Κάποια έγκυος Ιουδαία είχε πολλές οδύνες και βάσανα και δεν μπορούσε να γεννήσει φυσιολογικάόπως όλες οι γυναίκες, και όσες μεθόδους ιατρικές και να χρησιμοποίησαν οι ιατροί της εποχής, δεν έγινε εφικτή η γέννηση του τέκνου τους, αφού υπήρχε ο κίνδυνος να ξεψυχήσει η δυστυχής.
Τότε της είπε μια χριστιανή : αν θέλεις να ελευθερωθείς, επικαλέσου την Υπεραγία Θεοτόκο. Η ασθενής, με εξασθενισμένη ομιλία συνεπεία των πόνων της, είπε με δάκρυα στα μάτια: «Ευλογημένη Μαρία Αειπάρθενε, αν και είμαι ανάξια να σε επικαλεσθώ, διότι προέρχομαι από το έθνος εκείνο το παμβέβηλο που φόνευσε τον υιόν σου, όμως ακούω ότι η ευσπλαχνία και το έλεός σου δίνονται καθημερινά δωρεάν στους αμαρτωλούς. δέομαι σε σένα και σε παρακαλώ να με λυτρώσεις από τους κινδύνους και τάζω να λάβω εγώ και το βρέφος που θα γεννήσω το Θείο Βάπτισμα». Ταύτα ειπούσα γέννησε αμέσως ένα αγοράκι και σε λίγες ημέρες μόλις σηκώθηκε από το κρεβάτι, βαπτίστηκε χριστιανή μαζί με το βρέφος της. Ο άνδρας της που απουσίαζε για εργασία σε άλλος μέρος, μόλις επέστρεψε και πληροφορήθηκε τα γενόμενα. Θύμωσε και φόνευσε το παιδί του.
Οι γείτονες, που αναστατώθηκαν με το συμβάν, θέλησαν να συλλάβουν τον εβραίο και να τον οδηγήσουν στον δικαστή, όμως αυτός κατόρθωσε να ξεφύγει. Αφού κουράστηκε, στην προσπάθεια της διαφυγής του, συνάντησε στον δρόμο έναν ναό και εισήλθε μέσα για να κρυφτεί χωρίς να το πολυσκεφτεί. Μέσα στον ναό, είδε μια εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, και με τη χάρη του Θεού κατανύχθηκε και είπε τα εξής: «Ω Δέσποινα, πόση είναι η ευσπλαχνία σου, και σκεπάζεις και διαφυλάττεις έναν βρώμικο και ασεβέστατο σκύλο που σκότωσε το παιδί του, που τώρα στέκεται μπροστά στην εικόνα σου και δεν ανοίγει η γη να με καταπιεί. επειδή τόσο μεγάλη είναι η αγαθότητά σου, σε παρακαλώ ελέησε και μένα, όπως ελέησε ο πανοικτίρμων Υιός σου τον διώκτη Παύλο, και συγχώρησε όλες τις αμαρτίες μου. πιστεύω ότι γέννησες τον Ιησού, χωρίς να βλαφτεί καθόλου η παρθενία σου και αυτόν ομολογώ ως Θεό και άνθρωπο, του οποίου το έλεος είναι άπειρο και αμέτρητο». Λέγοντας αυτά, κατέφθασαν οι χριστιανοί, τον συνέλαβαν και τον έδεσαν.
Ο δε ισραηλίτης τους είπε : «σας παρακαλώ, στο όνομα του Κυρίου, πηγαίνετέ με σε έναν ιερέα για να λάβω το άγιο Βάπτισμα, και αυτό μάρτυς μου ο Θεός, δεν το κάνω εξαιτίας του φόβου του θανάτου, μάλιστα μόλις βαπτιστώ, δώστε μου τον πρεπούμενο θάνατο». Οι χριστιανοί έκαμαν όπως τους είπε, βαπτίστηκε και κατόπιν οδηγήθηκε στον δικαστή, ο οποίος τον φυλάκισε και την επόμενη ημέρα θα τον θανάτωνε. Η γυναίκα του απαρηγόρητη θρηνούσε τον θάνατο του παιδιού τους και καθώς το κρατούσε στα γόνατά της, ώ του θαύματος !, το βλέπει να ανασταίνεται. Πληροφορηθείσα ότι ο άνδρας της μετανόησε, βαπτίστηκε χριστιανός και ότι την επομένη ημέρα θα θανατωθεί για το έγκλημα του διέπραξε, πήρε το αναστημένο παιδί της και πήγε στον δικαστή.
Βλέποντας όλοι το μέγα θαύμα, δόξασαν τον παντοδύναμο Θεό και ελευθέρωσαν τον φονιά, ο οποίος μόλις έφτασε στο σπίτι ερεύνησε το λαιμό του παιδιού του και είδε τη πληγή που έκαμε με το μαχαίρι, η οποία έμεινε για να κηρύττει το μέγα θαύμα. Ακόμη, ο Θεός έδωσε χάριν στο παιδί και ομίλησε σαν να ήταν είκοσι ετών και είπε τα εξής : «Η Μήτηρ της ελεημοσύνης και κάθε παρακλήσεως, η μετά τόκον Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία, με ανέστησε δια την πίστιν των γεννητόρων μου, εις έλεγχον των ασεβών ιουδαίων, που αρνούνται την του Θεού Ενανθρώπησιν».
Μόλις τα άκουσαν αυτά όλοι δάκρυσαν από την χαρά και δόξασαν τον Κύριο και την Δέσποινα. Ο πατήρ του παιδιού σε όλη του τη ζωή δούλεψε για την Παναγία, συγγράφοντας λόγους κατά των ιουδαίων και εγκώμια στην Θεοτόκο, και πολλοί με το έργο του πίστεψαν. Το δε παιδί μεγάλωσε, έγινε ενάρετος άνθρωπος και τελείωσε τον βίο του μετά του πατρός και της μητρός της θεάρεστα, και κέρδισαν την Βασιλεία των ουρανών.
*ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ, ΕΝ ΒΕΝΕΤΙΑ 1851, σ. 314 κ.ε.
www.agioritikovima.gr
Ακηδία είναι η αθυμία και η ανορεξία που κυριεύει τον άνθρωπο, κάνοντάς τον απρόθυμο, αμελή ή αδιάφορο για κάθε πνευματικό έργο. Είναι κι αυτή μία από τις θανάσιμες αμαρτίες, σαν πρόξενος πολλών και φοβερών κακών. Η ακηδία προξενεί παραλυσία στο νου και την ψυχή, οκνηρία στην εκπλήρωση των εντολών του Θεού, και προπαντός μίσος για την προσευχή και την ψαλμωδία. Απ΄αυτή την παράνομη μάνα γεννιούνται δύο ασεβέστατες θυγατέρες. Πρώτη είναι η μικροψυχία, όταν ο άνθρωπος βρίσκει δύσκολο τον πνευματικό αγώνα και ακατόρθωτες τις αρετές, οπότε πέφτει στην αμέλεια και δεύτερη είναι η απόγνωση, όταν, λόγω της αμέλειάς του, χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας. Η απόγνωση είναι η χειρότερη απ΄όλες τις αμαρτίες. Με κανέναν άλλον τρόπο δεν μπορείς να λυπήσεις τόσο πολύ τον φιλεύσπλαχνο Θεό, όσο με το να πεις ότι δεν πρόκειται ποτέ ν΄αξιωθείς άφεση αμαρτιών και να βρεις σωτηρία ψυχής. Γιατί έτσι αρνείσαι τον ίδιο τον Κύριο, την πρόνοιά Του, τη φιλανθρωπία Του, τη λυτρωτική Του θυσία για σένα στο Σταυρό, που σου άνοιξε την πύλη της ουράνιας βασιλείας. Πολέμησε, λοιπόν, την ακηδία, για να μην πέσεις στην αρνησίθεη απόγνωση. Μη μεριμνάς για πρόσκαιρα πράγματα περισσότερο απ΄όσο χρειάζεται. Συγκέντρωσε τη φροντίδα και το ζήλο σου στα πνευματικά έργα και στην καλλιέργεια των αρετών. Πόθησε ολόψυχα το Θεό και την άνω Ιερουσαλήμ. Και όταν, την ώρα της προσευχής ή άλλης καλής εργασίας, νιώθεις ακηδία, να ξέρεις πώς είναι ο πονηρός, που έρχεται για να σε πειράξει και να σ΄εμποδίσει από το αγαθό. Εσύ τότε όχι μόνο να μη διακόψεις, αλλά να συνεχίσεις με μεγαλύτερη βία, ώσπου να διώξεις το δαίμονα. Στον αγώνα σου εναντίον της ακηδίας θα σε βοηθήσουν και τούτα: Να μην ξεχνάς τη φρικτή απολογία που έχεις να δώσεις την ημέρα της Κρίσεως για το χρόνο της ζωής σου, το χρόνο που σου χάρισε ο Θεός για να τον δαπανήσεις σε έργα αγαθά και σωτήρια. Αν, όπως βεβαίωσε ο Κύριος, θα λογοδοτήσουμε ακόμα και για κάθε λόγο ανώφελο που θα πούμε (Ματθ. 12:36), πόσο μάλλον για τον ανεκτίμητο χρόνο που σπαταλάμε άσκοπα και άκαρπα; Να σκέφτεσαι, επίσης, σε πόσους κόπους και κινδύνους και περισπασμούς υποβάλονται οι πραματευτές για ν΄αποκτήσουν φθαρτά πλούτη. Και να ντρέπεσαι, που αυτοί κυνηγούν μάταια πράγματα, και όμως δείχνουν σ΄αυτά περισσότερη επιμέλεια από σένα, που στοχεύεις στα αληθινά και αιώνια. Μά και οι υπάλληλοι και οι εργάτες βάζουν τα δυνατά τους στη δουλειά και κάνουν ό,τι μπορούν για να ικανοποιήσουν τους προϊσταμένους και τ΄αφεντικά τους. Τι κάνεις εσύ για να ευαρεστήσεις τον Πλάστη σου, τον αθάνατο Βασιλιά του σύμπαντος, όταν εκείνοι κάνουν τόσα για ν΄αρέσουν σε θνητούς ανθρώπους; Λένε για τον αββά Παμβώ, πώς είδε κάποτε στην Αλεξάνδρεια μια θεατρίνα στολισμένη, και δάκρυσε. “Γιατί κλαίς, αββά;” τον ρώτησαν. “Για δύο λόγους”, αποκρίθηκε ο γέροντας. “Αφενός για τη δική της απώλεια, και αφετέρου γιατί εγώ δεν φροντίζω ν΄αρέσω στον άγιο Θεό τόσο, όσο εκείνη σε αισχρούς ανθρώπους”. Για να παρακινείς τον εαυτό σου, ώστε να κοπιάζει στα αγαθά και πνευματικά έργα, φέρνε στο νου σου κάθε τόσο τους ένδοξους κι αθάνατους καρπούς που θα θερίσεις και θ΄απολαύσεις στους ουρανούς χάρη στον μικρό κόπο και την περαστική βία της εδώ ζωής. Αν ο γεωργός σκάβει και καλλιεργεί τη γη με τόσα ανεμοβρόχια και χιόνια και παγωνιές, υπομένοντας καρτερικά όλη αυτή την κακοπάθεια με την ελπίδα της σοδειάς, μολονότι συχνά χάνει και το σπόρο και όλους τους κόπους του, δεν είναι πιο ωφέλιμο να κοπιάσεις εσύ σε τούτη τη σύντομη ζωή, ελπίζοντας στα ουράνια αγαθά, “εκείνα που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και ο ανθρώπινος νους δεν έχει φανταστεί, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός γι΄αυτούς που τον αγαπούν” (Α΄Κορ. 2:9); Αν ο στρατιώτης αψηφά τους κινδύνους και την κακοπάθεια της εκστρατείας, αν αφήνει γυναίκα και παιδιά και συγγενείς και φίλους για δόξα πρόσκαιρη και μισθό υλικό και λάφυρα φθαρτά, δεν είναι πιο εύλογο ν΄αγωνιστείς εσύ για δόξα αιώνια και μισθό ουράνιο και στεφάνι αμάραντο; Αν ο εργάτης ή ο τεχνίτης δεν λογαριάζει τον κόπο και τον ιδρώτα της ημέρας για το πενιχρό μεροκάματο πού θα πάρει το βράδυ, δεν είναι πιο μεγάλο να δουλέψεις εσύ με χαρά κι ενθουσιασμό για να πάρεις αμοιβή ανεκτίμητη; Τέτοιες σκέψεις να κάνεις και άλλες παρόμοιες, πού θα βρεις μόνο σου, για να πολεμάς την ακηδία όταν πάει να σε κυριέψει. Και μαζί μ΄αυτές, που θα σου θυμίζουν τα αγαθά του παραδείσου, να κάνεις και αντίθετες, που θα σε φέρνουν νοερά στην κόλαση και στη φοβερή οδύνη εκείνων που αμέλησαν να φυλάξουν τις εντολές του Κυρίου. Γιατί, όταν ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Αχιλλά, “Ποια είναι η αιτία, πάτερ, πού, όταν κάθομαι στο κελλί μου, κυριεύομαι από ακηδία και αμέλεια;”, ο γέροντας του εξήγησε: “Επειδή δεν συλλογίζεσαι την αιώνια μακαριότητα, στην οποία ελπίζουμε, και την ατελεύτητη κόλαση, που περιμένει τους οκνηρούς και ράθυμους. Αν ο νους σου μελετούσε αυτά τα δύο, δεν θα σε νικούσε ποτέ η ακηδία, ακόμα κι αν το κελλί σου ήταν γεμάτο φίδια και σκορπιούς”. Να αναλογίζεσαι, επίσης, πόσο μεγάλο είναι το χρέος και η ευθύνη σου απέναντι στον Κύριο και Σωτήρα μας Χριστό, που ενανθρώπησε και υπέμεινε συκοφαντίες, διωγμούς, θλίψεις, εξευτελισμούς και σταυρικό θάνατο για να σε λυτρώσει από τα δεσμά του θανάτου και του άδη. Αν Εκείνος, ο αθώος και αναμάρτητος, έπαθε τόσα από αγάπη για σένα, τον ένοχο και αμαρτωλό, δεν θα είσαι αχάριστος αν δεν βιάσεις κι εσύ τον εαυτό σου στον αγώνα της αρετής για τη δική Του αγάπη, αλλά και για το συμφέρον σου, για τη σωτηρία σου; Το τελευταίο σου όπλο και το δραστικότερο φάρμακο κατά της ακηδίας ας είναι τούτο: Να πιστεύεις ότι η σημερινή μέρα είναι η στερνή σου πάνω στη γη, ότι σήμερα μόνο ζεις και αύριο πεθαίνεις οπωσδήποτε, πράγμα που χωρίς αμφιβολία μπορεί να συμβεί. Το έχουν πάθει, άλλωστε, πρίν από σένα τόσοι και τόσοι, που τη μέρα γλέντησαν και χάρηκαν, και την άλλη δεν ξημερώθηκαν. Πίστεψε, λοιπόν, πώς από τον σημερινό σου μονάχα κόπο και αγώνα εξαρτάται η σωτηρία σου ή ο κολασμός σου, και βάλε βία πολλή στην εκτέλεση κάθε θεάρεστου έργου, ώστε, σαν πεθάνεις, ν΄αξιωθείς την αιώνια ζωή.
Βιβλίο “ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ” του μοναχού Αγαπίου Λάνδου του Κρητός) ΠΩΣ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ