Tuesday, December 31, 2019

Αφήστε το μέλλον στην Πρόνοια του Θεού ( Αββά Ησύχιου )

Μερικοί βασανίζονται από τριών ειδών προβλήματα.

Από εκείνα που είχαν κάποτε. Από εκείνα που έχουν τώρα και από εκείνα που περιμένουν ότι θα έχουν.

Οι λύπες, βέβαια, θα έρθουν, αλλά τι θα κερδίσουμε, αν βιαστούμε και τρέξουμε να τις προϋπαντήσουμε;

Θα έχουμε αρκετό καιρό να λυπηθούμε, όταν έρθουν.

Στο μεταξύ ας ελπίζουμε για καλύτερα πράγματα και ας μένουμε σταθεροί ως το τέλος. Άφησε το παρελθόν στο έλεος του Θεού, το παρόν στην Αγάπη Του και το μέλλον στην Πρόνοιά Του.

Αββά Ησύχιου

Thursday, December 26, 2019

Παππού, σε παρακαλώ να εύχεσαι και για μένα ! ( Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης )


Σε μια μικρή συνάθροιση με λαϊκούς, ένας ευλαβής νέος ζήτησε στον Γέροντα Αρσένιο τον Σπηλαιώτη να προσευχηθεί για εκείνον.

– Παππού, σε παρακαλώ να εύχεσαι και για μένα.

– Πώς σε λένε;

– Με λένε Ανδρέα.

– Εγώ να εύχομαι για τον Ανδρέα, αλλά για να πιάσει η δική μου προσευχή πρέπει να ενδιαφέρεται και να εύχεται και ο Ανδρέας για τον εαυτόν του. Ο Άγιος Αντώνιος λέγει, «ούτε εγώ σ΄ ελεώ ούτε ο Θεός σ΄ ελεεί, αν δεν ελεήσεις εσύ πρώτα τον εαυτόν σου».

– Δηλαδή, Γέροντα;

– Μα δεν το καταλαβαίνεις; Καλά. τότε να σου πω κάτι που συνέβη εδώ, επί των ημερών μου. Πέρασε ένας προσκυνητής από την έρημο ψάχνοντας αγίους, όπως κι εσύ τώρα, για να του κάνουν προσευχή.

Βρίσκει ένα ασκητή και του λέγει: «Σε παρακαλώ γέροντα, προσευχήσου για μένα. έχω σοβαρά προβλήματα». Ο ασκητής τον λυπήθηκε και κάθε βράδυ στην αγρυπνία, δώστου προσευχή για τον κοσμικό.

Μια νύχτα ενώ προσευχόταν, βλέπει έξω από το κελί του τον σατανά, να γελά σαρκαστικά και να κοροϊδεύει.

Του λέει ο Μοναχός: «γιατί ρε καταραμένε μου χαλάς την ησυχία;», και ο σατανάς, «χα, χα, χα. γελώ που αγρυπνάς άδικα για τον δικό μου (τον Γιάννη).

Κι αυτός αγρυπνά, αλλά στα στέκια τα δικά μου (εννοώντας ασφαλώς τα κέντρα διαφθοράς). Πριν λίγο τελείωσε την αγρυπνία του και τώρα ροχαλίζει!».

Ε, τώρα κατάλαβες τι θέλω να πω;

– Ναι, Γέροντα, τώρα κατάλαβα, ότι πρέπει κι εμείς να ζούμε χριστιανικά και να προσπαθούμε όσο μπορούμε.

«Ο Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης»

Tuesday, December 17, 2019

Οι επτά σωματικές πράξεις της μετανοίας.( Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού )



Απόσπασμα από το βιβλίο «Άσκηση” του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού

Στην πρακτική των Πατέρων, που αναλύουμε αναφέρονται επτά σωματικές πράξεις στις οποίες στηρίζονται οι τρόποι και τα έργα της μετάνοιας.

Ως πρώτη πράξη στη μετάνοια οι Πατέρες τοποθετούν την η σ υ χ ί α. Είναι η απερίσπαστη διαγωγή. Η απομάκρυνση από τα αίτια, που δημιουργούν τις αφορμές της πτώσης και της ήττας, ειδικά σε όσους είναι ασθενείς χαρακτήρες, αλλά και από αυτόν τον «ὡς λέοντα περιπατοῡντα καί ζητοῡντα νά μάς καταπιή» (“ Πέτρ. ε” 8). Με την ησυχία απέχει ο αγωνιστής από τη μάταιη και άσκοπη μέριμνα και του επιτρέπεται αν θέλει να στρέψει τη σκέψη και ασχολία του προς το Θεό, απ΄όπου φωτιζόμενος από τη θεία Χάρη ανακαλύπτει τον εαυτό του, που είναι απαραίτητο καθήκον.
Δεύτερη πράξη θεωρείται η ν η σ τ ε ί α. Με αυτήν καταβάλλεται και δεσμεύεται ένας από τους γίγαντες της διαστροφής – η γαστριμαργία – ο ακαταγώνιστος σύμμαχος της φύσης και του διαβόλου. Με αυτήν αιχμαλωτίζει ο τελευταίος τα πλείστα των θυμάτων του. Το πόσο απαραίτητη είναι αυτή η πράξη το απέδειξε ο Κύριος μας, όταν ανέλαβε με την παρουσία του την ανάπλασή μας, μετά το θείο βάπτισμα στον Ιορδάνη. Ποιος τώρα μπορεί να αμφισβητήσει το βάθρο αυτό της μετανοίας, της ανάπλασης, της ανάστασης, της σωτηρίας; Εάν ο αναμάρτητος και απαθής νηστεύει – και μάλιστα παρατεταμένα – ποιος θα προφασιστεί αδυναμία ή άρνηση; Αφήνω και την άσκηση της δίψας που οι έμπειροι της εγκρατείας προβάλλουν ως άριστο άθλημα κατά των παράλογων ορέξεων. 

Την α γ ρ υ π ν ί α, ως τρίτη πράξη, συνιστούν οι Πατέρες. Είναι το αποτελεσματικότερο μέσο φωτισμού του νου και γεννήτρια της προσευχής. Ο κόρος της υπνηλίας υποβιβάζει άμεσα τη διαύγεια του νου. Μειώνεται η διανοητική ικανότητα της λογικής φύσης να συγκρίνει, διακρίνει, επιλέξει και εφαρμόσει όσα η νόμιμη άσκηση απαιτεί. Η αγρυπνία, ως μέσο της φίλης των Πατέρων μας φιλοπονίας, πάντοτε προηγείτο στους ασκητικούς αγώνες. Και είναι γνωστή η υπερβολική άσκηση των Πατέρων στην αγρυπνία. Επέμεναν στα πολλαπλά οφέλη αυτής της αρετής, επειδή συντελούσε άριστα στη διανοητική εργασία από την οποία εξαρτώνται όλα εφ΄όσον «νοῡς ορᾶ καί νοῦς ακούει» και εκλέγει και εκτελεί. 

Τέταρτη και πέμπτη πράξη τοποθετούν οι Πατέρες την προσευχή και την ψαλμωδία. Πράγματι διαιρούσαν την εργασία της προσευχής σε δύο τρόπους, που επικρατούν στην τόσο σημαντική αυτή παναρετή. Στο όνομα της προσευχής χάραξαν την έννοια της εσωστρέφειας και ειδικά της «κατά μόνας» προς το Θεό συνομιλίας. Εκεί ο καθένας επιρρίπτει τον εαυτό του μπροστά στη θεία ευσπλαχνία και αγαθότητα και με επίμονη εξομολόγηση, δέηση, ικεσία, παράκληση ή και ευχαριστία αναφέρει τον πόνο και τον πόθο του προς «τόν δυνάμενον σῴζειν» Χριστό, το Θεό μας. Η ψαλμωδία χρησιμοποιείται στις ομαδικές συναθροίσεις των πιστών. Με την υμνολογία επιτελείται εορταστικότερα η κοινή προσευχή και αυτό είναι περισσότερο αποδεκτό και εφαρμόσιμο από το λαό. 

Έκτη πράξη θεωρούν οι Πατέρες την ανάγνωση και μελέτη λόγων και παραγγελμάτων που μας κατευθύνουν στην εν Χριστώ πνευματική μας ζωή. Ο λόγος τους Κυρίου μας «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου» αυτό σημαίνει: Να μάθει και να κατανοήσει τις εντολές μου το θέλημά μου και μετά να γίνει τηρητής (τηρών αυτάς). Και αυτός «ἐστιν ό ἀγαπῶν με». Στο Μωσαϊκό νόμο απαιτητικότερα διέταζε ο Θεός τη μελέτη του θελήματός του και την ενασχόληση με αυτό για να μη παραλείπεται, ως καθήκον, η ακριβής τήρηση και εφαρμογή του. «Ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καί νυκτός» (Ψαλμ α” 2). Μια από τις σπουδαιότερες φροντίδες αυτού που θέλει να απαλλαγεί από τη λύσσα του «ὠρυομένου ὡς λέοντος» εναντίον μας, κατά τον Παύλο, είναι το να «μή ἀγνοώμεν τά νοήματα αὐτοῦ» (πρβλ Β” Πετρ. α” 21). Επειδή οι φίλοι και δούλοι του Θεού «οὐκ ἰδίῳ θελήματι ἀλλά Πνεύματι Ἁγίῳ φερόμενοι ἐλάλησαν καί ἔγραψαν» (πρβλ Β’ Πετρ. α’ 21), είναι πλέον καθήκον η μελέτη και έρευνα των λόγων και των συγγραφών τους προς πλήρη διαφώτιση και μάθηση του αόρατου πολέμου που ασίγαστα διεξάγουμε. 

Έβδομη πράξη θεωρούν οι Πατέρες την επερώτηση των εμπείρων για κάθε λόγο και πράξη. Με αυτόν τον τρόπο επισφραγίζεται το ταπεινό φρόνημα. Απουσιάζει ή αυταρέσκεια και η απειρία. «Τοῖς ταπεινοῖς» δίνει ο Κύριος το φωτισμό και τη Χάρη του. Το τέλος όλης αυτής της προσπάθειας και ετοιμασίας είναι η υπομονή, ώστε «μήτε θαρρεῖν, μήτε ἀπογιγνώσκειν» απ” όσα συνήθως συμβαίνουν είτε χαροποιά είτε επίπονα.

Friday, December 6, 2019

Ένα σύγχρονο θαύμα του Αγίου Νικολάου



Επί είκοσι έτη ζούσα στην Λίμα του Περού. Κατά το διάστημα αυτό, είχε ιδρυθεί και μια Ρωσική Ορθόδοξη ενορία εκεί. Ο διάκονός μας, ο αείμνηστος Ευγένιος Νικολάγιεβιτς Δολμάτεφ, μου είχε διηγηθεί ένα θαύμα που ο ίδιος είχε ζήσει, με μια επέμβαση του Αγίου Νικολάου.

Συνέβη στην Σιβηρία. Ο Λευκός Στρατός κάτω από την διοίκηση του Κολτσάκ υποχωρούσε. Ο Ευγένιος Νικολάγιεβιτς, παρά τον σοβαρότατο τραυματισμό που είχε υποστεί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπηρέτησε στις δυνάμεις του Κολτσάκ, με βαθμό πρώτου υπολοχαγού. Ο χειμώνας εκείνος ήταν πολύ βαρύς.

Μπαίνοντας σε κάποιο χωριό, οι παρτισάνοι συνέλαβαν ένα χωριάτη με την υποψία ότι συνεργαζόταν με τους Κόκκινους. Είχε ληφθεί η απόφαση να τον εκτελέσουν.
Ο Ευγένιος Νικολάγιεβιτς διέταξε να τον κρατήσουν τον ύποπτο στην φυλακή.

Το ίδιο βράδυ, καθώς ο υπολοχαγός καθόταν μοναχός και ετοίμαζε τα έγγραφα της κατηγορίας, ακούσθηκε ένα χτύπημα στην πόρτα του. Την άνοιξε, και μπήκε μέσα ένας ηλικιωμένος που φορούσε σκούφια, σαν εκείνες που φορούσαν οι μοναχοί, και ένα παλιό ράσο.

"Κύριε αξιωματικέ" του είπε, "έχετε συλλάβει ένα χωριάτη εδώ. Μην τον σκοτώσετε. Είναι αθώος."

"Και ποιός είσαι εσύ;" Τον ρώτησε ο Ευγένιος Νικολάγιεβιτς.

"Είμαι ο εφημέριος της τοπικής εκκλησίας, ο πατήρ Νικόλαος", του απάντησε ο ηλικιωμένος, και αμέσως έφυγε.

Ο Ευγένιος Νικολάγιεβιτς κάθησε και καλοσκέφθηκε το ζήτημα, και αποφάσισε να αφήσει ελεύθερο τον φυλακισμένο. Νωρίς το επόμενο πρωί, παρήγγειλε να του ετοιμάσουν ένα έλκηθρο, διέταξε να επιβιβασθεί ο φυλακισμένος, πήρε μαζί του λίγο ψωμί, και είπε στους συνοδούς:

"Φεύγω - πάω να τον εκτελέσω."

Όταν έφτασαν στο δάσος, έλυσε τα δεσμά του φυλακισμένου και του είπε:

"Φύγε τώρα, μέσα στο δάσος, και φρόντισε να μην ξαναβρεθείς ποτέ στο δρόμο μας!"

Επιστρέφοντας στο χωριό, ο Ευγένιος Νικολάγιεβιτς πέρασε από την εκκλησία. Ήταν κλειδωμένη. Ρώτησε ένα χωριάτη που περνούσε εκείνη στιγμή:

"Πού μένει ο πατήρ Νικόλαος;"

"Οι Κόκκινοι τον τουφέκισαν, πριν από πολλά χρόνια", ήρθε η απάντηση.

Αιφνιδιάστηκε με την απάντηση ο Ευγένιος Νικολάγιεβιτς, αλλά αποφάσισε πως ήθελε να ρίξει και μια ματιά μέσα στον ναό. Κάποιος του ξεκλείδωσε την πόρτα του ναού, και μπήκε.

Ξαφνικά, βλέπει στα δεξιά του μια εικόνα του Αγίου Νικολάου και αμέσως αναγνώρισε τον νυχτερινό επισκέπτη του. Στην εικόνα αυτή, ο θαυματουργός ιεράρχης είχε αγιογραφηθεί φορώντας την ίδια ακριβώς σκούφια.

Sunday, December 1, 2019

Παναγία μου! Πώς θα γλυτώσω από τους δαίμονες που με κυνηγούν;

Κάποιος Μοναχός, διηγείται ο ησυχαστής, ήρθε σε έκσταση την ώρα που προσευχόταν και είδε πλήθος δαίμονες, σαν την άμμο της θάλασσας.

Έμοιαζαν με στρατιώτες και ορμούσαν εναντίον του με πολλή μανία για να τον εξοντώσουν.

Φοβισμένος εκείνος έτρεξε να καταφύγει στην εκκλησία. Μπαίνοντας μέσα βλέπει τον Κύριο και τη Θεοτόκο στις εικόνες τους σαν ζωντανούς και με βασιλική δόξα.

Το πρόσωπο του Κυρίου είχε μία ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά από τον ήλιο. Για αυτό ο αδελφός δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει. Προσκύνησε όμως και ασπάστηκε με φόβο και χαρά τη δεξιά Του.

Κατόπιν πλησίασε στην εικόνα της Παναγίας. Προσκύνησε, ασπάστηκε το παρθενικό της χέρι και τόλμησε να την κοιτάξει στο πρόσωπο.

Στην αγία της αγκάλη είδε καθισμένο το Θείο Βρέφος σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θεϊκό αυτό σύμπλεγμα, όσο και η ομορφιά και η ευωδία σε ένα τριαντάφυλλο.

Η Θεοτόκος κοίταζε τον αδελφό με τόση πραότητα, ώστε εκείνος πήρε το θάρρος και την ρώτησε:

– Παναγία μου! Γλυκειά μου Παναγία, και μητέρα του Ιησού μου! Πώς θα γλυτώσω από τους δαίμονες που με κυνηγούν;

Και η Κυρία Θεοτόκος, η Σωτηρία των «επ’ αυτή πεποιθότων», αποκρίθηκε:

– Με το όνομα του Υιού μου και με το όνομα το δικό μου θα νικάς και θα εξολοθρεύεις τους δαίμονες.

Ο Μοναχός έκανε βαθειά υπόκλιση, βγήκε από την εκκλησία και φώναξε μέσα από την καρδιά του.

– Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με!



Θεοτόκε Παρθένε χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία

ο Κύριος μετά Σου, Ευλογημένη Συ εν γυναιξύ

και Ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας Σου

ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών.

Αμέσως οι ανίσχυροι δαίμονες εξαφανίστηκαν από μπροστά του».

Από το βιβλίο «Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας», Ιερά Μονή Παρακλήτου

Sunday, November 24, 2019

Παρακλητικός Κανών στην Αγία Αικατερίνη την Μεγαλομάρτυρα και Πάνσοφο Νύμφην του Χριστού


Ὁ Ἱερεύς:  
Εὐλογητός ὁ Θεός ἠμῶν πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
 
Ὁ Ἀναγνώστης: Ἀμήν.

Δόξα σοί, ὁ Θεός ἠμῶν, δόξα σοί.
Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἠμίν καί
καθάρισον ἠμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος καί σῶσον, Ἀγαθέ τάς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς. (τρεῖς φορές)

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παναγία τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ἀνομίας ἠμίν. Ἅγιε, ἐπισκεψε καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἠμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανό καί ἐπί τῆς γής. Τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον δός  ἠμίν σήμερον, καί ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν, καί μή εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ρύσαι ἠμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

Ψαλμός ρμβ΄ (142)
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τή ἀληθεία σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τή δικαιοσύνη σού, καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου, ὅτι  οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Οτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου, ἐκάθισε μέ ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδίασεν  ἔπ ἐμέ τό πνεῦμά μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πάσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. διεπέτασα  πρός σέ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. 

Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἄπ ἐμοῦ, καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. ἀκουστόν ποίησον μοί τό πρωί τό ἔλεός σου, ὅτι ἐπί σοῖ ἤλπισα, γνώρισον μοί, Κύριε, ὁδόν, ἐν ἤ πορεύσομαι, ὅτι πρός σέ ἤρα τήν ψυχήν μού, ἐξελού μέ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρός σέ κατέφυγον. δίδαξον μέ τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἰ ὁ Θεός μού. τό πνεῦμά σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει μέ ἐν γῆ εὐθεία. 

Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις μέ, ἐν τή δικαιοσύνη σου ἑξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλός σου εἰμι.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Στίχος ἅ΄. 
Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίω, καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Στίχος β΄. 
 Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσαν μέ, καί τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Στίχος γ΄. 
Παρά Κυρίου ἐγένετο αὔτη, καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἠμῶν.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Εἴτα τά παρόντα Τροπάρια.
Ἦχος δ΄. 
Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ.
Τή πολυσόφω καί κλυτή Ἀθληφόρω, Αἰκατερίνη τή τοῦ Κτίσαντος νύμφη, προσέλθωμεν οἱ πάσχοντες βοῶντες ἐκ ψυχῆς. Μάρτυς ἀξιάγαστε, ἐξελού τούς σούς δούλους,
τῆς παρούσης θλίψεως, καί μελλούσης ἀνάγκης. Σύ γάρ μεγίστην ἔχεις πρός Χριστόν, καί παρρησίαν, σεμνή καί οἰκείωσιν.

Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομεν πότε, Θεοτόκε, τά, δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀναξιοι,εἰ μή γάρ σύ προίστασο πρεσβεύουσα, τίς ἠμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δέ διεφύλαξεν ἕως
νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σού, σούς γάρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ψαλμός ν΄ (50)

Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἑξάλειψον τό ἀνόμημα μου,επί πλεῖον πλῦνον μέ ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μοῦ καθάρισον μέ. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διαπαντός. Σοί μόνω ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου, καί νικήσης ἐν τῷ κρίνεσθαι σέ. 
Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μέ ἡ μήτηρ μου. Ἰδού γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια της σοφίας σου ἐδήλωσας μοί. Ραντιεῖς μέ ὑσσώπω, καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς μέ, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. 
Ἀκουτιεῖς μοί ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀποστρεψον τό πρόσωπόν σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἑξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον  ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψης μέ ἀπό τοῦ προσώπου σου καί τό πνεῦμά σου τό ἅγιον μή ἀντανέλης ἄπ ἐμοῦ.

 Ἀπόδος μοί τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καί πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου, καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσι. Ρύσαι μέ ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, αγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τήν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις, καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἀν,ολοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τή εὐδοκία σου τήν Σιῶν, καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ, τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα, τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριον σού μόσχους.

Εἴτα ψάλλομεν τάς Ὠδᾶς τοῦ Κανόνος.
Ὠδή ἅ΄. Ἦχος πλ. δ΄.
 Ὑγρᾶν διοδεύσας.
Αἰκατερίνης σωθείημεν πρεσβείαις. Ἀμήν.
Ἀκήρατε νύμφη τοῦ Ἰησοῦ, προσχες οὐρανόθεν, καί ἐνώτισαι τάς φωνᾶς, τῶν πίστει θερμή σοί προσιόντων, Αἰκατερίνα καί δός τά αἰτήματα.
Ἰλέω σου ὄμματι εὐμενῶς, ἴδε καλλιμάρτυς, τῆς ψυχῆς μου τήν συντριβήν, καί ὄρεξον χείρα βοηθείας, Αἰκατερίνα τῷ σοί ἀτενίζοντι.
Κενώσας ὀργίλως ὁ δυσμενής , τή ψυχή μου Κόρη, τήν πικρίαν τῶν ἡδονῶν, νεκρόν μέ κατέστησεν ἀθλίως, ἀλλ΄ ἐνιστάσα σύ Μάρτυς μέ ζώωσον.

Θεοτοκίον.
Ἁγνείας ταμεῖον θεοειδές, καί δικαιοσύνης, πρυτανεῖον φωτολαμπές, Ἁγνή θεοχώρητε Παρθένε, ἁγίασόν μου καί σῶμα καί ἔννοιαν.

Ὠδή γ΄. 
Σύ εἰ τό στερέωμα.
Τεῖχος ὀχυρώτατον, Αἰκατερίνα πανθαύμαστε, γενού ἠμίν, τοῖς προσδεχομένοις, τήν θερμήν σου ἀντίληψιν.
Ἕξαρον τήν θλίψιν μου, καί τήν πικρίαν τῶν πόνων μου, εἰς ἀληθῆ, χαρμονήν μετάθες, καί γλυκείαν ἀνάψυξιν.
Ρῶσιν πολυπόθητον, τοῖς ἀσθενέσι χορήγησον, νύμφη Χριστοῦ, καί τοῖς τεθλιμμένοις, τήν τερπνήν ἀγαλλίασιν.

Θεοτοκίον.
Ἴασιν καί λύτρωσιν, εὐλογημένη Πανάμωμε, δίδου ἠμίν, τοῖς ὑμνολογούσι, τῆς σῆς δόξης τό μέγεθος.
Διασωσον Παρθενομάρτυς τοῦ ψόγου Αἰκατερίνα, ἐκ ποικίλων ἀρρωστημάτων καί θλίψεων, τούς ἑξαιτούντας τήν θείαν σου προστασίαν.
Ἐπιβλεψον ἐν εὐμενεία Πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπί τήν ἐμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τό ἄλγος.

Εἴτα μνημονεύει ὁ Ἱερεύς, δί΄ οὖς ἡ παράκλησις γίνεται, καί ψάλλομεν τό,
Κύριε ἐλέησον, ἰέ΄.
Ὁ Ἱερεύς. 
Ὅτι ἐλεήμων. Καί εὐθύς λέγομεν.

Κάθισμα. 
 Ἦχος β΄.
 Τά ἄνω ζητῶν.
Παρθένε σοφή, καί Ἀθληφόρε ἔνδοξε, καί νύμφη Χριστοῦ, Αἰκατερίνα πανσεμνέ, κακῶν τήν ἀπολύτρωσιν, καί παντοίων πταισμάτων τήν ἄφεσιν, καί τόν σόν νυμφίον δυσώπει
παρασχεῖν, τοῖς πόθω γεραίρουσι τούς ἄθλους σου.

Ὠδή δ΄.
 Εἰσακήκοα Κύριε.
Νοσημάτων ἁπάλλαξον, καί ὀδυνηρῶν συντριμμάτων ἀνόρθωσον, τούς προστρέχοντας τή σκέπη σου, ὤ Κατερίνα πολυδόξαστε.
Ἡ πρεσβεία σου γένοιτο, δρόσος θυμηδίας καί παρακλήσεως, τοῖς παλαιουσιν ἐν θλίψεσι, καί ἐταζομένοις δεινοῖς μάστιξοι.
Σεσωσμένους προσάγαγε, τῷ τερπνῶ νυμφίω σου Καλλιπάρθενε, τούς ἐκ χώρας παραβάσεων, τεταπεινωμένους ἐπανήκοντας.
Στεναγμοῖς τέ καί δάκρυσιν, ἐπικαμπτομένη τοῖς τῶν προσφύγων σου, τάς ὀδύνας τούτων κούφισον, ὤ Αἰκατερίνα τή σῆ χάριτι.

Θεοτοκίον.
Ὡραιώθης κυήσασα, τόν ὡραῖον κάλλει Χριστόν, Πανάμωμε, οὐ καμού τοῖς ὡραιότησι, θέλξον πανολβίως τήν διάνοιαν.

Ὠδή ἐ΄. 
 Φώτισον ἠμᾶς.
Θραῦσον τήν ἰσχύν τοῦ δολίου πολεμήτορος, τοῦ ἐπιτιθεμένου καθ΄ ἠμῶν, μανικῶς Αἰκατερίνα καλλιπάρθενε.
Ἔκχεον ἠμίν, πρεσβειῶν σου τήν χρηστότητα, καί ὑγίασον ἠμᾶς ὁλοτελῶς, τούς κατ΄ ἄμφω ἀσθενοῦντας σεμνοπάρθενε.
Ἴδοιμι σεμνή, ἐν καιρῶ τῶν περιστάσεων, τήν θερμήν σου καί ταχείαν ἀρωγήν, μεταβάλλουσαν τῶν πόνων τήν τραχύτητα.

Θεοτοκίον.
Ἡ τόν ἀγαθόν, σωματώσασα δί΄ ἔλεος, τήν ἀθλίαν μου οἰκτείρησον ψυχήν, καί ἀγάθυνον αὐτήν θεοχαρίτωτε.

Ὠδή στ΄.  
Ἰλάσθητι μοί Σωτήρ.
Μαρτύρων περιφανές, ὡς ἀληθῶς σεμνολόγημα, Αἰκατερίνα σοφή, ἠμᾶς καθοδήγησον, πρός τρῖβον σωτήριον, θείων μαρτυρίων, τοῦ λαμπρῶς σέ μεγαλύναντος.
Ἐκ πλήθους ἁμαρτιῶν, εἰς πλῆθος θλίψεων ἔφθασα καί καταιγίδες κακῶν, νῦν περιδονούσι μέ, ἀλλά σύ προφθάσασα, ὤ Μεγαλομάρτυς, τῆς ὁρμῆς μέ λύτρωσαι.
Νεκρώσασα ἀληθῶς, ταῖς ζωηφόροις πρεσβείαις σου, σαρκός μου τάς ἐκτροπᾶς, τήν ψυχήν μου ζώωσον, καί ταύτην καρδίωσον, πρός ζωῆς ἀρίστης, ἀναβάσεις μεγαλώνυμε.

Θεοτοκίον.
Ποικίλοις περισπασμοῖς, καί πειρασμοῖς περιπέπτωκα, τοῦ ψεύδους τάς ἀπαρχᾶς, ὁ τάλας δρεπόμενος, ἀλλ΄ ὤ Ἀειπάρθενε, σύ ἐπάκουσόν μου, καί εἰρήνευσον τόν βίον μου.
Διασωσον Παρθενομάρτυς τοῦ ψόγου Αἰκατερίνα, ἐκ ποικίλων ἀρρωστημάτων καί θλίψεων, τούς ἐκζητούντας τήν θείαν σου προστασίαν.
Ἄχραντε, ἡ διά λόγου τόν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ΄ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικήν παρρησίαν.

Ὁ Ἱερεύς μνημονεύει ὡς δεδήλωται. Καί μετά τήν ἐκφώνησιν ψάλλεται.

Κοντάκιον. 
 Ἦχος β΄. 
Εὐσπλαχνίας ὑπάρχουσα.
Εὐσπλαχνία χρωμένη ὤ σεμνή, εὐμενῶς τάς ἱκεσίας ἠμῶν ἐνωτίζου, ὄρεξον ἠμίν τήν σήν ἀντίληψιν, βλύσον τῶν χαρίτων σου τά ρεύματα, τοῖς σοί καταφεύγουσιν, ἐκ πόθου
ἑκάστοτε, Αἰκατερίνα Μαρτύρων ἀγαλλίαμα.

Προκείμενον.
Ὑπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον, καί προσέσχε μοί, καί εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου.
Στίχος: Καί ἔστησεν ἐπί πέτραν τούς πόδας μου, καί κατηύθυνε τά διαβήματά μου.

Εὐαγγέλιον.  
Ἐκ τοῦ κατά Μάρκον. (Ε΄. 4-34).
Τῷ καιρῶ ἐκείνω ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ ὄχλος πολύς, καί συνέθλιβον αὐτόν. Καί γυνή τίς, οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἔτη δώδεκα, καί πολλά παθοῦσα ὑπό πολλῶν ἰατρῶν, καί
δαπανήσασα τά παρ΄ ἑαυτῆς πάντα, καί μηδέν ὠφεληθεῖσα, ἀλλά μᾶλλον εἰς τό χεῖρον ἐλθοῦσα, ἀκούσασα περί τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλω ὄπισθεν, ἤψατο τοῦ ἱματίου
αὐτοῦ, ἔλεγε γάρ. Ὅτι, καν τῶν ἱματίων αὐτοῦ ἄψωμαι, σωθήσομαι. Καί εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγή τοῦ αἵματος αὐτῆς, καί ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπό τῆς μάστιγος. Καί εὐθέως
ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνούς ἐν ἐαυτῶ τήν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεῖς ἐν τῷ ὄχλω ἔλεγε: Τίς μου ἤψατο τῶν ἱματίων; Καί ἔλεγον αὐτῶ οἱ μαθηταί αὐτοῦ. Βλέπεις τόν ὄχλον
συνθλίβοντα σέ, καί λέγεις, τίς μου ἤψατο; Καί περιεβλέπετο ἰδεῖν τήν τοῦτο ποιήσασαν. Ἡ δέ γυνή, φοβηθεῖσα καί τρέμουσα, εἰδυία ὅ γέγονεν ἐπ΄ αὐτή, ἦλθε, καί προσέπεσεν
αὐτῶ, καί εἶπεν αὐτῶ πάσαν τήν ἀλήθειαν. Ὁ δέ εἶπεν αὐτή. Θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκε σέ, ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καί ἴσθι ὑγιής ἀπό τῆς μάστιγός σου.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Ταῖς τῆς Ἀθληφόρου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. χριστιανος.gr
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχος: 
Ἐλεῆμον, ἐλέησον μέ ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου.

Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι…
Μάρτυς καλλιπάρθενε, Αἰκατερίνα Θεοφρον, ἄνθος καθαρότητος καί σοφίας ὄργανον, παναρμόνιον, τῶν δεινῶν ρύσαι μέ, καί σκολιωτάτην, σοφισμάτων τοῦ ἀλάστορος, καί ἐν
σεμνότητι, καί δικαιοσύνη πορεύεσθαι, ἀξίωσον μέ δέομαι, ἐν τῷ βίω τούτω τῷ ρέοντι, ὡς ἄν θεαρέστως, βιώσας τῶν ἀγήρων ἀγαθῶν, μέτοχος γένωμαι ἔνδοξε, τή θερμή δεήσει
σου.

Ὁ Ἱερεύς:
Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σού, ἐπισκεψαι τόν κόσμον σου ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς. Ὑψωσον κέρας Χριστιανῶν ὀρθοδόξων καί καταπεμψον
ἐφ΄ ἠμᾶς τά ἐλέη σου τά πλούσια, πρεσβείαις τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, δυνάμει τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυρού, προστασίαις
τῶν τιμίων ἐπουρανίων Δυνάμεων Ἀσωμάτων, ἰκεσίαις τοῦ Τιμίου καί Ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, τῶν ἁγίων ἐνδόξων καί πανευφήμων Ἀποστόλων,
ὧν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἠμῶν, μεγάλων ἱεραρχῶν καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθανασίου καί
Κυρίλλου, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμμονος, πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας. Νικολάου τοῦ ἐν Μύροις, Σπυρίδωνος ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τῶν Θαυματουργών, τῶν ἁγίων ἐνδόξων
μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου, Θεοδώρων Τύρωνος καί Στρατηλάτου, τῶν ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους καί Ἐλευθερίου, τῶν ἁγίων
ἐνδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων. Τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἠμῶν. Τῶν ἁγίων καί δικαίων θεοπατόρων Ἰωακείμ καί ΄Ἄννης. Τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Αἰκατερίνης
τήνς πανσόφου, καί πάντων σου τῶν Ἁγίων. Ἰκετεύομεν σέ, μόνε πολυέλεε Κύριε. Ἐπάκουσον ἠμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν δεομένων σου καί ἐλέησον ἠμᾶς.

Ὠδή Ζ΄.  
Παῖδες Ἑβραίων.
Ρείθροις πηγῶν ἐκ σωτηρίου, καταπρά΄υ΄νον παθῶν μου τάς καμίνους, καί πρός ὕδωρ τερπνόν, ζωῆς καί ἀπαθείας, Αἰκατερίνα πάνσοφε, ἴθυνον μέ ταῖς εὐχαίς σου.
Ἔχουσα Μάρτυς παρρησίαν, τῷ νυμφίω σου Χριστῷ τῷ Ζωοδότη, μή ἐλλίπης ἀεί, θερμῶς καθικετεύειν, Αἰκατερίνα πάνσοφε, ὑπέρ τῶν σοῖ προσιόντων.
Συναψον Μάρτυς τή ἀγάπη, καί ἁπλότητι καί τή φιλαδελφία, τούς τήν σήν εὐλαβῶς, αἰτοῦντας μεσιτείαν, καί τῶν σκανδάλων κόπασον, ἅπασαν ὀχλαγωγίαν.
Βλέμματι Μάρτυς φιλευσπλάχνω, κατοικτείρησον ἠμᾶς χειμαζομένους, καί εἰρήνην στερρᾶν, καί ψυχικήν γαλήνην, Αἰκατερίνα βράβευσον, τοῖς πιστῶς σέ εὐφημούσι.

Θεοτοκίον.
Ἔλαιον θείων οἰκτιρμῶν σου, καί χρηστότητος τόν γλυκερόν χειμάρρουν, τοῖς ἐν πόνοις πολλοῖς, δεινῶς ὀδυνωμένοις, ἐπόμβρησον Πανάμωμε, ὡς κρουνός τῆς εὐσπλαχνίας.

Ὠδή Η΄.  
Τόν Βασιλέα.
Ἰσχύν καί ρώμην, κατά παθῶν ὀλεθρίων, τή πρεσβεία σου Αἰκατερίνα δίδου, τοῖς ὑπερυψούσι, τόν σέ ἐνισχυκότα.
Ἄνωθεν σκέπεις, τούς ἀτενίζοντας Μάρτυς, πρός τήν ἔνθερμον καί κραταιάν σου σκέπην, τούτους λυτρουμένη, πολυειδῶν κινδύνων.
Ἴλεων Μάρτυς, καί εὐμενῆ τοῖς σοῖς δούλοις, τόν νυμφίον σου θές ὤ Ἀθληφόρε, ὡς πολλά πρός τοῦτον, ἰσχύουσα θεοφρον.

Θεοτοκίον
Σωτηριώδη καταφυγήν εὖ εἰδῶς σέ, τήν ἐλπίδα μου τῆς σωτηρίας Κόρη, τή σή δυναστεία, ἀνέθηκα εἰς τέλος.

Ὠδή Θ΄.  
Κυρίως Θεοτόκον
Ἀγγέλων συμπολίτις, Αἰκατερίνα οὖσα, μή διαλίπης ἠμᾶς ἐποπτεύουσα, τούς ἀκλινεῖ διανοία σοί προσανέχοντας.
Μαστίγων ψυχοφθόρων, καί πάσης ἐπηρείας, ἀμεταπτώτους ἠμᾶς διαφύλαττε, Αἰκατερίνα Θεοφρον ἀξιοθαύμαστε.
Ἡλίου τοῦ ἀδύτου, τήν αἴγλην δεχομένη, Αἰκατερίνα Παρθένων ὠράΪσμα, τήν τῆς ψυχῆς μου σκοτόμαιναν ἀποδίωξον.

Θεοτοκίον.
Ναόν μέ φωτοφόρον, τῆς θείας ἐπιπνοίας, δί΄ ἐναρέτου ζωῆς Κόρη ἔργασαι, τόν ἀληθῆ Θεοτόκον ὁμολογοῦντα σέ.

Καί εὐθύς ψάλλομεν τό.

Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σέ τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν
ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν τήν ὄντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν.
Χαίροις Ὀρθοδόξων ἡ καλλονή, χαίροις διωχθέντων, καταφύγιον ἰσχυρόν, χαίροις τῶν ἐν θλίψει, καί τῶν ἐν ἐξορία, Προκόπιε Θεοφρον, τό παραμύθιον.

Ὁ Ἱερεύς θυμιά τό Ἅγιον Θυσιαστήριον, τάς Ἁγίας Εἰκόνας, καί τόν Λαόν, ἤ τόν οἶκον ὅπου ψάλλεται ἡ παράκλησις καί ἠμεῖς ψάλλομεν τά παρόντα μεγαλυνάρια.
Χαῖρε τῆς σοφίας μύστις λαμπρά, καί τῆς εὐσεβείας δημηγόρος περιφανής. Χαίροις παρθενίας, ἡ εὔπνους μυροθήκη, Αἰκατερίνα Μάρτυς, ἀξιοθαύμαστε.
Σώματος ἐμπρέπουσα καλλονή, καλή καί ὡραία, ἀναδείχθης καί τήν ψυχήν, τῷ ὡραίω κάλλει, ὑπέρ υἱούς ἀνθρώπων, καί τούτω ἐνυμφεύθης ἀφθόρως ἔνδοξε.
Χαίροις καλλιπάρθενε εὐκλεής,χαίροις τῶν Παρθένων, καί Μαρτύρων ἡ κορωνίς. Χαίροις τοῦ Σωτῆρος, ἡ πανολβία νύμφη, σεμνή Αἰκατερίνα ἠμῶν βοήθεια.
Τῆς Ἀλεξανδρείας ὤφθης βλαστός, καί Σιναίου ὅρους, ἀντιλήπτωρ καί ἀρωγή, καί πάσης Ἐκκλησίας, λαμπάς τηλαυγεστάτη, Αἰκατερίνα ἄνθος ἁγνείας εὔοσμον.
Πρόσωπον πρός πρόσωπον τόν Χριστόν, ἀγλαῶς ὀρώσα, τόν νυμφίον σου τόν σεπτόν, αὐτόν ἐκδυσώπει, σοφή Αἰκατερίνα, ἠμίν παρασχεθῆναι, πταισμάτων ἄφεσιν.
Σκέπη καί ἀντίληψις καί φρουρός, ἔσο Ἀθληφόρε, τοῖς τιμῶσι σέ εὐλαβῶς, νόσων καί κινδύνων, καί πάσης ἄλλης βλάβης, ἠμᾶς ἐκρυομένη, ταῖς ἰκεσίαις σου.
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἵ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἠμᾶς.

Τό Τρισάγιον
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς. (τρεῖς φορές)
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ἀνομίας ἠμίν. Ἅγιε, ἐπισκεψε καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἠμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανό καί ἐπί τῆς γής. Τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον
δός ἠμίν σήμερον, καί ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν, καί μή εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ρύσαι ἠμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

Τό τροπάριον. 
Ἦχος πλ. ἄ΄.
Τόν Συνάναρχον Λόγον.
Τήν Πανεύφημον νύμφην Χριστοῦ ὑμνήσωμεν, Αἰκατερίναν τήν θείαν καί πολιοῦχον Σινά, τήν βοήθειαν ἠμῶν καί ἀντίληψιν, ὅτι ἐφίμωσε λαμπρῶς, τούς κομψούς τῶν ἀσεβῶν
του Πνεύματος τή δυνάμει. Καί νῦν ὡς Μάρτυς στεφθεῖσα, αἰτεῖται πάσι τό μέγα ἔλεος.

Εἴτα Προσόμοιον. 
Ἦχος Β΄, Ὄτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Μάρτυς καλλιπάρθενε Χριστοῦ, νύμφη εὐκλεής του Σωτῆρος, Αἰκατερίνα σοφή, σῶζε τούς ἰκέτας σου, ἐκ πάσης θλίψεως, καί δεινῶν περιστάσεων, καί νόσων καί πόνων,
καί πάσης φαυλότητος τοῦ κοσμοκράτορος. Σού γάρ ἡ πρεσβεία μεγίστην, κέκτηται ἰσχύν Ἀθληφόρε. Μή οὔν ὑπερίδης τούς τιμώντας σέ.

Ἦχος πλ. δ΄.
Δέσποινα προσδεξαι, τάς δεήσεις τῶν δούλων σου, καί λύτρωσαι ἠμᾶς, ἀπό πάσης ἀνάγκης καί θλίψεως.

Ἦχος β΄.
Τήν πάσαν ἐλπίδα μου, εἰς σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον μέ ὑπό τήν σκέπην σου.

Ὁ Ἱερεύς: 
Δί΄ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἠμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἠμᾶς. Ἀμήν.

Thursday, November 21, 2019

Ποτέ να μην λές «γιατί περνώ αυτό»; ( Γερόντισσα Γαβριηλία )


Ποτέ να μην λές «γιατί περνώ αυτό»; 
Ή όταν βλέπεις τόν άλλο με τη γάγγραινα, τον καρκίνο ή την τύφλωση, να μην λές «γιατί το περνά αυτό»; 
Αλλά να παρακαλείς τον Θεό να σου χαρίσει το όραμα της άλλης όχθης... 
Τότε θα βλέπεις όπως οι Άγγελοι τα γινόμενα εδώ όπως πραγματικά είναι: 
ΟΛΑ στο σχέδιο τού Θεού. ΟΛΑ.


Από το βιβλίο της μοναχής Γαβριηλίας "Γερόντισσα Γαβριηλία: 
Η Ασκητική της Αγάπης"

Saturday, November 16, 2019

Είναι πολύ σπουδαίο και πολύτιμο αγαθό να νικήσει κανείς την κενοδοξία και να προκόψει στη γνώση του Θεού ( Γεροντικό )

Νομίζω πώς είναι πολύ σπουδαίο και πολύτιμο αγαθό να νικήσει κανείς την κενοδοξία και να προκόψει στη γνώση του Θεού.
 Γιατί αυτός που πέφτει στην εξουσία αυτού του πονηρού πάθους της κενοδοξίας, γίνεται ξένος προς την ειρήνη, σκληραίνει η καρδιά του προς τους εν Χριστώ αδελφούς και τελική συμφορά του είναι ότι πέφτει στην υψηλοφροσύνη, δηλαδή στην υπερηφάνεια, που είναι η μάνα όλων των κακών.


Εσύ όμως, πιστέ δούλε του Χριστού, κράτα κρυφή την εργασία σου, και με πόνο καρδιάς φρόντισε να μη χάσεις τον μισθό της εργασίας σου εξαιτίας της ανθρωπαρέσκειας. Γιατί αυτός που κάνει κάτι για να επιδειχθεί στους ανθρώπους απομακρύνεται από τον μισθό του, όπως είπε ο Κύριος.

Αββά Ησαΐα ( Γεροντικό )

Friday, November 8, 2019

Για να βρεις παρηγοριά, πρέπει να αγωνίζεσαι ( Αγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής )

Για να βρεις παρηγοριά, πρέπει να αγωνίζεσαι, να ζητήσεις με πόνο, να κλάψεις και σαν μικρό παιδάκι που φωνάζει να προσεύχεσαι στον Χριστό και στην γλυκειά Του Μανούλα να σου ανοίξει τους οφθαλμούς.


Αγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Monday, November 4, 2019

Μάθε στην καρδιά σου να εφαρμόζει αυτά που διδάσκει η γλώσσα σου. ( Αββά Ποιμένος )

Μάθε στην καρδιά σου να εφαρμόζει αυτά που διδάσκει η γλώσσα σου.

Λίγοι άνθρωποι παρουσιάζουν με πληρότητα την ορθόδοξη διδασκαλία κι ακόμα πιο λίγοι την εφαρμόζουν.


Αββά Ποιμένος

Sunday, October 27, 2019

«Πτωχός εκ πτωχών αλλ’ ευσεβών γονέων» ( Αγιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης )

Ο Αγιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, γόνος της αγιοτόκου Μικράς Ασίας, είναι ένα πρόσωπο στο οποίο συνυπήρχαν πολλές και σπάνιες αρετές με μοναδικές ικανότητες και χαρίσματα. Ο διψασμένος και πνιγμένος στην αναζήτηση και τα προβλήματά του κόσμος βρήκε τον πατέρα του. Αυτόν που μπορούσε να ακούσει, να κατανοήσει, να αγκαλιάσει, να δώσει κατεύθυνση και λύση, να εμπνεύσει, να μεταγγίσει ελπίδα, φωτισμό, αγάπη, χάρη Θεού. Βρήκε αυτόν που μιλάει με τον σοφό λόγο του, την ενάρετη πολιτεία του, τον θαυμαστό μυστικό κόσμο του.

Από τα σπουδαιότερα, μεγαλύτερα, πιο σημαντικά που έχει να παρουσιάσει στην σύγχρονη ιστορία η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους είναι το διακριτικό πρόσωπο του για δέκα περίπου χρόνια ηγουμένου της Πάτερ Ιερωνύμου. Γόνος της αγιοτόκου Μικράς Ασίας, φυτεύθηκε στο περιβόλι της Παναγίας και της αγιότητος και έδωσε τα άνθη των αρετών και τους καρπούς της αγιωσύνης του στο Μετόχι της Αναλήψεως.

Κάτω από την αγία Τράπεζα του Σιμωνοπετρίτικου παρεκκλησίου της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής ένα μικρό κιβώτιο διαφυλάσσει ως πολύτιμο θησαυρό και μοναδική παρακαταθήκη το υπόλειμμα της επίγειας παρουσίας και την υπόμνηση της ουράνιας πορείας, τα άγια λείψανα του εναρέτου ηγουμένου της.

Πίσω από το ιερό βήμα της «Αναλήψεως» ένα κενό μνήμα περιέχει το λίγο χώμα που αγκάλιασε το ελαφρό από την άσκηση σώμα και απορρόφησε τους τελευταίους ελάχιστους φυσικούς χυμούς ενός ανθρώπου γεμάτου πνεύμα, του αγίου οικονόμου της. Ο κόσμος που μέχρι σήμερα προσκυνά απλά και μόνον τον τόπο του και αναμειγνύει τα δάκρυα και τις προσευχές του με την απαλή αλλά βαθειά ανάμνησή του, επιβεβαιώνει την χάρη του και αποδεικνύει την αγιότητά του. Το άδειο μνήμα είναι γεμάτο από χάρη. Ο απών είναι παρών. Η μνήμη του δεν σβήνει στο παρελθόν· ζωογονεί το παρόν και ζωντανεύει το μέλλον.

Ο πατήρ Ιερώνυμος, κατά κόσμον Ιωάννης Διακογιώργης, γεννήθηκε το 1871, στο Ρεΐζ-Δερέ της Μικράς Ασίας. Στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους προσήλθε στις 28 Οκτωβρίου 1888 και εκάρη μοναχός στις 21 Μαρτίου 1893, Κυριακή των Βαΐων. Τον Φεβρουάριο του 1914 γίνεται προϊστάμενος, στις 11 Απριλίου 1920 χειροτονείται διάκονος, στις 12 Απριλίου του ιδίου έτους πρεσβύτερος και στις 20 Απριλίου 1920, Κυριακή των Μυροφόρων, ενθρονίζεται ηγούμενος της μετανοίας του. Στις 15 Ιουνίου 1931 εξορίζεται στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου και σε τρεις μήνες αποστέλλεται στην «Ανάληψη» Αθηνών. Το έτος 1937 του προτείνεται η επιστροφή στον ηγουμενικό θρόνο της Μονής, αλλά διακριτικά αυτός το αρνείται και σε είκοσι χρόνια, στις 7 Ιανουαρίου 1957 (ανήμερα των Χριστουγέννων με το παλαιό ημερολόγιο), αφήνει την τελευταία του πνοή σ’ αυτόν τον κόσμο. Έζησε 17 χρόνια στην πατρίδα του, την Μικρά Ασία, 43 χρόνια στην Μονή της μετανοίας του, την Σιμωνόπετρα, και 26 χρόνια στην λυχνία του, την «Ανάληψη».

Αυτό είναι το λιτό περίγραμμα της χρονικής διαδρομής ενός αιώνιου ανθρώπου. Πάνω σ’ αυτόν τον σκελετό οικοδομήθηκε η περιπλοκότητα της απλής ζωής του π. Ιερωνύμου και βρήκε έκφραση η μυστική ομορφιά του προσώπου του. Μαζί μ’ αυτό, το μικρό σώμα του με τις ποικίλες ταλαιπωρίες και ασθένειές του και οι σημαντικές και ασήμαντες λεπτομέρειες των γεγονότων της ζωής του συνθέτουν την ορατή εικόνα του που, παρά την απλότητα και σεμνότητά της, προϊδεάζει για κάτι το μεγαλειώδες, για κάτι το μοναδικό, για κάτι το άγιο. Ο πατήρ Ιερώνυμος δεν είναι αγιορείτης προηγούμενος που κάποτε ήταν οικονόμος της «Αναλήψεως». Είναι ο άγιος που και σήμερα οικονομεί την Σιμωνόπετρα και την «Ανάληψη» και πάντα κοσμεί την Εκκλησία.

Ζωή και γεγονότα

Οι ρίζες του Πάτερ Ιερωνύμου ήταν Μικρασιατικές. Μεγάλωσε συντροφιά με την βαθειά πίστη και ευλάβεια των γονέων του, την ζωή της Εκκλησίας, τους αγίους, τα ζωντανά σημεία και θαύματα του Θεού, αλλά και την φτώχεια, τις ασθένειες, τις κακουχίες. Οι επισκέψεις στους επιζώντες αγίους -δώδεκα μόλις ετών πηγαίνει στην Χίο και παίρνει την ευχή και την γεύση της προόρασης του οσίου Παρθενίου της Χίου (1815-1883)-, η προσφυγή και ζώσα επικοινωνία με τους μεγάλους αγίους της Εκκλησίας μας και τα προσκυνήματα, η επαφή με τα σαρανταλείτουργα, τις νηστείες και τα λειτουργικά κείμενα -από επτά ετών εγνώριζε τους Χαιρετισμούς απ’ έξω-, η εξοικείωση με τις απαντήσεις και τις παρεμβάσεις του Θεού -ο ίδιος από μικρός είχε θαυματουργικά θεραπευθεί από βαρειές παθήσεις και ασθένειες-, η φυσική κλίση του σε κάθε τι ιερό, εκκλησιαστικό, μοναχικό, τα ιδιώματα και χαρίσματα του χαρακτήρος του -ήταν σοβαρός, ολιγόλογος, βαθύς, ευφυής-, οι ευχές των εκλεκτών γονέων του και πάνω απ’ όλα η χάρις του Θεού, απετέλεσαν τα γερά θεμέλια και τις βάσεις της μετέπειτα αγίας και μοναχικής πορείας του.

Έτσι σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών, έχοντας ξεκάθαρα αισθανθεί την κλήση του, κάνει το μεγάλο βήμα της αυτοεξορίας και αποταγής του. Εγκαταλείπει την ευλογημένη πατρίδα και οικογένειά του και πολιτογραφείται στην κοινωνία των μοναχών. Αφήνει την μικρασιατική χερσόνησο της Ερυθραίας, διαβαίνει την Ερυθρά θάλασσα της ματαιότητος αυτού του κόσμου, «ανταλάσσεται την ουράνιον βασιλείαν της επιγείου» και έρχεται στην χερσόνησο του Αγίου Όρους, που διεισδύει πιο πολύ στον ουρανό απ’ όσο στην θάλασσα, με σκοπό να γευθεί περισσότερο την χάρη του Θεού απ’ όσο να αξιοποιήσει τα πολλά χαρίσματά του.

Η Μονή που τον φιλοξενεί είναι η μονή των συμπατριωτών του από τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας· είναι η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, το τολμηρότερο και εντυπωσιακότερο οικοδόμημα του Αγίου Όρους, που μοιάζει σαν γαντζωμένο στον βράχο να προσπαθεί να ανεβεί στον ουρανό.

Στην Σιμωνόπετρα θα μείνει συνολικά 43 χρόνια κάνοντας όλα τα διακονήματα, από αυτό του κελλάρη και του κονακτσή μέχρι και του ηγουμένου, και καλλιεργώντας σε μέγιστο βαθμό όλες τις αρετές από την υπομονή, την ταπείνωση και υπακοή, την αφάνεια και την σιωπή μέχρι την ανυποχώρητη άσκηση και εγκράτεια, την αδιάλειπτη προσευχή, την ανεξικακία, την απαντοχή στις συκοφαντίες, την φιλοπτωχεία και αφιλοχρηματία.

Η επιμέλεια και η προθυμία του είναι απαράμιλλες. Μόλις βρίσκει τον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο, τον αξιοποιεί με μελέτη και πνευματική ενασχόληση στην βιβλιοθήκη της Μονής. Από νωρίς του ανατίθενται υπεύθυνες και κοπιώδεις αποστολές στα μετόχια. Δίχως καμμία ποτέ επιφύλαξη, με παραδειγματική υπακοή, ανταποκρίνεται στα αιτήματα των προϊσταμένων του, περνάει μεγάλα χρονικά διαστήματα εκτός Μονής, απασχολείται με θέματα οικονομικά και διοικητικά, αλλά δεν χάνει ούτε για μια στιγμή την αίσθηση της μοναχικής του κλήσεως ή την ανάγκη της εσωτερικής επικοινωνίας του με τον Θεό.

Όπως γράφει το 1911 σε μνημειώδη επιστολή του από την «Ανάληψη» στον τότε ηγούμενο Ιωαννίκιο: «Εάν δε αποφεύγω μάλλον ή επιποθώ την εν τη ιερά Μετανοία ημών διαμονήν και εξακολούθησιν γνωρίζει ο Θεός την συνείδησιν, οι δε πολλοί λόγοι είναι περιττοί. Είναι αρκεταί, γέροντα, αι λοιπαί μή ακριβείς τηρήσεις των καθηκόντων μου, τάς οποίας αισθάνομαι επιβαρυνούσας με, το δε να προσθέσω και την σωματικήν απομάκρυνσίν μου από την νοσσιάν μας, διότι πνευματική τοιαύτη δεν μοί είναι τόσον εύκολος, μοί είναι υπερμέτρως βαρύ, εάν μή συμφέρον και λόγοι προόδου των της Ιεράς ημών Μονής κτημάτων, υπό τους πατρικούς πάντοτε ορισμούς και διαταγάς Σας, με διαθέσωσι» (22.9.1911).

Αυτή η προσοχή στην ζωή του, ο σεβασμός, η ευγένεια και η τέλεια υπακοή του στην Μονή και στους προϊσταμένους του τον παρακολουθούν μέχρι βαθέος γήρατος. Η μεγάλη προκοπή του στο Μοναστήρι, η επιτυχής διεκπεραίωση των διακονημάτων που του ανατίθενται και κυρίως η σεμνότητα, η πραότητα, και η εν γένει αρετή του τον κάνουν αφ’ ενός μέν πολύ αγαπητό και σεβαστό, αφ’ ετέρου δε, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, αντικείμενο ζηλοφθονίας και μικροπρέπειας. Απάντησή του είναι πάντοτε η σιωπή και η ανεξικακία.

Εκείνο που πολύ τον στηρίζει είναι η σχέση κοινωνίας που αναπτύσσει με τους αγίους της Εκκλησίας. Η αγάπη του προς τον άγιο Δημήτριο και τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο είχε τις ρίζες της στην παιδική του ηλικία και η αμεσότητά της είχε ως συνέπεια να ζήσει θαυματουργικές θεραπείες με την βοήθεια και των δύο. Έτσι ο άγιος Δημήτριος τον θεράπευσε από επώδυνα πρηξίματα των ποδιών, όταν ήταν μικρός, ο δε άγιος Ιωάννης στην αρχή της μοναχικής του ζωής, το 1897, από κήλη. Αυτό όμως που κυρίως του πρόσφεραν δεν ήταν τόσο η θεραπεία του όσο η αίσθηση της παρουσίας τους. Αυτή η αίσθηση είναι που του καλλιεργούσε την συνεχή επαφή μαζί τους και του έδινε την δύναμη, μέσα στις καθημερινές φροντίδες για την Μονή του, να μην χάνει την επικοινωνία του με τον επέκεινα κόσμο.

Η αγάπη του προς τους αγίους ήταν τόση ώστε ευδόκησε ο Θεός και γνώρισε, όπως προαναφέραμε, λίγο πριν από την κοίμησή του τον ασκητικότατο όσιο Παρθένιο της Χίου, συνδέθηκε δε με προσωπική φιλία με τον άγιο Νεκτάριο, τον άγιο Σάββα τον Νέο της Καλύμνου και τον άγιο Νικόλαο Πλανά.

Αυτή η έντονη αγιοφιλία του βρήκε έκφραση ποιητική μέσα από το χάρισμα που του έδωσε ο Θεός να ψάλλει και να υμνογραφεί. Έτσι αμέσως μετά την μοναχική κουρά του, το 1893, γράφει «οκτώ κανόνες κατ’ ήχον του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Σίμωνος του Μυροβλύτου» αναπληρώνοντας αυτούς που κάηκαν κατά την πυρκαϊά του 1891. Το 1896, συνθέτει παρακλητικό κανόνα στους αγίους της Μονής, Σίμωνα τον Μυροβλύτη και Μαρία την Μαγδαληνή, που εκδίδει αργότερα, το 1924, μαζί με τις ασματικές ακολουθίες τους και τους οκτώ κανόνες του οσίου Σίμωνος.

Το 1902 γράφει και μελοποιεί ακολουθία του οσίου Εφραίμ του Σύρου και συμπληρώνει διάφορες άλλες ελλειπείς, μεταξύ των οποίων και τις ακολουθίες των αγίων Νεοφύτου και Ιωαννικίου, των οποίων τα ονόματα έφεραν οι γεροντάδες του, του αγίου Ιερωνύμου και της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής.

Την υμνογραφική του δοξολογία συνεχίζει όντας σε εξορία με παρακλητικό κανόνα στον Μέγα Αντώνιο, Χαιρετισμούς στους αγίους Μηνά, Βίκτωρα και Βικέντιο, Παύλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Σέργιο και Βάκχο, συμπληρώματα σε ακολουθίες άλλων αγίων που τα τίμια λείψανά τους θησαυρίζονται στην Σιμωνόπετρα, ικετηρίους και προσευχητικούς στίχους στον Κύριο, την Παναγία και διαφόρους αγίους και κυρίως με την ανελλιπή καρδιακή συμμετοχή του στις καθημερινές ακολουθίες και την αδιάλειπτη προσευχή.

Η συνύπαρξη πολλών και σπανίων αρετών με μοναδικές ικανότητες και χαρίσματα, όπως ήταν φυσικό, τον ξεχώρισαν μέσα στην αδελφότητα. Ήδη η ακτινοβολία του είχε αρχίσει να γίνεται παναγιορειτική και σιγά σιγά πανελλαδική, η δε αναγνώρισή του σχεδόν καθολική. Για τον λόγο αυτόν, όταν ο τότε καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας και γέροντάς του Ιωαννίκιος, ύστερα από βαρειά ασθένεια εγκατέλειπε αυτόν τον κόσμο, ομόφωνη ήταν η απόφαση των πατέρων της Μονής, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του μακαριστού γέροντος, την σοφή υπόδειξη του λογίου μοναχού Δανιήλ του Κατουνακιώτου αλλά και το κοινό αισθητήριο των αγιορειτών πατέρων, ο π. Ιερώνυμος να εκλεγεί διάδοχός του.

Αξίζει να τονισθεί ότι στην ζωή του ποτέ δεν εζήτησε ούτε πολύ περισσότερο διεκδίκησε κάτι. Πάντοτε περίμενε υπομονετικά και αρνιόταν κάθε τιμή και διάκριση. Γι’ αυτό και αυτός που ήταν γεννημένος ιερομόναχος και πνευματικός, μέχρι την στιγμή της εκλογής του ως ηγουμένου, το 1920, σε ηλικία 49 ετών, παρέμεινε απλός μοναχός. Ενώ τον παρακαλούσαν να χειροτονηθεί αυτός δίσταζε να συναινέσει. Ήλθε λοιπόν η ώρα και υποχρεώνεται πλέον σε χειροτονία. Στις 11 Απριλίου του 1920, χειροτονείται διάκονος και την επομένη πρεσβύτερος και χειροθετείται αρχιμανδρίτης και πνευματικός από τον Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίο.

Λίγους μήνες μετά την εκλογή του, εξέρχεται από την Μονή και επισκέπτεται την Αθήνα, όπου ως ηγούμενος πλέον λειτουργεί για πρώτη φορά στο αγαπημένο του μετόχι, την «Ανάληψη». Ένα μήνα πριν κοιμηθεί ο αγαπητός και γνωστός του από το 1898 επίσκοπος Πενταπόλεως, ο άγιος Νεκτάριος, αξιώθηκε να τον επισκεφθεί και στο νοσοκομείο, κατά την ημέρα της ονομαστικής του εορτής, στις 11 Οκτωβρίου 1920.

Έτσι, με τις ευλογίες του αγίου, με τις ευχές της Ιεράς Κοινότητος και όλου του αγιορειτικού κόσμου, κυρίως δε με την σκέπη του προστάτου του αγίου Ιερωνύμου και των εφόρων της Μονής του, αγίας Μαρίας Μαγδαληνής και αγίου Σίμωνος του Μυροβλύτου, σηκώνει το βάρος της ηγουμενίας και τον σταυρό της ιερωσύνης στην ηλικία των 50 περίπου ετών. Και, ενώ ξαφνικά αναλαμβάνει αξιώματα και γίνεται αποδέκτης μοναδικής τιμής, τίποτε δεν αλλάζει στην προσωπική ζωή του. Συνεχίζει να είναι το ίδιο απλός, ταπεινός, καταδεκτικός, ευγενής, ασκητικός, διακριτικός, αφανής και υποχωρητικός, όπως πρώτα. Η ηγουμενία του διακρίνεται από πνευματική καρποφορία, λιτότητα, φιλοξενία και ελεημοσύνη, εργατικότητα, επιμέλεια, και εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού.

Tuesday, October 22, 2019

Ο κόπος είναι για το σώμα, η ταπείνωση για τη ψυχή... ( Άγιος Ιωσήφ Ησυχαστής )


Και γι’ αυτό πρώτα απ’ όλα χρειάζεται το «γνώθι σαυτόν». Δηλαδή να γνωρίσεις τον εαυτό σου, ποιος είσαι. Ποιός είσαι στ’ αλήθεια, όχι ποιός νομίζεις εσύ ότι είσαι.


Με τη γνώση αυτή γίνεσαι ο σοφότερος των ανθρώπων. Με τέτοια επίγνωση έρχεσαι σε ταπείνωση και παίρνεις χάρη από τον Κύριο. Διαφορετικά αν δεν αποκτήσεις αυτογνωσία, αλλ’ υπολογίζεις μόνο τον κόπο σου, γνώριζε ότι πάντοτε θα βρίσκεσαι μακριά από το δρόμο. Διότι δεν λέει ο Προφήτης, «ίδε, Κύριε, τον κόπον μου», αλλά «ίδε, λέγει, την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου». Ο κόπος είναι για το σώμα, η ταπείνωση για τη ψυχή και πάλι τα δύο μαζί, κόπος και ταπείνωση, για όλον τον άνθρωπο.


Ποιός νίκησε το διάβολο; Αυτός που γνώρισε την ασθένειά του, τα πάθη και τα ελαττώματα, που έχει. Ο φοβούμενος να γνωρίσει τον εαυτό του, αυτός βρίσκεται μακριά από τη γνώση, άλλο τίποτε δεν αγαπά παρά να βλέπει μόνο λάθη στους άλλους και να τους κρίνει. Αυτός δεν βλέπει στους άλλους χαρίσματα, αλλά μόνον ελαττώματα- δεν βλέπει στον εαυτό του ελαττώματα, παρά μόνο χαρίσματα. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικό ελάττωμα των ανθρώπων του καιρού μας που δεν αναγνωρίζουμε ο ένας το χάρισμα του άλλου. Ο ένας στερείται πολλά, μα οι πολλοί τα έχουν όλα. Αυτό που έχει ο ένας δεν το έχει ο άλλος. Και, αν αυτό το αναγνωρίζουμε, υπάρχει πολλή ταπείνωση. Γιατί έτσι τιμάται και δοξάζεται ο Θεός, ο οποίος με πολλούς τρόπους στόλισε τους ανθρώπους και έκανε όλα τα δημιουργήματά του άνισα, δηλ. διαφορετικά. Όχι όπως προσπαθούν οι ασεβείς να φέρουν ισότητα ανατρέποντας την θεία Δημιουργία.


Ο Θεός «τα πάντα εν σοφία εποίησεν».


Γι’ αυτό, παιδί μου, τώρα που είναι αρχή φρόντισε να γνωρίσεις καλά τον εαυτό σου, για να βάλεις θεμέλιο στερεό την ταπείνωση. Φρόντισε να μάθεις την υπακοή, να αποκτήσεις την ευχή. Γι’ αυτό πρώτα γνώριζε, παιδί μου, ότι κάθε αγαθό από το Θεό έχει την αρχή. Δεν γίνεται αγαθός λογισμός που να μην έχει αιτία το Θεό, ούτε πονηρός που να μην έχει αιτία το Διάβολο. Ό,τι καλό λοιπόν διανοηθείς, πεις, κάνεις, όλα είναι της δωρεάς του Θεού. «Παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον». Όλα είναι της δωρεάς του Θεού· δικό μας δεν έχουμε τίποτε.


Καθένας λοιπόν που επιθυμεί και ζητεί να λάβει τη χάρη, να του δώσει δωρεάν ο Θεός, πρέπει πρώτον να γνωρίσει καλά την ύπαρξή του, το «γνώθι σαυτόν». Και αυτή είναι η όντως αλήθεια. Γιατί κάθε πράγμα έχει αρχή. Και αν δεν αρχίσεις καλά δεν θα έχεις τέλος καλό.


Και αρχή λοιπόν και αλήθεια είναι να γνωρίσει κανείς ότι είναι μηδέν – 0 – και εκ του μηδενός δημιουργήθηκαν τα πάντα. «Είπε και εγεννήθησαν ενετείλατο και εκτίσθησαν». Είπε και έγινε γη. Και αφού πήρε πηλό έπλασε άνθρωπο. Άψυχο, άνουν ένα πήλινο άνθρωπο. Αυτή η ιδία σου ύπαρξη. Αυτό είμαστε όλοι μας. Χώμα και λάσπη. Αυτό είναι το πρώτο μάθημα σ’ εκείνον που θέλει να λάβει, αλλά και να μένει διαπαντός η χάρη κοντά του. Απ’ αυτό αποκτά την επίγνωση και απ’ αυτό γεννιέται ταπείνωση. Όχι με λόγια μόνο, να ταπεινολογεί, αλλά στηριζόμενος στην πραγματικότητα λέει την αλήθεια: Είμαι χώμα, είμαι πηλός, είμαι λάσπη. Αυτή είναι η πρώτη μητέρα μας. Λοιπόν το χώμα πατιέται, και συ ως χώμα οφείλεις να πατηθείς. Είσαι λάσπη, δεν έχεις καμίαν αξία.


Σε πετούν εδώ και εκεί, σε κτίζουν από ένα σημείο σε άλλο σε χρησιμοποιούν ως άχρηστη ύλη.


Και λοιπόν σου «ενεφύσησεν» ο Δημιουργός και σου έδωσε πνεύμα ζωής. Και να, αμέσως έγινες ένας άνθρωπος λογικός. Ομιλείς, εργάζεσαι, γράφεις, διδάσκεις· έγινες ένα μηχάνημα του Θεού. Όμως μη λησμονείς ότι η ρίζα σου είναι το χώμα. Και αν λάβει το πνεύμα αυτός που σου το έδωσε, εσύ πάλι θα κτίζεσαι στα ντουβάρια.


Γι’ αυτό «μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμαρτήσης εις τον αιώνα».


Αυτή είναι η πρώτη αίτια, που όχι μόνον ελκύει τη χάρη, αλλά την πληθύνει και τη συγκρατεί. Αυτή ανεβάζει το νου στην πρώτη θεωρία της φύσεως. Και έξω απ’ αυτή την αρχή βρίσκει μεν κάτι λίγο, αλλά μετά από καιρό θα το χάσει. Γιατί δεν κτίζει σε έδαφος στερεό, αλλά προσπαθεί με τρόπους και τέχνη.


Λες λόγου χάριν είμαι αμαρτωλός! Αλλά εσωτερικά πιστεύεις ότι είσαι δίκαιος. Δεν μπορείς να αποφύγεις την πλάνη. Η χάρη θέλει να μείνει, αλλ’ επειδή ακόμη πρακτικά δεν έχεις βρει την αλήθεια, κατ’ ανάγκη πρέπει να φύγει. Γιατί αναμφίβολα θα πιστέψεις στο λογισμό σου ότι είσαι αυτό το οποίο δεν είσαι, και χωρίς άλλο θα πλανηθείς. Ως εκ τούτου δεν παραμένει η χάρη. Επειδή έχουμε τον αντίπαλο, που είναι τεχνίτης ισχυρός, είναι εφευρέτης κακών, και της κάθε πλάνης δημιουργός. Που αγρυπνεί πλάι μας. Που από φως έγινε σκότος και όλα τα γνωρίζει. Που είναι εχθρός του Θεού και ζητεί όλους να μας κάνει εχθρούς Του. Και εν τέλει είναι πνεύμα πονηρό και εύκολα αναμειγνύεται με το πνεύμα, που μας χάρισε ο Θεός, και παίρνει τη μηχανούλα μας και την κινεί όπως θέλει αυτός. Κοιτάζει, πού ρέπει η όρεξη της ψυχής, και με ποιό τρόπο τη βοηθά ο Θεός, και αμέσως σκέφτεται και εκείνος τα ίδια.


(«Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου, Άγ. Όρος -αποσπάσματα σε νεοελληνική απόδοση.)

Thursday, October 17, 2019

Ενίοτε αισθάνεσαι φόβο, εν ώρα προσευχής. ( Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης )

Οι δαίμονες επιτίθενται με κακούς λογισμούς. Ενίοτε αισθάνεσαι φόβο, εν ώρα προσευχής. Πρέπει να μη φοβάσαι να τους περιφρονείς, και να λέγεις την ευχή, να μην αφήνεις την ευχή. 
Ο Θεός θα σου δώσει πολύ χάριν, όταν αγωνίζεσαι και δεν τους υπολογίζεις.


Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης

Tuesday, October 8, 2019

Συγκλονιστική συνομιλία του Ιησού Χριστού με τον διάβολο για έναν πόρνο Μονάχο


Κάποιος Μοναχός νικήθηκε από το πάθος της πορνείας και έκανε την αμαρτία καθημερινά., αλλά και καθημερινά ζητούσε έλεος από τον Κύριό του με δάκρυα και προσευχές. Ενεργώντας λοιπόν έτσι, τον ξεγελούσε η κακή συνήθεια, και έκανε την αμαρτία, έπειτα πάλι, μετά την αμαρτία, πήγαινε στην εκκλησία, και βλέποντας την ιερή και σεβάσμια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, έπεφτε μπροστά της με πικρά δάκρυα και έλεγε: «Σπλαχνίσου με, Κύριε, και πάρε από επάνω μου αυτόν τον ύπουλο πειρασμό, γιατί με ταλαιπωρεί φοβερά και με τραυματίζει με τις πικρές ηδονές. Δεν έχω πρόσωπο, Κύριε, να αντικρύσω και να δω την αγία εικόνα σου και την υπέρλαμπρη μορφή του προσώπου σου, ώστε να γλυκαθεί η καρδιά μου».

Τέτοια έλεγε, και όταν έβγαινε από την εκκλησία έπεφτε πάλι στον βούρκο. Όμως και πάλι δεν απελπιζόταν για τη σωτηρία του, αλλά από την αμαρτία ξαναγύριζε στην εκκλησία και έλεγε τα παρόμοια προς τον φιλάνθρωπο Κύριο και Θεό: «Εσένα, Κύριε, βάζω εγγυητή, ότι από εδώ και πέρα δεν θα ξανακάνω αυτή την αμαρτία· μόνο, αγαθέ, συγχώρησε μου όσες αμαρτίες σου έκανα από την αρχή μέχρι τώρα». Και αφού έδινε αυτές τις φοβερές υποσχέσεις, πάλι γύριζε στη βαριά αμαρτία του. Και έβλεπε κανείς τη γλυκύτατη φιλανθρωπία και την άπειρη αγαθότητα του Θεού να ανέχεται καθημερινά και να υπομένει την αδιόρθωτη και βαριά παράβαση και την αχαριστία του αδελφού και να θέλει από πολλή ευσπλαχνία τη μετάνοιά του και την οριστική επιστροφή του.

Γιατί αυτό δεν γινόταν για ένα, δύο ή τρία χρόνια, αλλά για δέκα και περισσότερο. Βλέπετε αδελφοί, την άμετρη ανοχή και την άπειρη φιλανθρωπία του Κυρίου; Πως κάθε φορά δείχνει μακροθυμία και καλοσύνη, υπομένοντας τις βαριές ανομίες και αμαρτίες μας; Γιατί αυτό που συγκλονίζει και προκαλεί θαυμασμό σχετικά με την πλούσια ευσπλαχνία του Θεού είναι ότι ο αδελφός, ενώ υποσχόταν και συμφωνούσε να μην ξανακάνει την αμαρτία, αποδεικνυόταν ψεύτης. Μια μέρα λοιπόν, καθώς γινόταν αυτό, ο αδερφός, αφού έκανε την αμαρτία, πήγε τρέχοντας στην εκκλησία, θρηνώντας και στενάζοντας και κλαίγοντας και βιάζοντας της ευσπλαχνία του αγαθού Θεού να τον λυπηθεί και να τον γλυτώσει από τον βούρκο της ασωτείας. Καθώς λοιπόν ο αδελφός παρακαλούσε τον φιλάνθρωπο Θεό, ο αρχέκακος διάβολος, η καταστροφή των ψυχών μας, είδε ότι τίποτε δεν κάνει, αλλά όσο αυτός έραβε με την αμαρτία, ο αδελφός τα ξήλωνε με τη μετάνοια. Με θράσος λοιπόν του παρουσιάστηκε φανερά και, στρέφοντας το πρόσωπο του προς τη σεβάσμια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κραύγαζε και έλεγε: «Τι θα γίνει μ’ εμάς τους δύο, Ιησού Χριστέ; Η άπειρη συμπάθειά σου με νικά και με ρίχνει κάτω, καθώς δέχεσαι αυτόν τον πόρνο, τον άσωτο, που κάθε μέρα σου λέει ψέματα και δεν λογαριάζει την εξουσία σου.

Γιατί λοιπόν δεν τον καις, αλλά μακροθυμείς και τον ανέχεσαι; Εσύ πρόκειται να δικάσεις του μοιχούς και τους πόρνους και να εξολοθρεύσεις όλους τους αμαρτωλούς. Πράγματι, δεν είσαι δίκαιος κριτής, αλλά όπου νομίσει η εξουσία σου, κρίνεις άδικα και παραβλέπεις. Εμένα, για τη μικρή παράβαση της υπερηφάνειας, με έριξες από τον ουρανό κάτω· και αυτός είναι ψεύτης και πόρνος και άσωτος, και επειδή πέφτει μπροστά σου, του χαρίζεις ατάραχος την ευμένειά σου. Γιατί λοιπόν σε λένε δίκαιο κριτή; Όπως βλέπω, και εσύ χαρίζεσαι σε πρόσωπα από την πολλή σου αγαθότητα και παραβλέπεις το δίκαιο». Και αυτά ο διάβολος τα έλεγε πνιγμένος από την πολλή πίκρα του και βγάζοντας φλόγες και καπνό από τα ρουθούνια του. Αφού τα είπε αυτά ο διάβολος, σώπασε· και αμέσως ακούστηκε μία φωνή σαν από το άγιο βήμα να λέει:

«Παμπόνηρε και ολέθριε δράκοντα, δεν χόρτασε η κακία σου που κατάπιες όλο τον κόσμο, αλλά και αυτόν που κατέφυγε στο άπειρο έλεος της ευσπλαχνίας μου πασχίζεις να τον αρπάξεις και να τον καταπιείς; Έχεις να παρουσιάσεις αμαρτήματα τόσα που να ζυγίζουν βαρύτερα από το πολύτιμο αίμα που έχυσα γι’ αυτόν επάνω στον σταυρό; Μάθε ότι η σταύρωση και ο θάνατος μου συγχώρησαν τις αμαρτίες του. Και εσύ βέβαια, όταν αυτός πηγαίνει στην αμαρτία, δεν τον διώχνεις, αλλά τον δέχεσαι με χαρά και δεν τον αποστρέφεσαι, ούτε τον εμποδίζεις, γιατί ελπίζεις να τον κερδίσεις. Εγώ λοπόν, που είμαι τέτοιος σπλαχνικός και φιλάνθρωπος, που έδωσα εντολή στον κορυφαίο μου απόστολο Πέτρο να συγχωρεί ως εβδομήντα φορές το επτά αυτόν που αμαρτάνει καθημερινά, άραγε δεν θα συγχωρήσω και δεν θα τον σπλαχνιστώ; Ναι, σου λέω· και επειδή καταφεύγει σ’ εμένα, δεν θα τον αποστραφώ, ώσπου να τον πάρω δικό μου· γιατί εγώ για τους αμαρτωλούς σταυρώθηκα και γι’ αυτούς άπλωσα τα άχραντα χέρια μου, έτσι ώστε όποιος θέλει να σωθεί, να καταφεύγει σ’ εμένα και σώζεται. Κανέναν δεν αποστρέφομαι ούτε διώχνω· ακόμη και μύριες φορές τη μέρα να αμαρτήσει κάποιος και μύριες φορές να έρθει σ’ εμένα, δεν θα φύγει λυπημένος. Γιατί δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους ενάρετους αλλά τους αμαρτωλούς». Μόλις ακούστηκαν αυτά τα λόγια, ο διάβολος έμεινε στη θέση του τρέμοντας, χωρίς να μπορεί να φύγει.

Και ακούστηκε πάλι η φωνή: « Άκουσε, απατεώνα, και σχετικά με αυτό που είπες, ότι δηλαδή είμαι άδικος. Γιατί εγώ είμαι δίκαιος σε όλους, και σε όποια κατάσταση βρω κάποιον, σύμφωνα με αυτή τον κρίνω. Δες, λοιπόν· αυτόν τον βρήκα τώρα σε μετάνοια και επιστροφή, πεσμένο μπροστά στα πόδια μου και νικητή σου. Θα τον πάρω λοιπόν και θα σώσω την ψυχή του, επειδή δεν απελπίστηκε για τη σωτηρία του. Και εσύ, βλέποντας την τιμή που του κάνω, να σουβλιστείς από τον φθόνο σου και να καταντροπιαστείς». Και όπως ήταν ο αδελφός πεσμένος μπρούμυτα και θρηνούσε, παρέδωσε την ψυχή του· και αμέσως ήρθε οργή μεγάλη σαν φωτιά και έπεσε επάνω στον σατανά και τον κατέκαιγε. Από αυτό λοιπόν ας μάθουμε, αδελφοί, την άμετρη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Θεού και πόσο καλό Κύριο έχουμε, και ποτέ να μην απελπιστούμε ή να αμελήσουμε τη σωτηρία μας.

Κάποιος άλλος πάλι που μετανόησε μετά την αμαρτία αποσύρθηκε στην ησυχία· συνέβη όμως τότε να χτυπήσει σε πέτρα και να πληγωθεί στο πόδι, και τόσο αίμα να τρέξει από την πληγή, ώστε να ξεψυχήσει από τον αιμοραγία. Ήρθαν λοιπόν οι δαίμονες θέλοντας να πάρουν την ψυχή του· και τους λένε οι άγγελοι: «Κοιτάξτε στην πέτρα και δείτε το αίμα του που έχυσε για τον Κύριο». Και με αυτό που είπαν οι άγγελοι, αφέθηκε ελεύθερη η ψυχή. Σε κάποιον αδερφό που έπεσε σε αμαρτία, παρουσιάστηκε ο σατανάς και είπε: «Δεν είσαι χριστιανός». Ο αδελφός του αποκρίθηκε: «όποιος και να είμαι, πάντως είμαι καλύτερός σου». Ο σατανάς είπε πάλι: «Σου λέω, θα πας στην κόλαση».

Και ο αδελφός του απάντησε: «Δεν είσαι εσύ κριτής μου ούτε ο Θεός μου». Έτσι ο σατανάς έφυγε άπρακτος, ενώ ο αδελφός έδειξε ειλικρινή μετάνοια στον Θεό και έγινε άξιος. Ένας αδελφός που είχε κυριευθεί από λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα: «Τι να κάνω; Οι λογισμοί μου λένε ότι άδικα απαρνήθηκα τον κόσμο και ότι δεν μπορώ να σωθώ». Και ο γέροντας αποκρίθηκε: «Ακόμη και αν δεν μπορούμε να μπούμε στη Γη της επαγγελίας, μας συμφέρει να αφήσουμε τα κόκκαλα μας στην έρημο παρά να γυρίσουμε πίσω στη Αίγυπτο». Άλλος αδελφός ρώτησε τον ίδιο γέροντα: «Πάτερ, τι εννοεί ο προφήτης όταν λέει: ‘‘ Δεν υπάρχει γι’ αυτό σωτηρία από τον Θεό του’’;» και ο γέροντας είπε: «Εννοεί τους λογισμούς της απελπισίας που σπέρνονται από τους δαίμονες σε αυτόν που αμάρτησε και του λένε·

‘‘Δεν υπάρχει πια για σένα σωτηρία από τον Θεό’’, και προσπαθούν να τον γκρεμίσουν στην απελπισία. Αυτούς πρέπει κανείς να τους αντιμάχεται λέγοντας· ‘‘ Καταφύγιό μου είναι ο Κύριος, και αυτός θα ελευθερώσει από την παγίδα τα πόδια μου’’». Κάποιος από τους πατέρες διηγήθηκε ότι στην Θεσσαλονίκη υπήρχε ένα ασκητήριο παρθένων. Μία από αυτές, από ενέργεια του κοινού εχθρού, έφυγε από το μοναστήρι και έπεσε σε πορνεία, και έμεινε στο πάθος αυτό αρκετό καιρό. Κάποτε όμως, με τη βοήθεια του φιλάνθρωπου Θεού, μετανόησε και γύρισε στο κοινόβιό της. Και φτάνοντας μπροστά στην πύλη, έπεσε νεκρή. Ο θάνατός της αποκαλύφθηκε σε κάποιον άγιο, ο οποίος είδε τους αγίους αγγέλους που ήρθαν να πάρουν την ψυχή της, και δαίμονες που τους ακολουθούσαν.

Στον διάλογο που έγινε μεταξύ τους, οι άγιοι άγγελοι έλεγαν ότι γύρισε με μετάνοια. Οι δαίμονες πάλι αντέλεγαν: «Τόσο καιρό είναι υποδουλωμένη σ’ εμάς και είναι δική μας· άλλωστε δεν πρόλαβε ούτε να μπει στο κοινόβιο, και πώς λέτε ότι μετανόησε;» και είπαν οι άγγελοι: «Από τη στιγμή που είδε ο Θεός την πρόθεσή της να έχει κλίση στον σκοπό αυτό, δέχτηκε τη μετάνοιά της· και η μετάνοια βέβαια ήταν στην εξουσία της, λόγω του σκοπού που έβαλε, η ζωή της όμως ήταν στην εξουσία του Κυρίου του σύμπαντος». Με τα λόγια αυτά ντροπιάστηκαν οι δαίμονες και έφυγαν. Και αυτός που είδε την αποκάλυψη, τη διηγήθηκε στους παρόντες.

Ο αββάς Αλώνιος είπε ότι, αν θέλει ο άθνρωπος, μπορεί από το πρωί ως το βράδι να φτάσει σε θεία μέτρα. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Μωυσή: «Έστω ότι κάποιος δέρνει τον δούλο του για κάποιο σφάλμα που έκανε· τι θα πει ο δούλος;». Αποκρίθηκε ο γέροντας: «Αν είναι δούλος καλός, θα πει· ‘‘Σπλαχνίσου με έσφαλα’’». «Δεν λέει τίποτε άλλο;» ξαναρώτησε ο αδελφός. «Τίποτε», απάντησε ο γέροντας· «γιατί από τη στιγμή που θα αναγνωρίσει το σφάλμα του και θα πει ότι έσφαλε, αμέσως τον σπλαχνίζεται ο κύριος του». Κάποιος αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα: «Αν πέσω σε αξιοδάκρυτο παράπτωμα, με κατατρώει ο λογισμός μου και με κατηγορεί που έπεσα».

Ο γέροντας απάντησε: «Αν, την ώρα που άνθρωπος πέσει σε σφάλμα, πει ‘‘αμάρτησα’’, αμέσως παύει ο λογισμός». Κάποιας νέας, που λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οι γονείς και έμεινε ορφανή. Αυτή τότε μετέτρεψε το σπίτι της σε ξενώνα των πατέρων της Σκήτης και για πολύ καιρό τους δεχόταν και τους φιλοξενούσε. Όταν όμως ξόδεψε όσα είχε, άρχισε να στερείται.

Την πλησίασαν τότε άνθρωποι διεστραμμένοι και την έβγαλαν από τον καλό δρόμο. Και ζούσε πλέον αμαρτωλά,. Έτσι που κατάντησε και στην πορνεία. Όταν το έμαθαν οι πατέρες, λυπήθηκαν πάρα πολύ και κάλεσαν τον αββά Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν: «Ακούσαμε για την τάδε αδελφή ότι ζει στην αμαρτία. Αυτή, όταν μπορούσε, είχε δείξει αγάπη σ’ εμάς· ας τη βοηθήσουμε και εμείς τώρα, όπως μπορούμε. Κάνε λοιπόν τον κόπο να πας σε αυτήν και με σοφία που σου έδωσε ο Θεός, φρόντισε για τη διόρθωση της».

Πήγε λοιπόν ο γέροντας σε αυτήν, και είπε στη γριά που φύλαγε στην πόρτα: «Πες στην κυρία σου ότι ήρθα». Εκείνη τον έδιωξε λέγοντας: «Εσείς παλιά της τα φάγατε όλα και τώρα είναι φτωχή». Ο γέροντας επέμενε: «Πες της, και θα δει πολύ καλό από εμένα». Ανέβηκε λοιπόν η γριά και ανέφερε στη νέα για τον γέροντα. Ακούγοντας την εκείνη είπε: «Αυτοί οι μοναχοί όλο γυρίζουν κατά την Ερυθρά Θάλασσα και βρίσκουν μαργαριτάρια». Στολίστηκε λοιπόν, κάθισε στο κρεβάτι και είπε στη θυρωρό: «Φέρε τον εδώ». Όταν μπήκε ο αββάς Ιωάννης, κάθισε κοντά της και, κοιτώντας την στο πρόσωπο, της είπε: «Τι σε έκανε να απορρίψεις τον Ιησού, ώστε να φτάσεις σε αυτή την κατάσταση;» Αυτή, ακούγοντας τα λόγια του, πάγωσε· και ο γέροντας, σκύβοντας το κεφάλι, άρχισε να κλαίει πικρά. «Αββά, γιατί κλαις;» τον ρώτησε. Αυτός σήκωσε λίγο το κεφάλι του, και σκύβοντας πάλι είπε: «Βλέπω τον σατανά να χορεύει στο πρόσωπο σου, και πως να μην κλάψω;» «Υπάρχει μετάνοια, αββά;» ρώτησε η κόρη. «Ναι», της είπε ο γέροντας. Και εκείνη πρόσθεσε: «Πάρε με, όπου νομίζεις». «Πάμε», είπε ο γέροντας, και αυτή αμέσως σηκώθηκε να τον ακολουθήσει. Ο γέροντας παρατήρησε ότι δεν άφησε καμιά παραγγελία για το σπίτι της και θαύμασε. Κοντεύοντας στην έρημο, τους πρόλαβε το βράδυ. Και ο γέροντας της ετοίμασε ένα μικρό προσκέφαλο, το σταύρωσε και της είπε να κοιμηθεί εκεί.

Έκανε έπειτα και για τον εαυτό του πιο πέρα και αφού τελείωσε τις προσευχές του πλάγιασε και αυτός. Τα μεσάνυχτα ξύπνησε και βλέπει κάτι σαν δρόμο από φως να ξεκινά από αυτήν και να καταλήγει στον ουρανό, και είδε τους αγγέλους του Θεού να ανεβάζουν την ψυχή της. Σηκώθηκε, πλησίασε και τη σκούντηξε με το πόδι. Όταν κατάλαβε ότι ήταν νεκρή, γονάτισε με το πρόσωπο στη γη και παρακαλούσε τον Θεό. Και άκουσε μια φωνή να του λέει ότι η μία ώρα της μετανοίας της έγινε δεκτή περισσότερο από τη μετάνοια πολλών άλλων, που διαρκεί πολύν καιρό αλλά δεν έχει θέρμη.

Wednesday, October 2, 2019

Κατουνακια Αγίου Όρους...Γιατί μου διώχνεις τον Αγγελο;

Πριν από μερικές δεκαετίες ζούσε στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους ένας πολύ απλός Γέροντας, ο Πάτερ Γεώργιος. Έμενε μόνος του ηλικιωμένος και εγκαταλελειμμένος.
 Κάποτε αποφάσισε να τον επισκεφθή γνωστός του Μοναχός. Όταν πλησίασε στην γειτονική καλύβη, ρώτησε για τον Γέροντα, αλλά δεν τον είχαν ιδεί...
Έφθασε λοιπόν στην καλύβη με αγωνία και, όταν είδε ησυχία μεγάλη έξω και μέσα, ανησύχησε περισσότερο. Άρχισε να φωνάζει δυνατά και να χτυπάει την πόρτα, αλλά τίποτε. Τελικά πίεσε την πόρτα και την άνοιξε και μπήκε μέσα. Βλέπει τον Γέροντα ξαπλωμένο στο κρεβάτι και του λέει:
— Ευλογείτε, Γέροντα, τι κάνεις; Ήλθα να σε ιδώ.
Εκείνος απήντησε πολύ στενοχωρημένος:

— Ευλογημένε μου, καλύτερα να μην ερχόσουν, γιατί μόλις μπήκες, μου έδιωξες τον Αγιο Άγγελο που με υπηρετούσε. Γι’ αυτό δεν σου άνοιγα. Άλλη φορά να μην έλθης, γιατί μου διώχνεις τον Αγιο Άγγελο!

Έφυγε ο αδελφός για το Κελλί του, και έμεινε ό Γέροντας ξαπλωμένος στα σανίδια του κρεβατιού, τελείως μεν εγκαταλελειμμένος από τους ανθρώπους, αλλά για να έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του στα χέρια του Θεού, ο Θεός τον αξίωσε να υπηρετείται από Αγγέλο!.
https://www.iellada.gr/

Thursday, September 26, 2019

Όταν δεις κάποιον να γίνεται πλούσιος με αδικίες , να δακρύσεις.... ( Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος )


Όταν δεις κάποιον να γίνεται πλούσιος με αδικίες και να ευημερεί, να στενάξεις, να δακρύσεις. Διότι ο πλούτος αυτός προσθέτει σ’ αυτόν τιμωρία.
 Αυτά που μαζεύονται, χάνονται και αυτά που σκορπίζονται παραμένουν. Από το χέρι του Θεού κανένας δεν μπορεί να τα αρπάξει.

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Friday, September 20, 2019

Πως μας πολεμούν οι δαίμονες; Γνώρισε τον εχθρό. ( Εὐεγερτινὸς )

Ἕνας ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν Ἀββᾶν Ἀρσένιον:

-Πάτερ μου,σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ εἴπης πῶς ἐπιτυγχάνεται ὁ σύνδεσμος τῶν πονηρῶν πνευμάτων μὲ τὴν ψυχήν,χωρὶς νὰ γίνεται ἀντιληπτός,καὶ πῶς τὰ πονηρὰ πνεύματα κατορθώνουν νὰ συνομιλοῦν μὲ τὴν ψυχήν,χωρὶς νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται ,καὶ νὰ συνδέωνται μαζί της καὶ νὰ ἐπιβάλλουν σὲ αὐτὴ τὰ θελήματά των;
Ἐπίσης σε παρακαλῶ,νὰ μοῦ ἐξηγήσης ποία ἡ σχέσις τῆς διανοίας μὲ τὰ πονηρὰ αὐτὰ πνεύματα,διότι εἶναι γνωστόν,ὅτι χωρὶς τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ δὲν δύναται ἡ διάνοια νὰ ξεχωρίση ποῖον εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιβουλῆς τῶν πονηρῶν πνευμάτων καὶ τί προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐλευθέραν πρόθεσίν μας.


2. Ὁ Ἀββᾶς Ἀρσένιος ἀπήντησε ὡς ἐξῆς:Δὲν εἶναι περιέργον και ἀξιοθαύμαστον ,ἐὰν ἕνα πνεῦμα επικοινωνῆ μὲ ἕνα ἄλλο,χωρὶς νὰ γίνεται ἀπὸ ἡμᾶς ἀντιληπτὴ ἡ ἐπικοινωνία αυτή, οὔτε καὶ πῶς τὸ πνεῦμα αυτό,κατὰ τρόπον ἀόρατον, πλησιάζει τὴν ψυχὴν καὶ τῆς ψιθυρίζει τὰ προκαλοῦντα ἡδονήν,τοῦτο συμβαίνει,διότι μεταξὺ τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ τῆς ψυχῆς,ὑπάρχει μία ὁμοιότης καὶ συγγένεια,καθ΄ὅσον ἀφορᾶ τὸ νοερὸν καὶ λογικὸν καὶ οἱ ἴδιοι ὅροι ὑπάρξεως μεταξὺ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς νοερᾶς οὐσίας τῶν πνευμάτων ἐκεῖνων ,δι’αὐτὸ καὶ δύνανται νὰ ἐπικοινωνῶσι μεταξύ των διὰ τῶν λογισμῶν.


3.Ἐκτὸς τῆς ἐπικοινωνίας αὐτῆς τῶν λογισμῶν ,δὲν δύναται νὰ νοηθῆ ἄλλης μορφής επικοινωνία,ὡς ἔξαφνα,τῆς κατ’οὐσίαν παρουσίας ἑνὸς πνεύματος εἰς τὴν ὕπαρξιν του ἑτέρου,διότι αὐτὸ μόνον εἰς τὴν Θεότητα εἶναι δυνατόν,ἡ ὁποία εἶναι τελείως ἀσώματη καὶ ἀπλῆ κατὰ τὴν φύσιν καὶ ὡς ἐκ τούτου δύναται νὰ ὑπάρχη εἰς πᾶσαν νοερὰν φύσιν,διαπερῶσα αὐτὴν δι’ὅλης τῆς ὑποστάσεως καὶ οὐσίας καὶ περιλαμβάνουσα ὅλα τὰ ἀφανῆ αὐτῆς μέλη,διερευνῶσα αυτά, διότι μόνον ἡ Θεότης εἶναι κατ΄ἀλήθειαν ἀπλῆ καὶ ἀσώματος.


4.Διότι ἄν καὶ λέγωμεν ,ὅτι ὑπάρχουν πνευματικαὶ φύσεις,ὡς οἱ Ἄγγελοι,οἱ δαίμονες καὶ αὐτή,ὁμοίως,ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου,ἐν τούτοις δὲν δυνάμεθα νὰ τὰς θεωρήσωμεν τελείως ἀσώματους,καὶ αὐταὶ ἔχουν σῶμα,τελείως βεβαίως διάφορον καὶ λεπτότερον τοῦ ἡμετέρου,ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παύλος,«σώματα ἐπουράνια καὶ σώματα ἐπίγεια»(Α’Κορ. ,ιε’ 40)Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς Ἀπόστολος λέγει «σπείρεται σῶμα ψυχικόν,ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν»(Αὐτόθι 44)


5.Ἐξ’ὅλων αὐτῶν συμπεραίνομεν, ὅτι οὐδεμία νοερὰ φύσις,οὐδὲν πνεῦμα εἶναι τελείως ἀσώματον,παρὰ μόνον ὁ Θεός. Μόνον λοιπὸν ὁ Θεὸς δύναται νὰ ἐρευνᾶ τὰ κρύφια καὶ νὰ διέρχεται τὰ βάθη τῶν καρδιῶν καὶ νὰ γνωρίζη ὅλας τὰς νοερὰς οὐσίας.Μόνο ὁ Θεὸς δύναται ὅλος νὰ ὑπάρχη παντοῦ καὶ εἰς ὅλα τὰ ὄντα.Δι’αὐτὸ καὶ μόνο ὁ Θεὸς δύναται νὰ γνωρίζη τὰς σκέψεις καὶ τὰ διανοήματα τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ βλέπη ἐπακριβῶς τὰς κινήσεις τῆς διανοίας,συμφώνως καὶ μὲ αὐτὰ,ποὺ λέγει ὁ Απόστολος:

«Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν διστόμου,καὶ διικνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς καὶ πνεύματος ,ἀρμῶν τε καὶ μυελῶν,καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας, καὶ οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ.»(Ἑβρ.δ’12-13)

Καὶ ὁ Προφητάναξ Δαβὶδ λέγει σχετικῶς «ὁ πλάσας κατὰ μόνας τὰς καρδίας αὐτῶν»(Ψαλμ. Λβ’15),ὁ δὲ Ἰὼβ ἀνακράζει «ὁ ἐπιστάμενος τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων» (Ἰὼβ ζ’20).


6.Εἰς μόνον λοιπὸν τὸν Θεὸν,ὅπως εἶπον,εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζη τὰς σκέψεις μας καὶ τὰ διανοήματά μας διότι Αὐτὸς μόνον εἶναι ἀσώματος καὶ διέρχεται διὰ μέσου τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς,τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα δύνανται νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ποιότητα τῶν σκέψεων καὶ λογισμῶν μας,ὅχι ὅμως διότι ἐνυπάρχουν ἐντὸς τῆς ψυχῆς,ἀλλὰ διότι παρατηροῦν μετὰ προσοχῆς ὡρισμένας ἐκδηλώσεις μας,ἢ σωματικὰς κινήσεις,ὡς ἐπὶ παραδείγματι τὴν διάθεσίν μας πρὸς τι,τοὺς λόγους μας,τὰ ἐνδιαφέροντά μας,δι’ὅλων αὐτῶν κατασκοπεύουν τὰ διανοήματα καὶ τοὺς λογισμοὺς τῆς διανοίας καὶ ἐξάγουν τὰ συμπεράσματά των.Ἐκείνας ὅμως τὰς ἐννοίας καὶ τὰς σκέψεις,αἱ ὁποῖαι οὐδέποτε ἔχουν ἐξέλθει ἀπὸ τὰ ἐσώτατα βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς,οὐδέποτε τὰ πονηρὰ πνεύματα δύνανται νὰ τὶς ἀντιληφθοῦν(Τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν διαισθάνεται πᾶς τις Χριστιανός,διότι καὶ περὶ ἀγαθῆς τίνος προαιρέσεως λέγομεν «νὰ μὴν τὸ ἀκούση ὁ διάβολος καὶ φθονήση»)


7.Καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς,ποὺ κρυφίως σπείρουν εἰς τὴν ψυχὴν μας,δὲν δύνανται τὰ πονηρὰ πνεύματα κατὰ ἄλλον τρόπον νὰ γνωρίζουν,ἐὰν τοὺς ἐδέχθημεν παρὰ μόνον,ὅπως εἶπον,ἐκ τῶν κινήσεων τοῦ σώματος καὶ τῶν ἐν γένει ἐξωτερικῶν ἐκδηλώσεων τοῦ ἀνθρώπου.


Παραδείγματος χάριν,ὅταν ὑποβάλλουν εἰς τὸν ἄνθρωπον λογισμὸν γαστριμαργίας,θὰ ἀντιληφθοῦν,ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐδέχθη τὴν προσβολὴν τῆς γαστριμαργίας ,ἐὰν τὸν ἴδουν νὰ παρακολουθῆ συνεχῶς τὴν πορείαν τοῦ ἡλίου καὶ μετ’ἐνδιαφέροντος νὰ ἀναμένη τὴν ὥραν τοῦ φαγητοῦ.


8.Ὅταν σπείρουν εἰς τὴν ψυχὴν λογισμοὺς πορνείας,θὰ ἀντιληφθοῦν τὴν συγκατάθεσίνμας,ἐὰν μᾶς ἴδουν νὰ περιφέρωμεν φιληδόνως τοὺς ὀφθαλμούς μας καὶ μετὰ περιεργείας βλέποντας τὰ διάφορα πρόσωπα,ποὺ δὲν πρέπει ἢ ἐὰν ἀντιληφθοῦν φιλήδονον σωματικὴν κίνησιν καὶ δὲν ἴδουν τὴν ψυχὴν μετὰ γενναιότητος νὰ ἀντιστέκεται εἰς αύτὰς τὰς ὑπόπτος εἰσηγήσεις.Ἐξ’αὐτῶν θὰ καταλάβουν ὅτι ἡ ψυχὴ ἐτραυματίσθη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν.


9.Ὅταν πάλιν σπείρουν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου λύπην ἢ ὀργήν,καὶ ἡ ψυχὴ δεχθῆ τὰ σπέρματά των, οἱ δαίμονες τὸ αἰσθάνονταιἀπὸ τὰς κινήσεις τοῦ σώματος, ἐὰν δηλαδὴ ἴδουν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀγριεμένους καὶ περιφερόμενους ἐναγωνίως ,τὸ πρόσωπον ἀλλαγμένον ἀπὸ τὴν συνιθισμένην του μορφήν,ἄλλοτε κίτρινον ἀπὸ τὴν συστολὴν καὶ ὑποχώρησιν τοῦ αἵματος, καὶ ἄλλοτε κατακόκκινον ἀπὸ τὴν ἐπιτάχυνσιν τοῦ περικαρδίου αἵματος εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ προσώπου,ἀπὸ τὰς σωματικὰς αὐτὰς ἐκδηλώσεις θὰ ἀντιληφθοῦν οἱ δαίμονες,ὅτι παρεδέχθημεν τοὺς λογισμοὺς τῆς ὀργῆς και τὴς λύπης.

10.Τοιουτοτρόπως λοιπὸν λεπτομερῶς ἐρευνοῦν καὶ κατασκοπεύουν ἀπὸ ποῖον ἐλάττωμα νικᾶται εὐκολώτερον ἡ ψυχή,ὁλοφάνερα δὲ ἀντιλαμβάβονται πρὸς ποῖον πάθος ἔχει ἀδυναμίαν ἕκαστος ἐξ ἡμῶν,ὅταν μᾶς παρατηρήσουν νᾶ μὴν δυσφορῶμεν ἐκ τῆς ὑποβολὴς τοῦ γενεσιουργοῦ λογισμοῦ,ἀλλ’ἀπεναντίας, μὲ τὴν σιωπὴν καὶ τὴν ἡσυχίαν μας ,νὰ δείχνωμεν τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπην μας καὶ εὐχάριστον ἐνασχόλησίν μας.Καὶ μὴ σοῦ φαίνεται αὐτὸ περίεργον καὶ θαυμαστόν,ἐὰν δηλαδὴ οἱ δαίμονες,ὡς ἄυλα καὶ ἀερικὰ σώματα,ἀντιλαμβάνωνται τὰς ψυχικάς μας διαθέσεις ἀπὸ τὰς σωματικὰς ἐκδηλώσεις καὶ τοῦτο διότι ϋπάρχουν ἄνθρωποι ἔμπειροι,ποὺ πολλὰς φορὰς ἐξακριβώνουν καὶ τὴν ἐσωτερικὴν κατάστασιν τῶν συνανθρώπων των καὶ τὰς ψυχικάς των διαθέσεις,ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν,τὴν συμπεριφορὰ καὶ τὴν ποιότητα τῶν ἐξωτερικῶν ἐκδηλώσεων τοῦ ἀνθρώπου.

Εὐεγερτινὸς Τόμος Δ’.