Saturday, December 12, 2015

Οι τρείς γίγαντες ( Αγιος Μάρκος ο Ασκητής )

"Στην δική μας περίπτωση υπάρχουν τρεις δυνατοί και ισχυροί γίγαντες, πάνω στους οποίους στηρίζεται όλη εχθρική δύναμη του νοητού Ολοφέρνη (του διαβόλου)˙ όταν αυτοί πέσουν κάτω και νεκρωθούν, εύκολα θα εξασθενήσει όλη η δύναμη των πονηρών πνευμάτων.

Αυτοί οι τρεις γίγαντες είναι:

Η άγνοια, μητέρα όλων των η λησμοσύνη, αδελφή, βοηθός και συνεργάτης της άγνοιας, και η ραθυμία, η οποία υφαίνει το σκοτεινό και μαύρο σύννεφο για ένδυμα και σκέπασμα της ψυχής και η οποία στηρίζει και δυναμώνει τις άλλες δύο και τις δίνει ύπαρξη φυτεύει στην αμελέστατη ψυχή την κακία και τη στερεώνει.

Από τη ραθυμία, τη λησμοσύνη και την άγνοια δυναμώνουν τα υποστυλώματα των λοιπών παθών και μεγαλώνουν.

Διότι με το να είναι αυτές οι τρεις κακίες η μία βοηθός της άλλης, αποδεικνύονται ισχυρές δυνάμεις και δυνατοί άρχοντες του πονηρού διαβόλου μέσω των οποίων ο στρατός των πονηρών πνευμάτων επιστρέφει και υποστηρίζεται και μπορεί να εκτελεί τις πονηρές βουλές του, και χωρίς αυτές δεν μπορούν να υπάρξουν όσα είπαμε πριν.

Αν λοιπόν θέλεις να νικήσεις τα πάθη που αναφέραμε πριν και να κατατροπώσεις με ευκολία το στρατό των αλλοφύλων, αφού συμμαζευτείς στον εαυτό σου με την προσευχή και με τη βοήθεια του Θεού και αφού βυθισθείς βάθη της καρδιάς σου, ξετρύπωσε αυτούς τους τρεις δυνατούς γίγαντες του διαβόλου, τη λησμοσύνη, τη ραθυμία την άγνοια, που είναι υποστυλώματα των δαιμόνων, μέσω των οποίων επιστρέφουν τα λοιπά πάθη της κακίας ενεργούν και ζουν και δυναμώνουν στις ψυχές των αμαθών και φιλήδονων.

Και με πολλή προσοχή και επιμέλεια νου και με τη θεία βοήθεια, και αφού βρεις αυτές τις μεγάλες κακίες που οι άλλοι τις αγνοούν και ούτε φαντάζονται υπάρχουν, αυτές που είναι πιο καταστρεπτικές από όλα τα άλλα κακά, πολέμησέ τες με τα όπλα της δικαιοσύνης, είναι αντίθετα σε αυτές.

Τη λησμοσύνη πολέμησέ την με την αγαθή μνήμη, που είναι αιτία όλων των καλών.

Την άγνοια, πολέμησέ την φωτισμένη γνώση, με την οποία η ψυχή ξαναξυπνάει και διώχνει από πάνω της το σκοτάδι της άγνοιας.

Την ραθυμία πολέμησέ την με την προθυμία που είναι όπλο άριστο να βάλει σε τάξη και να σπρώξει την ψυχή προς σωτηρία…"


Α'
Η ΑΓΝΟΙΑ

Γενικά
Η άγνοια είναι η αρχηγικωτάτη των παθών.
Από στενή θρησκευτική έννοια σημαίνει την μη γνώσι των θρησκευτικών αληθειών, των καθηκόντων του ανθρώπου προς τον Θεό και γενικά σημαίνει την μη γνώση των βασικών αληθειών της πίστεως.Έτσι η άγνοια συνώνυμη με την αγνωσία. Στους νηπτικούς πατέρες συναντάμε τις δύο λέξεις εναλλάξ. Ακόμη σημαίνει μία ζωή δεν έχει ως βάση τη χριστιανική διδασκαλία, αλλά είναι αντίθετη με τον Ευαγγελικό νόμο.
Στην Καινή Διαθήκη η άγνοια δεν θεωρείται ως βασική αμαρτία. Γι’αυτό και ο απόστολος Παύλος τονίζει Αθηναίους ότι ο Θεός παραβλέπει τους χρόνους της αγνοίας. Το ίδιο τονίζει και ο απόστολος Πέτρος στο κήρυγμά στους Ιουδαίους μετά τη σταύρωση του Κυρίου. Λέγει ότι, ο λαός τουλάχιστον, από άγνοια σταύρωσε το Χριστό. περιπτώσεις αυτές η άγνοια είναι συγγνωστή, χρειάζεται επιείκεια.
Στην πνευματική ζωή η άγνοια είναι μία γενικότερη πνευματική κατάσταση και αποτελεί έκφραση του χοϊκού φρονήματος του ανθρώπου, των γήινων σκέψεων, των γήινων επιθυμιών και επιδιώξεών του. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος: Επειδή η άγνοια του χωματένιου νου είναι πολύ βαθύ σκοτάδι που σκεπάζει τα μάτια ψυχής, την κάνει σκοτεινή και βυθισμένη στο ζόφο ως προς τα θεία και ανθρώπινα πράγματα. Και αυτό οφείλεται αδυναμία της να ατενίζει τη λάμψη του θεϊκού φωτός ή να απολαύσει τα πνευματικά εκείνα αγαθά στα οποία αναφέρεται ο απόστολος Παύλος".
Επομένως η άγνοια είναι μία βαριά ασθένεια της ανθρώπινης ψυχής και ειδικά του νου. "Ακαθαρσία νοός" χαρακτηρίζεται από τους Πατέρες.

Αίτια και αποτελέσματα

Αιτία είναι το ταπεινό και γήινο φρόνημα του ανθρώπου, η βοσκηματώδης ζωή, όπως θα μας έλεγε ο Μ.Βασίλειος.
Έτσι ο νους δεν μπορεί να αντιληφθεί τις θεϊκές πραγματικότητες και καταστάσεις. Έτσι η άγνοια είναι καρπός αμαρτίας, της πτώσεως του ανθρώπου και της υποδουλώσεώς του στο θέλημά του, της απομακρύνσεως του γενικά τον Θεό.
"Όποιος ξέπεσε από την θεϊκή αγάπη, μέσα του έχει ως κυρίαρχο το νόμο της σάρκας. Η κατάσταση αυτή επιτρέπει να φυλάξει οποιαδήποτε εντολή του Θεού. Και επειδή αντί για τις αρετές προτίμησε την φιλήδονη ζωή, τελικά, αντί για τη γνώση του Θεού, επισύρει πάνω του την άγνοια του Θεού", τονίζει ο άγιος Μάξιμος. Εδώ το όμως τίθεται στην κανονική του βάση. Διότι λέγοντας άγνοια αναφερόμαστε σε ανθρώπους, που αρχικά γνώριζαν θέλημα του Θεού και απομακρύνθηκαν από κοντά του. Ανθρωποι λοιπόν που στην αρχή γνώρισαν το θέλημα και κατόπιν απομακρύνθηκαν και βυθίστηκαν στη ζωή των αισθήσεων και των ηδονών, έχασαν κάθε είδους επαφή τον Θεό, ξέχασαν και αυτά που γνώριζαν, έπεσαν σε μία ασυγχώρητη άγνοια. Έχουμε εδώ μία κάθετη πτώση ευλογημένηκατάσταση που είχαμε σε μία αγνωσία πολύ μεγάλου βαθμού. Και εδώ βρίσκεται το μεγάλο κακό. φοβερό πράγμα η άγνοια και κάτι πιο φοβερό ", θα μας πει και πάλι ο Νικήτας Στηθάτος, "διότι είναι ένα ψηλαφητό
σκοτάδι και κάνει κατασκότεινες τις ψυχές στις οποίες θα επικρατήσει". Η άγνοια χωρίζει την ψυχή από την ένωσή με τον Θεό. Κάνει ολόκληρο τον άνθρωπο παράλογο και αναίσθητο.
"Εκείνος που πέφτει στην άγνοια δε γνωρίζει τα κρίματα του Θεού… Με αυτούς που τον ελέγχουν μαλώνει όσους τον συγχωρούν τους θεωρεί ανόητους. Όταν γίνεται πλούσιος, φέρνεται αλαζονικά και όταν φτωχαίνει, υποκρίνεται. Όταν καλοπερνάει, πέφτει σε διάφορες ασέλγειες και ακατονόμαστες πράξεις, και όταν κακοπερνά, τη μοίρα του. Αν λοιπόν κανείς δεν αποκτήσει με τη χάρη του Θεού τη γνώση της αλήθειας και το φόβο του Θεού, μόνον από τα πάθη του, αλλά και από όσα λυπηρά του συμβούν τραυματίζεται βαριά". Αυτές είναι μερικές από συνέπειες της άγνοιας στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου.
Αλλά η άγνοια έχει αντίκρισμα και στην εξωτερική του κατάσταση· επηρεάζει σημαντικά και τις διαπροσωπικές σχέσεις του ανθρώπου με τους συνανθρώπους του. Βυθίζει λοιπόν η άγνοια τον άνθρωπο σε ένα βαθύ σκοτάδι, θεωρεί τις απολαύσεις και τις ηδονές ως κύριο σκοπό της ζωής του, θεωρεί τα μη όντα ως όντα.

Το βαθύ σκοτάδι

Σκοτάδι και μάλιστα βαθύ πνευματικό σκοτάδι η άγνοια "Δεινόν σκότος", χαρακτηρίζεται. Όχι μόνον δεν κοντά στο Θεό αυτόν πού τον κυριεύει, αλλά και τον απομακρύνει πλέον οριστικά. Είναι έλλειψη φόβου του Θεού. εάν η γνώση του Θεού κάνει τον άνθρωπο λογικό, τότε η άγνοια του Θεού κάνει τον άνθρωπο άλογο, δηλαδή λογική, μη έχοντα την δυνατότητα να ξεχωρίζει το ορθό από το λάθος. Όχι μόνον ά-λογο, αλλά και αναίσθητο άνθρωπο.
Η άγνοια δεν είναι απλώς δεινό, αλλά και πηγή κακίας. "Τρία είναι τα δεινά, τα φοβερά στον κόσμο, τα αρχέκακα πάσης κακίας: Η άγνοια, η φιλαυτία και η τυραννία", θα μας πει ο άγιος Μάξιμος. Αλλά τα δύο άλλα προέρχονται την άγνοια. Αυτή βρίσκεται στην κορυφή και αποτελεί κάθε κακίας αφορμή. Θα μας πει χαρακτηριστικά και ο Θεόδωρος ο Εδέσσης: "Η φιλοδοξία δεν οφείλεται στην ανάγκη του σώματος, αλλά στην άγνοια του πρώτου της αληθινής δόξας. Αιτία αυτής και γενικά όλων των κακών είναι η άγνοια. Διότι δεν γίνεται εκείνος που κατάλαβε σωστά την φύση των πραγμάτων, και από πού έρχεται και που καταλήγει το καθένα, κατόπιν να περιφρονήσει του και να στραφεί στα γήινα. Διότι η ψυχή δεν επιθυμεί εκείνο που φαινομενικά είναι καλό. Και αν τυραννιέται συνήθεια, μπορεί κάλλιστα να νικήσει και τη συνήθεια. Αλλά όταν ακόμη υπήρχε η συνήθεια, ξεγελιόταν από άγνοια. Επομένως πρέπει να φροντίσει για το πρώτο αγαθό, να καταφρονήσει όλα τα παρόντα και να πληροφορηθεί τη μεγάλη τους ματαιότητα".
Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης χαρακτηρίζει την άγνοια ως "νύχτα των παθών", σκοτάδι βαθύ στο οποίο την κυριαρχία έχει ο διάβολος. Αν η γνώση είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, τότε η άγνοια είναι το ηθικό σκοτάδι.
Αποτελέσματα του ηθικού αυτού σκότους είναι ότι αντίθετο υπάρχει με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή: μίσος, κοσμική αθυμία, μέθη, λοιδορία, κατάκριση, τύφος της ψυχής, περιέργεια, κ.λ.π.

Η άγνοια και ο διάβολος

Αιτία της άγνοιας είναι ο διάβολος. Επειδή η άγνοια προέρχεται από την απομάκρυνση του ανθρώπου από φανερό είναι ότι ο διάβολος στην περίπτωση αυτή παίζει πρωταρχικό ρόλο. Αυτός είναι αρχή και τέλος πάσης και κάθε σκότους και κάθε αμαρτίας. Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός παρατηρεί ότι ο διάβολος μετά την πτώση κάθε επαφή με τον Θεό και εξ αιτίας της υπερηφάνειας του και της αγνωμοσύνης του έγινε "άγνωστος" για τον Αυτό σημαίνει ότι σταθερά πλέον δεν θέλει να γίνει γνωστός από τον Θεό και μένει για πάντα μακριά από τη Όπως αιτία της άγνοιας είναι ο διάβολος, έτσι είναι και αιτία της πλάνης. Ενώ όσοι γνωρίζουν τον Θεό διακρίνονται για την ενότητα που έχουν μεταξύ τους, εκείνοι που έχουν το πνεύμα της πλάνης διακρίνονται για την διαίρεση τους. Αυτοί που βρίσκονται στην αγνωσία μετακινούνται από πλάνη σε πλάνη και ποτέ δε στέκονται σε ένα μέρος. λοιπόν η άγνοια ισοδυναμεί με την πλάνη. Γι’ αυτό και ο διάβολος είναι εισηγητής και συνεργός όχι μόνο στην δημιουργία της άγνοιας, αλλά και της πλάνης με οποιαδήποτε μορφή και αν εμφανίζεται αυτή στο χώρο της πνευματικής ζωής.

Η θεραπεία

Βασικός σκοπός εκείνου που αγωνίζεται για να καθαριστεί από τα πάθη του είναι να διώξει τον πονηρό από του. Να διώξει το σκοτάδι της άγνοιας και να ανατείλει το φως του Χριστού.
Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω μπορούμε να καταλάβουμε και πως θα πολεμηθεί η άγνοια. Εκείνοι που έχουν προσωπική εμπειρία των αληθειών της πίστεως και του δόγματος και του ορθού τρόπου ζωής, πρέπει να διδαχθούν από άλλους που είναι έμπειροι σε αυτά. Αυτή είναι και η γραμμή του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, ο ακολουθώντας τη γνήσια ορθόδοξη παράδοση, θεωρεί απαραίτητη την παρουσία του Γέροντα, του Πνευματικού οδηγήσειτον άλλον στον ασφαλή δρόμο της σωτηρίας. "Εί τις θέλει απαλαγήναι τούτου, μη πιστευέτω τω ιδίω λογισμώ, αλλ’ ερωτάτω γέροντα…". Έτσι λοιπόν κριτήριο ορθοδοξίας και αληθείας παραμένει ο Γέρων, που ουσία δείχνει την ταπείνωση εκείνου που ρωτά, διότι δεν βασίζεται στο δικό του λογισμό. Ο Γέρων όμως αυτός να έχει την γνώση του Θεού, να μη βρίσκεται σε πλάνη. Μόνον εκείνος πού έφθασε στην θέωση, μπορεί να μεταδώσει την αληθή γνώση και να διαλύσει την ψευδώνυμο γνώση. Αντίθετα εκείνος που καυχιέται για τη γνώση του, αυτός κόβει κάθε σύνδεσμο με ανθρώπους που έχουν γνωρίσει τον Θεό και την χάρη Του. Αυτός βρίσκεται σε πλάνη.



Ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός μας συνιστά επτά πράξεις σωματικές, ασκήσεις θα λέγαμε, με τις οποίες μπορεί κάποιος να καθαριστεί από την άγνοια.

1. Ησυχία, ήτοι απερίσπαστος διαγωγή, απέχουσα πάσης μερίμνης βιοτικής. Η βασικότερη μέριμνα που πρέπει έχει ο άνθρωπος είναι το πώς θα αρέσει στον Θεό, πως θα μπορεί να ετοιμαστεί για το βραβείο της άνω κλήσεως πώς να αντιμετωπίσει τον εχθρό του, τον διάβολο και τα πάθη του. Και προσέχει ώστε ούτε να ξεχάσει τον Θεό, οδηγηθεί στην απελπισία ξεχνώντας την φιλανθρωπία Του.

2. Σύμμετρος νηστεία. Στη μετρημένη αυτή νηστεία, ανάλογη δηλαδή με τις σωματικές δυνάμεις του καθενός, περιλαμβάνεται και η μετρημένη χρήση του νερού.

3. Σύμμετρος αγρυπνία. Με το μέσο αυτό η ψυχή δουλαγωγεί το σώμα και δεν το αφήνει να επιθυμεί αντίθετα την ψυχή.

4. Η ψαλμωδία. Είναι και αυτή προσευχή και συνοδεύεται με γονυκλισίες, ώστε να κοπιάζει το σώμα και με κόπο του να ταπεινώνεται η ψυχή.

5. Πνευματική προσευχή. Είναι η νοερή προσευχή, στην οποία δεν παρεμβάλλονται άλλες σκέψεις στο νου. άνθρωπος εδώ ζητάει να γίνεται μόνο το θέλημα του Θεού που είναι και το σωτήριο θέλημα. Μένει μόνος με ανίδεος, δηλαδή χωρίς να τυπώσει μέσα του κάποια άλλη μορφή.

6. Ανάγνωση. Είναι η μελέτη της Αγίας Γραφής, των βίων των αγίων, των Πατέρων της Εκκλησίας μας με μαθαίνει η ψυχή πως θα μπορέσει να νικήσει τα πάθη της και να αποκτήσει διάφορες αρετές. Μπορεί κανείς να καταλαβαίνει στην αρχή αυτά τα οποία μελετά. Χρειάζεται επιμονή και υπομονή. Η γνώση θα έρθει αργότερα.

7. Αυτό που αναφέραμε στην αρχή της παραγράφου αυτής, δηλαδή η ερώτηση των εμπείρων. Η απειρία μπορεί οδηγήσει σε παρανοήσεις και πλάνη, ενώ η ταπείνωση είναι η πιο ασφαλής οδός για να γνωρίσει κάποιος τον να γνωριστεί από Αυτόν.


Μετά από αυτά πρέπει να έχει κανείς υπομονή σε ότι συμβεί και σεότι επιτρέψει ο Θεός να συμβεί. Να μην σημασία σε όνειρα. Να μελετά συνέχεια το όνομα του Θεού και να ζητάει ένα πράγμα, να γίνεται πάντα το θέλημα Θεού. Τότε ο νους αρχίζει να φωτίζεται. Να βλέπει ότι τα φταιξίματά του είναι σαν την άμμο της θαλάσσης.

Συντρίβεται τότε η ψυχή, ταπεινώνεται η καρδιά και θεωρεί τον εαυτό της κατώτερο από όλα. Έτσι αρχίζει να τις ευεργεσίες του Θεού και αρχίζει να εφαρμόζει τις εντολές Του. Εφαρμόζοντας τις εντολές Του, αρχίζει να μία μία την κλίμακα των αρετών. Και αυτό γίνεται μέχρι να φτάσει ο άνθρωπος στην τελευταία εντολή, την εντολή αγάπης. Και αυτός που έφτασε την αγάπη, έφτασε τον Θεό, διότι "ο Θεός αγάπη εστί".
Η άρση της άγνοιας είναι χάρισμα του Θεού. Δίνεται σε όσους αγωνίζονται και προσπαθούν. Ο Θεός βλέποντας προσπάθεια που καταβάλει ο άνθρωπος, του αφαιρεί το σύννεφο που καλύπτει το νου του και δεν μπορεί να βλέπει καθαρά, του αφαιρεί δηλαδή την άγνοια και του χαρίζει την γνώση του εαυτού του, την γνώση των μυστηρίων αληθείας του.

Β'
Η ΛΗΘΗ

Γενικά

Το δεύτερο πάθος, ο δεύτερος γίγαντας της πνευματικής μας ζωής είναι η λήθη.
Η λήθη είναι στενά συνδεδεμένη με την μνήμη. Ο άνθρωπος κινείται ανάμεσα στη μνήμη και την λήθη. Θα τρομερό βάρος στον άνθρωπο αν θυμόταν τα όσα έζησε και όλα όσα έχουν συμβεί μέσα του. Η λήθη, η λησμοσύνη δηλαδή, αλαφρώνει τον ψυχικό οργανισμό από το πιεστικό βάρος της μνήμης, πραγμάτων που δε χρειάζεται τώρα θυμάται κάποιος. Από την άλλη άποψη η λησμοσύνη αποτελεί αδυναμία που μπορεί να έχει τραγικές συνέπειες άνθρωπο, ιδιαίτερα όμως για την πνευματική του ζωή και τη σχέση του με τον Θεό.
Έτσι στην πνευματική ζωή η λήθη είναι μια παθολογική κατάσταση της ίδιας της ψυχής του ανθρώπου. Μάλιστα Πατέρες την χαρακτηρίζουν ως Αδη. Είναι "κακία ψυχής", διότι είναι λησμοσύνη "των κατά φύση καλών", αφού αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς που προηγήθηκε και που δεν είναι ελεύθερη από ενοχή.
Μόνη της δεν έχει καμία δύναμη. Δυναμώνει ανάλογα με την αμέλειά μας. "Μη λες, τι να κάνω; Έρχεται η χωρίς να το θέλω. Έρχεται, διότι όταν είχες στη μνήμη σου το χρέος σου, το παραμέλησες και δεν το λογάριασες", τονίζει ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής.
Στον άνθρωπο η λήθη προήλθε μετά την πτώση, τότε που διακόπηκε η επικοινωνία του με τον Θεό και φυσικά κατόπιν διακόπηκε και η μνήμη του Θεού στον άνθρωπο. Διότι σε όλη την δημιουργία μόνον ο άνθρωπος μπορεί θυμάται τον Θεό και να ζει με τη μνήμη αυτή.
Είναι λοιπόν τώρα η λήθη μία εχθρική δύναμη που εισβάλλειμε κάθε τρόπο, ως άλλος ληστής, στην προσωπική ζωή του ανθρώπου και του καθορίζει τη στάση έναντι του Θεού, που στο τέλος καταντά να είναι μία αγνόηση ηθελημένη. Καταβροχθίζει αμέσως κάθε αγαθό λογισμό που αποβλέπει στην εξύψωση και τη σωτηρία του. Γι’ τονίζει ο Αββας Ησαΐας ο αναχωρητής: "Η λήθη είναι πιο ισχυρή από όλους τους λογισμούς και από αυτήν προέρχονται όλα τα πονηρά και ότι κάνει ο άνθρωπος το γκρεμίζει αυτή αμέσως". Έτσι κάθε αγαθός σπόρος που πέφτει στον της ψυχής, έχει την τύχη του σπόρου που έπεσε στο βράχο πάνω και το έφαγαν τα πετεινά του ουρανού. (Μαρκ. Γράφει χαρακτηριστικά ένας σύγχρονος θεολόγος: "Λησμοσύνη σημαίνει όχι απλώς να σταματήσουμε να σκεπτόμαστε το Θεό, αλλά να ξεκολλήσουμε από Αυτόν σαν ζωή, να πάψουμε να ζούμε με Αυτόν και μέσα σε Και ακριβώς σ’ αυτή τη λησμονιά του Θεού βρισκόταν η βάση του προπατορικού αμαρτήματος. Ο άνθρωπος τον Θεό, διότι στράφηκε αλλού, επιθύμησε άλλα πράγματα, αγάπησε άλλα και πάνω από όλα τον ίδιο του τον Έστρεψε την πλάτη στον Θεό και έπαψε να Τον βλέπει. Ξέχασε τον Θεό και ο Θεός έπαψε να υπάρχει γι’ αυτόν. λοιπόν δεν είναι απλώς θάνατος, αλλά είναι η αρχή του θανάτου. Έτσι η μνήμη από δύναμη ζωής που ήταν, έγινε γεύση θανάτου.

Αιτία της λήθης

Αυτοί που γεύτηκαν τον Θεό λένε ότι, αν Τον γευτεί κάποιος μία φορά, δεν πρόκειται να Τον ξεχάσει.

Τότε γιατί οι άνθρωποι ξεχνούμε τον Θεό; Ποια είναι τα αίτια της λησμοσύνης, αυτής της φοβερής ψυχικής


1. Πρώτη και κύρια αιτία της λήθης είναι η έλξη του ανθρώπου, η προσκόλλησή του στα αισθητά και τα γήινα.
Σημειώνει ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής: "Όταν η ψυχή είναι σκεπασμένη από τη πάγκακη λήθη, εύκολα δένεται και τυφλός νους από κάθε τι το οποίο βλέπουμε ή ακούμε και σκεπτόμαστε". Και συμπληρώνει ένας άλλος άγιος: πολλές μέριμνες φέρνουν αμέλεια και λησμοσύνη και μας αφήνουν στάσιμους στην αρετή", διότι ο άνθρωπος μπορεί ή μάλλον δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τον Θεό. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας με τα συνεχή "πρόσχωμεν" υπενθυμίζει και μας βοηθάει να συγκρατούμε το νου μας, για να μην κλέβεται συνέχεια και παρασύρεται σε μάταιες φροντίδες, διότι "μεγάλη είναι η τυραννία της λησμοσύνης". Γιατί προκαλεί επικάλυψη των βασικών αναγκών και προσθέτει όλο και νέες ανάγκες.

2. Η παρρησία και οι συχνές συναναστροφές.
Αναφέρει ο Όσιος Ησύχιος: "Θα πρέπει να φεύγουμε την παρρησία, δηλαδή την υπερβολική οικειότητα με τους όπως θα αποφεύγαμε το φίδι που λέγεται ασπίδα. Ακόμη τις πολλές παρέες και συναναστροφές σαν να ήταν φίδια οχιές…". Γιατί όμως αυτά; Διότι η παρρησία διώχνει από την ψυχή τον φόβο του Θεού. Έτσι οδηγείται κανείς προσέχειν εαυτώ, αλλά ζην αδιαφόρως". Από την παρρησία οδηγείται ο άνθρωπος στο παραπανίσια λόγια. Παρρησία σημαίνει το να αγγίζει κάποιος τον άλλο χωρίς λόγο, να απλώνει το χέρι του σε κάποιον για να γελάσει, να βλέπει άλλον με αναίδεια. Όλα αυτά προκαλούνται από τη παρρησία που έχει επιφέρει στην ψυχή την έλλειψη του θείου φόβου και έκανε την ψυχή να ξεχάσει τον Θεό, την οδήγησε στην λήθη.

3.Η απιστία, η οκνηρία, η αμέλεια.
Η απιστία και η οκνηρία παραλύουν την θέληση και εξαφανίζουν το φως της γνώσεως στην ομίχλη της λήθης. αμέλεια που δείχνουμε για να γνωρίζουμε τις δωρεές του Θεού, μας οδηγεί στη ραθυμία και αυτή συνέχεια στη Και στη λήθη τελικά οφείλεται η επικράτηση της άγνοιας μέσα μας.

4.Η έλλειψη της μνήμης του Θεού.
Το να θυμάται κανείς πάντα τον Θεό, έχει ως αγαθό αποτέλεσμα να έχει μέσα του αγωνιστικό φρόνημα. ΌΤον θυμάται, αρχίζει μέσα του μία πνευματική χαλάρωση που έχει ως αποτέλεσμα την λήθη, την λησμονιά του

5.Η έπαρση.
Η υπερτροφική ιδέα που καλλιεργήσαμε για τον εαυτό μας, θολώνει το νου μας. Ζαλισμένοι κατορθώματά μας, ξεχάνουμε τον Θεό. Ο Αδάμ και η Εύα απελάμβαναν μέσα στον παράδεισο πλούσιες τις δωρεές Θεού. Όταν όμως τους κυρίευσε ο λογισμός της υψηλοφροσύνης, τότε ξέχασαν τις υποσχέσεις του Θεού, ξέχασαν Θεό και υπάκουσαν στον πειρασμό.

6.Σήμερα η ανατροπή των αξιών της ζωής εύκολα οδηγεί τον άνθρωπο στη λήθη του Θεού.

7.Αλλά και τα διάφορα πάθη με τις αισθήσεις το ίδιο αποτέλεσμα έχουν. Ο Όσιος Θεόδωρος ο Εδέσσης μας "Η φιλαυτία και η φιληδονία διώχνουν από την ψυχή την μνήμη του Θεού ". Αλλά και ο θυμός, η οργή και η μέθη διάφορα άλλα πάθη ψυχικά διώχνουν από μέσα μας τον Θεό, μας κάνουν ανίκανους να Τον σκεφθούμε και να επικαλεστούμε. Σκοτισμένος ο νους από τα δεινά πάθη, αποξενώνεται από την πνευματική του αίσθηση. Το πεδίο μνήμης έχει γίνει σκληρό από την κακότητα των παθών. Που να μείνει χώρος για τη μνήμη του Θεού!

Πίσω από όλα αυτά, βέβαια, είτε πάθη λέγονται, είτε άλλες καταστάσεις κρύβεται πάντοτε ο κατ’ εξοχήν που είναι εισηγητής όλων αυτών των καταστάσεων. Και μάλιστα κρύβεται σαν τον λύκο που κρύβεται μέσα στην
ομίχλη.

Αποτελέσματα

Η καταραμένη λησμοσύνη είναι αντίθετη στην καρδιακή προσευχή, όπως το νερό στην φωτιά. Και κάθε της είναι ισχυρός αντίπαλος. Από τη λησμοσύνη καταντάμε στην αμέλεια και απότην αμέλεια στην καταφρόνηση θείων εντολών και τη ραθυμία και σε άλογες επιθυμίες και έτσι γυρίζουμε πίσω, όπως ο σκύλος στον εμετό του". αναφέρει για τα αποτελέσματα της λήθης ο άγιος Ησύχιος.

Και ακόμη:

α) "Καλύπτει την ψυχήν" με πυκνή ομίχλη και δεν την αφήνει να δη το φως.

β) Οδηγεί στην ηδυπάθεια, δηλαδή στο κυνήγι της ηδονής, στην αδιαφορία για τον πόνο των άλλων. Πας επιλανθανόμενος του Θεού, ανάλγητος γίνεται", σημειώνει ο όσιος Μάρκος.

γ) Λήθη σημαίνει λησμοσύνη των εντολών του Θεού. Οι εντολές του Θεού ξεθωριάζουν μέσα μας και δεν προκαλούν καμία εντύπωση ή ενθουσιασμό.

δ) Έτσι δεν είναι μακριά ο δρόμος για το σκοτασμό του νου από την άγνοια.

Και ε) Η λήθη είναι το ασφαλές καταφύγιο του πονηρού από όπου ο πονηρός με ασφάλεια μπορεί να υποβάλλει τους λογισμούς του για την καταστροφή του ανθρώπου, λόγω της απιστίας και της αδιαφορίας του στα πνευματικά.


Θεραπεία

Μερικά από τα μέσα τα οποία υποδεικνύουν οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας είναι:

α) Ο αγώνας.
Ο αγώνας εναντίον της λήθης χρειάζεται σωστή και καλή γνώση του τρόπου καταπολεμήσεώς της. Ο αγώνας πρέπει να καταβάλλει κάποιος είναι αγώνας για να ξεκολλήσει η ψυχή από τη σάρκα και τον κόσμο και να αναχθεί πνευματικά. Διότι η προσκόλληση στα αισθητά αποτελεί παρά φύσιν κατάσταση της ψυχής.

β) Χρειάζεται επιμονή.
Η επίμονη προσπάθεια για εφαρμογή των θείων εντολών στην πράξη έχει ιδιαίτερη σημασία. Η μνήμη δεν να συγκρατήσει πράγματα που έμαθε θεωρητικά. Χρειάζεται προσπάθεια συνεχής. Η μεθοδική και επίμονη προσπάθεια
εφαρμογής του θείου θελήματος οδηγεί σιγά σιγά στην εξαφάνιση των κακών συνηθειών και στην εμμονή στις συνήθειες και επομένως στη μνήμη του Θεού και τη λησμοσύνη του κακού.

γ)Προσπάθεια και αποδοχή των λυπηρών της ζωής.
"Αν θέλεις να έχεις συνέχεια στη σκέψη σου την μνήμη του Θεού , μην διώχνεις ως άδικες τις θλίψεις που έρχονται, αλλά δέξου τες ως ερχόμενες δίκαια και διότι έπρεπε στη ζωή σου να συμβούν… Από των γεγονότων ανακινείται η μνήμη του Θεού και διώχνεται η λησμοσύνη", σημειώνει ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής.
Στην προσπάθεια για την υπερνίκηση της λήθης ο καλλίτερος βοηθός μας είναι ο ίδιος ο Θεός. "Κάνε εσύ που θυμάσαι και αυτό που δεν έχεις στο νου σου θα σου αποκαλυφθεί από τον Θεό , όταν έλθει η κατάλληλη Ένα μικρό κεράκι νικάει το σκοτάδι , διότι το φως είναι κάτι που υπάρχει, ενώ το σκοτάδι είναι η απουσία φωτός. Η μνήμη είναι κάτι που υπάρχει. Έτσι μία μικρή μνήμη του Θεού,μία μικρή προσπάθεια, μπορεί να σβήσει σκοτάδι που προκαλεί η λήθη του Θεού.
Βασικός παράγοντας για να μη λησμονούμε τον Θεό, είναι δύο άλλα πράγματα: Η μελέτη του νόμου Του, μνήμη των ευεργεσιών Του. Ο προφήτης Δαβίδ είχε συνέχεια μέσα του τη μνήμη του Θεού και του θελήματός γι’αυτό και έλεγε: "Εν τοις δικαιώμασί σου μελετήσω, ουκ επιλήσομαι του νόμου σου". "Εκολλήθην τοις μαρτυρίοις σου". "Εμελέτων εν ταις εντολαίς σου, ας ηγάπησα σφόδρα", και πλήθος άλλες αντίστοιχες εκφράσεις. Δεν μελετούσε περιστασιακά ή από καθήκον και μόνον τυπικά τον νόμο του Θεού, αλλά με συνέπειες για τη προσωπική του Αποτέλεσμα αυτού του αγαλλιάματος της καρδιάς του, αυτού του σφοδρού πόθου που είχε για το Θεό, ήταν οι αλλεπάλληλες ευεργεσίες του Θεού, τις οποίες ποτέ δε λησμονούσε. Γι’αυτό και αναφέρει αλλού: "Αρχοντες κατ’κατελάλουν", εγώ όμως "ηδολέσχουν εν τοις δικαιώμασί σου". Και στην Ιερό Ψαλτήρα σημειώνει επιγραμματικά τόνο: "Εις τον αιώνα ου μη επιλάθωμαι των δικαιωμάτων σου, ότι εν αυτοίς έζησάς με".
Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της σφοδρής αγάπης για τον Θεό που είχε. Και η σφοδρή αυτή αγάπη, ο διάπυρος ζήλος, είναι κάτι που διώχνει το θηρίο της λησμοσύνης από μέσα μας.

Τα κακά αποτελέσματα της λήθης τα γιατρεύει μία αυστηρή φύλαξη του νου και η αδιάκοπη επίκληση του το Ιησού Χριστού. Τόσο συχνή που να μας πει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: "Προτιμότερο είναι μα μνημονεύει κανείς τον Θεό, παρά να αναπνέει. Και αν πρέπει να πω μαζί με τον Μωυσή θα έλεγα, και όταν πέφτουμε στο και όταν σηκωνόμαστε και όταν κάνουμε οτιδήποτε άλλο, να τυπώνουμε στη μνήμη μας τον Θεό για να πετύχουμε καθαρότητα της καρδιάς". "Εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην", τονίζει ο προφήτης Δαβίδ.
Αν λοιπόν η μνήμη του Θεού ευφραίνει την ψυχή μας , ας μα δυσκολευόμαστε και ας μην διστάζουμε να απολαμβάνουμε τη μνήμη του Θεού. Με τη μνήμη αυτή "ουρανός η διάνοια γίνεται".

Έτσι απομακρύνεται η "παγκάκιστη λήθη", αποφεύγεται ο σκοτασμός του νου και ανατέλλει στις καρδιές φως της γνώσεως του Χριστού.

Γ’
Η ΡΑΘΥΜΙΑ

Γενικά περί ραθυμίας και αποτελέσματα αυτής

Η ραθυμία είναι ο τρίτος γίγαντας του θέματός μας.

Αποτελεί μία από τις πολύ μεγάλες παθολογικές καταστάσεις του νου και συγγενεύει πολύ με τις δύο προηγούμενες καταστάσεις, την άγνοια και τη λήθη. Είναι, θα λέγαμε, μία τεμπελιά, οκνηρία, αδιαφορία, δυσκινησία και ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να μπορέσει να την χαρακτηρίσει από πνευματικής απόψεως.
Κατά τον Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο είναι και αυτό ένα γνώρισμα της ανθρώπινης φύσεως. "Ράθυμος η ανθρώπινη φύσις και τη ανέσει και τη τρυφή μάλλον εαυτήν επιδίδωσι". "Οξύρροπος προς απώλειαν", θα μας άλλο σημείο, όχι διότι κατασκευάσθηκε έτσι από τον Θεό, αλλά "παρά την εκ προαιρέσεως ραθυμίαν".
Και αυτής η ρίζα βρίσκεται στην υποδούλωση της ψυχής στις αισθήσεις του σώματος και στον κόσμο των αισθητών. Η ρίζα της βρίσκεται μέσα στην ψυχή, μέσα στον σκοτισμένο μας νου, που χάνει την θέση της υπεροχής με την υποδούλωσή του στα υλικά.

Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός βλέπει την ρίζα της στην αφροσύνη. "Εκ γάρ αφροσύνης γένεται η ραθυμία", αναφέρει. "Αν φρόνησις είναι η υγεία του λογικού και η φωτισμένη κατάσταση με συνεχή επαγρύπνηση, τότε αφροσύνη είναι το εντελώς αντίθετο. Είναι μέθη του λογικού, σκοτισμός του νου και άνοια", αμυαλωσύνη και γενικά και κατάπτωση των πνευματικών δυνάμεων σε μία χαλάρωση, όπου όλα είναι επιτρεπτά.

Η ραθυμία είναι αποτέλεσμα μιας γενικής καταπτώσεως της ψυχής που την χαρακτηρίζει το σκοτάδι και η πνευματική τύφλωση. Αναφέρει ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής: "Η ραθυμία είναι αυτή που υφαίνει το σκοτεινό ρούχο μαύρου σύννεφου και το κάλυμμα της ψυχής".

Αυτή κάνει τον άνθρωπο "εις την των αλόγων εκπίπτειν θηριωδίαν". Από ραθυμίας γίνεται φαύλος, και γίνεται σκληρή η ψυχή του. "Η ψυχή του ανθρώπου είναι μαλακή και πλάθεται εύκολα. Παθαίνει όμως ότι και το νερό Δούναβη, που γίνεται σκληρό σαν πέτρα από το κρύο όταν παγώσει. Το ίδιο παθαίνει και η ψυχή μετά την αμαρτία την πολλή ραθυμία. Γίνεται σκληρή σαν την πέτρα".
Η ραθυμία κάνει ακόμη βαρύ και ανυπόφορο στην ψυχή το νόμο του Θεού. "Τι μας κάνει να φαίνονται βαριές εντολές;" ρωτάει ο άγιος Χρυσόστομος. "Η ραθυμία μας", απαντά. Όπως δηλαδή, αν δείχνουμε προθυμία, μας φαίνονται και τα βαριά ελαφριά, έτσι και όταν δείχνουμε ραθυμία, και τα ελαφριά θα μας φανούν δύσκολα.

Πίσω από την ραθυμία κρύβεται ο διάβολος. "Δεν φοβάσαι μήπως… εξ αιτίας της ραθυμίας σου ξεπηδήσει δαίμονας και βρίσκοντας την ψυχή σου χωρίς απασχόληση και ανέτοιμη, μπει σε αυτήν με όλη του την ευκολία, το σπίτι σου δεν έχει πόρτα";

Πραγματικά υπάρχει μεγάλος κίνδυνος, όταν δεν υπάρχει προσοχή και φροντίδα για τα πνευματικά, να μας πονηρός ότι θέλει. Οι δύο υπέροχες παραβολές των ταλάντων και των δέκα παρθένων μας ζωγραφίζουν πολύ χαρακτηριστικά τα αποτελέσματα της ραθυμίας. Για τον Αδάμ ο Μ. Βασίλειος αναφέρει ότι "ενύσταξεν δια της ραθυμίας ο λογισμόςαυτού". Αλλά και ο Ιούδας "διά της ραθυμίας δούλος εγεγόνει του εχθρού".


Η καταπολέμηση της ραθυμίας

1. Η άσκηση βίας.
Χρειάζεται βίαιη εξέγερση του εαυτού μας εναντίον του εαυτού μας. Χρειάζεται δηλαδή βία. Και βία είναι του σωματικού πόνου και μόχθου σε όλα".
Κατά τον Μ. Βασίλειο "βία είναι η καταπόνηση του σώματος που θεληματικά υπομένουν οι μαθητές του Χριστού με την άρση των δικών τους θελημάτων και της σωματικής ανέσεως, αλλά συνδεδεμένη και με την φύλαξη και τήρηση όλων των εντολών του Χριστού".

Η βία "αποκαθαίρει τον νου", τον εξυψώνει, τον εξαγιάζει, καταβάλλει την ραθυμία και μαζί της όλες τις ολέθριες ψυχικές δυνάμεις.

Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος μας δίνει πιο καθαρά τον τρόπο της καταπολεμήσεως της ραθυμίας με τη βία. βιάζεσθαι εαυτόν εν πάσι", το να βιάζει κανείς τον εαυτό του σε όλα, αυτή είναι η οδός του Χριστιανού. Δηλαδή: βιάζει τον εαυτό του στο καλό, έστω και αν η καρδιά του δεν το θέλει. Να βιάζει τον εαυτό του σε αγάπη, έστω δεν έχει αγάπη. Να βιάζει τον εαυτό του στο να λυπάται τον άλλον, έστω και αν δεν αισθάνεται λύπη για τον άλλον…

Να βιάζει τον εαυτό του σε προσευχή, έστω και αν η προσευχή του δεν είναι πνευματική…". "Βία φύσεως διηνεκής", θα μας έλεγε ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.

Με την βία επιχειρείται μία εισβολή στα βάθη της ψυχής για να καταλυθεί η ραθυμία που φωλιάζει μέσα μας. αρχή θα γίνει ο αγώνας μας εξωτερικά και χωρίς να καταλαβαίνουμε τίποτε. Μηχανικά. Κατόπιν όμως με την ψυχή θα αγαπήσει την κατάσταση αυτή και θα γίνει ύστερα από μακρά άσκηση βίας εσωτερική η εξωτερική εργασία, πηγαία.

Αυτή την προτροπή κάνει και ο Μ. Βασίλειος. "Η βασιλεία των ουρανών δεν ανήκει στους ράθυμους, αλλά εκείνους που βιάζουν τον εαυτό τους. Και οι βιαστές την αρπάζουν. Αν θέλεις λοιπόν να αρπάξεις τον ουρανό, ράθυμος, αλλά γίνου βιαστής. Σφίξε τον τράχηλό σου κάτω από τον ζυγό του Χριστού… Μη περιεργάζεσαι τα σφάλματα…".







Και ο λόγος του επειδή απευθύνεται σε μοναχούς, είναι πολύ κοφτερός: "Μη νομίζεις ότι θα σωθούν όλοι όσοι κάθονται στο Μοναστήρι". Και αυτοί πρέπει να βιάσουν τον εαυτό τους σε όλα, διώχνοντας την αδηφάγο ραθυμία.

Βέβαια μέσα στα ασκητικά κείμενα υπάρχει πλήθος παραδειγμάτων με τα οποία οι Πατέρες βίαζαν τον εαυτό και έδιωχναν την ραθυμία.

Κάποιος από τους πατέρες έβαλε κανόνα να μη βγει από το κελί του όλη τη Μ. Τεσσαρακοστή. Με συνέργεια του πονηρού το κελί του γέμισε από αναρίθμητους κοριούς. Τότε ασκώντας βία επάνω στον εαυτό του είπε: Καιπεθάνω ακόμη δεν θα βγω από το κελί μου. Την Τρίτη Εβδομάδα των Νηστειών κατά παράξενο τρόπο βλέπει πλήθος από μυρμήγκια το οποίο εξαφάνισε τους κοριούς!

Έτσι ασκούσαν βία πάνω στον εαυτό τους οι πατέρες εκείνοι, πράγματα τα οποία μερικά για μας είναι αδιανόητα σήμερα.

Η άσκηση βίας στον εαυτό μας είναι σχετικά εύκολη για την υπερνίκηση της ραθυμίας και των θλιβερών της συνεπειών στην πνευματική μας ζωή. Κάτι πολύ πιο ευχάριστο από τους κόπους και τις θανάσιμες συνέπειες της ραθυμίας και της άσκοπης ζωής μέσα στην άνεση και την αδράνεια.







Γι’ αυτό και επίκαιρη είναι η προτροπή του Εφραίμ του Σύρου: "Κουράσου και πόνεσε κοπιάζοντας σωματικά, για να αποφύγεις τους κόπους και τις δυσάρεστες συνέπειες των χωρίς κόπο μάταιων λόγων".


2. Μνήμη θανάτου.

Η μνήμη του θανάτου είναι ένα δυνατό όπλο και αποτελεσματικό για την ψυχή εκείνη που έχει πέσει στον ραθυμίας ύπνο.
Αυτή η μνήμη γεννάει το πένθος, προτρέπει σε εγκράτεια, υπενθυμίζει τη γέννα, είναι μητέρα προσευχής και δακρύων, προφυλάγει την καρδιά από την εμπαθή προσκόλληση στα γήινα, οδηγεί στην διάκριση και στον φόβο Θεού, βοηθάει στην τήρηση των εντολών του Θεού και αντιμετωπίζεται με θάρρος ο πνευματικός αγώνας.
Αναφέρει σχετικά ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος για τη μνήμη του θανάτου: "Γι’ αυτό είναι αναγκαία η μνήμη θανάτου, διότι οδηγεί σε πνευματική δραστηριοποίηση τον άνθρωπο και τον ωθεί στη πραγμάτωση της αρετής.

Ειπώθηκε πως δεν είναι δυνατόν να ζήσει κανείς με ευσέβεια, αν δε λογαριάσει την κάθε μέρα του ως την τελευταία ζωής του… Η μνήμη το θανάτου κάνει την καρδιά άφοβη γιατί την απελευθερώνει από κάθε άλλο φόβο".

Αυτά τα λίγα ρανίσματα από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος είναι πολύ χαρακτηριστικά για το πόσο ωφέλιμη μνήμη του θανάτου για την αποδίωξη της ραθυμίας από την ψυχή μας.

3. Ακόμη πιο βοηθητικό βέβαια είναι και η μνήμη του Θεού.

Ο αληθινός προορισμός του ανθρώπου είναι λειτουργικός. Ζει για να υμνεί και να δοξάζει τον Δημιουργό του. Δεν εννοείται βέβαια με αυτό μία τυπική προσευχή. Αλλά πρέπει να είναι μία ενσαρκωμένη προσευχή, διότι ζωή του γίνεται πραγματική, όταν ολόκληρη γίνεται ένας καιρός προσευχής.







Και μας αναφέρει και ο άγιος Ιγνάτιος Θεοφόρος: "Ο χριστιανός εαυτού εξουσίαν ουκ έχει, αλλά Θεώ σχολάζει".







Είναι πράγματι μία υψηλή αποστολή οποία μπορεί να κατορθώσει κανείς αγωνιζόμενος εναντίον όλων των παθών και ιδιαιτέρως εναντίον των τριών γιγάντων· της άγνοιας, της λήθης και της ραθυμίας.


Τελειώνουμε με τις σοφές συμβουλές του όσιου Μάρκου του Ασκητή, ο οποίος έδωσε και την ονομασία στα αυτά πάθη και τα ονόμασε Γίγαντες:

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

"Αφού ντυθείς αυτά τα όπλα της αρετής με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, με κάθε είδους προσευχή και με γενναιότητα και ανδρεία, θα κατανικήσεις τους τρεις γίγαντες των πονηρών δαιμόνων που αναφέραμε. Με άριστη μνήμη του Θεού, σκεπτόμενος πάντοτε όσα είναι αληθινά, όσα είναι σεμνά και όσα είναι σεβαστά, όσα σύμφωνα με το δίκαιο, όσα έχουν καλή φήμη, και οποιαδήποτε άλλη αρετή και έργο που είναι άξιο επαίνου, θα νικήσεις την παγκάκιστη λησμοσύνη και θα την διώξεις μακριά σου. Με την φωτισμένη και ουράνια γνώση, θα εξαφανίσεις την καταστρεπτική και σκοτεινή άγνοια. Με την κάλλιστη και γεμάτη από αρετή προθυμία, θα διώξεις μακριά την άθεη ραθυμία, που φυτεύει μέσα στην ψυχή το κακό.

Αυτές τις αρετές αφού τις αποκτήσεις, όχι με την προαίρεση μόνο, αλλά πραγματικά – με την βοήθεια του και με την συνεργασία του Αγίου Πνεύματος – με πολλή προσοχή και προσευχή, θα μπορέσεις να γλυτώσεις από τρεις δυνατούς γίγαντες του πονηρού που αναφέραμε. Διότι η συνύπαρξη αληθινής γνώσεως και μνήμης λόγων και αγαθής προθυμίας, που με την βοήθεια της ζωντανής χάριτος θα εγκατασταθεί με αγώνα στην ψυχή και θα διατηρηθεί με επιμέλεια, εξαφανίζει από την ψυχή και καθιστά ανύπαρκτο κάθε ίχνος λησμοσύνης και άγνοιας ραθυμίας.

Και τότε βασιλεύει η θεία χάρις μέσα στην ψυχή στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Αμήν".

(Αγ. Μάρκος ο ασκητής. Φιλοκαλία τόμος Α’ σελ. 175-176).

Χαιρετισμοί εις τὴν Παναγία τὴν Γοργοϋπηκοον




Ἀπολυτίκιον.
 Ἦχος δ΄. Τὸ προσταχθέν.
Γοργοϋπήκοε τὸ φῶς ἡ τετοκυία, Πατρὸς βουλήσει θείου Πνεύματος ἐλεύσει, τὴν ψυχήν καταύγασον φωτὶ θεογνωσίας, λατρεύειν Πατέρα, Λόγον, Πνεῦμα εὐθές, θεάρεστα τοῦ νοεῖν τε πράττειν ἀεί, τρισαγίοις ἐν ᾄσμασιν, ὑμνεῖν τε καὶ προσκυνεῖν, ἐλάμπεσθαι κραυγάζειν σοι·
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Ἄνοιξον Θεοτόκε τὸν νοῦν μου δωρεᾷ οὐρανίῳ, γεραίρειν μεγαλεῖά σου ξένα (γ΄), καὶ σὺν Ἀρχαγγέλοις ὑμνεῖν, χαριτόβρυτόν σε κιβωτὸν ἔμψυχον, χωρήσασαν τὸν ἄρτον τὸν οὐράνιον, βοᾶν σοι πόθῳ·
Χαῖρε χαρὰς ἀϊδίου Μήτηρ·
χαῖρε ἀρᾶς ὀλεθρίου λύσις.
Χαῖρε παγγενὴς τοῦ Ἀδὰμ ἀνακαίνισης·
χαῖρε τῆς προμήτορος Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε ὕψος ἁγιότητος τὸ ἀνέφικτον κτιστοῖς·
χαῖρε βάθος ταπεινώσεως οὐ ληπτὸν καὶ νοεροῖς.
Χαῖρε ὅτι ἠράσθη τοῦ σοῦ κάλλους ὁ κτίστης·
χαῖρε, ὅτι εἱλκύσθη καθ’ ἡμᾶς καὶ ἐκτίσθη.
Χαῖρε αὐγὴ ἡμέρας Θεότητος·
χαῖρε ἁγνὴ Παρθένος Μητράναδρος.
Χαῖρε βροτῶν ἀναγέννησις ξένη·
χαῖρε πρὸ τῶν αἰώνων προωρισμένη.
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Βλέψον ἱλέῳ ὄμματί σου Γοργοϋπήκοε Κόρη Ἁγνὴ ἐπὶ τὴν ταπείνωσίν μου, παραβλέψασά μου τὰ δεινὰ πταίσματα, καὶ βραβεύουσά μοι θεϊκὴν ἄφεσιν, ὡς ἔνθους μεγαλύνω σε, καὶ πόθῳ τῷ Θεῷ τὸν ὕμνον ᾄδω·
Ἀλληλούϊα.

Γνώρισμα εὐσεβείας ἀρετῶν ἡ χορεία, ταπείνωσις ἄριστα μὲν ἡ συνδεσμοῦσα, ἀγάπη δὲ κορωνίς, ἀμφοτέραι δὲ συνεκτικαὶ τῶν ἄλλων πέλουσαι, ἄς κτήσασθαι ἐνίσχυσον, βοῶντάς σοι χαρᾷ τοιαῦτα·
Χαῖρε θεώσεως ἡ αἰτία· χαῖρε ἀνθρώπων ἡ σωτηρία.
Χαῖρε Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ ἀνάδειξις·
χαῖρε φωτὸς τοῦ ἀδύτου φανέρωσις.
Χαῖρε πάντα νοῦν διάθεσιν δοῦσα τῷ ἀγαπητῷ·
χαῖρε χάριν ἀντὶ χάριτος συλλαβοῦσα τὸν Χριστόν.
Χαῖρε χρηστότητος θείας δωρεοδότης·
χαῖρε χαρίτων ἀύλων ἀγαθοδότις.
Χαῖρε ἀπαρχὴ τῆς ἡμῶν ἀναπλάσεως·
χαῖρε τῆς Χριστοῦ μεταχοῦσα ἐγέρσεως.
Χαῖρε πιστῶν σωτηρία μεγίστη·
χαῖρε παθῶν θεραπεία ἀρίστη.
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Δύναμιν ἀπροσμάχητόν μοι παράσχου Μῆτερ, ταπείνωσιν ἀληθῆ τοῦ αἰρεῖσθαι, τὴν συντρίβουσαν πλάνου ἰσχύν, ἀρετῶν ἁπασῶν σύνδεσμον, ὁδόν τε ἀπλανῆ πρὸς σωτηρίαν τῶν Θεῷ ψαλλόντων·
Ἀλληλούϊα.

Ἔχουσα συμπαθείας θεοβράβευτον πλοῦτον, προσπίπτοντάς σοι ἁγνὴ ἐν μετανοίᾳ, σὸν Υἱὸν ἐκδυσώπει λυτρωθῆναι παθῶν, καὶ δώρησαι ἡμῖν κατάνυξιν ὡς ᾄσμασι σὺν δάκρυσι βοᾶν σοι κεχαριτωμένη·
Χαῖρε ἡ μήτηρ τῆς εὐσπλαγχνίας·
χαῖρε ἡ στάθμη τῆς συμπαθείας.
Χαῖρε τῆς ἀγάπης Τριάδος ὁμοίωσις·
χαῖρε ἀγαθότητος θείας ἡ μίμησις.
Χαῖρε στάχυν γῆ βλαστήσασα τῆς ζωῆς τὸν φυτουργόν·
χαῖρε Ἄρτον θεῖον φέρουσα τὸν τροφέα τοῦ παντός.
Χαῖρε ὅτι ὑπάρχεις θεοχώρητος οἶκος·
χαῖρε ὅτι παρέχεις κατ’ ἐχθρῶν θεῖον νῖκος.
Χαῖρε λιμὴν ἐν ζάλῃ ἀχείμαστος·
χαῖρε πολλῶν πταισμάτων λυτήριον.
Χαῖρε Θεοῦ θησαυρῶν θημωνία·
χαῖρε πασῶν ἀρετῶν ἁρμονία.
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Ζώωσον νεκρωθέντα, Ζωοδότην τεκοῦσα θεϊκῇ ἐνεργείᾳ Μαρία, καὶ κατεύθυνόν μου τὴν ζωήν, ὡς προσφέρω ὅλην τῷ Θεῷ ὡς σφάγιον, εὐχάριστον ὡς αἴνεσιν ἐν Πνεύματι Ἁγίω ᾄδω·
Ἀλληλούϊα.

Ἥμαρτον ὑπὲρ πάντας, ἀλλ’ ἁγνὴ μητρικὴν παῤῥησίαν πρὸς Χριστὸν κεκτημένη, ἵλεων ποίησον ἀναστῆναι θάττον τὸν φθορᾷ κείμενον, Αὐτοῦ τῇ ζωηφόρῳ ἐνεργείᾳ σοι βοῶντα·
Χαῖρε θεάρεστος εὐδοκία·
χαῖρε θεόσδοτος εὐλογία.
Χαῖρε τῶν ἀνιάτων πανάκεια ἴασις·
χαῖρε δεινῶν δαιμόνων ἀνίατος μάστιξις.
Χαῖρε καύχημα τῆς χάριτος ἐξαιρέτως τὸ λαμπρόν·
χαῖρε τάχος διασώζουσα ἐκ κινδύνων χαλεπῶν.
Χαῖρε ὅτι ἐγένου ὑπὲρ νοῦν Θεοτόκος·
χαῖρε ὅτι βαστάζεις παγκρατέοντα Λόγον.
Χαῖρε ἐναθρωπήσεως Λόγου τὸ αἴτιον·
χαῖρε συγκαταβάσεως Τούτο τὸ ἕλκυστρον.
Χαῖρε Θεῷ παντελῶς ἑνωθεῖσα·
χαῖρε Πνεύματι θείῳ ἁγιασθεῖσα.
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Θέλων κοινωνοὺς θείας φύσεως Λόγος βροτοὺς ἀπεργάσασθαι, ἦλθες βροτωθεὶς πρὸς ἡμᾶς δι’ ἡμᾶς, ἑκουσίως ὑπομείνας θάνατον, ἀπλώσας δὲ παλάμας ἐν Σταυρῷ, καλεῖ ἅπαντας πρὸς σωτηρίαν ᾄδειν·
Ἀλληλούϊα.

Ἰώμενος καχεξίας τοὺς βροτοὺς Θεὸς Λόγος, δεικνύμενος ὁδὸν σωτηρίας, κατῆλθεν ἐν τῷ ᾍδῃ, θανὼν ὁ ἐκ Παρθένου Ἥλιος, ἐγέρσει δὲ ἐφώτισε τὰ σύμπαντα, ἐλκύσας τοὺς πιστοὺς βοᾶν ἀπαύστως τῇ εὐλογημένῃ·
Χαῖρε ὁσίων δόξα καὶ κλέος·
χαῖρε Μαρτύρων ἰσχὺς καὶ σθένος.
Χαῖρε Εὐαγγελίου Χριστοῦ τὸ προοίμιον·
χαῖρε τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε τέλος σκοπιμώτατον τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ·
χαῖρε θάνατον νικήσασα δι’ Υἱοῦ ἀγαπητοῦ.
Χαῖρε Χριστὸν τεκοῦσα ἀσφαλῆ σωτηρίαν·
χαῖρε πρὸς θείαν πόλιν ἀπλανὴς ὁδηγία.
Χαῖρε νοητῶν νεκρῶν ἐγερτήριον·
χαῖρε βασιλείας Χριστοῦ ἀνοικτήριον.
Χαῖρε χωρίου Υἱοῦ ἀχωρήτου·
χαῖρε ταμεῖον Θεοῦ ἀπολύτου.
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Κόρος τῶν σῶν ἐφυμνίων οὐ προσγίνεται ὅλως, ἀκόρεστον γὰρ τὸ θεῖον οὐ ὁμοίωσις σὺ ὑπερτελής, ἡ τεκοῦσα Λόγον ἐν σαρκὶ Ἄχραντε, θεώσεως τυχοῦσα ὑπὲρ ἔννοιαν, πλουτοῦσα μητρικῶς τὴν ἀγαθότητα, ᾧ ψάλλομεν·
Ἀλληλούϊα.

Λάμψον ἐν ταῖς καρδίαις φωτισμὸν ἀληθείας, σκοτόμαιναν παθῶν διαλύων, χαριζόμενος ἡμῖν λιταῖς τῆς Γοργοϋπηκόου σου Μητρός, οὐράνιον ἀπάθειαν, βοῶσι πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε κτισμάτων τιμιωτέρα·
χαῖρε φωτὸς ἡ καθαρωτέρα.
Χαῖρε πύλας χαλκὰς τοῦ Ἅδου συντρίψασα·
χαῖρε Παραδείσου τὰς εἰσόδους ἀνοίξασα.
Χαῖρε θείαν ὡραιότητα φανερώσασα σαρκί·
χαῖρε κάλλος καὶ εὐπρέπειαν Λόγον φέρουσα χερσί.
Χαῖρε βρέφος τεκοῦσα τοῖς πιστοῖς σωτηρίαν·
χαῖρε λάμψας σοῖ τὸ φέγγος τοῖς ἐν σκότει ἁγνοίας.
Χαῖρε πηγὴ ἐξ ἧς τὸ ἀλλόμενον·
χαῖρε λουτὴρ ψυχῶν καθαρτήριον.
Χαῖρε νυμφὼν μυστικὸς τοῦ Σωτῆρος·
χαῖρε Χριστοῦ ἡ ἐσφράγιστος βίβλος.
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Μέλος ἐναρμόνιον μουσικῆς συμφωνίας μελωδήσαντες, ἀνυμνήσωμεν τὴν Μητέρα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, προστασίαν πάντων καὶ φρουρὸν ἄμαχον, ἁγνὴν Γοργοϋπήκοον Τριάδι ἐκβοῶντες·
Ἀλληλούϊα.

Νῦξον ἡμῶς καρδίας κατανύξεως πόθῳ, δακρύειν ἀεννάως Παρθένε, ἀποσμῆξαι κηλίδας παθῶν, καθαροί τε ἐποφθεῖναι τῷ Πλάσαντι, ὅπως σοι εὐχαριστοῦντες Ἁγνὴ βοῶμεν·
Χαῖρε Τριάδος ἡ κατοικία·
χαῖρε ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας.
Χαῖρε τῶν πρωτοτόκων τερπνὴ ἀγαλλίασις·
χαῖρε τῶν Ἀσωμάτων πόθος καὶ ἔλλαμψις.
Χαῖρε σκέπη ἡ φυλάττουσα θεῖα τέκνα μητρικῶς·
χαῖρε γνῶσιν ἡ φυτεύσασα τῆς Τριάδος φαεινῶς.
Χαῖρε πόλις ἁγία οὐρανῶν Βασιλέως·
χαῖρε θεία πυράγρα τοῦ πυρὸς τοῦ ἀύλου.
Χαῖρε ζωῆς ἁγίας τὸ ἴνδαλμα·
χαῖρε βροτῶν καὶ νόων ὑπόδειγμα.
Χαῖρε πηγῆς ἀθανάτου τὸ ῥεῖθρον·
χαῖρε καινῆς ἀφθαρσίας τὸ κλεῖθρον.
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Ξένα καὶ ἀνήκουστα πάντη τὰ σὰ μεγαλεῖα, Θεὸς γὰρ δι’ ἡμᾶς ἑκουσίως βροτωθεὶς δι’ ἀγαθότητα, ἐκ σοῦ ὁρᾶται νήπιος, ὁ πάντων Κύριος ὡς ἄν στραφῶμεν γεγονότες ὡς παιδίον ἄκακοι, ᾠδὴν Αὐτῷ προσᾴδοντες χαρᾷ τό·
Ἀλληλούϊα.

Ὅλην σου τὴν ἔφεσιν μόνη Θεῷ δοῦσα μεγίστῃ σπουδῇ, ὁ ἀπερίγραπτος λόγος ἀντιδόσει κρείττονι, βουλῇ τοῦ Πατρὸς ὅλος ἐπεδόθη σοι Υἱός σου γενόμενος, ἐπελεύσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φανεὶς θεάνθρωπος σὲ Θεοτόκον ἐργασάμενος, ὅθεν ἀκούεις ταῦτα·
Χαῖρε λυχνία φωτὸς ἀδύτου·
χαῖρε πληροῦσα χαρᾶς ἀπείρου.
Χαῖρε τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ καινότατον·
χαῖρε μυστηρίων Αὐτοῦ τὸ ἀπόῤῥητον.
Χαῖρε ὥσπερ θρόνος φέρουσα τὸν Δεσπότην καὶ Θεόν·
χαῖρε πάντων ὑπερέχουσα αἰσθητῶν καὶ νοητῶν.
Χαῖρε φύσιν λαθοῦσα θεϊκῇ ἐνεργείᾳ·
χαῖρε βρέφος τεκοῦσα Πατρικῇ εὐδοκίᾳ.
Χαῖρε ναὲ τῆς θεότητος ἅγιε·
χαῖρε πηγὴ τῶν χαρίτων ἀκένωτε.
Χαῖρε ἐξ ἧς ἐγεννήθη ὁ Κτίστης·
χαῖρε δι’ ἧς ἐκαινίσθη ἡ κτίσις.
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Πέπαυται τῶν δαιμόνων τῆς ἀπάτης ἡ πλάνη, ἀντ’αὐτῆς δὲ εἰσήχθη ἡ γνῶσις τῶν μυστηρίων Τριάδος· πεφανέρωται γὰρ διὰ σοῦ Θεὸς Λόγος Δέσποινα, ὁδὸς, ζωή, ἀλήθεια, φωτὶ οὗ καταλάμπονται πιστοὶ προσάδοντες τὸν ὕμνον·
Ἀλληλούϊα.

Ῥήμασι θεοφθόγγοις ἀνυμνοῦμέν σε πόθῳ, ὡς ὄντως Θεοτόκον Παρθένε, σὺν Πατρί, σῷ Υἱῷ καὶ τῷ Πνεύματι σέβας ὡς Θεῷ νέμοντες, Τριάδα εὐσεβῶς λατρεύοντές σοι ἐκβοῶμεν·
Χαῖρε παραδείσου εὐωδίας·
χαῖρε φυτὸν τῆς ἀθανασίας.
Χαῖρε σοφίας Θεοῦ ἡ γεννήτρια·
χαῖρε πιστῶν πρὸς Αὐτὴν Ὁδηγήτρια.
Χαῖρε ὕδωρ θεῖον βλύσασα τῆς εἰρήνης ποταμόν·
χαῖρε ἄβυσσον πηγάσασα ἀμετρήτων οἰκτιρμῶν.
Χαῖρε ὅτι ἐπεφάνη ἀρετὴ καὶ ὑψώθη·
χαῖρε ἐμαράνθη ἡ ἀπάτη ἐσβέσθη.
Χαῖρε ἁμαρτανόντων τὸ ἰλαστήριον·
χαῖρε τῶν ἐν ἀνάγκαις τὸ καταφύγιον.
Χαῖρε δι’ ἧς ἐφωτίσθη ὁ κόσμος·
χαῖρε δι’ ἧς ἐμωράνθη ὁ πλάνος.
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Σῶσόν με ἡ ἐλπίς μου καὶ σκέπη καὶ προστασία, πρὸς σὲ γὰρ ἀνεθέμην πᾶσάν μου προσδοκίαν Γοργοϋπήκοε, ὅτι τὸν Σωτῆρα Ἰησοῦν ἔτεκες, ᾧ πρέπει δόξα σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι σεπτῇ Τριάδι, ᾗ βοῶμεν·
Ἀλληλούϊα.

Τόπος ἐν ᾧ ἐφάνη ὁ Θεὸς ἐν ἀνθρώποις βουλόμενος θεῶσαι τὴν φύσιν, οὐράνιος κατοικία, σὺ βίβλος ζωῆς, ἐν ᾗ Χριστὸς κατοικεῖν ἠρετήσατο, ἐδείχθης Μητροπάρθενος, ὁ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε ἡ μόνη εὐλογημένη·
χαῖρε ἁγνὴ κεχαριτωμένη.
Χαῖρε τοῦ παρόντος αἰῶνος, λαμπρὰ ἀποκάλυψις·
χαῖρε σοφὴ τοῦ μέλλοντος ἀσάλευτος ἀνακαίνισις.
Χαῖρε ὅτι ἐφανέρωσας ἀγαθότητα Θεοῦ·
χαῖρε ὅτι σὺ ἀπέδειξας τὴν χρηστότητα Αὐτοῦ.
Χαῖρε τοῦ ὄντως Ὄντος ἐν σαρκὶ πρὸς ἡμᾶς παρουσία·
χαῖρε χριστεπωνύμων ἡ πολλὴ πρὸς Αὐτὸν παῤῥησία.
Χαῖρε Χριστοῦ λαμπρὸν οἰκητήριον·
χαῖρε καλῶν ἔργων τὸ βραβευτήριον.
Χαῖρε σωτηρίαν τῷ κόσμῳ τεκοῦσα·
χαῖρε ἱλασμὸν τοῖς πιστοῖς παρασχοῦσα.
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Ὕμνοις Γοργοϋπήκοε σὲ κατὰ χρέος τιμῶντες, λατρεύομεν τὸν θεῖον Υἱόν σου, Ὁμοούσιον ὁμοῦ σὺν Πατρὶ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, Βασιλείαν Ἄναρχον, τρισσὸν ὕμνον προσάδοντες, φαιδροὶ σὺν Ἀρχαγγέλοις τε Τριάδι ψάλλοντες·
Ἀλληλούϊα.

Φωταυγὸν ἡ τεκοῦσα Φωτοδότην Σωτῆρα τὸν Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης, φωτοδότιδα αἴγλην μοι βράβευσον, ὑμνοῦντί σου πανευσεβῶς τὰ θεῖα μυστήρια καὶ μεγαλύνοντι τὴν δόξαν σου Γοργοϋπήκοε σὺν νόοις ἐκβοῶντί σοι·
Χαῖρε ἡ Μήτηρ τοῦ Ζωοδότου·
χαῖρε ἡ πύλη τοῦ Φωτοδότου.
Χαῖρε τῆς ἀγάπης Θεοῦ λαμπρὰ ἔνδειξις·
χαῖρε τῆς σοφίας Αὐτοῦ ἡ ἀπόδειξις.
Χαῖρε Ἥλιον ἐμφαίνουσα φῶς ἐν σκότει ἱλαρόν·
χαῖρε Ὄρος ἐξ οὗ τέτμηται τῆς ζωῆς ὁ ἀρχηγός.
Χαῖρε ἡ φανεροῦσα τῆς Τριάδος τὸ κράτος·
χαῖρε ἡ μετασχοῦσα ταύτης δόξης ἀφράστως.
Χαῖρε ἁπάντων κτισμάτων Βασίλισσα·
χαῖρε τῆς ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἡ εὐπρέπεια.
Χαῖρε ἀύλων δώρων ἡ χορηγία·
χαῖρε βροτῶν καὶ νόων ἡ ὑμνωδία.
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Χαῖρε Μήτηρ Κυρίου Γοργοϋπήκοε Κόρη, ἡ Χάριν δεξαμένη Μαρία, τὴν ἀσύγκριτον ὑπερφυῶς, ἀλλὰ σπλαγχνισθεῖσα καὶ ἡμᾶς χάριτος ἀξίου, μεγαλύνοντας σὸν Τόκον ᾧ βοῶμεν οὕτως·
Ἀλληλούϊα.

Ψάλλοντες τῇ Τριάδι τὸν Τρισάγιον ὕμνον, ἀνυμνοῦμέν σε, ὡς θεῖον ἱερὸν Θεοτόκε Γοργοϋπήκοε, ἐν σοὶ γὰρ οἰκήσας Χριστὸς ἡ τοῦ Ὑψίστου εὐπρεπὴς δύναμις, ἀνύψωσεν, ἐθέωσεν, ἐδίδαξε, βοᾶν σοι πάντας·
Χαῖρε ἁγίων ἁγιότης·
χαῖρε παρθένων θεία φαιδρότης.
Χαῖρε κιβωτὲ πληρωθεῖσα τῆς χάριτος·
χαῖρεἡ πηγὴν δεξαμένη θεότητος.
Χαῖρε σκεῦος καθαρώτατον τῶν ἀύλων θησαυρῶν·
χαῖρε πνέουσα τοῦ Πνεύματος εὐωδίας φωτισμόν.
Χαῖρε ἔμπνους κιθάρα μελωδοῦσα τὰ θεῖα·
χαῖρε χάριτος λύρα Ἐκκλησίας κινύρα,
Χαῖρε δι’ ἧς τὰ πάντα εὐφραίνονται·
χαῖρε δι’ ἧς χαρὰ ἐν τοῖς πέρασι.
Χαῖρε ἐλπίς μου καὶ σωτηρία·
χαῖρε γοργόπτερος προστασία.
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Ὦ Γοργοϋπήκοε Μῆτερ ἡ τεκοῦσα τὸν πάντας ἁγίους ἁγιάζοντα (γ΄). Λόγον δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν, Σὲ ὑμνοῦντας πόθῳ καθαγίασον καὶ βασιλείας Οὐρανῶν ἀξίωσον τοὺς ἐκβοῶντας·
Ἀλληλούϊα.

Κοντάκιον.
Γοργοϋπήκοε ταχείᾳ ἀντιλήψει σου, ἐκ πολεμίων με, σὺν ποίμνην ἐλευθέρωσον, ἀνυμνοῦσαν μεγαλεῖα σου Θεοτόκε, ὡς Τριάδι ὕμνον ᾄδω τὸν Τρισάγιον, Ἀρχαγγέλοις τε ὁμοῦ σὺν Πρωτοτόκοις τε, ἵνα κράζω σοι·
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Ἕτερον.
Γοργοϋπήκοε ταχείᾳ ἀντιλήψει σου, ἐκ πολεμίων ὑμνολόγους ἐλευθέρωσον, ἀνυμνοῦντας μεγαλεῖα σου Θεοτόκε, ὡς Τριάδι ὕμνον ᾄδωμεν Τρισάγιον, Ἀρχαγγέλοις τε ὁμοῦ σὺν Πρωτοτόκοις τε, ἵνα κράζωμεν·
Χαίροις Γοργοϋπήκοε.

Χαιρετισμοί Άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς, Αρχιεπίσκοπο Σαγκάης και Σαν Φρανσίσκο



Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῶν ὁσίων ἀσκητῶν τὸ ἐγκαλλώπισμα, ἀρχιερέων δὲ ἁγίων ἰσοστάσιον, ἀνυμνοῦμέν σε πανόλβιε Ἰωάννη· τῶν Ἁγίων γὰρ ἁπάντων ὥσπερ μέλισσα, ἐτρυγήσω ἀρετὰς καὶ κατεσκεύασας, μέλι πάντιμον· Χαίροις Ἁγίων ἀκροθίνιον.

Ἄνοιξόν μοι τὸ στόμα, ἐπαξίως ὑμνῆσαι, Ἰωάννη τῶν καμάτων σου γέρα (γ΄), ἀγγελικῶς γὰρ βιώσας ἐν γῇ, πῶς ἐξισχύσω ἐξειπεῖν ἅπαντα; Θάμβει πολλῷ δὲ συνεχόμενος, κραυγάζω σοι τοιαῦτα·

Χαῖρε, χαρὰ τῆς ἐμῆς καρδίας·

χαῖρε, τρυφὴ τῶν παρόντων στίχων.

Χαῖρε, τῆς Ῥωσσίας βλαστὸς εὐθαλέστατος·

χαῖρε, Ἐκκλησίας καρπὸς εὐωδέστατος.

Χαῖρε, τεῖχος τὸ ἀκράδαντον, ταῖς δαιμόνων προσβολαῖς·

χαῖρε, ἔλαφος ὠκύδρομος, ὄφεις κτείνουσα ποσί.

Χαῖρε, ὅτι Ἀγγέλων τὰς χορείας ζηλώσας·

χαῖρε, ὅτι δαιμόνων τὰς παγίδας διέδρας.

Χαῖρε, Μαρτύρων γέρα δραξάμενος·

χαῖρε, Θεοῦ τὴν χάριν δεξάμενος.

Χαῖρε, νοσούντων ταχὺς ἀντιλήπτωρ·

χαῖρε, ἀλγούντων ἀκέστωρ τυγχάνων.

Χαίροις, Ἁγίων ἀκροθίνιον.

Βλέπων καθαροτάτως, ὄμμασι σῆς καρδίας, προσκαίρων τὸ ἐπίπλαστον μάκαρ, ἐξ ἀπαλῶν ὀνύχων τῷ Χριστῷ, προέκρινας ἀκολουθεῖν πάντοτε· διὸ ὁλοσχερῶς ἀνατεθεὶς αὐτῷ, ἐκθύμως ἐβόας·

Ἀλληλούϊα.

Γνῶσιν θείαν ἐδέξω, καταστήσας τὸν νοῦν σου δεσπότην τῶν παθῶν Ἰωάννη· πάσης γὰρ ποιήσας καθαρόν, φαντασίας αἰσθητῶς Ἅγιε, σοφίας κοινωνὸς ἐγένου τῆς ἄνω· διὸ βοῶμεν·

Χαῖρε, πατὴρ ὀρφανῶν καὶ φύλαξ·

χαῖρε, προσφύγων τῶν σῶν προστάτα.

Χαῖρε, ταπεινώσεως τρόποις ὑψούμενος·

χαῖρε, ἀρετῶν ὁρμαθοῖς εὐωχούμενος.

Χαῖρε, καύχημα θεόσδοτον, τῶν Ἀγγέλων καὶ βροτῶν·

χαῖρε, κύδιστον ἀγλάϊσμα, ὀρθοδόξων κληρικῶν.

Χαῖρε, τῶν ἀσθενούντων ἀσφαλέστατον ἄκος·

χαῖρε, ὁ ἀρετῆς κατορθώσας τὸ ἄκρος.

Χαῖρε, Χριστοῦ τὸ ζείδωρον βλάστημα·

χαῖρε, πιστῶν ἀείζωον καύχημα.

Χαῖρε, κινδύνων ἡμᾶς ἐλυτρώσω·

χαῖρε, ἐχθρῶν τὰς ὀρδὰς ἐτροπώσω.

Χαίροις, Ἁγίων ἀκροθίνιον.

Δόλιχον διανύσας, τῆς προσκαίρου ζωῆς σου, ἀκτησίᾳ καὶ ταπεινοφροσύνῃ, ἀγρυπνίαις τε καὶ χαμευνίαις σοφέ, τὴν ψυχὴν ἐκάθηρας παθῶν Ὅσιε· Ἀγγέλων οὖν χορεύεις μελῳδίαις, ἐν ὑψίστοις κράζων·

Ἀλληλούϊα.

Ἔχομεν θεοφόρε, τῶν λειψάνων σου θήκην, ἀέναον πηγὴν ἰαμάτων, τὸ γὰρ ἄφθαρτον σῶμά σου σοφέ, ἐν αὐτῇ ὁρῶντες θαυμαστῶς σπεύδομεν, καὶ ἐκ περάτων γῆς συμφώνως ἐκβοῶμέν σοι τοιαῦτα·

Χαῖρε, λαμπρὸν τῆς Ῥωσσίας θρέμμα·

χαῖρε, δεινὸν τῶν δαιμόνων τραῦμα.

Χαῖρε, τῆς Χριστοῦ ἀγαθότητος πάροχε·

χαῖρε, τῆς αὐτοῦ ἱλαρότητος κάτοχε.

Χαῖρε, ὄρχαμε θεόσδοτε, τῶν σεπτῶν ἱεραρχῶν·

χαῖρε, κόσμημα καὶ καύχημα, ἱερέων εὐλαβῶν.

Χαῖρε, ὅτι εὐχαῖς σου φρυκτωρεῖς τοὺς ἐν σκότει·

χαῖρε, ὅτι πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων προθύμως.

Χαῖρε, Θεοῦ χαρίτων ἐξύφασμα·

χαῖρε, πιστῶν προσφύγων ἐξίλασμα.

Χαῖρε, τοῦ βίου χηρῶν τὰ τροφεῖα·

χαῖρε, πληρῶν τῶν πτωχῶν τὰ ταμεῖα.

Χαίροις, Ἁγίων ἀκροθίνιον.

Ζέων τῷ θείῳ πόθῳ, σεαυτὸν ἀπηρνήθης, Χριστῷ ἀκολουθήσας προφρόνως· παντευχίᾳ γὰρ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ, τῶν ἐχθρῶν ἠφάνισας δεινὸν φρύαγμα· διὸ καὶ ἐκ βαθέων ἀνεκραύγαζες Θεῷ ἀπαύστως·

Ἀλληλούϊα.

Ἤρθης πρὸς θεωρίαν, ἐκ παθῶν χαμαιζήλων, ὑψώσας τὴν ψυχήν σου θεόφρον· καὶ συνόδου ἱερῶν πατέρων, λαβὼν ψήφους κανονικὰς Ἅγιε, ἀρχιερέων τοὺς θώκους ἐκλέϊσας, οἱ βοῶσι ταῦτα·

Χαῖρε, ποιμὴν λογικῶν προβάτων·

χαῖρε, ἰθύντωρ ἡμῶν βημάτων.

Χαῖρε, τῶν πιστῶν σελαγῶν τὰ συστήματα·

χαῖρε, ὁ τῆς πλάνης ἐκτέμνων βλαστήματα.

Χαῖρε, οἴαξ ὁ πολύστροφος, διασώζων τοὺς πιστούς·

χαῖρε, ὄασις θεόσταλτος, ἀναψύχουσα βροτούς.

Χαῖρε, παραμυθία τῶν ἐν θλίψεσιν ὄντων·

χαῖρε, ἡ θυμηδία τῶν εἰς σὲ ἐλπιζόντων.

Χαῖρε, σοφίας θείας πληρέστατος·

χαῖρε, καρπῶν τοῦ Πνεύματος ἔμπλεως.

Χαῖρε, καμνόντων κυβερνήτα·

χαῖρε, ἀλγούντων χαρὰ καὶ ἀκέστωρ.

Χαίροις, Ἁγίων ἀκροθίνιον.

Θησαυρὸς κεκτημένη, ἡ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τὴν θήκην σεπτῶν σου λειψάνων, κεχηνότα στόματα αἱρετικῶν, δι’ αὐτῆς στομώσασα λαμπρῶς ἔπεισε, στομφάζοντα τὸ πρίν, ὑμνεῖν καὶ κράζειν νῦν συμφώνως·

Ἀλληλούϊα.

Ἴδιον οὐκ ἐκτήσω, ἐπὶ γῆς θεοφόρε, εἰ μὴ τὸν Χριστὸν Ἰωάννη, ἀκτησίας γὰρ ἐλευθερίαν ἐσχηκώς, ὑψιπέτης ὤσπερ ἀετὸς γέγονας, κατεποπτεύων οὐρανόθεν ἡμᾶς τοὺς βοῶντάς σοι ταῦτα·

Χαῖρε, ἐπόπτα τῆς θείας δόξης·

χαῖρε, διόπτα ἀῤῥήτου φέγγους.

Χαῖρε, ὀρθοδόξων δογμάτων ὁ θέμεθλος·

χαῖρε, οὐρανίων δραγμάτων ὁ πάροχος.

Χαῖρε, σύνοικε καὶ σύσκηνε, τῶν ἁγίων ἀσκητῶν·

χαῖρε, σύμψηφε καὶ σύνοχε, τῶν σεπτῶν ἱεραρχῶν.

Χαῖρε, τῆς ἀκτησίας ἡ πολύολβος κτῆσις·

χαῖρε, τῆς ἀθυμίας ἡ θεόσδοτος λύσις.

Χαῖρε, ὁ λύων βρότεια πταίσματα·

χαῖρε, ὁ παύων δαίμονας φρύαγμα.

Χαῖρε, Χριστοῦ Ἐκκλησίας κοσμήτωρ·

χαῖρε, σοφὲ Θεοτόκου ὑμνήτωρ.

Χαίροις, Ἁγίων ἀκροθίνιον.



Κῆρυξ φωτοχυσίας, τῆς ἀΰλου ἐγένου, ἐγγίσας τῷ Θεῷ μυστιπόλε, σεπτῶν δὲ φοιτητῶν σου τὸν χορόν, ὁδηγεῖς πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας, οἳ ὁμοθυμαδὸν σὺν σοὶ τῷ Σωτῆρι βοῶμεν·

Ἀλληλούϊα.

Λίαν ἐξουδενώσας, σεαυτὸν θεηγόρε, τῶν καλῶν ἐμιμήσω τοὺς τρόπους· περὶ γὰρ μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ, ἀξίως διαλέγεσθαι, οὕτως ἐξίσχυσας· διὸ σὲ θεηγόρε, κατὰ χρέος ἐκβοῶμεν ταῦτα·

Χαῖρε, λαμπρὸν Ἐκκλησίας κύδος·

χαῖρε, στεῤῥὸν μοναζόντων τεῖχος.

Χαῖρε, τῶν πιστῶν ὁδηγὸς ἀσφαλέστατος·

χαῖρε, τῶν πτωχῶν πλουτιστὴς προμηθέστατος.

Χαῖρε, ὄρχημα καὶ μέλισμα, τὸ ἐμπνέον τοὺς πιστούς·

χαῖρε, ὄρμημα θεόσταλτον, πρὸς ἀγῶνας ἀνδρικούς.

Χαῖρε, ὁ ταπεινώσας τὴν ὀφρὺν τῶν δρακόντων·

χαῖρε, ὁ ἐκνευρίσας τὰς ὀρδὰς τῶν δαιμόνων.

Χαῖρε, Τριάδος κῆρυξ θερμότατος·

χαῖρε, λαμπτὴρ ἀστέρος λαμπρότερος.

Χαῖρε, πραΰτητος τρόποις ἐμπρέπων·

χαῖρε, γλυκύτητος πλήρης ὑπάρχων.

Χαίροις, Ἁγίων ἀκροθίνιον.

Μωϋσῆς ὥσπερ νέος, ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, ἐνέγραψας καρδίαις λιθίναις· καὶ σαρκίνας ἀναδείξας αὐτάς, ὁδηγεῖς πρὸς ἀγάπησιν Θεοῦ ἁπάσας· ὅθεν, σοὶ τῷ πατρὶ ἡμῶν εὐγνωμόνως ἐκβοῶμεν·

Ἀλληλούϊα.

Νέος ὢν τοῖς νῦν χρόνοις, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ τοῖς τρόποις, τοῖς θείοις ἡμιλλήσω πατράσι· παλαιῶν γὰρ Ἁγίων τοῖς χοροῖς, συγχορεύεις νῦν ἐν οὐρανοῖς Ὅσιε· τὰ ἴσα ἀπολαύων αὐτοῖς βραβεῖα· διό σοι βοῶμεν·

Χαῖρε, πυρσὲ ὁδηγῶν ἐν σκότει·

χαῖρε, ἀστὴρ καταυγάζων φρένας.

Χαῖρε, ἀρετῶν ὁ ἐκφαίνων τὴν ἔλλαμψιν·

χαῖρε, ἐμπνευστὰ τῶν πιστῶν πρὸς σὴν μίμησιν.

Χαῖρε, εὔσπλαγχνε προσφύγων σου, εἰσακούων τὰς λιτάς·

χαῖρε, γέφυρα ἁπάντων, διαπορθμεύων προσευχάς.

Χαῖρε, ἄϋλε νόα, ὑμνηπόλε τῶν ἄνω·

χαῖρε, ἄνθρωπε θεῖε, φαεσφόρε τῶν κάτων.

Χαῖρε, νηῶν λιμὴν ὁ ἀκύμαντος·

χαῖρε, χαρὰ βροτῶν ἡ ἀμέτρητος.

Χαῖρε, βροτείας φθορᾶς ἀναιρέτα·

χαῖρε, παγίδων ἐχθροῦ καθαιρέτα.

Χαίροις, Ἁγίων ἀκροθίνιον.

Ξενωθεὶς τῆς πατρίδος, καὶ οἰκείων τρισμάκαρ, ἐν ξένῃ ἐπορεύθης ἀσμένως· διὰ τοῦτο γὰρ προφθάνεις τὰς εὐχάς, πάντων ἡμῶν ὡς περιθέων γῆν ἅπασαν, καὶ συνεγείρεις τοὺς λαούς, αὐτῆς κραυγάζειν τῷ Σωτῆρι·

Ἀλληλούϊα.

Οἰκουμένης καυχῶνται, Ἐκκλησίαι εὑροῦσαί σε, ὡς θεῖον αὐτῶν ποιμενάρχην· τῆς Σανγκάης γὰρ καὶ τῆς Ἀμερικῆς, ὡς καὶ Εὐρώπης τοὺς θώκους ἐκλέϊσας· οἳ ὡς προστάτην σε δικαίως θεωροῦσαι, βοῶσί σοι τοιαῦτα·

Χαῖρε, χαρᾶς θεϊκῆς δοχείου·

χαῖρε, ἑσμοῦ δαιμονίων θρῆνος.

Χαῖρε, ἀετὲ οἰκουμένης ὑπόπτερε·

χαῖρε, πρεσβευτὰ Ἐκκλησίας ὑπέρτερε.

Χαῖρε, ὅτι καὶ ὁρώμενος ἱλαρύνεις τοὺς πιστούς·

χαῖρε, ὅτι ἀσπαζόμενος ἁγιάζεις νῦν αὐτούς.

Χαῖρε, ὅτι ἐδρέψω σῶν καμάτων βραβεῖα·

χαῖρε, ὅτι Ὁσίων ἀνεμάξω τὰ ἆθλα.

Χαῖρε, θαυμάτων ῥοῦς ἀνεξάντλητος·

χαῖρε, παθῶν λουτὴρ ἀκαταίσχυντος.

Χαῖρε, ναοῦ Θεοτόκου δομήτωρ·

χαῖρε, αὐτῆς διὰ βίου ὑμνήτωρ.

Χαίροις, Ἁγίων ἀκροθίνιον.

Πᾶσα βρότειος γλῶσσα, πρὸς ὕμνον κινείσθω, τῶν σῶν θαυμασίων παμμάκαρ· πῶς ἐν σώματι γὰρ ἀσθενεῖ, πρὸς ἀοράτους συμπλοκὰς ἐχώρησας Ἅγιε; Διὸ νῦν δοξαζόμενος, ἐν Ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἀκούεις·

Ἀλληλούϊα.

Ῥητορεύων σιωπῇ σου, ὑπερήρθης ῥητόρων, πολυβόων μωρὰς φληναφίας· ἀπεδείκνυς γὰρ ὄντως σοφέ, ὅτι· εὖ βιούντων, οὐ λαλούντων ἡ χάρις, ἀκολουθοῦντες· ὅθεν τὸ παράδειγμά σου ἐκβοῶμεν·

Χαῖρε, ψυχῶν ἀναιρῶν τοὺς ῥύπους·

χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὸς καὶ σέλας.

Χαῖρε, φιλοσόφων ἐλέγχων τὴν ἄνοιαν·

χαῖρε, εὐσεβούντων εὐφραίνων διάνοιαν.

Χαῖρε, ὅτι σὺ ἐπλήρωσας, οὐρανίους καλιάς·

χαῖρε, ὅτι σὺ ἐχάλασας, τῶν δαιμόνων στρατιάς.

Χαῖρε, ὅτι τοῖς τρόποις σου ἐδίδασκες μᾶλλον·

χαῖρε, ὅτι ἐδόξασας Χριστὸν ὑπὲρ ἄλλον.

Χαῖρε, ποιμὴν λαοῦ ἀγγελόμορφε·

χαῖρε, νοῶν ἀΰλων συγκάθεδρε.

Χαῖρε, στομώσας αἱρέσεων λήρους·

χαῖρε, πιστῶν φαιδρύνας τοὺς δήμους.

Χαίροις, Ἁγίων ἀκροθίνιον.

Στήλη ἔμψυχος ὤφθης, βιοτῆς ἐναρέρου, ὁδηγῶν τὸν λαὸν ἐν ἐρήμοις, ἱκανὴ γὰρ καὶ μόνη σοφέ, τῆς σῆς ὄψεως θέα, τοῖς πιστοῖς ἧν τυπῶσαι, πάσης ἀρετῆς ὑπόθεσιν· διὸ πάντες συμφώνως ἐκβοῶμεν·

Ἀλληλούϊα.

Τεῖχος ἄῤῥηκτον ὤφθης, οἰκουμένης τρισμάκαρ, καὶ πάντων τῶν πιστῶν σου προσφύγων· ἐπὶ σὲ γὰρ τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ, ἀπηνῶς προσκρούοντα σοφὲ ἅπαντα ἀφανιοῦνται· ἡμεῖς δὲ πόθῳ σοι βοῶμεν ταῦτα·

Χαῖρε, ὁ στῦλος τῆς ἐγκρατείας·

χαῖρε, τὸ τεῦχος τῆς ἡσυχίας.

Χαῖρε, οἰκουμένης σεμνὸν ἀγαλλίαμα·

χαῖρε, Ἐκκλησίας ἡδύπνουν θυμίαμα.

Χαῖρε, σὺ γὰρ ἐξηφάνισας, τῶν ἐχθρῶν τὰς προσβολάς·

χαῖρε, σὺ γὰρ κατεφαίδρυνας, τῶν πιστῶν συναγωγάς.

Χαῖρε, ὁ τοῦ βελίαρ ἐκμειώσας τὸ θράσος·

χαῖρε, ὁ τῆς Τριάδος ἀναμέλψας τὸ κράτος.

Χαῖρε, πιστῶν θερμὸν καταφύγιον·

χαῖρε, στεῤῥὸν λαοῦ ἀμυντήριον.

Χαῖρ,ε σοφὲ μυστιπόλε τῶν ἄνω·

χαῖρε, λαμπρὲ μυστολέκτα ἀῤῥήτων.

Χαίροις, Ἁγίων ἀκροθίνιον.

Ὑπὸ σῶν ψευδαδέλφων, ὡδηγήθης ἀφρόνως, εἰς δίκας ἀδίκους θεόφρον, καὶ ἑλκόμενος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὡς ἀρνίον τοῦ Χριστοῦ ἄκακον, οὐδόλως ἀνταπέδωκας· ἀλλ’ ἔπεισας αὐτοὺς σὺν σοὶ κραυγάζειν·

Ἀλληλούϊα.

Φωτοβόλοις εὐχαῖς σου, δαδουχεῖς οἰκουμένην, λαμπρὲ τοῦ Χριστοῦ ἱεράρχα· τῶν θαυμάτων γὰρ ταῖς προχοαῖς, καταρδεύεις αὐχμῶσαν γῆν ἅπασαν· σὺν πόθῳ οὖν κραυγάζοντες, γηθόμενοι βοῶμεν ταῦτα·

Χαῖρε, λαμπτὴρ νοητοῦ ἡλίου·

χαῖρε, φωστὴρ τοῦ ἀδύτου φέγγους.

Χαῖρε, τοῦ φωτὸς καθαρώτατον κάτοπτρον·

χαῖρε, τῶν ἀγρῶν οὐρανίων τὸ ἄροτρον.

Χαῖρε, σὺ γὰρ κατεμάρανας, τοὺς πολέμους τῶν παθῶν·

χαῖρε, σὺ γὰρ ἐξηφάνισας, φάλαγγας τῶν δυσμενῶν.

Χαῖρε, ὁ τῆς Ῥωσσίας τιμαλφέστατος γόνος·

χαῖρε, ὁ τῶν δαιμόνων ἀνυπόστατος πόνος.

Χαῖρε, κρουνὲ θαυμάτων ἀσίγαστε·

χαῖρε, λιμὴν πλωτήρων ἀκύμαντε.

Χαῖρε, ἀστὴρ τοὺς ἐν σκότει φωτίζων·

χαῖρε, κραυγὰς τῶν πιστῶν εἰσακούων.

Χαίροις, Ἁγίων ἀκροθίνιον.

Χαμευνίας τοὺς πόνους, ἐκαρτέρεις ἀσμένως, ἀΰλως βιώσας τρισμάκαρ· τὴν ἀγάπην γὰρ τῇ προσευχῇ, συναρμόσας ἐγκρατεία τε πάνσοφε, παθῶν ψυχήν σου ἐκάθηρας· διὸ Χριστῷ ἐβόας·

Ἀλληλούϊα.

Ψαλμικῶς ἐκολλήθη, ἡ ψυχή σου ὀπίσω, Χριστοῦ τοῦ οὐρανίου Νυμφίου· δεξιὰ γὰρ αὐτοῦ ἀληθῶς, ἀντελάβετό σου τῆς ζωῆς πάνσοφε, καὶ διὰ τοῦτο ἅπαντες προσάδομέν σοι ταῦτα·

Χαῖρε, δι’ οὗ τὸ φῶς καθορᾶται·

χαῖρε, δι’ οὗ ἡ ἀχλὺς διασπᾶται.

Χαῖρε, ἡ πηγὴ τῶν θαυμάτων πολύκρουνος·

χαῖρε, ἡ πληγὴ τῶν δαιμόνων ἀνίατος.

Χαῖρε, δῶρον τὸ θεόσδοτον, Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ·

χαῖρε, φερωνύμως ἅπαντας, χαριτώσας τοὺς πιστούς.

Χαῖρε, κλέος καὶ δόξα, τῆς βροτῶν κληρουχίας·

χαῖρε, τεῦχος καὶ ὅπλον, κατ’ ἐχθρῶν τυραννίας.

Χαῖρε, πολλοὺς τῆς πλάνης λυτρούμενος·

χαῖρε, χαρᾶς πληρῶν προσκυνούμενος.

Χαῖρε, τρυφὴ τῆς πιστῶν διανοίας·

χαῖρε, χαρὰ τῆς ἐμῆς οὐδενίας.

Χαίροις, Ἁγίων ἀκροθίνιον.

Ὦ θεσπέσιε Πάτερ, Ἰωάννη θεόφρον, Ἁγίων ἀκροθίνιον θεῖον (γ΄), προσδεξάμενος ἡμῶν οἰμωγάς, ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας, καὶ σωτηρίας εὔθυνον ὁδοὺς ἡμῖν, ἵνα βοῶμεν·

Ἀλληλούϊα.