ἐπειδή, σύμφωνα μέ τόν Γρηγόριο τό Διάλογο, δέ δίνει λιγότερα ὅποιος συμπονεῖ τό φτωχό μέ τήν καρδιά του ἀπό ἐκεῖνον πού τόν βοηθάει μέ τήν περιουσία του, γιατί ὁ μέν ἕνας δίνει χρήματα ἐνῶ ὁ ἄλλος τήν ψυχή του. Ὁ Μέγας Αὐγουστίνος λέει ὅτι μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη εἶναι νά συγχωρέσεις μέ ὅλη τήν καρδιά σου αὐτόν πού σοῦ ἔφταιξε. Καί ἐπειδή δέν μπορεῖς νά ζήσεις οὔτε μία ὥρα ἀναμάρτητος, συγχώρησε τόν ἀδελφό σου, ἐάν ποθεῖς νά συγχωρέσει ὁ Κύριος τά δικά σου πταίσματα. Τό ἴδιο λέει καί ὁ Καισάριος. Ὅποιος δέν ἔχει νά ἐλευθερώσει αἰχμάλωτο ἤ νά ντύσει γυμνό ἄς πιέζεται νά μήν ἔχει μίσος στήν καρδιά κατά τοῦ πλησίον καί νά μήν ἀποδώσει κακό ἀντί κακοῦ στούς ἐχθρούς του, ἀλλά νά τούς ἀγαπᾶ μάλιστα καί νά προσεύχεται γι’ αὐτούς καί νά ἔχει μεγάλη ἐλπίδα στήν εὐσπλαχνία καί ὑπόσχεση τοῦ Δεσπότου μας καί νά τοῦ λέει: «Δῶσε μου, Κύριε, ὅ,τι ἔδωσα. Συγχώρεσέ με ὅπως καί ἐγώ συγχώρεσα». Δέ γράφουμε ἐδῶ περισσότερα σχετικά μέ τήν ἐλεημοσύνη, γιατί παρακάτω θά μιλήσουμε ξεχωριστά γιά τήν ἀρετή αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι ἰδιαίτερα ὠφέλιμη στή σωτηρία μας καί δέν πρέπει νά τήν περάσουμε μέ συντομία.
Τό τρίτο μέρος τῆς ἱκανοποιήσεως εἶναι ἡ ἱερή προσευχή, ἡ ὁποία ὅταν γίνει μέ πίστη καί πολλή ταπείνωση, ὅ,τι καί ἄν ζητήσουμε μέ αὐτή ἀπό τόν Κύριο, ἀναμφίβολα τό παίρνουμε, ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκε σέ πολλά σημεῖα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅμως, σωστό εἶναι νά ζητοῦμε εὔλογα πράγματα καί ὠφέλιμα γιά τήν ψυχή μας, γιατί κάθε προσευχή πού γίνεται μέ τόν τρόπο πού πρέπει καί συνακόλουθα πού εἶναι ἀναγκαῖα, κατευθύνεται καί παρουσιάζεται μπροστά στό Θεό καί ἐκεῖνος ἐπακούει τήν αἴτησή μας. Ἐάν πάλι ἀργήσει καμιά φορά νά μᾶς ἐπακούσει καί νά μᾶς δώσει αὐτό πού τοῦ ζητᾶμε, αὐτό τό κάνει ὁ σοφότατος Εὐεργέτης γιά νά εἴμαστε ὕστερα ἄγρυπνοι καί ἐπιμελέστατοι, ἀφοῦ μᾶς τό δώσει, νά τό φυλᾶμε ἀκριβά καί νά μήν τό χάσουμε. Ἡ προσευχή ἀφανίζει τίς ἁμαρτίες τοῦ προσευχόμενου, ὅπως φάνηκε μέ τόν Τελώνη. Αὐτή ἐκφοβίζει καίδιασκορπίζει τούς δαίμονες, ὁρίζει τά στοιχεῖα, τόν οὐρανό καί τόν ἥλιο ὅπως φάνηκε σέ διάφορους καιρούς καί τόπους. Μέ τήν προσευχή ἔσχισε ὁ Μωυσῆς τήν Ἐρυθρά θάλασσα καί πέρασαν οἱ Ἰσραηλίτες ὅλοι καί οἱ ἐχθροί τους πνίγηκαν. Ὁμοίως καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ προσευχήθηκε καί πέρασε τόν Ἰορδάνη καί πρόσταξε τόν ἥλιο καί σταμάτησε ἕξι ὧρες τό δρόμο του. Τό ἴδιο ἔκανε ὁ ἀββᾶς Πατερμούθιος καί κάποιοι ἄλλοι. Ὁ Ἠλίας πρόσταξε τούς οὐρανούς καί δέν ἔβρεξαν σαράντα δύο μῆνες· καί τότε ἔκανε πάλι προσευχή καί ἦρθε βροχή ἀναρίθμητη.
Ἀλλά γιά νά μή διηγοῦμαι τό καθένα ξεχωριστά, ἡ προσευχή μπορεῖ νά βγάλει ἀπό τόν ἅδη ψυχές ἀνθρώπων καί νά ζωογονήσει τά σώματα, νά ξεριζώσει ὄρη καί δέντρα ἀπό τή στεριά, νά τά φυτέψει στήν ὑγρή φύση τοῦ νεροῦ, ὅπως εἴδαμε νά κάνουν κάποιοι ἐνάρετοι ἄνθρωποι· καί, μέ λίγα λόγια, ὅλα ὅσα θελήσει νά κάνει ἕνας πιστός, σημεῖα καί τέρατα, ἀρκεῖ νά κάνει μέ εὐλάβεια καί πίστη προσευχή καί νά μήν ὑπερηφανευτεῖ μέσα στήν καρδιά του καί θά τόν ἐπακούσει ὁ Δεσπότης, ὅπως εἶπε στό ἱερό Εὐαγγέλιο. Αὐτή τήν προσευχή τήν ἐγκωμιάζει πολύ ὁ Μέγας Βασίλειος καί λέει περί αὐτῆς τά ἑξῆς: « Ἡ προσευχή εἶναι συνύπαρξη καί ἕνωση ἀνθρώπου καί Θεοῦ, σύσταση κόσμου, συμφιλίωση μέ τό Θεό, μητέρα τῶν δακρύων, ἱλασμός ἁμαρτημάτων, γέφυρα τῶν πειρασμῶν, θραύση πολέμου, ἔργο ἀγγέλων, πηγή ἀρετῶν, πρόξενος χαρισμάτων, φωτισμός τοῦ νοῦ, ἀόρατη προκοπή, τροφή τῆς ψυχῆς, πέλεκυς τῆς ἀπόγνωσης, ἀπόδειξη τῆς ἐλπίδας, διάλυση τῆς λύπης, πλοῦτος τῶν μοναχῶν, μείωση τοῦ θυμοῦ, ἔσοπτρον τῆς προκοπῆς καί, γιά νά τό πῶ μέ συντομία, προσευχή εἶναι γι’ αὐτόν πού ὄντως προσεύχεται δικαστήριο καί κριτήριο καί βῆμα τοῦ Χριστοῦ πρίν ἀπό τό μελλοντικό βῆμα»· δηλαδή, ἡ προσευχή εἶναι γιά ἐκεῖνον πού προσεύχεται σάν δικαστήριο πρίν ἀπό τή φοβερή Κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί καταδικάζεται ἀπό μόνος του ἐδῶ ὁ ἁμαρτωλός γιά νά βρεθεῖ ἐκεῖ ἀθῶος. Καλότυχος, λοιπόν, ὅποιος κλαίει πικρῶς ἐδῶ προσευχόμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτός δέ θά κριθεῖ τότε στό φοβερό ἐκεῖνο δικαστήριο. Γι’ αὐτό, ἀγαπητέ, ξεκινώντας τήν προσευχή ἄσε ὅλες τίς φροντίδες καί τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος, ἐγκατάλειψε τή γῆ καί τή θάλασσα, πέτα στόν αἰθέρα καί στά ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ καί δές τίς στρατιές τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων, τά πολυόμματα Χερουβίμ καί τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, καί ὕψωσε τή διάνοιά σου πάνω ἀπ’ ὅλη τήν κτίση καί ἀνύψωσε τό νοῦ σου πάνω ἀπ’ ὅλα καί ἐννόησε τήν ἀπόρρητη καί ἱδρυμένη πέρα ἀπό κάθε νοῦ θεία φύση, τήν ἄτρεπτη, ἀναλλοίωτη, ἁπλή, ἀσύνθετη, ἀδιαίρετη σέ τρεῖς ὑποστάσεις, φῶς ἀπρόσιτο, δύναμη ἄφραστη, ἀμήχανο κάλλος, πού ἅπτεται σφοδρῶς
τῆς πληγωμένης ψυχῆς, καί εἶναι ἀδύνατον νά δηλωθεῖ μέ λόγια σύμφωνα μέ τήν ἀξία. Ἐκεῖ ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἕνας καί τά τρία Θεός. Τρία ἅγια, σύνθρονα, ὁμοούσια, ἀΐδια. Μία θεότητα, μία κυριότητα καί ἁγιότητα πού περιέχει, δημιουργεῖ καί ἁγιάζει τά πάντα. Μία θεότητα καί δύναμη. Ἕνας Βασιλιάς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων.
Αὐτόν τό Βασιλιά σκέψου, ἁμαρτωλέ, ὅταν προσεύχεσαι, γιά νά καταλάβεις τή μεγαλειότητά του καί πόσο πρέπει νά τόν ἀγαπᾶς καί νά σέβεσαι τό ὄνομά του, γιατί αὐτός εἶναι Θεός παντέλειος, πάρα πολύ ὡραῖος, περισσότερο ἀπό τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων, πανάγαθος, πολυεύσπλαχνος, φοβερός καί δίκαιος. Καί ἀκόμη, Πατήρ φιλόστοργος, εὐεργέτης πλουσιοπάροχος, Λυτρωτής καί Σωτήρ πολυέλεος· καί ὅταν τόν στοχαστεῖς μέ αὐτά τά ἐπίθετα, θά καταλάβεις μέ ποιά καρδιά πρέπει νά λατρεύεις καί νά σέβεσαι ἕναν τέτοιον Δεσπότη, δηλαδή νά τόν προκυνᾶς ὡς Θεό, νά τόν ὑμνεῖς ὡς ὑπερένδοξο, νά τόν ἀγαπᾶς ὡς ὡραῖο καί πανάγαθο, νά τόν τρέμεις ὡς δίκαιο καί φοβερό, νά ὑποτάσσεσαι στό θέλημά του ὡς παγκόσμιο Βασιλέα, νά τόν εὐχαριστεῖς ὡς Εὐεργέτη καί νά τόν δοξάζεις ὡς Θεό, νά τοῦ προσφέρεις τόν ἑαυτό σου ὡς Δημιουργό καί Ποιητή καί ὅσα ἐξουσιάζεις, ἐπειδή ὅλα εἶναι δικά του χαρίσματα, καί ὡς Σωτήρα καί Λυτρωτή νά τοῦ ζητᾶς στήν προσευχή σου βοήθεια. Αὐτές καί ἄλλες ὅμοιες πράξεις ἀρετῆς χρωστάει τό λογικό κτίσμα πρός τό Δημιουργό καί Κτίστη του. Γιατί, ὅπως ἐκεῖνος εἶναι τά πάντα ἐν πᾶσι, ἔτσι θέλει νά εὐλαβεῖται καί νά τιμᾶται ἀπό ὅλους μέ ὅλες τίς αἰσθήσεις καί τίς πράξεις, τό ὁποῖο γίνεται βέβαια μέ ὅλες τίς πράξεις πού τελοῦνται πρός δόξαν του, ὅμως στήν προσευχή πληροῦνται ἐξαίρετα, ὅταν ἀκολουθοῦν οἱ πράξεις αὐτῶν τῶν ἀρετῶν, δηλαδή τῆς πίστης, τῆς ἐλπίδας, τῆς ἀγάπης, τῆς ταπείνωσης καί ἄλλων ὁμοίων. Ἀλλά γιά νά μή νομίσεις πώς ἀπέχει ὁ Κύριος πολύ μακριά ἀπό ἐσένα, νά ξέρεις ὅτι ὡς αἰτία τῶν ὄντων καί Θεός ἀπερίγραπτος εἶναι παρών σέ κάθε τόπο, καί μάλιστα ὅταν προσεύχεσαι, στέκεται στ’ ἀλήθεια μπροστά σου, ἀκούει τά λόγια, στοχάζεται τήν εὐλάβειά σου καί ἐπιθυμεῖ τά δάκρυά σου.
Βλέποντάς τον, λοιπόν, μέ τά νοερά μάτια σου θά ἔχεις μιά βαθύτατη εὐλάβεια ἀπό τήν καρδιά σου κατανοώντας τή μεγαλειότητά του καί τήν ἀναξιότητά σου, ὅπως ἔλεγε ὁ δίκαιος Ἀβραάμ: « Ἔτι λαλήσω πρός τόν Δεσπότην μου. Ἐγώ δέ εἰμί γῆ καί σποδός». Καί σκέψου ἐπιμελῶς τήν παντοδύναμη σοφία, τή φιλάγαθη γνώμη καί τίς ὑπόλοιπες ἀρετές αὐτοῦ τοῦ ὑπέρτιμου καί ὑπερένδοξου Δεσπότη, τά ὁποῖα εἶναι τόσο θαυμάσια ὥστε ὑπερβαίνουν κάθε νοῦ καί διάνοια, ὄχι μόνο τά ἀνθρώπινα ἀλλά καί τῶν ἴδιων τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Αὐτός ὁ λογισμός ἐπαρκεῖ γιά νά σέ κάνει νά ταπεινωθεῖς μέχρι τό χῶμα τῆς γῆς σάν ἀναξιότατο σκουλήκι πού εἶσαι, νά στέκεσαι μέ φόβο καί τρόμο πολύ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου σου· καί ὅσο δοθεῖ ἡ καρδιά σου ἀπασχολούμενη μέ τέτοιο φόβο, τόσο λιγότερο θά γυρίζει ὁ νοῦς σου στούς βιοτικούς λογισμούς· γιατί τό χαλινάρι τοῦ φόβου δέν ἀφήνει τήν καρδιά νά περιπλανιέται σέ ἄλλους λογισμούς ἐνώπιον τόσο μεγάλης μεγαλοπρέπειας. Γιατί ἐάν, ὅταν πᾶς νά μιλήσεις μέ κάποιον βασιλιά ἐπίγειο, στέκεσαι μέ τόσο φόβο καί τρόμο, πού εἶναι ἄνθρωπος σάν καί σένα, πόσο ἔντρομος πρέπει νά στέκεσαι ὅταν συνομιλεῖς μέ τήν προσευχή μέ τό βασιλιά τῶν ἀγγέλων καί ὅλης τῆς Κτίσης; Στάσου στήν προσευχή, ἁμαρτωλέ, μέ τόση ταπείνωση καί ἐλεεινῶς, ὅπωςὁ κατάδικος στέκεται μπροστά στό Δικαστή, γιά νά σβήσεις τόν θυμό τοῦ δίκαιου Κριτῆ μέ τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση καί μέ τό ἐσωτερικό ἦθος, γιά νά λάβεις τέλεια συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν σου. Καί ὅταν προσεύχεσαι, ἄρχισε ἀπό τή θεολογία καί τούς θεοπρεπεῖς αἴνους, καί ὅταν δοξολογήσεις μέ ταπεινοφροσύνη, τότε ζήτησε ὄχι τροφή ἤ ὑγεία σωματική, ὄχι τίποτε ἄλλο ἀπό τά ἐπίγεια, ἀλλά τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν· τά ὑπόλοιπα τώρα, ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα γιά τό σῶμα, σοῦ τά δίνει καί χωρίς νά τά ζητήσεις, ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκε λέγοντας: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν».Ἐάν, λοιπόν, θέλεις νά κατευθυνθεῖ ἡ προσευχή σου ὡς θυμίαμα καί νάφτάσει στά αὐτιά τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, βάλ’ της τίς δύο φτεροῦγες πού εἴπαμε, τή νηστεία καί τό ἔλεος, γιά νά πετάξει μέ αὐτές εὐκολότερα· γιατί ἡ νηστεία λεπταίνει τό νοῦ καί ἐλαφραίνει τό βάρος τοῦ σώματος καί δυναμώνει τήν προσευχή, καί ἡ προσευχή τή νηστεία καί τή συντριβή τῆς καρδιᾶς, γιατί ὅσο προσεύχεσαι τόσο ἔρχεται καί ἡ κατάνυξη τῶν δακρύων· καί νά ἀγωνίζεσαι, ὅσο μπορεῖς, νά μήν τελειώσεις τήν προσευχή ποτέ χωρίς δάκρυα καί πόνο καρδιᾶς· καί τότε σοῦ ἔρχεται μιά γλυκύτατη παρηγοριά τοῦ πνεύματος, ὅσο συχνάζεις στήν προσευχή καί στά δάκρυα, ὥστε νά ξεχνᾶς τήν τροφή τοῦ σώματος, σύμφωνα μέ τόν Δαβίδ: «Ἐπελαθόμην τοῦ φαγεῖν τόν ἄρτον μου, τοῖς δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω». Καί ὅταν προσεύχεσαι, νά ἐπιδιώκεις τήν ἡσυχία, ἐάν θέλεις νά ἔρχεται ἡ κατάνυξη, δηλαδή ἄν εἶσαι μοναχός σέ καιρό καί τόπο πού νά μήν ἀκοῦς ταραχή οὔτε ὁμιλίες ἀνθρώπων γιά νά ἔχεις ὅλο τό νοῦ σου στό Θεό, καί αὐτό γίνεται τή νύχτα, πού εἶναι σιωπή καί ἡσυχία σέ ὅλα. Καί ὅταν κάνεις ἀρκετή προσευχή καί ὅσα ἄλλα εἴπαμε παραπάνω, πήγαινε μέ φόβο καί πίστη στήν ἱερή Κοινωνία, περί τῆς ὁποίας γράφουμε στή συνέχεια, γιατί φτάνουν ὅσα εἴπαμε σχετικά μέ τήν ἱκανοποίηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η' (σελ. 278-286)
Βιβλίον Ωραιότατον καλούμενον ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ
ΣΥΝΤΕΘΕΝ ΕΙΣ ΚΟΙΝΗΝ ΤΩΝ ΓΡΑΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΠΑΡΑ
ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ
ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Εκδόσεις Γνόφος