Ζούσε στὴν χώρα τῶν Ἀλαμανῶν ἕνας Ἱερέας πολὺ ἐνάρετος, ὁ Πελάγιος, ποὺ ἔτρεφε ξεχωριστὴ εὐλάβεια στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὁ διάβολος ὅμως φθόνησε καὶ τοῦ ἔσπειρε λογισμὸ ἀπιστίας γιὰ τὴν θεία Κοινωνία. «Πῶς εἶναι δυνατὸν», σκεφτόταν, «νὰ γίνονται τὸ ψωμὶ Σῶμα καὶ τὸ κρασὶ Αἷμα Χριστοῦ!». Ἀπ’τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς ἔ- πεφτε σὲ μεγάλη θλίψη, ἀλλὰ δὲν τολμοῦσε νὰ συμβουλευθεῖ κανέναν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ πρόστρεξε στὴν ἴδια τὴν Παναγία καὶ Τὴν παρακάλεσε νὰ τὸν πλη- ροφορήσει σχετικά. Κάποια ἡμέρα λοιπὸν, ἐνῶ λειτουργοῦσε, ὅταν ἔφτασε στὸ «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας ἀχράντου...», ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὸ Δισκάριο ὁ ἅγιος Ἄρτος. Ἐξερεύνησε ὁ Πελάγιος τριγύρω, ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκε. – Παναγία μου! φώναξε τρο- μαγμένος, γνωρίζω ὅτι γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία καὶ τὴν ἀμφιβολία μου μὲ σιχάθηκε ὁ Χριστὸς κι ἔφυγε ἀπὸ μπροστά μου γιὰ νὰ μὴν κοινωνήσω, ὁ ἀνάξιος. Ἐσὺ ὅμως παρακάλεσέ Τον νὰ μὲ συγχωρήσει! Βλέπει τότε μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα τὴν ὑπερένδοξη Βασίλισσα μὲ τὸ θεῖο Βρέφος στὴν ἀγκαλιά Της νὰ τοῦ λέει:‒Αὐτὸ τὸ Βρέφος εἶναι ὁ Ποιητὴς τῆς οἰκουμένης, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ· τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Αὐτὸς πέθανε στὸν Σταυρὸ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ ἀναστήθηκε.
Αὐτὸς καὶ τώρα καθημερινὰ συγκαταβαίνει μὲ θαυμαστὸ τρόπο στὸ σχῆμα τοῦ ψωμιοῦ καὶ τοῦ κρασιοῦ, γιὰ τὴν πολλὴ ἀγάπη Του στοὺς ἀνθρώπους, καὶ προσφέρεται σ’ αὐτοὺς γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχῆς τους. Ψηλάφησέ Τον λοιπὸν κι ἐρεύνησε ἄφοβα, γιὰ νὰ διαπιστώσεις ὅτι πρόκειται γιὰ ἀληθινὴ θεωρία, ὅτι εἶναι σῶμα πραγματικὸ μὲ σάρκα καὶ αἷμα, καθὼς Τὸν ἐγέννησα. Ἔτσι ἀκριβῶς γίνονται ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος ὅταν λειτουργεῖς. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν μπορεῖ νὰ φάει σάρκα ὠμὴ καὶ νὰ πιεῖ αἷμα, γι’ αὐτὸ μὲ πάνσοφο τρόπο ὁ Παντοδύναμος προσφέρεται μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ψωμιοῦ καὶ τοῦ κρασιοῦ, ὥστε νὰ μπορεῖ ὁ καθένας νὰ Τὸν μεταλαμβάνει μὲ λαχτάρα καὶ πόθο. Κοινώνησε λοιπὸν κι ἐσὺ μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη, γιατὶ ὅποιος Τὸν παίρνει μέσα του ἄξια, γίνεται μέτοχος τῆς θείας δόξας Του.
Μ’αὐτὰ τὰ λόγια ἡ Δέσποινα ἀπέθεσε τὸ Βρέφος στὴν ἁγία Τράπεζα, κι ἀφοῦ Τὸ προσκύ- νησε ταπεινά, ἔγινε ἄφαντη. Τότε ὁ Ἱερέας πῆρε μὲ φόβο καὶ χαρὰ στὰ χέρια τὸ θείο Βρέφος, τὸ ἀσπάστηκε εὐλαβικὰ καὶ διαπίστωσε πὼς ἦταν πράγματι ἕνα ζωντανὸ βρέφος μὲ ἀληθινὴ σάρκα. Ὕστερα Τὸ ἀκούμπησε στὴν ἁγία Τράπεζα, ἔπεσε στὴν γῆ καὶ προσευχήθηκε μὲ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε, καὶ ὁμολογῶ πὼς Ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν ἀειπάρθενο Μαρία. Σ’ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν χάρη ποὺ ἀξιώθηκα σήμερα ὁ ἀνάξιος, καὶ παρακαλῶ νὰ μοῦ συγχωρέσεις τὴν παλιά μου δυσπιστία. Καὶ τώρα ἀξίωσέ με νὰ Σὲ κοινωνήσω ὄχι σὰν Βρέφος, ἀλλὰ σὰν Ἄρτο». Ἀφοῦ προσευχήθηκε ἔτσι μὲ πίστη, σηκώνεται καὶ βλέπει μπροστὰ του τὸν ἅγιο Ἄρτο ὅπως καὶ πρίν. Μετέλαβε μὲ εὐφροσύνη, καὶ συνέχισε σ’ ὅλη του τὴν ζωὴ νὰ ἱερουργεῖ τὰ θεῖα Μυστήρια μὲ περισσὴ εὐλάβεια.
Θαύματα καὶ Ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία,
ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου