Βασκανία είναι άδικη έχθρα εναντίον αυτού που απολαμβάνει κάποιο αγαθό, έχθρα διηνεκής και ακατάλυτη. Η βασκανία είναι δύσκολο πάθος, που παρασύρει, ώστε να περιφρονήσει κανείς ακόμη και την δική του σωτηρία. Η βασκανία αμαυρώνει τα καλά. Ο θείος Χρυσόστομος λέει τα εξής για τη βασκανία: «Ένα ακόμη πάθος που κυβερνά τη ζωή των ανθρώπων, καταφθείροντας την καρδιά , όπως η σκουριά το σίδερο, είναι η βασκανία? έχει βέβαια πολλά κακά, αλλά σ’ ένα είναι χρήσιμο: ότι είναι κακό γι’ αυτόν που το κατέχει.
Διότι ο βάσκανος λίγο βλάπτει αυτόν που ματιάζει, αλλά κατατρώει τον ίδιο του τον εαυτό με τη λύπη και τον στεναγμό από την καλοπέραση του πλησίον. Και τη μεν χαρά του γείτονά του δεν ελάττωσε, τον εαυτό του όμως τον κατέφαγε με τη βασκανία».
Το να βασκάνεις είναι χειρότερο από το να πολεμάς? γιατί αυτός που πολεμάει, όταν λυθεί η αιτία που γίνεται ο πόλεμος, διαλύεται και η έχθρα, ο δε βάσκανος δεν έχει καμιά άλλη αιτία πέρα από τη δική του μανία και τη σατανική του θέληση. Πάντοτε βασκάνει. Με τι να παρομοιάσει κανείς τέτοια ψυχή; Με ποιο φίδι; Με ποιο σκουλήκι;
Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο βδελυρό και πονηρό από μια τέτοια ψυχή. Διότι απ’ αυτό ανατράπηκαν εκκλησίες, γεννήθηκαν αιρέσεις και αυτό όπλισε το χέρι του αδελφού. Ο βάσκανος έχει πονηρό μάτι, που ματιάζει τα αγαθά. Είναι φθονερός, δεν νοιάζεται για την σωτηρία της ψυχής του, ένα μόνο τον νοιάζει: η καταστροφή του άλλου. Τον βάσκανο, ακόμη κι αν τον καλέσεις δαίμονα και θηρίο, δεν αμαρτάνεις. Οι βάσκανοι είναι χειρότεροι από τα θηρία, γιατί εκείνα μας επιτίθενται είτε για να βρουν τροφή είτε γιατί τα αγριέψαμε και φοβήθηκαν .
Αυτοί δε, ακόμη κι όταν πολλές φορές ευεργετήθηκαν, αδίκησαν τους ευεργέτες τους και τους κυνήγησαν. Ο βάσκανος ένα μόνο κοιτάει, να εκπληρώσει την όποια επιθυμία του, είτε αυτή μέλλει να τον κολάσει είτε πρόκειται να τον καταστρέψει. Το μάτι του βάσκανου λιώνει από λύπη. Στο διηνεκές συγκατοικεί με τον θάνατο, πιστεύει ότι όλοι είναι εχθροί του , ακόμη και αυτοί που σε τίποτα δεν τον αδίκησαν.
Από το βιβλίο: «Το γνώθι σαυτόν ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ»
Διότι ο βάσκανος λίγο βλάπτει αυτόν που ματιάζει, αλλά κατατρώει τον ίδιο του τον εαυτό με τη λύπη και τον στεναγμό από την καλοπέραση του πλησίον. Και τη μεν χαρά του γείτονά του δεν ελάττωσε, τον εαυτό του όμως τον κατέφαγε με τη βασκανία».
Το να βασκάνεις είναι χειρότερο από το να πολεμάς? γιατί αυτός που πολεμάει, όταν λυθεί η αιτία που γίνεται ο πόλεμος, διαλύεται και η έχθρα, ο δε βάσκανος δεν έχει καμιά άλλη αιτία πέρα από τη δική του μανία και τη σατανική του θέληση. Πάντοτε βασκάνει. Με τι να παρομοιάσει κανείς τέτοια ψυχή; Με ποιο φίδι; Με ποιο σκουλήκι;
Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο βδελυρό και πονηρό από μια τέτοια ψυχή. Διότι απ’ αυτό ανατράπηκαν εκκλησίες, γεννήθηκαν αιρέσεις και αυτό όπλισε το χέρι του αδελφού. Ο βάσκανος έχει πονηρό μάτι, που ματιάζει τα αγαθά. Είναι φθονερός, δεν νοιάζεται για την σωτηρία της ψυχής του, ένα μόνο τον νοιάζει: η καταστροφή του άλλου. Τον βάσκανο, ακόμη κι αν τον καλέσεις δαίμονα και θηρίο, δεν αμαρτάνεις. Οι βάσκανοι είναι χειρότεροι από τα θηρία, γιατί εκείνα μας επιτίθενται είτε για να βρουν τροφή είτε γιατί τα αγριέψαμε και φοβήθηκαν .
Αυτοί δε, ακόμη κι όταν πολλές φορές ευεργετήθηκαν, αδίκησαν τους ευεργέτες τους και τους κυνήγησαν. Ο βάσκανος ένα μόνο κοιτάει, να εκπληρώσει την όποια επιθυμία του, είτε αυτή μέλλει να τον κολάσει είτε πρόκειται να τον καταστρέψει. Το μάτι του βάσκανου λιώνει από λύπη. Στο διηνεκές συγκατοικεί με τον θάνατο, πιστεύει ότι όλοι είναι εχθροί του , ακόμη και αυτοί που σε τίποτα δεν τον αδίκησαν.
Από το βιβλίο: «Το γνώθι σαυτόν ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ»