Sunday, March 20, 2016

«Να ευχαριστείς τον Θεό για τον πειρασμό σου» ( Ἅγιος Πορφύριος )

Και κάποιος άλλος που είχε πρόβλημα αρκετά σοβαρό και πήγε και κλαιγότανε στο γέροντα και ξανακλαιγόταν, του λέει, αφού ήταν ανθρωπίνως άλυτο.
«Άκου, παιδί μου, σου εμπιστεύτηκε ο Θεός ένα μικρό πειρασμό, μία μικρή δυσκολία, ένα προβληματάκι…
Κι εσύ αντί να χαρείς γι’ αυτό που σου εμπιστεύτηκε, κάθεσαι και στενοχωριέσαι;
Πές, Χριστέ μου, να είναι ευλογημένο!
Αφού εσύ επέλεξες αυτό, ή η αδυναμία μου όρισε αυτό και εσύ το ανέχεσαι, να είναι ευλογημένο…
Και ευχαριστώ, Θεέ μου.
Ξεχνάμε να λέμε ευχαριστώ και στη θλίψη και στον πόνο.
Κάποτε ήταν ένα παιδάκι που το πείραζαν τα άλλα παιδιά, γιατί ήτανε λίγο αδύνατο, λίγο ντροπαλό κλπ.
Και στενοχωριότανε και πονούσε. Πήγαινε στο σπίτι κι έκλαιγε.
Παραπονιότανε στη γιαγιά –η μητέρα του είχε πεθάνει.
Η γιαγιά ήτανε πιστή. Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου, του έλεγε, να ευχαριστείς το Θεό και γι’ αυτό και για όλα.
Πέρασε καιρός, κατάλαβε. Τα καλά λογάκια όταν πέφτουν στην ψυχή, μένουν, να ξέρετε.
Σιγά σιγά καλλιεργούνται, καρποφορούν και βγαίνουν».

Ἅγιος Πορφύριος

«Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι η Παναγία»!

«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των βαρέων όπλων που κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος.

Όλες οι βλασφημίες μου συγκεντρώνον­ταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν τον σταυρό τους, για να μην τους βρει κακό. Oι ανώτεροί μου διαρκώς με παρατηρού­σαν και με τιμωρούσαν. Ώσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο θαύμα.

Ξημέρωνε η 7ηΑπριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχα καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38οπαράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμα μου μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Αδαμάκο.

Όταν ρόδιζε η αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο που με συνετάραξε:

Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά και γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει και με ρωτά ακουμ­πώντας το χέρι στον ώμο μου:

-Θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου Χρήστο;Ένοιωσα τότε μια βαθειά αγαλλίαση.

- Και ποια είσαι συ; τη ρώτησα.

Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση και με παρατήρησε αυστηρά:

-Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;

- Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πως είναι δυνατό να βρίζω μια άγνωστή μου;

- Ναι, Χρήστο, επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σε σένα και σ” ό­λους τους στρατιώτες τού τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, ν” ανάψετε κεριά στ” αδέλφια σας που έ­χουν ταφεί εκεί;

Μ” αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ο Σταύ­ρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος.

Κύριε ανθυπασπιστά, κάτι έχεις, μου είπε. Βογγούσες και παραμιλούσες στον ύπνο σου.

Τού διηγήθηκα το όνειρο μου και καταλήξαμε πως ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως και συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς τού Πουσάν.

Ενώ όμως λέγαμε αυτά. ξαναβλέπω τη γυναίκα τού ονείρου μου μπροστά μου.

-Αδαμάκο! βάζω μια φωνή. Η γυναίκα… Αυτή… Να… τη βλέπεις;

Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, αλλά που εγώ! Η μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ο­μορφιά και τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου και μου είπε:

- Μη φοβάσαι… Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι η Παναγία. Σας προστατεύω όλους παντού και πάντοτε. Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσεις ούτε στις δυ­σκολότερες στιγμές της ζωής σου.

Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη όμως είχε γίνει άφαντη. Έκλαψα τότε άπ” τα βάθη της καρδιάς μου ένα κλάμα ανακουφίσεως και χαράς, εγώ που δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».

«ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ» ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ-ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011