Monday, February 25, 2019

Θαυμαστή εμφάνιση και μεγάλο θαύμα του Αγιου Πορφυρίου

Στο βιβλίο «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης» η μοναχή Πορφυρία αναφέρει μία θαυμαστή εμφάνιση και ένα μεγάλο θαύμα του μακαριστού γέροντος Πορφυρίου που αποδεικνύουν ότι η ζωή συνεχίζεται μετά θάνατον και διδάσκουν ότι ποτέ δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα, διότι ο Θεός είναι Πανάγαθος και Παντοδύναμος.
Μεσημέρι, δύο η ώρα, βρίσκομαι στην Πλατεία Αγίων Αναργύρων Αθηνών. Είμαι σταματημένη στο φανάρι προς Αθήνα. Με πλησιάζει ένας κύριος.
-Μενίδι, σας παρακαλώ, πάμε;
-Όχι! Του απάντησα, δεν προλαβαίνω.
Όντως δεν προλάβαινα, γιατί τρεις η ώρα έπρεπε να παραδώσω το ταξί στον Πειραιά.
Ο κύριος στεκόταν μπροστά μου περιμένοντας να περάσει άλλο ταξί. Κάτι μέσα μου μου έλεγε να τον εξυπηρετήσω. Του έκανα νόημα να έρθει. Μόλις μπήκε στο ταξί αναφώνησε: «Δεν είναι δυνατόν!» Και παίρνει τη φωτογραφία του Γέροντα Πορφυρίου στα χέρια του και τη φιλάει. Την στιγμή εκείνη έχει ανάψει το φανάρι και έστριβα το τιμόνι προς Μενίδι. Ήθελα να του πάρω από τα χέρια τη φωτογραφία, μα όταν τον είδα με τι λαχτάρα τον κοιτούσε, ντράπηκα για τη σκέψη μου.
-Τον γνωρίσατε, με ρώτησε.
-Όχι, από τα βιβλία του τον γνώρισα και τον αγαπώ πάρα πολύ.
-Θέλεις, κοπέλα μου, να σου πω πώς τον γνώρισα εγώ;
-Και βέβαια θέλω, του είπα με χαρά.
-Άκου η γυναίκα μου ήταν άρρωστη βαριά, είχε καρκίνο. Οι γιατροί μας έδωσαν τρεις μήνες το πολύ ζωή. Εκείνη τη χρονιά ο γιος μου ο μεγάλος τελείωνε το Λύκειο. Και μας ανακοίνωσε πως έχει κανονίσει με άλλα δέκα παιδιά, συμμαθητές του, να πάνε στο Άγιον Όρος για μια εβδομάδα. Είπαμε εντάξει. Τα παιδιά έφυγαν.
Στο μεταξύ η γυναίκα μου χειροτέρεψε. Ο γιατρός που την παρακολουθούσε μας είπε πως το τέλος ήταν κοντά. Τον ρωτήσαμε με αγωνία: «Γιατρέ, τι μπορούμε να κάνουμε, να της δώσουμε λίγη ζωή ακόμη;». «Θα κάνουμε ένα χειρουργείο ακόμη και ο Θεός βοηθός!» μας απάντησε. Εγώ συμφώνησα, η γυναίκα μου αντέδρασε, γιατί ήθελε να περιμένουμε να γυρίσει το παιδί.
Ο γιος μου γύρισε τόσο ευτυχισμένος, τόσο χαρούμενος, που έτσι δεν τον είχαμε δει ποτέ. Μας διηγιόταν πόσο όμορφα ήταν εκεί, πόσο εγκάρδια τους υποδέχθηκαν οι μοναχοί, πόση γαλήνη ένιωσαν μεσ' στην ψυχή τους. Τόσο πολύ ένιωσε την παρουσία του Θεού, που είχε ξεχάσει πως η μητέρα του ήταν άρρωστη. Τη θυμήθηκε, όταν παρουσιάστηκε μπροστά τους ο Γέρων Πορφύριος. Μας είπε για τον Γέροντα Πορφύριο θαυμαστά πράγματα, που μας φαίνονταν απίστευτα.
-Συγνώμη, αυτά που λέτε πότε γίνανε; τον διέκοψα.
-Αυτό συνέβη το 1996.
Όλα τα παιδιά καθόντουσαν κάτω από ένα δένδρο, μιλούσανε και γελούσανε, όταν ξαφνικά είδανε έναν καλόγερο να τα πλησιάζει. Σηκώθηκαν, του φίλησαν το χέρι και ο Γέροντας άρχισε να τους μιλάει προσφωνώντας κάθε παιδί με το όνομά του. Όπως καταλαβαίνεις, τα παιδιά απόρησαν, πού ήξερε τα ονόματά τους και τα οικογενειακά τους. Στο γιο μου είπε: «Πες της μαμάς σου να μην κάνει χειρουργείο, είναι καλά!». «Την ξέρετε;». «Την ξέρω, όλους σας ξέρω!». «Ποιος είστε;» τον ρώτησε. «Είμαι ο Γέροντας Πορφύριος», είπε και έφυγε.
Στο γυρισμό από το Άγιο Όρος, σταμάτησαν στην Ουρανούπολη, σε ένα φαρμακείο να πάρουν ασπιρίνες, γιατί τους πείραξε η θάλασσα και ζαλίστηκαν. Μπαίνοντας στο φαρμακείο είδαν την φωτογραφία του Γέροντα Πορφυρίου και είπαν: «Να ο Γέροντας Πορφύριος που είδαμε στο Άγιο Όρος!». Μόλις το άκουσε η φαρμακοποιός, σάστισε.
«Συγνώμη, παιδιά, είδατε αυτόν τον Γέροντα στο Άγιο Όρος;». «Ναι, τώρα από εκεί ερχόμαστε». «Είστε σίγουροι;». «Βέβαια, είμαστε σίγουροι, αφού μιλήσαμε μαζί του. Και μάλιστα απορήσαμε πού ήξερε τα ονόματά μας και τα οικογενειακά μας. Όταν τον ρωτήσαμε ποιος είναι, μας είπε πως ήταν ο Γέροντας Πορφύριος». «Παιδιά, είμαι σίγουρη ότι τον είδατε, όμως... Μην τρομάξετε μ'αυτό που θα σας πω... Ο Γέροντας πέθανε πριν από πέντε χρόνια!» Τα παιδιά έπαθαν σοκ! «Αδύνατον!» της είπαν, «αφού μιλήσαμε!».
Και εγώ και η γυναίκα μου πιστέψαμε πως κάποιον άλλον είδαν, που τον έλεγαν κι αυτόν Πορφύριο και του έμοιαζε. Άλλωστε όλοι οι καλόγεροι μοιάζουν μεταξύ τους. «Δεν με πιστεύετε, ε; Τέλος πάντων, εμένα μου είπε να μη πας για χειρουργείο, είσαι καλά», είπε το παιδί στην μητέρα του.
Σε δύο μέρες μπήκαμε στο νοσοκομείο. Την επομένη το πρωί θα γινόταν το χειρουργείο. Η ώρα του χειρουργείου έφτασε και, ενώ εγώ περίμενα απ' έξω με αγωνία, ξαφνικά, βλέπω τη γυναίκα μου να βγαίνει. Έτρεξα κοντά της: «Τι έγινε;». «Δεν κάνω χειρουργείο, είμαι καλά!». Από πίσω της βγήκε και γιατρός. «Τι έγινε, γιατρέ;». «Δεν ξέρω, δεν θέλει να χειρουργηθεί!». «Σας είπα, είμαι καλά!». «Κορίτσι μου, τρελάθηκες;». Την πήρα αγκαλιά και προσπαθούσα να την πείσω, πως πρέπει να γίνει η εγχείρηση. «Σου είπα νιώθω καλά, κάντε μου εξετάσεις και θα δείτε ότι είμαι καλά, το νιώθω!». «Ωραία!» είπε ο γιατρός, «ας μην την πιέσουμε, αφού νοιώθει καλά». «Δεν με πιστεύετε; Ωραία! Κάντε μου εξετάσεις για να πειστείτε».
Πράγματι έγιναν οι εξετάσεις. Την επόμενη μέρα μας ήρθαν και οι απαντήσεις.
Εδώ ο κύριος πήρε μια βαθιά ανάσα.
-Τι έδειξαν οι απαντήσεις;
-Πως ποτέ δεν την άγγιξε η αρρώστια! Οι γιατροί να βλέπουν τις παλιές εξετάσεις και τις καινούργιες και να έχουν τρελαθεί! Δεν μπορεί, θα πρέπει να μπερδεύτηκαν με άλλες, θα ξανακάνουμε αύριο, έλεγαν απορημένοι.
Ωστόσο ήρθε ο γιος μου, που βλέποντας τους γιατρούς μπερδεμένους με τις εξετάσεις, μου λέει.
-Γιατί δεν πιστεύεις αυτά που μου είπε ο Γέροντας Πορφύριος στο Άγιο Όρος;
Τότε πετιέται ένας γιατρός:
-Τι είπες; Ο Γέροντας Πορφύριος τι σου είπε;
-Πως η μαμά μου είναι καλά και να μην κάνει χειρουργείο!
Ο γιατρός έβγαλε από την τσέπη του τη φωτογραφία του Γέροντα Πορφυρίου.
-Αυτόν είδες, αγόρι μου, στο Άγιο Όρος;
-Ναι, Αυτόν!
-Οι εξετάσεις είναι σωστές! Η γυναίκα σας είναι καλά, μπορείτε να φύγετε και τώρα μάλιστα! Ετοιμαστείτε!
Στη γυναίκα μου οι γιατροί είχαν δώσει τρεις μήνες το πολύ ζωή. Έχουν περάσει δύο χρόνια και είναι μια χαρά, πιο καλά από ό,τι ήταν πριν την αρρώστια. Γι'αυτό αγαπούμε πάρα πολύ τον Γέροντα Πορφύριο. Έχουμε πάει και στο Μοναστήρι του πολλές φορές. Και όποτε έχουμε δυσκολίες, εκείνος μας στηρίζει.
Η αφήγηση του κυρίου για ένα ακόμη θαύμα του Γεροντάκου μου, μου έδωσε μεγάλη χαρά. Το μόνο που ψέλλισα, καθώς κατέβαινε ο κύριος, ήταν «ευχαριστώ».

Wednesday, February 20, 2019

"-Αν ο Θεός σού πάρει ένα από τα παιδιά σου, τι θα κάνεις; Θα εναντιωθείς απέναντι του; θα λιγοστέψει η πίστη σου;"


Παρασκευή έντεκα το πρωί, κινούμαι στην περιοχή των Αθηνών. Ανέβαινα την οδό Μάρνη, όταν μου τηλεφώνησε ένας συνάδελφος, που βρισκόταν στο Αεροδρόμιο.
-Ράνια πού είσαι;
-Στη Μάρνη.
-Ανέβα στο Αεροδρόμιο, έχει πολλή δουλειά.
-Θα ανέβω, σ' ευχαριστώ.
Κλείσαμε το τηλέφωνο και σκεφτόμουν ας εύρισκα έναν πελάτη να μην πάω τόσα χιλιόμετρα άδεια. Καθώς ανέβαινα τη λεωφόρο Αλεξάνδρας μία κυρία κρατώντας ένα μεγάλο σακβουαγιάζ μου σηκώνει το χέρι. Σταμάτησα.
-Μήπως μπορείτε να με πάτε στο Αεροδρόμιο;
-Και βέβαια μπορώ, εσένα έψαχνα να βρω, γλυκιά μου!
Κατέβηκα, φόρτωσα το σακβουαγιάζ και ξεκίνησα. Η κυρία κάθισε δίπλα μου.
-Αχ! Τι ωραίες οι εικόνες σας! μου λέει.
-Ναι! Είναι η οικογένειά μου, τους λατρεύω! της απαντώ.
-Και εγώ πιστεύω πολύ, ιδιαίτερα αγαπώ τον Άγιο Νεκτάριο.
-Κάποιο θαύμα θα σας έκανε, για να τον πιστεύετε, ε;
-Ακριβώς! Θέλετε να σας πω;
-Ήδη έπρεπε να έχετε ξεκινήσει.


Εδώ η κυρία γέλασε.
-Έχω καρκίνο, μου λέει κοφτά. Μου έχουν αφαιρέσει και τους δύο μαστούς. Από την ημέρα που παντρεύτηκα αρρώστησα, έπαθα βαριά μελαγχολία.
-Γιατί; Δεν έχετε καλό σύζυγο;
-Αντιθέτως, ο σύζυγος μου είναι πολύ καλός, με προσέχει πάρα πολύ και οικονομικά είμαστε πάρα πολύ καλά.
-Τότε γιατί αρρωστήσατε;
-Δεν ξέρω! ξαφνικά έπεσα σε μεγάλη μελαγχολία Χωρίς λόγο. Μια γειτόνισσα μού είπε πως πρέπει να μου έχουν κάνει μάγια. «Όμως εγώ δεν έχω εχθρούς», της είπα. «Πιστεύω πως πρέπει να σου τα έχει κάνει η Παναγιώτα, Γιατί ήθελε πολύ τον άνδρα σου».
Είχαν περάσει τρία χρόνια από την ημέρα του γάμου Και της αρρώστιας μου, όταν αποφάσισα να τα πω στη μητέρα μου. Εκείνη, μόλις τ' άκουσε, με πήρε και πήγαμε σε έναν παπά. Μου διάβασε ευχή και μου είπε να πάω στην Αίγινα, στον Άγιο Νεκτάριο. Μας έπεφτε πολύ μακριά η Αίγινα από το νησί μου. Όμως ο άνδρας μου επέμενε να πάμε. Και ξεκινήσαμε και οι τρεις μαζί για τον Άγιο Νεκτάριο.
Όταν φτάσαμε, αφού προσκυνήσαμε και προσευχηθήκαμε, ήθελα να δω την ηγουμένη. Δεν ήξερα γιατί, όμως την ήθελα. Ζητήσαμε από μια μοναχή να μας οδηγήσει σ' εκείνη. Έτσι κι έγινε. Η ηγουμένη μάς δέχθηκε πολύ εγκάρδια, σαν να μας περίμενε. Έβγαλε από την τσέπη της ένα κομποσκοίνι, μου το έδωσε και μου ζήτησε να το φορέσω στο χέρι μου. Το φόρεσα, ενώ η μητέρα μου της εξηγούσε τι έχω. Ξαφνικά σηκώθηκα και τους είπα:
-Πάμε στο κελί του Αγίου Νεκταρίου, μας περιμένει!
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω κατευθυνόμενη προς το κελί του Αγίου. Η ηγουμένη με ρώτησε:
-Ξέρεις πού είναι; Έχεις ξανάρθει εδώ;
-Όχι! όμως με καθοδηγεί εκείνος.
Φτάσαμε στο κελί του, μπήκαμε μέσα και εγώ κάθισα στο κρεβατάκι του. Ο Άγιος Νεκτάριος καθόταν δίπλα μου, μου μιλούσε και εγώ του απαντούσα.
-Θέλεις να μου πεις τι λέγατε;
-Όχι! το μόνο που θα σου πω, είναι πως μου έλεγε να μη φοβάμαι και πως θα γίνω καλά. Από τότε η μελαγχολία που ένιωθα, έφυγε στη θέση της μπήκε η χαρά. Πολύ γρήγορα έμεινα έγκυος και γέννησα ένα αγοράκι, που το ονόμασα Νεκτάριο. Στην πορεία απέκτησα και ένα κοριτσάκι και το ονόμασα Μαρία, το όνομα της Παναγιάς μας. Ύστερα αρρώστησα, έπαθα καρκίνο και, όπως σου είπα, μου αφαίρεσαν και τους δύο μαστούς. Υπέφερα πολύ, όμως ο Άγιος Νεκτάριος ήταν πάντα δίπλα μου. Από τότε έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Ποτέ δεν εγκατέλειψα τον Άγιο. Κάθε χρόνο στη γιορτή του είμαστε όλοι εκεί. Η πίστη μου δυνάμωσε τόσο πολύ, που τώρα δεν με νοιάζει, ότι κι αν μου συμβεί. Είμαι έτοιμη να τα αντιμετωπίσω όλα.
Θέλοντας να δοκιμάσω την πίστη της, έκανα τον συνήγορο του διαβόλου:
-Αν ο Θεός σού πάρει ένα από τα παιδιά σου, τι θα κάνεις; Θα εναντιωθείς απέναντι του; θα λιγοστέψει η πίστη σου;
-Κοίταξε να σου πω. Τα παιδιά μου είναι δικά Του, Εκείνος μου τα έδωσε άμα τα θέλει πίσω, ας τα πάρει. Θα πονέσω πολύ, όμως η πίστη μου είναι ακλόνητη, δεν μπορεί τίποτε και κανείς να την κλονίσει.
-Είσαι σίγουρη γι' αυτά που λες;
-Σιγουρότατη! Έχω δει πολλά θαύματα σ' αυτά τα είκοσι χρόνια. Αυτό που σου είπα, ήταν το πρώτο με τον Άγιο Νεκτάριο. Ακολούθησαν πάρα πολλά. Ο Άγιος είναι συνέχεια δίπλα μου, τον αισθάνομαι πολύ κοντά μου. Και μη νομίζεις πως δεν αγαπώ τα παιδιά μου, επειδή σου είπα ας τα πάρει. Δικά Του είναι, εμένα μου τα έδωσε απλά να Του τα μεγαλώσω. Αλλά καμαρώνω, γιατί Του τα έκανα πολύ καλά παιδιά. Με τη βοήθειά Του βέβαια.
Ειλικρινά χάρηκα πολύ μ' αυτά που άκουσα και ζήλεψα την πίστη αυτής της γυναίκας! 
ΒΙΒΛ. ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ . ΠΟΡΦΥΡΙΑ ΜΟΝΑΧΗ

Saturday, February 16, 2019

Κλίνε τον αυχένα, σκύψε την κεφαλή σου και ο Θεός θα σου δώσει τον μισθό που έδωσε σ’ έναν άλλο που αγωνίσθηκε με μεγάλους αγώνες και μαρτύρια. ( Άγιος Άνθιμος της Χίου )


Ποιος από μας μπορεί να βάλει το χέρι του εκεί πάνω στη φλόγα του αναμμένου κεριού και να το αφήσει επί πέντε λεπτά; Δεν μπορούμε. Και γιατί άλλοι έμπαιναν στην αναμμένη κάμινο και περπατούσαν μέσα στις φλόγες σαν σε ωραίο περιβόλι; Οι άγιοι μάρτυρες πώς μπόρεσαν να μπουν μέσα στα πυρωμένα τηγάνια, πάνω στις σούβλες, στους τροχούς, στα άλλα τρομερά βασανιστήρια, που εμείς ούτε να ακούσουμε δεν μπορούμε; Εμείς λίγο να κακοπαθήσουμε, μια μέρα, δυο να νηστέψουμε, φοβόμαστε μην αρρωστήσουμε, μην αδυνατίσουμε, και δειλιάζουμε. Οι άγιοι Πατέρες πώς έκαμαν εκείνους τους φοβερούς αγώνες υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, πάνω στα βουνά, μέσα στις σπηλιές; Γιατί μπορούσαν και τα υπέμεναν όλα αυτά; Διότι ήσαν θωρακισμένοι με την ακλόνητη αγάπη προς τον Θεό· ήσαν πυρωμένοι από τον θείο έρωτα, και γι’ αυτό, όσο διάστημα ήθελε ο Θεός, τους άφηνε και αισθάνονταν τις τιμωρίες και τους πόνους· κατόπιν τους έδινε τη χάρη του και δεν τα είχαν πλέον για τίποτα.


Αλλά μήπως ο Θεός άλλαξε τώρα; Γιατί να μη μας δίνει τη χάρη του να τα κάνουμε και εμείς αυτά; Δεν άλλαξε ο Θεός, αλλά εμείς, αντί την ακλόνητη πίστη και τη θερμή αγάπη που είχαν προς τον Θεό εκείνοι, αντί την απάρνηση του εαυτού τους και τις άλλες αρετές που είχαν εκείνοι, εμείς έχουμε τη φιλαυτία, τη φιληδονία, τον θυμό, την οργή, την υπερηφάνεια, την κενοδοξία· είμαστε ταραχοποιοί, σκανδαλοποιοί, είμαστε ψυχροί προς την αρετή και πάντοτε ο νους μας είναι προς το κακό. Πώς να βάλουμε λοιπόν το χέρι μας στη φωτιά και να το υπομείνουμε; Ούτε στον ήλιο δεν μπορούμε να το βάλουμε.
Αλλά μήπως, επειδή εμείς είμαστε τέτοιοι,ο Θεός μάς λησμονεί;Μήπως δεν θέλει να μας βοηθήσει; Θέλει και το επιθυμεί· εμείς όμως φεύγουμε μακριά του. Εκείνος είναι παρών και έτοιμος να μας δώσει βοήθεια· θέλει όμως να του τη ζητούμε. Εμείς την περιφρονούμε, γι’ αυτό και Εκείνος βλέπει από μακριά και δεν μας βοηθεί.
Άραγε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μη χαθούμε και εμείς; Δεν υπάρχει κανένα μέσον να μπορέσουμε κάτι να κάνουμε και εμείς, ώστε να φέρουμε το έλεος του Θεού και να αποφύγουμε τις μεγάλες τιμωρίες και τα βάσανα της αιωνίου κολάσεως; Θα μου πείτε αυτό. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Να απελπιστούμε; Σας απαντώ με το αχρείο μου στόμα και με τη λίγη μου γνώση: να υψώσουμε τα χέρια μας στον ουρανό και να πέσουμε πρηνηδόν με την ταπεινοφροσύνη· να κλάψουμε, να θρηνήσουμε, να ικετεύσουμε τον Θεό, να γνωρίσουμε την αθλιότητά μας και να συντρίψουμε τον εαυτό μας.
Αφού δεν έχουμε την πανοπλία του Θεού να κάνουμε αρετές, να έχουμε τουλάχιστον την ταπεινοφροσύνη, και έτσι θα ισομετρηθούν οι μεγάλοι κόποι και αγώνες των παλαιών με τα λίγα δικά μας. Άλλος έχυσε αλύπητα το αίμα του· άλλον τον πέταξαν μέσα στη θάλασσα· άλλος ταλαιπωρήθηκε χρόνια πολλά μέσα στην έρημο με την άσκηση· άλλος κατακόπηκε μεληδόν τις σάρκες του· όλα αυτά θα τα αναπληρώσουμε εμείς με την ταπεινοφροσύνη.
Έξαφνα έρχεται ένας και σου λέει κάτι, ο λόγος εκείνος σου δίνει μια σουβλιά μέσα στα εντόσθιά σου, μη μιλήσεις, πέσε πρηνηδόν να κερδίσεις. Άλλος σε υβρίζει, σου λέει λόγια, τα οποία κατακαίουν την ψυχή σου, μαραίνουν την προθυμία σου, σε σουβλίζουν και διαπερνούν την καρδιά σου. Σιώπησε, μη μιλήσεις· πέσε πρηνηδόν, να περάσει το βέλος από πάνω σου. Κλίνε τον αυχένα, σκύψε την κεφαλή σου να μη σε βλάψει το βέλος, και ο Θεός για την ταπείνωσή σου αυτή θα σου δώσει τον μισθό που έδωσε σ’ έναν άλλο που αγωνίσθηκε με μεγάλους αγώνες και μαρτύρια.
Εμείς, αδελφές, λίγο να κακοπαθήσουμε, αρρωστούμε, πώς μπόρεσαν αυτοί οι άνθρωποι γυμνοί πάνω στα βουνά, μέσα στα χιόνια, μέσα στις βροχές, μέσα στον καύσωνα, χωρίς σπίτι, χωρίς φωτιά, χωρίς ζεστό, χωρίς καμιά παρηγοριά; Σώμα ασθενές είχαν και αυτοί σαν εμάς και έκαναν πράγματα που τα θαύμασαν και οι ασώματοι άγγελοι. Εμείς οι ταλαίπωροι δεν μπορούμε ούτε να πλησιάσουμε σ’ αυτά· μπορούμε όμως να πέσουμε κάτω, στην ταπεινοφροσύνη· να γίνουμε νεκροί και να βάλουμε μέσα στον τάφο τον εαυτό μας· ώστε ό,τι και αν μας συμβαίνει, να το υπομένουμε.

Πρέπει όμως, αδελφές, να κάνουμε αυτά, που ανήκουν στη θέση μας· διότι ποιος είναι αυτός που τολμά να ζητά πληρωμή, χωρίς να εργασθεί; Αυτός που δεν δούλεψε πληρώνεται ποτέ; Ποτέ! Αν λείπει και από εμάς η εργασία η πνευματική, αν λείπει η ταπείνωση, αν λείπει η υπομονή, έργα αρετής δεν ημπορούν να γίνουν και καμία πληρωμή δεν θα λάβουμε.
Να μη φανούμε λοιπόν και εμείς αχάριστοι απέναντι σ’ έναν τέτοιον ευεργέτη· να σηκώσουμε και εμείς τον σταυρό, όπως τον σήκωσε και Εκείνος με προθυμία και χαρά. Ο σταυρός είναι τα βάσανα, οι στεναχώριες, οι πίκρες, οι καημοί, που έχει κάθε άνθρωπος. Φτώχεια, στεναχώρια, βάσανα υποφέρει σήμερα, αδελφές, ο κόσμος δεινώς. Οι δυστυχίες, που βασανίζουν σήμερα την ανθρωπότητα, είναι φοβερές· δεν λέγονται οι συμφορές του κόσμου στη σημερινή εποχή. Να σκεφθούμε μόνον τι σπαραγμό αισθάνονται οι μάνες, όταν φεύγουν τα παιδιά τους και πηγαίνουν άλλα πάνω στα βουνά, άλλα στον πόλεμο, άλλα εδώ και άλλα εκεί. Τα χάνουν από μέσα από την αγκάλη τους και δεν ξέρουν, αν θα τα ξαναδούν. Ακούμε εκατοντάδες, χιλιάδες, να σκοτώνονται καθημερινώς· αλύπητα χύνεται το αίμα. Πώς; Η οργή του Θεού έχει παραλάβει τον κόσμο· και ποιο είναι το αίτιο; Οι αμαρτίες μας. Τσιτσιρίζεται η καρδιά της δυστυχισμένης μάνας· σφάζονται από τον πόνο τα εντόσθιά της και δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Πάντοτε η ανθρωπότητα πάσχει από πόνους και βάσανα· αλλά η σημερινή κατάσταση δεν υπήρξε ποτέ. Εσείς όμως, χάρη στον Θεό, από όλα αυτά είσθε απαλλαγμένες· καμία φροντίδα και μέριμνα δεν έχετε· μόνον για την ψυχή σας έχετε να φροντίσετε· εάν δεν το κάμνετε, θα έχει να σας ζητήσει λόγο ο Θεός την ώρα της κρίσεως…
Άγιος Άνθιμος της Χίου

Tuesday, February 12, 2019

Η Εικόνα της Γερόντισσας, ο αλλόθρησκος τυφλώνεται



Η Εικόνα της Γερόντισσας, ο αλλόθρησκος τυφλώνεται

Ένα από τα μεγάλα θαύματα της Εικόνας της Γερόντισσας είναι και το εξής:

Αλλόθρησκοι βάρβαροι επέδραμον κάποτε στο Μοναστήρι του Παντοκράτορος και το ελεηλάτησαν.

Ένας από αυτούς, ασεβής, για να χλευάση την πίστι των Χριστιανών εδοκίμασε να σχίση την Αγία Εικόνα της Γερόντισσας, για να ανάψη το τσιμπούκι του.


Η τιμωρία του ήλθε αμέσως.

Διότι, μόλις πήρε το μαχαίρι για να σχίση την εικόνα, αμέσως τον έπιασε σπασμός, του έπεσε το μαχαίρι, τυφλώθηκε τελείως και τα σβησμένα μάτια του πονούσαν τρομερά. Αυτός δε από τους πόνους φώναζε δυνατά.

Οι αλλόθρησκοι σύντροφοί του έρριξαν την Εικόνα με μανία μέσα σε ένα πηγάδι της Ι. Μονής, που ήταν εκεί πλησίον.
Όταν επέστρεψαν οι Μοναχοί και δεν βρήκαν την Εικόνα της Γερόντισσας νόμισαν, ότι την εξαφάνισαν οι άπιστοι.

Πέρασαν χρόνια πολλά. Ο τυφλωθείς ζούσε με πόνους και τύψεις δια το ανοσιούργημα, που θέλησε να κάνη.

Το μετάνοιωσε πολύ και όταν έπνεε τα λοίσθια κάλεσε τους συγγενείς του και τους είπε:

-Ξέρετε όλοι το φοβερό πάθημά μου. Γνωρίζετε και γιατί το έπαθα. Σας λέγω ότι ο Θεός των Χριστιανών είναι πανίσχυρος. Πρέπει να επανορθώσω το έγκλημά μου. Και σ’ αυτό θα με βοηθήσετε σεις, διότι εγώ τώρα πεθαίνω. Θα πάτε, λοιπόν, στο Άγιον Όρος και θα πήτε στους καλογήρους, ότι την Εικόνα την έρριξαν στο πηγάδι, που είναι κοντά στο Μοναστήρι.

-Εμείς θα πάμε, είπε κάποιος, αλλά δεν είναι δυνατόν να διατηρήται η Εικόνα της Γερόντισσας τόσα χρόνια εκεί μέσα. Αυτή μέσα στο νερό θα εσάπισε.

-Ακούστε με! Είναι δυνατόν, διότι η δύναμις του Θεού των Χριστιανών και της Παναγίας είναι μεγάλη και κάμνει θαύματα. Πάντως, πρέπει να πληροφορηθούν οι Καλόγηροι, που βρίσκεται η Εικόνα.

Πέρασαν πολλά ακόμη χρόνια και μόνο τα παιδιά των αλλοθρήσκων κατώρθωσαν να μεταβούν στο Άγιον Όρος.

Παρήλθον εν όλω ογδόντα χρόνια από τότε, που έρριξαν την Εικόνα στο πηγάδι οι βάρβαροι. Παρουσιάσθηκαν στον Ηγούμενο της Μονής του Παντοκράτορος και αφηγήθηκαν τι τους είχε πη ο τυφλωθείς.
-Είναι αδύνατον να καταστράφηκε η Εικόνα της Γερόντισσας, είπε χαρούμενος ο Ηγούμενος, έστω και αν πέρασαν τόσα χρόνια.

Έτρεξαν οι Καλόγηροι εκεί που τους είπαν, ότι υπήρχε πηγάδι. Το πηγάδι αυτό ήταν σε αχρηστία, σκεπασμένο με ξύλα και χώμα, χωρίς να φαίνεται η αρχική του θέσι.

Έσκαψαν σε μεγάλη έκτασι και επί τέλους εδέησε να βρουν το στόμιον του πηγαδιού.

Ένας Μοναχός με μια σκάλα κατέβηκε μέσα στο πηγάδι. Και ω του θαύματος! Η Αγία Εικόνα της Γερόντισσας βρέθηκε τελείως άθικτη, χωρίς να έχουν πάθει τίποτε από το νερό ούτε το ξύλο, ούτε και τα χρώματα.

Την έβγαλαν τότε και με επίσημη πομπή την μετέφεραν στην Εκκλησία.

Την τοποθέτησαν στην κολώνα του αριστερού χορού, όπου ήταν και πρωτύτερα. Εκεί ευρίσκεται μέχρι σήμερον.

Wednesday, February 6, 2019

Κάθε φορὰ ποὺ ἐρχόμαστε γιὰ νὰ μεταλάβουμε, λέμε στὸν Κύριο ὅτι ἐρχόμαστε σ’ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ Λυτρωτὴς τῶν ἁμαρτωλῶν ( Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος )

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
 Κάθε φορὰ ποὺ ἐρχόμαστε γιὰ νὰ μεταλάβουμε, λέμε στὸν Κύριο ὅτι ἐρχόμαστε σ’ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ Λυτρωτὴς τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ δηλώνουμε ἐπίσης ὅτι θεωροῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας σὰν τὸν πιὸ μεγάλο ἀπὸ ὅλους αύτοὺς τοὺς ἁμαρτωλούς.
Πόση ἀλήθεια ὑπάρχει σὲ μιὰ τέτοια δήλωση ὅταν τὴν κάνουμε; Ἤ πῶς μποροῦμε νὰ κάνουμε μιὰ τέτοια δήλωση; Εἶναι ἀλήθεια; Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι θεωροῦμε ἀληθινὰ τὸν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς;
Ὁ Άγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης στὸ ἡμερολόγιό του τονίζει ἕνα σημεῖο ποὺ πιστεύω ὅτι εἶναι πολὺ σημαντικό λέει, ἄν εἶχε δοθεῖ σὲ ἄλλους ἀνθρώπους τόση πολλὴ ἀγάπη, τόση χάρη, τόση θεία ἀποκάλυψη σὰν αὐτὴ ποὺ τοῦ δόθηκε, θὰ εἶχαν φέρει καρποὺς ποὺ ὁ ἴδιος ἀποδείχτηκε ἀνίκανος νὰ ἀποδώσει.
Καὶ ἔτσι αὐτὸς εἶναι ἕνας τρόπος γιὰ νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας ἐρωτήσεις ὅταν προσερχόμαστε στὴν Θεία Κοινωνία καὶ λέμε τὰ λόγια τῆς προσευχῆς ποὺ προηγεῖται τῆς θείας Κοινωνίας.
Ἁπλὰ τὶς ἐπαναλαμβάνουμε ἐπειδὴ εἶναι γραμμένες στὰ βιβλία; Ἤ εἶναι ἐπειδὴ ἔχουμε συναίσθηση – ἀλλὰ γιὰ ποιὸ πράγμα ἔχουμε συναίσθηση; Γνωρίζουμε ὅτι εἴμαστε λίγο ἤ πολὺ ἁμαρτωλοὶ; Ναὶ,ὅλοι συναισθανόμαστε ὅτι εἴμαστε λίγο ἤ πολὺ ἁμαρτωλοὶ, ἀλλὰ νοιώθουμε πόσα πολλὰ πράγματα ἔχουμε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὶ λίγους καρποὺς ἔχουμε ἀποδώσει; Μοναχὰ ἄν δοῦμε ζωντανά,καθαρὰ,τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὸ κάθε τι ποὺ ἦταν δυνατὸ,ποὺ εἶναι πράγματι δυνατό,– καὶ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, μποροῦμε νὰ ποῦμε τίμια τέτοια λόγια.
Ἄς προβληματιστοῦμε, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε στὸ Θεὸ μὲ λόγια εὐγενείας, μὲ λόγια κούφιας εὐγένειας ὅταν προσευχόμαστε. Ὅ,τι λέμε πρέπει νὰ εἶναι ἀλήθεια, καὶ πρέπει νὰ κάνουμε σὲ κάθε προσευχὴ ἕνα τέστ ἀλήθειας ποὺ ν’ ἀφορᾶ τὴ συνείδηση καὶ τὴ ζωή μας.
Ἄς τὸ κρατήσουμε αὐτὸ μέχρι νὰ κοινωνήσουμε ξανὰ, ἔτσι ποὺ μιὰν ἡμέρα, ἴσως ὄχι στὴν ἑπόμενη μετάληψη, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ μιὰ ζωὴ ἀναζήτησης, προσευχῆς, κριτικῆς τοῦ ἑαυτοῦ μας, θὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ἀληθινὰ, Θεέ μου, ὦ Θεέ μου! Πόσα πολλὰ μοῦ ἔχεις δώσει καὶ πόσους λίγους καρποὺς ἔχω ἀποδώσει..! Ἄν εἶχε δοθεῖ στὸν ὁποιοδήποτε ὅ,τι μοῦ ἔδωσες, θὰ ἦταν ἤδη ἕνας Ἅγιος τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

Friday, February 1, 2019

Να διαβάζεις, παιδί μου, Ευαγγέλιο. Αυτό είναι το καλό το βιβλίο....

Στο Μεσολόγγι ζούσε μία ευλαβέστατη γυναίκα, ονόματι Βασιλική (Κούλα την φώναζαν), παντρεμένη με τον Δημήτριο, ψαρά στο επάγγελμα. Ήταν και οι δυο πολύ πιστοί και πολύ απλοί άνθρωποι. Όταν η Βασιλική ήταν νέα, την ημέρα των Θεοφανείων «είδε τους ουρανούς ανεωγμένους» και τους Αγγέλους του Θεού να ψάλλουν. Γι’ αυτό έλεγε: «Αυτή την ήμερα μη φεύγεις από την εκκλησία, έστω και αν καίγεται το σπίτι σου, γιατί ανοίγουν οι ουρανοί».

Το σπίτι πού κατοικούσαν ήταν Ισόγειο και για πάτωμα είχε τσιμέντο, Όταν έβρεχε γέμιζε νερό πού έφθανε τα είκοσι εκατοστά. Είχαν τοποθετήσει πέτρες για να πατάνε και με ένα “γκιούμι” άδειαζαν το νερό. Το χειμώνα δεν έστρωναν κουρελούδες για να έχουν λίγη ζέστη, γιατί μούσκευαν από τα νερά. Αλλά μέσα σ’ αυτό το παγωμένο σπίτι η καρδιά τους χτυπούσε πολύ ζεστά για τον Χριστό και τα πρόσωπα τους ήταν πάντα χαρούμενα και ειρηνικά. Η θεία Χάρη τούς φύλαγε και δεν αρρώσταιναν.

Είχαν στο σπίτι τους μία εικόνα της Παναγίας θαυματουργή, μπρος στην οποία άναβαν ακοίμητο καντήλι και εκεί έκαναν τις προσευχές και τις μετάνοιες τους. Στην Εκκλησία πήγαιναν πάντα Κυριακές και εορτές.

Όταν εκοιμήθη ο Δημήτριος, η σύζυγος του Βασιλική άρχιζε να μοιράζει τα υπάρχοντά της. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα και τα υπόλοιπα τα έδωσε ελεημοσύνη. Άδειασε το σπίτι της. Γύριζε με το Ευαγγέλιο στη μασχάλη και το διάβαζε ευκαίρως – ακαίρως με πολλή ευλάβεια. Από την σύνταξη της κρατούσε ένα μικρό μέρος για τις ανάγκες της και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους φτωχούς. Την ρωτούσε ο γιός της τί τα κάνει τα χρήματα, και αυτή απαντούσε: «Τα ξόδεψα, παιδί μου».

Μία Κυριακή πήγε κατά τη συνήθεια της στην Εκκλησία και κοινώνησε. Όταν επέστρεψε και έφθασε έξω από το σπίτι της κατάλαβε ότι έφθασε το τέλος της. Εκεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού γονάτισε, έκανε τον σταυρό της και φώναξε τη νύφη της πού έμενε δίπλα, λέγοντας της ότι πεθαίνει. Και έτσι γονατιστή και σταυροκοπημένη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο τον όποιον τόσο αγάπησε εκ νεότητας της και τήρησε πιστά τις εντολές Του.’ Εκοιμήθη περίπου το έτος 1970.

Όταν έγινε γνωστή η κοίμηση της γέμισε το σπίτι της φτωχούς ανθρώπους. Ό ένας έλεγε «έμενα μού έδωσε κουβέρτα, Θεός σχωρέσ’ την», ό άλλος έλεγε «μού έδωσε πιάτα», ό άλλος «ποτήρια», ό άλλος «χρήματα». Έτσι αποκαλύφθηκε μετά την κοίμηση της πού πήγαιναν τα πράγματα και τα χρήματα της.
Όσο ζούσε την επισκεπτόταν ή αδελφή της Γεωργία με τον εγγονό της. Ή συμβουλή της ήταν: «Να διαβάζεις, παιδί μου, Ευαγγέλιο. Αυτό είναι το καλό το βιβλίο»