Στο Πεντηκοστάριο τη Παρασκευή της διακαινησίμου διαβάζουμε ότι ένας πλούσιος άνθρωπος ξεκίνησε από την Θεσσαλονίκη με ευλάβεια, προκειμένου να υπάγει στην Ναό της Ζωοδόχου Πηγής να προσκυνήσει, ακούγοντας τα εξαίσια θαύματα που επιτελούσε η παντοδύναμος Θεοτόκος με το ύδωρ εκείνο, από το οποίο είχε πόθο να πιεί προς αγιασμό της ψυχής του.
Παίρνοντας αρκετά χρήματα για τα έξοδα, και για να δώσει στον Ναό, μπήκε σ΄ ένα καράβι και ταξιδεύοντας στην θάλασσα ασθένησε. Κατανοώντας ότι πεθαίνει είπε στον ναύκληρο : «νομίζω ότι δεν ήμουν άξιος να προσκυνήσω τον Ναό της Υπεραγίας ούτε να πιώ από εκείνο το ύδωρ το αγιότατον. και επειδή οι αμαρτίες μου με εμπόδισαν να πάω ζωντανός, σε ορκίζω στον όνομα της Δεσποίνης Θεοτόκου, να μην με ρίψεις στην θάλασσα, αλλά να με βάλεις σε ένα σεντούκι, να με πας σ΄ εκείνο τον άγιο Ναό, να με ενταφιάσεις εκεί, και έτσι θα έχεις βοηθό την Θεοτόκο.
Σου αφήνω για τον κόπο σου 100 χρυσά άσπρα και τα υπόλοιπα χρήματά μου να τα δώσεις στον Ναό εκείνο για μνημόσυνο της ψυχής μου. Λέγοντας αυτά ο ασθενής, όρκισε ο καραβοκύρης τον ναύκληρο να κάνει το θέλημά του και κατόπιν παρέδωσε το πνεύμα του από την ασθένειά του.
Ο ναύκληρος, φύλαξε το λείψανό του, και τρεις ημέρες αργότερα όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, έβγαλε τον νεκρό από το καράβι και προσκάλεσε τους ιερείς να τον ψάλλουν και να τον ενταφιάσουν στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Καθώς έψαλλαν οι ιερείς, ένας εφημέριος άνοιξε το σεντούκι διότι δεν μύριζε οι κοιμηθείς ως οι άλλοι νεκροί. Έριξαν πάνω στο λείψανο πηλό σταυροειδώς κατά το σύνηθες και τότε παίρνοντας ένας σύντροφος του καραβιού λίγο ύδωρ της Ζωοδόχου Πηγής, το έριξε στο λείψανο λέγοντας: «Ω πτωχέ, πόθο είχες να πιείς από τούτο το ύδωρ και δεν πρόφθασες, και τώρα αν και είσαι νεκρός αποδέξου του».
Κι αμέσως – ω των υπερφυών θαυμασίων σου ζωοπάροχε Δέσποινα – αναστήθηκε ο νεκρός και κάθισε δοξάζοντας τον Κύριο και την Μακαρία Παρθένο. Ευχαρίστησε ικανώς την Υπεραγία Θεοτόκο και με ευγνωμοσύνη έμεινε ως τα τέλη της ζωής του στον Ναό, υπηρετών με προθυμία, λαμβάνοντας το αγγελικό σχήμα. Έρχονταν από διαφόρους τόπους και τον ρωτούσαν για τον Άδη, αλλ΄ αυτός όπως και ο Λάζαρος δεν έλεγε τίποτα. Έζησε θεάρεστα και με θαυμαστό τρόπο ακόμη είκοσι έτη και αναπαύθηκε εν Κυρίω.
ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ.