Κύριε μη στερήσεις με των επουρανίων σου και αιωνίων σου αγαθών.
Κύριε λύτρωσαι με των αιωνίων κολάσεων
Κύριε είτε λόγω, είτε έργο, είτε κατά νούν και διάνοια ήμαρτον, συγχώρεσε με
Κύριε λύτρωσαι με από πάσης ανάγκης και αγνοίας και λήθης και ραθυμίας και της λιθώδους αναισθησίας
Κύριε λύτρωσαι με από παντός πειρασμού και εγκαταλείψεως
Κύριε, φώτισον την καρδία μου ην εσκότισαι η πονηρή επιθυμία.
Κύριε, εγώ μεν ως άνθρωπος αμαρτάνω. Συ δε ως Θεός, ελέησόν με.
Κύριε ίδε την ασθένεια της ψυχής μου και πέμψουν την χάριν σου εις βοήθεια μου, ίνα και εν εμοί δοξαστεί το όνομα σου το άγιον.
Κύριε Ιησού Χριστέ έγραψον το όνομα του δούλον σου εν βιβλίο ζωής χαριζόμενός μοι και τέλος αγαθόν.
Κύριε ο Θεός μου, ουκ εποίησα ουδέν αγαθόν, άλλα αρξαίμην ποτέ τη ευσπλαχνία σου.
Κύριε, βρέξον εις την καρδιά μου την δρόσον της χάριτος σου.
Κύριε ο Θεός του ουρανού και της γης μνήσθητί μου του αμαρτωλού του αισχρού του πονηρού και βέβηλου κατά το μέγα έλεος σου, όταν έλθεις εν τη Βασιλεία σου.
Κύριε εν μετάνοια με παράλαβέ με και μη εγκαταλείπεις με.
Κύριε, μη είσενέγκης εις πειρασμό.
Κύριε, δός μοι έννοια αγαθή.
Κύριε, δώσε μοι δάκρυο και μνήμη θανάτου και κατάνυξη.
Κύριε, δώσε μοι των λογισμών μου εξαγόρευσει.
Κύριε, δός μοι ταπείνωση, εκκοπή θελήματος και υπάκουη.
Κύριε δώσε μοι υπομονή μακροθυμία και πραότητα.
Κύριε, εμφύτευσον εν εμοί την ρίζαν των αγαθών και , του φόβου σου.
Κύριε, αξίωσόν με αγαπάν σε εξ όλης μου της ψυχής και της διάνοιας και της καρδίας και τηρειν εν πάσει το θέλημα σου.
Κύριε, σκέπασόν με απ τα ανθρώπων πονηρών και Δαιμόνων και παθών και από παντός κακού και μη προσήκοντος πράγματος.
Κύριε, ως κελεύεις, Κύριε ως γινώσκεις, Κύριε ως βούλει, γενηθήτω το θέλημα σου εν εμοί.
Κύριε, το σον θέλημα γενέσθω και ου το εμόν. Πρεσβείας και ικεσίας της Παναγίας Θεοτόκου και πάντων των αγίων σου, ότι ευλογητός ει εις πάντες τους αιώνας. Αμήν.
Είπε κάποιος γέροντας:
- Αυτός πού μπαίνει σε αρωματοπωλείο, κι αν ακόμα δεν αγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως επάνω του κάποια ευωδία. Έτσι συμβαίνει και μ΄ αυτόν πού επισκέπτεται τους πατέρες. Αν θελήσει να εργαστεί πνευματικά, του δείχνουν το δρόμο της ταπεινώσεως, πού τον προστατεύει σαν τείχος από τις επιδρομές των δαιμόνων.
Πήγε κάποτε στον Αββά Φήλικα ένας αδελφός, έχοντας μαζί του και μερικούς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπόν τον Αββά να τους πει ωφέλιμο λόγο. Ο γέροντας όμως σώπαινε. Ο αδελφός συνέχισε να τον παρακαλεί ώρα πολλή, οπότε εκείνος τους είπε:
- Θέλετε ν΄ ακούσετε ψυχωφελή λόγο;
- Ναι, Αββά, αποκρίθηκαν.
- Δεν υπάρχει πια λόγος, είπε ο γέροντας. Γιατί όταν οι αδελφοί ρωτούσαν τους γέροντες και έκαναν όσα εκείνοι τους συμβούλευαν, ο Θεός έδινε λόγο, για να ωφεληθούν εκείνοι που ρωτούσαν. Τώρα όμως, επειδή ρωτάνε αλλά δεν εφαρμόζουν όσα ακούνε, πήρε ο Θεός τη χάρη του λόγου από τους γέροντες. Δεν βρίσκουν πια τι να πουν, γιατί δεν υπάρχει εργάτης της αρετής.
Όταν τον άκουσαν οι επισκέπτες, αναστέναξαν και είπαν:
-Προσευχήσου για μας, Αββά.
Μικρός Ευεργετινός
Ευλογήσαντος του ιερέως λέγομεν τον Ψαλμόν ΡΜΒ΄ (142)
Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσόν μου εν τη δικαιοσύνη σου.
Και μη εισέλθεις εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων.
Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου. εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου.
Εκάθισέ με εν σκοτεινοίς, ως νεκρούς αιώνος. Και ηκηδίασεν επ’ εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου.
Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τα χείρας μου. η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι.
Ταχύ εισάκουσόν μου, Κύριε, εξέλιπε το πνεύμα μου.
Μη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου απ’ εμού, και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον.
Ακουστόν ποίησον μοι το πρωί το έλεός σου, ότι επί σοι ήλπισα.
Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν, εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου
Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε. προς σε κατέφυγον, δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου.
Το Πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία. ένεκεν του ονόματός σου, Κύριε, ζήσεις με.
Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου, και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου. και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλός σού ειμί.
Ήχος δ΄
Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
Στιχ. α΄. Εξομολογείσθε τω Κυρίω, και επικαλείσθε το όνομα το άγιον αυτού.
Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
Στιχ. β΄. Πάντα τα έθνη εκύκλωσάν με και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς.
Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
Στιχ. γ΄. Παρά Κυρίου εγένετο αύτη, και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών.
Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
Ήχος δ΄. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Ως Ισαπόστολος και Πρώταθλος Θέκλα, εν γυναιξίν τον σον νυμφίον δυσώπει, αμαρτιών συγχώρησιν δωρήσασθαι, και παθών εκλύτρωσιν, και διόρθωσιν βίου, πάσι τοις προστρέχουσι, τη θερμή σου πρεσβεία. συ γαρ μεγίστην έχεις προς Χριστόν, Παρθενομάρτυς, παρρησίαν ένδοξε.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι. Όμοιον.
Ως Ισαπόστολος και Πρώταθλος Θέκλα, εν γυναιξίν τον σον νυμφίον δυσώπει, αμαρτιών συγχώρησιν δωρήσασθαι, και παθών εκλύτρωσιν, και διόρθωσιν βίου, πάσι τοις προστρέχουσι, τη θερμή σου πρεσβεία. συ γαρ μεγίστην έχεις προς Χριστόν, Παρθενομάρτυς, παρρησίαν ένδοξε.
Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Θεοτόκιον.
Ου σιωπήσωμεν ποτε, Θεοτόκε, τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι. ειμή γαρ συ προΐστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο, εκ τοσούτων κινδύνων; τις δε διεφύλαξεν, έως νυν ελευθέρους; Ουκ αποστώμεν Δέσποινα εκ σου. σους γαρ δούλους σώζεις αεί εκ παντοίων δεινών.
Ο Ν΄ (50) ΨΑΛΜΟΣ
Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου, εξάλειψον το ανόμημά μου.
Επί πλείον πλύνον με από της ανομίας μου, και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με.
Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μού εστί δια παντός.
Σοι μόνω ήμαρτον, και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα. όπως αν δικαιωθείς εν τοις λόγοις σου, και νικήσεις εν τω κρίνεσθαί σε.
Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου.
Ιδού γαρ αλήθεια ηγάπησας. τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι.
Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι. πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι.
Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην. αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα.
Απόστρεψον το πρόσωπόν σουαπό των αμαρτιών μου, και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον.
Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου.
Μη απορρίψεις με από του προσώπου σου, και το Πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλεις απ’ εμού.
Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου, και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με.
Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι.
Ρύσαι με εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου. αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου.
Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου.
Ότι, ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν. ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις.
Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον. καρδία συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, ο Θεός, ουκ εξουδενώσει.
Αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ.
Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα. τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Και ευθύς ψάλλομεν τον Κανόνα, ού η ακροστιχίς.
«Θέκλης σωθείην λιταίς ω Λόγε. Γερασίμου.».
Ωδή α΄. Ήχος πλ. δ΄. Υγράν διοδεύσας.
Θεόν τον φανέντα σωματικώς, ηγάπησας Θέκλα, και ηυγάσθης θείω φωτί. διό φωτοφόροις σου πρεσβείαις, την ζοφεράν μου καρδίαν καταύγασον.
Εκ πάσης μανίας και προσβολής, εχθρού του δολίου, ταις πρεσβείαις σου προς Χριστόν, απάλλαξον Θέκλα πρωτομάρτυς, τους αδιστάκτω ψυχή προσιόντας σοι.
Κυρίω νενύμφευσαι ως Αγνή, τω εκ της Παρθένου παρελθόντι δίχα τροπής, ω πρέσβευε Θέκλα Πρωτομάρτυς, ημίν διδόναι πταισμάτων συγχώρησιν.
Λυχνία εδείχθης χρυσοφαής, αστράψασα κόσμω, το απαύγασμα του Πατρός, εν ύλη σαρκός Παρθενομήτωρ, φωταγωγούν τους εν πίστει υμνούντας σε.
Ωδή γ΄. Ουρανίας αψίδος.
Ηλλοιώθης ω Θέκλα, τω του Χριστού έρωτι, Παύλου διδαχαίς ζωηφόροις. όθεν αλλοίωσον, καμέ πρεσβείαις σου, εκ της φθοράς θείω φόβω, προς την ευαρέστησιν, του Παντοκράτορος.
Σωτηρίαν εξαίτει, και των παθών νέκρωσιν, Θέκλα Πρωτομάρτυς Κυρίου, και Ισαπόστολε, τοις καταφεύγουσι, τη θαυμαστή σου πρεσβεία, και σε μακαρίζουσιν, ως καλλιπάρθενον.
Συντριβείς ταις εφόδους του πονηρού δράκοντος, Θέκλα Πρωτομάρτυς Αγία, πιστώς κραυγάζω σοι. θάττον με έγειρον, από παθών ακαθάρτως, και προς μετανοίας με, τρίβον οδήγησον.
Ως πυρίμορφος θρόνος, τον του παντός άνακτα, φέρεις εν αγκάλαις Παρθένε, εκ σου δι’ έλεος, σάρκα γενόμενον. όθεν σαρκός μου τα πάθη, και ψυχής τα τραύματα, ίασαι δέομαι.
Διάσωσον ταις σαις πρεσβείαις εκ πάσης ημάς ανάγκης, Πρωτομάρτυς εν γυναιξί Θέκλα ένδοξε, την των πταισμάτων ημίν αιτούσα.
Επίβλεψον, εν ευμενεία πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.
Αίτησις παρά του ιερέως και το Κάθισμα.
Ήχος β΄. Πρεσβεία Θερμή.
Ως νύμφη Χριστού, και αθληφόρος ένδοξος, δυσώπει αεί, ω Θέκλα Ισαπόστολε, ρυσθήναι πάσης θλίψεως, και ποικίλων σκανδάλων του όφεως, τους προσιόντας τη ση αρωγή, και μέλποντας Μάρτυς τους αγώνας σου.
Ωδή δ΄. Εισακήκοα Κύριε.
Θείου Παύλου τοις ρήμασι, Θέκλα ηκολούθησας. όθεν άπαντας, ημάς Μάρτυς ενδυνάμωσον, κατακολουθείν θείοις εντάλμασιν.
Εκ δεινών περιστάσεων, και πολυειδών κινδύνων και θλίψεων, ανωτέρους ημάς φύλαττε, Θέκλα Ισαπόστολε πρεσβείαις σου.
Ιλασμόν ημίν αίτησαι, από του νυμφίου σου Καλιπάρθενε, και παθών ψυχής και σώματος, Θέκλα πρωτομάρτυς απολύτρωσιν.
Θεόν σαρκί τέξασα, και μετά τον τόκον άφθορος μείνασα, Θεοτόκε Αειπάρθενε, εκ φθοροποιών παθών με λύτρωσαι.
Ωδή ε΄. Φώτισον ημάς.
Νέκρωσον ημών, παν γεώδες Μάρτυς φρόνημα, και ανύψωσον τον νουν Θέκλα σεμνή, προς αγάπην του λαμπρώς σε θαυμαστώσαντος.
Λύτρωσαι ημάς, εκ πυρός του αιωνίζοντος, η πυρός του αισθητού, Θέκλα σεμνή, ανενέργητον την δύναμιν ποίησον.
Ίασαι ψυχών, και σωμάτων τα συντρίμματα, Πρωτομάρτυς Ισαπόστολε Χριστού, των εν πίστει προσιόντων τη πρεσβεία σου.
Τέξασα Θεόν, Θεοτόκε μετά σώματος, εκ παθών σωματικών και ψυχικών, αποκάθαρων τους πίστει σε δοξάζοντας.
Ωδή στ΄. Την δέησιν.
Αγρίοις, θηρσί ριφθείσα Αγία, ασινής της τούτων έμεινας βλάβης. διό ημάς εκ θηρών νοουμένων, της χαλεπής επιθέσεως λύτρωσαι, και κατασύντριψον αυτών, την ισχύν καθ’ ημών την ολέθριον.
Ιλύος, αμαρτιών πολυτρόπων, την καρδίαν μου απόπλυνον Θέκλα, των πρεσβειών σου τοις ρείθροις Αγία, και καθαρόν τω Χριστώ με παράστησον, δι’ εναρέτου αγωγής, ώσπερ νύμφη αυτού καλλιπάρθενος.
Συνούσα, τοις Αποστόλοις Κυρίου, Ισαπόστολε Θεόνυμφε Θέκλα, και Αθληταίς και Παρθένοις Αγίαις, Χριστόν αείσυν αυτοίς καθικέτευε, δοθήναι πάσι τοις πιστοίς ιλασμόν και πταισμάτων συγχώρησιν.
Ως Μήτηρ του Βασιλέως της δόξης, Θεοτόκε Αειπάρθενε Κόρη, αυτόν δυσώπει ισχύν καταπέμψαι, ημίν νεκρώσαι, παθών τα σκιρτήματα, και εκφυγείν του πονηρού, καθ’ ημών τα δεινά μηχανήματα.
Διάσωσον ταις σαις πρεσβείαις εκ πάσης ημάς ανάγκης, Πρωτομάρτυς εν γυναιξί Θέκλα ένδοξε, την των πταισμάτων λύσιν ημίν αιτούσα.
Άχραντε, η διά λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως, επ’ εσχάτων των ημερών τεκούσα δυσώπησον, ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν.
Αίτησις και το Κοντάκιον.
Ήχος β΄. Τοις των αιμάτων σου.
Παρθενομάρτυς Χριστού Θέκλα ένδοξε, εν γυναιξί Πρωτομάρτυς αήττητε, Χριστώ τω νυμφίω σου πρέσβευε, αμαρτιών ημίν δούναι συγχώρησιν, τοις πίστει και πόθω τιμώσι σε.
Προκείμενον.
Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι.
Στιχ. Και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου....
Ευαγγέλιον. Εκ του κατά Ματθαίον.
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην. Ωμοιώθη η βασιλεία των Ουρανών δέκα παρθένοις, αίτινες λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών, εξήλθον εις απάντησιν του νυμφίου. Πέντε δε ήσαν εξ αυτών φρόνιμοι, και πέντε μωραί. Αίτινες μωραί, λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών, ουκ έλαβον μεθ’ εαυτών έλαιον. αι δε φρόνιμοι έλαβον έλαιον εν τοις αγγείοις αυτών μετά των λαμπάδων αυτών. Χρονίζοντος δε του νυμφίου, ενύσταξαν πάσαι, και εκάθευδον. Μέσης δε της νυκτός κραυγή γέγονεν. Ιδού ο νυμφίος έρχεται. εξέρχεσθε εις απάντησιν αυτού. Τότε ηγέρθησαν πάσαι αι παρθένοι εκείναι, και εκόσμησαν τας λαμπάδας αυτών. Αι δε μωραί τοις φρονίμοις είπον. Δότε ημίν εκ του ελαίουυμών, ότι αι λαμπάδες ημών σβέννυνται. Απεκρίθησαν δε αι φρόνιμοι, λέγουσαι. Μή ποτε ουκ αρκέσει ημίν και υμίν. πορεύεσθε δε μάλλον προς τους πωλούντας, και αγοράσατε εαυταίς. Απερχομένων δε αυτών, αγοράσαι, ήλθεν ο νυμφίος. και αι έτοιμοι εισήλθον μετ’ αυτού εις τους γάμους, και εκλείσθη η θύρα. Ύστερον δε έρχονται και αι λοιπαί παρθένοι, λέγουσαι. Κύριε, Κύριε άνοιξον ημίν. Ο δε αποκριθείς είπεν. Αμήν λέγω ημίν. Ουκ οίδα υμάς. Γρηγορείτε ουν ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν, εν ή ο Υιός του ανθρώπου έρχεται.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι.
Ταις της Αθληφόρου πρεσβείαις ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.
Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Ταις της Θεοτόκου πρεσβείαις ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.
ΠΡΟΣΟΜΟΙΟΝ
Ήχος πλ. β΄. Όλην αποθέμενοι.
Στίχ. Ελέησόν με ο Θεός...
Θέκλα Ισαπόστολε, εν γυναιξί Πρωτομάρτυς, Παύλου η συνέκδημος, και Αγίου Πνεύματος ενδιαίτημα, εκτενώς πρέσβευε, τω Θεώ των όλων, πάσης βλάβης εκλυτρώσασθαι, και πάσης θλίψεως, τους ειλικρινώς σε γεραίροντας, ως παρρησίαν έχουσα, προς τον σον νυμφίον και Κύριον. σε γαρ εις πρεσβείαν, προβάλλομεν οι μέλποντες σεμνή, της σης αγίας αθλήσεως, τα λαμπρά παλαίσματα.
Ο ιερεύς: Σώσον ο Θεός τον λαόν σου...
Ωδή ζ΄. Οι εκ της Ιουδαίας.
Λαμπηδών φανοτάτη, ανεδείχθης τω φέγγει της σης αθλήσεως, ω Θέκλα Πρωτομάρτυς, σκεδάζουσα τον ζόφον, των παθών και των θλίψεων, εκ των βοώντων αεί. Χριστέ ευλογητός ει.
Ουδαμώς καταφλέχθης, τη φλογί ως ερρίφθης Θέκλα Πρωτόαθλε. διό την φλόγα σβέσον, παθών εν τη ψυχί μου, και βοώντα με οίκτειρον. Ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.
Γαυριώντας τυράννους, του Χριστού τη αγάπη Θέκλα κατήσχυνας. διό της τυραννίδος, ροπής επί τα χείρω, τους βοώντας εκλύτρωσαι. Ο των Πατέρων ημών Θεός ευλογητός ει.
Εσαρκώθη αφράστως, εξ Αγνής σου νηδύος ο Υπερούσιος, της πλάνης του δολίου, εξαίρων Θεοτόκε, τους εν πίστει βοώντας σοι. Χαίρε Παρθένε Αγνή, υπερδεδοξασμένη.
Ωδή η΄. Τον Βασιλέα.
Γνώμη ανδρεία, ταύρου θυμόν μεταβάλλεις, Θέκλα ένδοξε. διό τας της ψυχής μου, εμπαθείς κινήσεις, μετάβαλε εις τέλος.
Ρώμην μοι δίδου, κατά παθών ολεθρίων, Θέκλα πάνσεμνε, η πάσαν του δολίου, καταβεβληκυία, ισχύν εν τη αθλήσει.
Απορραγείσα, νεύσει Θεού δέχεταί σε, πέτρα πάνσεμνε. διό με εν τη πέτρα, στήριξον Αγία, των θείων ενταλμάτων.
Σώσον με Κόρη, εκ των χειρών του Βελίαρ, και υπόταξον τον νουν μου δυσωπώ σε, νόμω του Κυρίου, ίνα σε μεγαλύνω.
Ωδή θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
Ιλέωσαι Αγία, ταις σαις ικεσίαις, τον σον νυμφίον Χριστόν τον Φιλάνθρωπον, ημίν τοις σπεύδουσι Θέκλα τη προστασία σου.
Μεγίστην παρρησίαν, έχουσα Αγία, προς τον Σωτήρα Χριστόν δι’ ον ήθλησας, μεγάλων πόνων και θλίψεων ημάς λύτρωσαι.
Οι πόθω προσιόντες, Θέκλα μακαρία, τη ση πρεσβεία παθών απαλλάτονται, και χαριστήριον ύμνον σοι αναμέλπουσι.
Υδάτων απωλείας, ρύσαι την ψυχήν μου, η την πηγήν της ζωής κόσμω βλύσασα, και πότισόν με Παρθένε ζωής τω ύδατι.
Άξιον εστιν ως αληθώς μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών.
Την τιμιωτέραν των Χερουβίμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σερουφείμ, την αδιαφθόρως, Θεόν Λόγον τεκούσαν. την όντως Θεοτόκον, Σε μεγαλύνομεν.
Και τα Μεγαλυνάρια.
Χαίροις Ισαπόστολε του Χριστού, Θέκλα μακαρία, Πρωτομάρτυς εν γυναιξί, Παρθενομαρτύρων αγλάϊσμα και κλέος, ημών δε προς τον Κτίστην, μεσίτις ένθεος.
Παύλου, φωτισθείσα ταις διδαχαίς, Θάμυριν ηρνήσω, και μεμνήστευσαι των Χριστώ, Θέκλα μακαρία, και τούτω ώσπερ προίκα, προσήγαγες τους πόνους, της σης αθλήσεως.
Φύσιν γυναικείαν, γνώμη στερρά Θέκλα υπερείδες, και εχώρησας σταθερώς, προ του μαρτυρίου, τους ανδρικούς αγώνας, τω πόθω Ισαπόστολε του νυμφίου σου.
Πυρ ουκ επτοήθης Θέκλα σεμνή, φλεγομένη πόθω, του Παντάνακτος Ιησού, και τους ατιθάσους, θήρας δυνάμει θεία, ως άρνας εν σταδίω, ημέρους έδειξας.
Πέτρα σε εδέξατο θαυμαστώς, ραγείσα τη νεύσει, του νυμφίου σου Ιησού, Θέκλα Πρωτομάρτυς, ένθα τελειωθείσα, επήρθης μετά δόξης, προς τα ουράνια.
Πρέσβευε απαύστως Θέκλα σεμνή, Χριστώ τω Σωτήρι, πάσης ρύεσθαι συμφοράς, και πειρατηρίων, ποικίλων εν τω βίω, τους πίστει προσιόντας, τη αντιλήψει σου.
Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου Αποστόων η δωδεκάς, οι Άγιοι Πάντες μετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εις το σωθήναι ημάς.
Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός, άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς (γ΄).
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς. Κύριε, ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών. Δέσποτα, συγχώρησον τας ανομίας ημίν. Άγιε, επίσκεψαι και ίασαι τας ασθενείας ημών ένεκεν του ονόματός σου. Κύριε, ελέησον. Κύριε ελήσον. Κύριε ελέησον.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι. Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς αγιασθήτω το όνομά σου . Ελθέτω η βασιλεία σου. Γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επίτης γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον. Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών. Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.
Ο Ιερεύς.
Ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος , νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Κατόπιν τα τροπάρια.
Ήχος πλ. β΄.
Ελέησον ημάς, Κύριε, ελέησον ημάς. πάσης γαρ απολογίας απορούντες, ταύτην σοι την ικεσίαν, ως Δεσπότη, οι αμαρτωλοί προσφέρομεν. Ελέησον ημάς.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι.
Κύριε ελέησον ημάς, επί σοι γαρ πεποίθαμεν. μη οργισθής ημίν σφόδρα, μηδέ μνησθής των ανομιών ημών. αλλ’ επίβλεψον και νυν ως εύσπλαχνος, και λύτρωσαι ημάς εκ των εχθρών ημών. συ γαρ ει Θεός ημών, και ημείς λαός σου, πάντες έργα χειρών σου, και το όνομά σου επικεκλήμεθα.
Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Της ευσπλαχνίας την πύλην άνοιξον ημίν, ευλογημένη Θεοτόκε. ελπίζοντες εις σε, μη αστοχήσωμεν. ρυσθείημεν δια σου των περιστάσεων. συ γαρ ει η σωτηρία του γένους των χριστιανών.
Η εκτενής παρά του Ιερέως, και απόλυσις.
Μετά την «απόλυσιν» ψάλλομεν αργώς τα κάτωθι τροπάρια.
Ήχος β΄. Ότε εκ του ξύλου.
Θέκλα Πρωτομάρτυς του Χριστού, Παρθενομαρτύρων Αγίων, το εγκαλλώπισμα, πάσης περιστάσεως, και προσβολής του εχθρού, ασινείς διαφύλαττε, ταις σαις ικεσίαις, τους πιστώς προστρέχοντας, τη προστασία σου, λύουσα παθών τας οδύνας, και πλημμελήματα αιτούσα, πάσι την συγχώρησιν πανεύφημε.
Δίστιχον.
Θέκλα Ισαπόστολε δεδοξασμένη
Γερασίμου πρόσδεξαι την ικεσίαν.